Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Τα τρία ελληνικά πανεπιστήμια που βρίσκονται στη λίστα με τα 500 καλύτερα στον κόσμο

Αναδημοσίευση από: http://www.uoa.gr/anakoinoseis-kai-ekdhloseis/proboli-newn/ta-tria-ellhnika-panepistimia-poy-briskontai-sth-lista-me-ta-500-kalytera-ston-kosmo.html

15/8/2017

Τρία ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται μεταξύ των 500 καλύτερων του κόσμου, σύμφωνα με την Παγκόσμια Ακαδημαϊκή Αξιολόγηση των Πανεπιστημίων (ARWU), τη γνωστή και ως «Κατάταξη της Σαγκάης».
Από τα ελληνικά πανεπιστήμια, κορυφαίο είναι το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμο Αθηνών (θέσεις 301-400) ενώ στις θέσεις 401-500 βρίσκονται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Στην κορυφή της λίστας παραμένει και τη φετινή χρονιά το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ενώ τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει το Στάνφορντ, όπως και πέρσι. Την πρώτη τριάδα συμπληρώνει το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ –το πρώτο μη αμερικανικό– που μάλιστα έχει ανέβει κατά μία θέση στην κατάταξη. Ακολουθεί το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), που επίσης κερδίζει μία θέση σε σχέση με το 2016 ενώ το Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας έχει υποχωρήσει, από την τρίτη στην πέμπτη θέση.
Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν το Πρίνστον, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Κολούμπια, το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Το πρώτο μη αμερικανικό και μη βρετανικό πανεπιστήμιο της πρώτης εικοσάδας είναι το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης, στη 19η θέση. Το Πανεπιστήμιο του Τόκιο, που πέρσι βρισκόταν 20ό, φέτος έχει πέσει στην 24η θέση, πίσω και από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο (23ο).
Σχεδόν τα μισά (συνολικά 48) από τα 100 κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου βρίσκονται στις ΗΠΑ, 9 στη Βρετανία και 6 στην Αυστραλία.
Η Κατάταξη της Σαγκάης, που θεωρείται μία από τις τρεις σημαντικότερες στον κόσμο, συντάσσεται λαμβάνοντας υπόψη διάφορα κριτήρια, όπως την ποιότητα της εκπαίδευσης (π.χ. τον αριθμό των σπουδαστών της σχολής που τιμήθηκαν με Νόμπελ ή με άλλα βραβεία), των καθηγητών (με βάση τις διακρίσεις τους), της έρευνας (πόσες δημοσιεύσεις έχουν γίνει σε διεθνώς αναγνωρισμένα επιστημονικά περιοδικά) και άλλα.

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

"ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ" του ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗ

Ivan Constantinovich Aivazovsky - The Ninth Wave (detail)

1
Ὁ χωματόδρομος μ’ ἔβγαλε στὴν παραλία
ἐκεῖ ποὺ ὁ γερανὸς σήκωνε τὴν ἐκκλησία
καὶ τὴν ἄφηνε νὰ πέσει στὰ νερά.
Ἦρθα νὰ ξαναβρῶ τὴν ἀδελφή μου τὴ Σίβυλλα
μὲ τὸ μαῦρο χιτώνα καὶ τὰ πέτρινα χείλη,
τὸ νούφαρο ποὺ μὲ πῆγε
ἀπὸ τὸ ποτάμι στὴ λίμνη
κι ἀπὸ κεῖ στὴ θάλασσα,
τὴ γυάλινη σκιὰ τοῦ 1959.
Χορδὲς φωτός, καλώδια τῆς λησμονιᾶς,
ἡ κουκουβάγια, ἡ δεκοχτούρα καὶ ὁ νυχτοκόρακας
κι ἡ νύχτα ποὺ ἔφερνε τὸν ἦχο τοῦ χαλκοῦ
ἀπὸ τὸν προηγούμενο αἰώνα.
Στὰ μάτια τῆς γάτας διάβασα
τὴν ἡμερομηνία καὶ τὴν ὥρα τῆς ἀναχώρησης
κι εἶδα νὰ περνοῦν γιὰ μιὰ στιγμὴ
ὁ ἱερέας, ὁ γόης κι ὁ μαστιγωμένος μάντης
κυνηγημένοι ἀπὸ προϊστορικὰ σκυλιά.
Ἔλαμπε ψηλὰ στὸν οὐρανὸ τὸ χιόνι τοῦ Γαλαξία
κι ἀνάμεσα στὰ πεῦκα διέσχιζα τὸ ἡμίφως
ποὺ χωρίζει τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν ἄντρα.
Ὅμως τὰ θυμόμουν ὅλα σὰν νά ’ταν χθές.
Κάπου ἐδῶ θὰ φωσφορίζει χαμηλὰ στοὺς θάμνους
τὸ ρολόι τοῦ κοραλλιοῦ
καὶ πάνω στὸ γέρικο πεῦκο θά ’χει μείνει ἡ χαρακιὰ
ποὺ σημαδεύει τὴν καταπακτὴ τῶν κυμάτων
κι ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ἄστρο
στὸ μέτωπο τῆς Χίμαιρας.
Ἀνέβηκε ἕνα ἄλογο στὸν οὐρανὸ
κι ἔσβησε τ’ ἄστρα μὲ τὰ φτερά του.
Εἶδα τοὺς βράχους τοῦ ἀνθρακίτη
στὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ,
τὶς μολυβένιες ἁλυκὲς ἀνάμεσα στὰ βρύα.
Ἤμουν σὲ λήθαργο• κι ἦρθε μπροστά μου
ἡ ἀγέννητη σκιά μου.
Σὲ ποιά γλώσσα νὰ μιλήσω μ’ αὐτὸ τὸ φάσμα,
ἀνταύγεια τοῦ θανάτου ποὺ ἔπεφτε πάνω στὰ μακρινὰ σπίτια,
στοὺς κοιμισμένους κήπους καὶ τὸ φώσφορο τῶν βυθῶν;
Γιατὶ ἀπόψε ἤμουν ὁ πιὸ μόνος ἄνθρωπος στὸν κόσμο
κι ἡ θάλασσα κατάπινε τὴν αἰωνιότητα
ὅπως ὁ ἄνεμος τρώει τὴν παραλία καὶ τὴ σκόνη
στὰ σταυροδρόμια καὶ τὶς ἐρήμους τοῦ ματιοῦ.
Μὲ τὸ χέρι νὰ ψάχνει τὶς στάχτες τῆς Σελήνης,
μὲ τὸ φῶς ποὺ φυλακίζει ἡ θάλασσα στὰ σπλάχνα της,
μὲ τὰ μάτια μισόκλειστα βούλιαζαν στὰ νερὰ
οἱ ναυαγοὶ τοῦ ἀνέμου.
Ἐκεῖ ποὺ ραγίζει ὁ καθρέφτης σκοτεινιάζει τὸ φῶς,
τὸ μαῦρο διαμάντι καίγεται στὸ κέντρο τῆς φωτιᾶς
καὶ βαθιά, σὰν ἦχος χιλιοτρυπημένης εἰκόνας,
ἀκούγεται ὁ τρυποκάρυδος, ὁ γιὸς τῆς Πηνελόπης.
«Ποτὲ δὲν εἴχαμε δικό μας ἕναν τόπο ἀληθινό,
ποτὲ δὲν εἶχε φωνὴ τὸ ἡμίφως».
Μόνον οἱ ἄλλοι ξέρουν ποιοὶ εἴμαστε.
Ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς μαθαίνουμε
εἶναι ὅ,τι δὲν εἴμαστε κι ὅ,τι δὲν πρόκειται νὰ γίνουμε ποτέ,
ὅμως τί ἄλλο εἶναι ἡ συντριβὴ
ἀπό ’ναν ἄνθρωπο γονατισμένο στὴν ἄμμο;
Καὶ τὴ σποδὸ τῆς νιότης του
ποιός τόλμησε ποτὲ νὰ τὴ συλλέξει;
Ποιός σκέπασε τὴν κεφαλή, τὰ μάτια, τὴν καρδιὰ
μὲ τὸ νερὸ καὶ μὲ τὴ στάχτη;
Στὴ λάμψη τοῦ καραβιοῦ ποὺ ἔστριψε στὸν κάβο
εἶδα γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ περνᾶ ἡ προηγούμενη ζωή μου.
Βάζα μὲ ξεραμένα τριαντάφυλλα,
ἡμερομηνίες ποὺ κιτρίνισαν,
γράμματα χωρὶς ἀποστολέα,
ἡ κίνηση τοῦ χεριοῦ μέσα στὰ χόρτα τοῦ ὕπνου,
σκουριασμένα κειμήλια,
λογιστικὰ βιβλία ἀπὸ ἑταιρεῖες ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά.
Ὁ κόλπος κλείδωνε τὴ θάλασσα σὰν χειροπέδη.
2
Ἡ πόλη βούλιαζε στὴ θάλασσα
μὲ μολυβένιες βυσσινιὲς καὶ καρυδιὲς ἀπὸ μάρμαρο,
μὲ τριαντάφυλλα καὶ μαγεμένα χελιδόνια,
μὲ τὰ μνημεῖα, μὲ τὶς δάφνες της καὶ τοὺς νεκρούς της,
μὲ τὶς πλατεῖες, τὰ πλατάνια, τὰ σχολεῖα της,
κορδέλες, παράσημα κι ἀναμνηστικὲς φωτογραφίες
ἀπὸ τὴ σχολικὴ ἐκδρομὴ τοῦ 1960.
Ψάρια διαβάζουν ὀνόματα νεκρῶν,
κατάστιχα τοῦ δήμου, ἐφημερίδες τῆς ἀπελευθέρωσης.
Τέτοια ἦταν ἡ νύχτα ποὺ ἔφτασε
ὁ φλαουτίστας μὲ τὴν πράσινη μπέρτα.
Μπῆκε στὴ λέσχη τῆς πόλης,
σταμάτησαν οἱ μπίλιες τοῦ μπιλιάρδου,
ὁ φάντης κούπα γέλασε στὰ χέρια τοῦ προέδρου,
ὁ ἄσος μπαστούνι ἔπεσε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ στρατηγοῦ,
ἐκεῖνος ἔπαιξε τὸ ἐμβατήριο τῶν νηπίων,
βγῆκαν ἀπὸ τὴν πύλη τὰ παιδιὰ μαζί του
κι ἡ πόλη γέρασε σὲ μιὰ νύχτα καὶ τὴν κατάπιαν τὰ βουνά.
Ἔβλεπα χαμηλὰ στὰ κύματα
τὴν ἀγγελόπετρα Σελήνη
μιλώντας μὲ τὰ πεῦκα σὲ μιὰ γλώσσα
ποὺ δὲν ἦταν ἡ μητρική μου.
Τότε γύρισα κι ἀντίκρισα
μιὰν ἀπὸ τὶς παλιές μου σκιὲς
ν’ ἀσπρίζει μέσα στὸ λίκνο.
Ἤμουν αὐτὸς ποὺ δὲν ἤξερα.
Καὶ τὸ στομάχι μου ἀντιλαλοῦσε.
Κατέβαινε ἡ ὀρχήστρα στὰ νερά,
ὁ μαέστρος ἀσάλευτος μὲ τὴ μπαγκέτα,
ἀκίνητα τὰ μαντολίνα, τὸ πιάνο, οἱ κιθάρες καὶ τὰ βιολιά.
Ἔβλεπα νὰ βυθίζεται μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του
τὸ σιδερένιο τοτὲμ τοῦ γυμνασιάρχη.
Χόρευε ἕνα βὰλς δίχως μουσικὴ
τὸ ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορα
μὲ τὸ ὁμοίωμα τῆς Παναγίας τῆς Πυροφόρου.
Τὰ μάτια μου ἀνοιγόκλειναν ἀθόρυβα
σὰν τὰ φτερὰ μιᾶς ζοφερῆς πεταλούδας
καὶ τὰ χρόνια μπαινόβγαιναν στὸ ἔρημο σπίτι
ποὺ ἔφεγγε μέσα στὸ χιόνι τοῦ Γαλαξία,
φάντασμα ξύλινο κι ἐρείπιο πέτρινο,
ἴχνος κενοταφίου, ἔρημο φυλάκιο,
μὲ τὴ μεγάλη καμινάδα του ξεκοιλιασμένη,
τὰ χόρτα ξεραμένα στὴν αὐλὴ
καὶ τὶς κουρτίνες στὰ παράθυρα νά ’χουν γεράσει.
Τὸ φῶς τῶν περασμένων δηλητηριάστηκε
ἀπὸ τὸ μάγο ποὺ ἄφησε νὰ πέσει στὸ τραπέζι
ἡ καραμέλα τοῦ θανάτου.
Γιὰ ὅσα χάθηκαν ἀνεπανόρθωτα.
Γιὰ τοὺς χαμένους, τοὺς νεκρούς, ἀκόμη καὶ γιὰ μένα.
Νά ’την ἡ νύφη ποὺ πέφτει στὸ μαῦρο κρεβάτι
ἀνοίγοντας τὴν ἀγκαλιὰ γιὰ νὰ δεχτεῖ
τὸ φάντασμα τοῦ ἔρωτά της.
Νά τὸ ἀσήμι ποὺ ἔκλεψε ἡ Πασιφάη
κι ἔφτιαξαν τὴν καρφίτσα τοῦ γάμου της.
Ἄνθη τοῦ ἀφροῦ στολίζουν τὰ ξανθὰ μαλλιά,
ἐρυθροφόρος οὐρανὸς κατεβαίνει στὰ κλειστά της βλέφαρα
καὶ μιὰ σκιὰ χελιδονιοῦ
τὰ ὄνειρά της κηλιδώνει.
Ὅλα μὲ πήγαιναν στὸ παρελθόν,
τὸν καιρὸ ποὺ οἱ θεοὶ εἶχαν χάσει τ’ ὄνομά τους,
ὅμως πάνω στὰ λείψανα τῶν τειχῶν
ἦταν ἀκόμη ζωντανὴ ἡ ἀράχνη τοῦ πολέμου.
Καὶ τὴ γέφυρα ὅταν τὴν περνᾶς δὲν πᾶς στὴν ἐκκλησία
ἀλλὰ στὸν προηγούμενο αἰώνα,
ἐκεῖ ποὺ ἤμουν τώρα ἐγὼ
κρατώντας στὰ χέρια μου σὰν ζωντανὰ ὀρυκτὰ
τὰ μῆλα ἀπὸ τὸν κῆπο τοῦ ταγματάρχη.
Μιλοῦσε ἡ θάλασσα, ὁ αἰώνιος μάντης:
3
Ἀέρα τοὺ Περσέα μὲ χρυσόσκονη δάφνης,
ἀρχάγγελε τοῦ Ὀλύμπου ποὺ κρατᾶς
τὸν οὐρανό, τὰ βουνὰ καὶ τοὺς πλανῆτες,
λάμπει στὰ ὕφαλα ἡ γοργόνα κατάλευκη
καὶ τοῦ πόντου ἡ μηλιὰ τραγουδᾶ τ’ ὄνομά σου.
Θ’ ἀνοίξουν τὰ σύννεφα καὶ θὰ περάσουν
τοῦ Ποσειδώνα τ’ ἄλογα ποὺ σκοτεινιάζουν τὸ Ζέφυρο
πετώντας στὰ βάθη νὰ πᾶν’ στὸ νησὶ
ὅπου δὲν πέφτει ἡ βροχὴ ποὺ μολύνει τὸ σύμπαν.
Ἀέρα τῆς φωνῆς, ποὺ κοιμᾶσαι στὸ σπήλαιο,
ποὺ κόβεις τὸ κύμα καὶ γελάει τὸ σκοτάδι,
στὸ πανὶ τῶν αἰώνων γραμμένα τὰ αἰώνια ψέματα,
ἐκεῖ καὶ τῶν ἀνθρώπων τυπωμένες οἱ ἀλήθειες.
Ἀέρα ποὺ φυσᾶς στῆς καρδιᾶς τὰ ἐρείπια,
φωνὴ τοῦ ἀγκαθιοῦ στὸ μπαλκόνι τοῦ Αἰόλου,
τὸ τραγούδι σου ἀκοῦν καὶ χορεύουν τὰ σύννεφα
καὶ τὰ μάτια τῶν ἄστρων τρεμοπαίζουν κοιτάζοντας
τὰ βελούδινα ἱστία τῶν πλοίων.
Ἀέρα ποὺ φυσᾶς στὰ φτερὰ τῆς βροχῆς,
στὸ λευκὸ τῆς σιωπῆς καὶ στὸ μαῦρο τῆς Νέμεσης,
στῶν πουλιῶν τὸ ταξίδι καὶ τὸ πρόσωπο
τοῦ νεροῦ ποὺ στὸ πέρασμά σου ραγίζει,
στῶν ἀνθέων τὸ κύμα ποὺ σαρώνει τὴν ἄβυσσο,
στὸ σταχτὶ τῶν βουνῶν καὶ τὸ κίτρινο τῶν πόλεων,
στὰ πανιὰ τοῦ Θησέα καὶ τὸν μύλο τῆς μάγισσας,
στοῦ παιδιοῦ τὸ χαρταετὸ καὶ τοὺς κρίνους τῶν ἄστρων
ποὺ τὴ νύχτα δακρύζουν στῆς Σελήνης τὸ μνῆμα.
Σελήνη τῆς ἀκακίας, ἡγερία τῶν νεκρῶν,
Καρμέντα τῶν συμφώνων, ἥλιε δωρικέ,
βασιλικὸ μηδέν, ἡμερολόγιο τοῦ ὕπνου,
πέτρα τῆς Μνημοσύνης, μῆλο ἀπὸ ὑδρογόνο,
κρατήρα τοῦ Ἄβαλον, μάτι τοῦ Ἀρθούρου,
τοῦ Σιμωνίδη νόμισμα, οἰκόσημο τοῦ φθινοπώρου,
τοῦ Μίνωα σφραγιδόλιθε, γυαλὶ θανάτου,
αὐγὸ τῆς θάλασσας, Ἀθὼρ τῶν οὐρανῶν
πάνω ἀπὸ τὴν πορφυρὴ παλίρροια τοῦ ἀνέμου.
Σελήνη, καθρέφτη τῆς Κίρκης,
κόρη τῆς λυγαριᾶς,
ἀσημένια σκιὰ τῆς σημύδας,
Ἐρατώ, Οὐρανία, βασίλισσα,
ἀσπίδα τοῦ χρόνου καὶ σίδερο τοῦ πάγου,
στὴ λεύκα τοῦ γήρατος στήνεις φωλιά,
κάθε νύχτα πετᾶς στὰ ὄρη τῆς Κρήτης
καὶ στέκεσαι πάνω ἀπ’ τὰ δέκα βουνὰ
νὰ φωτίσεις τὸν τάφο τοῦ Δία.
Σελήνη, μάτι τῆς ἀράχνης, μάγισσα τοῦ Βορρᾶ,
καθρέφτη τῆς Σαπφῶς καὶ τῆς Μπρουνχίλντε,
κόρη τοῦ Σήθ, Χερουβείμ τῆς σιγῆς,
μονόκερε τοῦ Κρόνου, ἀναγραμματισμένο ἔαρ,
βασίλισσα τῶν Φαραώ, Λίγεια, Πασιφάη καὶ Λευκωσία,
σπίτι τοῦ Ἀστερίωνα, τοτὲμ τοῦ Παραδείσου,
πελασγικέ μου ἔρωτα στοῦ ποταμοῦ τὸν ἴσκιο
μὲ τὴ σονάτα τῆς ἰτιᾶς νὰ πάει καὶ νὰ κοιμίζει
τῶν σκοτωμένων τὰ ὄνειρα στὸ φῶς τοῦ Κάτω Κόσμου.

από το βιβλίο του Αναστάση Βιστωνίτη  "Τα ρόδα της Αχερουσίας" που κυκλοφόρησε το 2008.

Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

"Η ΣΩΤΗΡΙΑ" του ΖΑΧΑΡΙΑ ΣΩΚΟΥ


   Η  ΣΩΤΗΡΙΑ


           "…κι’ οπόβρη ένα μοναχό, κείνον τον ξεκληρίζει…"
                                                        
Είχα καιρό να σ’ αντικρύσω,
σκούρα σε κρύβουνε  κουστούμια 
δεν σε βλέπω,
όταν  σε ξύλινο άλογο  ιππεύεις, Σωτηρία

Κι ως σε είδα  ασάλευτη,
ν’ αστράφτεις και να μειδιάς,
το εννόησα,
ως και τώρα δεν  τα ’θελες  
κακοκαρδίες  και τέτοια,
αξιοπρεπής και διακριτική
όπως η γάτα τη βρωμιά της ,
ως το τέλος

Τι να την κάνουν
οι  αποδομητές  την  καλοσύνη,
ποσώς  τους  νοιάζει
αν ήσουν πόρνη ή αγία,
αν δολοφόνησες
ή αν πέτρωνες τον εαυτό σου
 για λίγη αξιοπρέπεια

Τα βερεσέδια σου έκλεισες
 πριν φύγεις
κι όταν λίγα τα κρίματα
λιγότεροι στο κατευόδιο,
κι εμείς , αφού η ψυχή,
λέει,  αθάνατη πως είναι,
τί μαζευτήκαμε εδώ;
γι αυτό το τιποτένιο σώμα;

Τα ‘ξερες όλα αυτά ,
γι αυτό και μειδιούσες

Αχ! Σωτηρία, Σωτηρία ,
δεν υπάρχεις σωτηρία                                                                 
μα εσύ, αν, λόγω ονόματος,  τη βρεις
βρες ένα τρόπο  να μας το μηνύσεις
                                

υπό έκδοση συλλογή ''Διπλή προσπέραση''

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Γιώργος Παναγιωτίδης: «Για να παλέψω με τον λογοτεχνικό εγωισμό μου...»




αναδημοσίευση:http://lexitanil.nured.uowm.gr/?contentid=207


Κατερίνα Παπαδημητρίου
Συνάντησα τον μυθιστοριογράφο και ποιητή Γιώργο Παναγιωτίδη, παράλληλα συνεργάτη του ΠΜΣ Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του αντίστοιχου τμήματος του ΕΑΠ. Η αφορμή βεβαίως, τι άλλο; Η ίδια η δημιουργική γραφή, η οποία για τον ίδιο συνδέεται και μία ακόμα ιδιότητα η οποία μάλιστα προϋπήρξε και εξακολουθεί. Εκείνη του δασκάλου δημιουργικής γραφής μέσω Διαδικτύου. Σε μία εποχή όπου τα προσόντα δεν οδηγούν απαραίτητα σε οικονομική άνθηση, είναι άραγε η ανάγκη για καλλιέργεια της δημιουργικής έκφρασης ή η προσθήκη ενός ακόμα μεταπτυχιακού διπλώματος στο βιογραφικό, που οδηγεί όλο και περισσότερους στην απόφαση να αξιοποιήσουν το τυχόν ταλέντο τους στη γραφή; Είναι γεγονός όμως ότι ο Παναγιωτίδης, ως ακούραστος καλλιεργητής της τέχνης αυτής, αποφασίζει να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις και τις ικανότητές του, με αξιόλογα ομολογουμένως αποτελέσματα. Και ποια καλύτερη απόδειξη από τους ίδιους τους μαθητές του, αρκετοί από τους οποίους ξεχωρίζουν.

-Ξεκίνησες ως ποιητής. Πότε έγραψες το πρώτο σου ποίημα;
Όταν κάποιος σκαρώνει τα πρώτα του ποιήματα, ή στιχάκια καλύτερα, δεν ξέρω αν έχει συνείδηση του ότι είναι ή θέλει να είναι ποιητής. Στα δέκα μου χρόνια πήγα σ’ ένα μικρό μπακάλικο της εποχής εκείνης στη γειτονιά μου κι αγόρασα ένα τετράδιο έχοντας σκοπό να το γεμίσω με ποιήματα. Και το γέμισα. Ήταν μία εσωτερική παρόρμηση, σαν γραμμένη εξ αρχής στα κύτταρά μου.
-Ένιωσες την ανάγκη στα πρώτα σου ποιητικά σκιρτήματα να αντιγράψεις το ύφος κάποιου συγκεκριμένου ποιητή τον οποίον θαύμαζες;
Δεν υπάρχει λογοτέχνης  που να μην πατά, ασυνείδητα τουλάχιστο, πάνω στα χνάρια των προηγούμενων. Πιστεύω πως η ανθρωπότητα γράφει το συλλογικό της βιβλίο, όπου όλοι εμείς συμμετέχουμε παίρνοντας τη σκυτάλη ο ένας από τον άλλο. Σίγουρα λοιπόν μιμήθηκα τρόπους πολλών αλλά να αντιγράψω όχι, δεν θέλησα να αντιγράψω. Εξάλλου ποτέ δεν θαύμασα κανέναν λογοτέχνη. Τους ζήλεψα και τους ζηλεύω, αυτό ναι. Στα δώδεκά μου χρόνια διάλεξα το «Πρωινό άστρο» του Ρίτσου, το αγόρασα για την ανταλλαγή δώρων στο σχολείο, αλλά τελικά το κράτησα για τον εαυτό μου. Αυτό ήταν το πρώτο ποίημα που ζήλεψα.

-Η πρώτη σου ποιητική συλλογή ήταν η «Ρύνια». Η οποία ήταν και η πρώτη σου εκδοτική απόπειρα το 1985. Τι έχει αλλάξει από τότε;
Η «Ρύνια» γράφτηκε στα δεκαοχτώ με δεκαεννιά μου χρόνια. Τα rhynia είναι ένα αρχέγονο φυτό, από τα πρώτα που «τόλμησαν» αφήνοντας τις θάλασσες να δοκιμάσουν να ζήσουν στην ξηρά. Έτσι ένιωθα τότε. Ήταν η πρώτη μου τόλμη ν’ αφήσω την ασφάλεια της ιδιωτικής μου θάλασσας και να βγω στη δημόσια ξηρά. Από τότε βέβαια πέρασαν πολλά χρόνια. Τότε ήμουν βέβαιος πως έπρεπε να πολεμήσω με την άγνοιά μου. Τώρα πια γνωρίζω πως όσο ταξιδεύεις τόσο η άγνοιά σου μεγαλώνει. Δεν άλλαξε όμως ποτέ η αγάπη μου για τη λογοτεχνία. Είναι ισόβια ερωτική σχέση με τη γλώσσα.   

-Ακολούθησαν δύο ακόμα ποιητικές συλλογές και η επανέκδοση της «Ρύνια», «Τα δύο όλα» το 1996 και έξι χρόνια αργότερα το «Δι’ οδών» το 2002. Τι σημαίνει για σένα ο συγγραφικός χρόνος;
Όλα αυτά τα βιβλία είναι ποιητικές συνθέσεις και όχι ποιητικές συλλογές. Είναι υβριδικά κείμενα σε μορφή πρόζας, με κάποια αφηγηματικά στοιχεία αλλά και με έντονα τα χαρακτηριστικά του ρυθμού και της πύκνωσης. Τον δε συγγραφικό χρόνο δεν τον αντιλαμβάνομαι ως εκδοτικό χρόνο. Έχω εκδώσει δέκα βιβλία μέσα σε τριάντα χρόνια, κατά μέσον όρο ένα κάθε τρία χρόνια. Αλλά αυτό εμένα δεν μου λέει τίποτα... Συγγραφικός χρόνος θεωρώ πως είναι όλος ο άλλος χρόνος, εκείνος της συγγραφικής απομόνωσης και συγγραφής. Σ’ αυτόν τον χρόνο βρίσκεται η μαγεία, το υπερφυσικό ίσως, ενός άλλου κόσμου, στον οποίο βρίσκεται ο λογοτέχνης. Όταν η λογοτεχνία απαγάγει τον συγγραφέα κι εκείνος προσπαθεί γράφοντας να φέρει πίσω, στην πραγματικότητα, κάτι από τον τόπο της μυθοπλασίας ως αλήθεια, κάτι από την άγρια ομορφιά της σκέψης με τη μορφή των στίχων. Το αποτέλεσμα βέβαια αυτής της συγγραφικής ασκητικής είναι κάθε φορά ένα βιβλίο, αλλά το κάθε βιβλίο δεν είναι παρά μία διαθλασμένη αντανάκλαση της συγγραφικής εμπειρίας.

-Η σημαντικότερη στιγμή σου ως δημιουργός;
Η στιγμή της σύλληψης μίας ιδέας, η στιγμή που κάποια σκέψη με οδηγεί στο πληκτρολόγιό μου, είναι κάθε φορά σημαντική. Το βραβείο μυθιστορήματος βέβαια του Ερώτων και αοράτων από το «Διαβάζω» (τώρα πια «Αναγνώστης») που ήταν μία δικαίωση για το εγχείρημά μου να γράψω πεζό, αλλά με ποιητικά στοιχεία.

-Βραβείο για ένα μυθιστόρημα… Πόσο εύκολο είναι ο ποιητής να συνεργάζεται με τον πεζογράφο; Όταν μάλιστα συμβαίνει να συνυπάρχουν και οι δύο ιδιότητες στον ίδιο δημιουργό…
Θεωρώ πως αυτός που κατάγεται από την ποίηση μπορεί, έστω με περισσότερη δυσκολία, να επιχειρήσει να γράψει πεζό. Το αντίστροφο είναι μάλλον δυσκολότερο. Στην πραγματικότητα, μιλώντας για μένα πάντα, δεν απομακρύνομαι ποτέ από την ποίηση. Τα πεζά μου έχουν πάντα κάποια χαρακτηριστικά της ποίησης. Από την άλλη, θεωρώ πως η λογοτεχνία, όσο και αν την οργανώνουμε ειδολογικά, αισθητικά και αξιολογικά, δεν παύει να είναι μία και ενιαία. 

-Και ως δάσκαλος;
Θα αστειευτώ: Γεννήθηκα «καταδικασμένος» να είμαι δάσκαλος. Έχω διδάξει ανθρώπους από έξι έως εξήντα έξι χρόνων. Συγκινούμαι όταν κάποιοι μου λένε πως επέδρασα κάπως στη ζωή τους, στις επιλογές τους ή στις ιδέες τους, και ταυτόχρονα τρέμω στην ιδέα πως ίσως επέδρασα περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Ως διδάσκων, πάντως, με τους διδασκόμενους αναπτύσσω πάντα μία σχέση συγγενική και αυτό είναι ανεκτίμητο.

-Και οι σπουδές στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, στο οποίο τώρα διδάσκεις ως συνεργάτης του Πανεπιστημίου;
Είμαι από πεποίθηση αντικομφορμιστής, ανοιχτός σε πειραματισμούς και σε νέες ιδέες. Για την Ελλάδα η Δημιουργική Γραφή ήταν τότε κάτι νέο. Πολλοί μάλιστα λογοτέχνες τη βλέπανε ‒και συνεχίζουν να τη βλέπουνε‒ με μεγάλη καχυποψία, γιατί ίσως δεν μπήκανε στον κόπο να μάθουνε τι ακριβώς είναι. Αποφάσισα να την ανακαλύψω ως εκπαιδευόμενος λογοτέχνης και όχι ως εκπαιδευτικός. Θυμάμαι τη φράση της Αγγέλας Καστρινάκη: «Τι δουλειά έχεις εσύ στη Δημιουργική Γραφή; Έχεις ήδη πάρει ένα βραβείο». Ακριβώς αυτή τη σκέψη θέλησα ν’ αντιστρατευτώ. Πήγα ως μαθητευόμενος και όχι ως «έτοιμος» ή «φτασμένος», πήγα για να μάθω και όχι για να δείξω πως ξέρω, πήγα για να παλέψω με τον λογοτεχνικό εγωισμό μου και, τελικά, οι σπουδές αυτές αποδείχτηκαν μία υπέροχα ωφέλιμη διαδικασία που συνέβαλε στην πορεία προς την ωριμότητα.

-Πώς προέκυψε η ανάγκη να ξεκινήσεις αρχικά τα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής και μάλιστα διαδικτυακά;
Διδάσκοντας ανθρώπους που συνειδητά θέλουνε να γράψουν και που αγαπούν τη λογοτεχνία και ψάχνουν να βρούνε έναν τρόπο ν’ ασκηθούν, παρότι ζούνε μακριά από την Αθήνα, αυτό για μένα ήταν μία πρόκληση. Από αυτούς τους ανθρώπους θέλησα να μάθω κι εγώ, και μάλιστα έμαθα περισσότερα απ’ όσα ήλπιζα αρχικά. Τους χαίρομαι να φτάνουνε μέχρι την πρώτη έκδοσή τους και τους ευγνωμονώ για όσα μου έμαθαν κι εκείνοι στη διάρκεια της μαθητείας τους. Ειλικρινά, θα ήταν παράληψη να μην το αναφέρω, πως όλοι αυτοί οι ασκούμενοι αποδείχτηκαν για εμένα η λογοτεχνική εκείνη συντροφιά που αναζητάει κάθε λογοτέχνης και που δυστυχώς, αν εξαιρέσουμε τη Γενιά του ’30, δυστυχώς δεν τη βρίσκει στους ομότεχνούς τους. Οι λογοτέχνες της εποχής μας επιμένουν να είναι ένοικοι του ιδιωτικού οράματός.

-Αλήθεια, η συγγραφή διδάσκεται;
Ο δάσκαλος Δημιουργικής Γραφής προτείνει τα εργαλεία, δείχνει τους τρόπους, εμψυχώνει τους ασκούμενους και τους θέτει σε εγρήγορση την αναγνωστική τους ικανότητα. Αυτά ναι, διδάσκονται. Βέβαια σε καμία περίπτωση δεν διδάσκεται το ταλέντο. Η αισθητική καλλιεργείται ως ένα σημείο αλλά το ταλέντο πρέπει να το έχει κάποιος για να το καλλιεργήσει. Λέω στους ασκούμενους, όλοι μας μπορούμε να βρεθούμε σε ένα πολυκατάστημα με οικοδομικά υλικά και να περιδιαβούμε τους διαδρόμους του με τη μεγάλη ποικιλία αλλά πόσοι από εμάς μπορούμε τελικά να χτίσουμε ένα σπίτι με αυτά τα υλικά και πόσοι μπορούμε να χτίσουμε ένα ωραίο σπίτι; 

-Η γραφή ως συμβάν πόσο απαιτεί από εμάς την έκθεσή μας; Τι λες στους μαθητές σου γι’ αυτό;
Non scribit, cuius carmina nemo legit! Δεν γράφει αυτός που δεν διαβάζεται. Η γραφή έχει κοινωνική διάσταση. Αυτός που γράφει για τον εαυτό του δεν μας αφορά. Ο λογοτέχνης γράφει έχοντας πάντα στο μυαλό του τον «ιδανικό» αναγνώστη του. Δεν μπορώ λοιπόν να διανοηθώ πως υπάρχει έστω ένας λογοτέχνης  που να μπορεί να ισχυριστεί ότι κρατά στο «συρτάρι» του τα γραπτά του. Αυτός που θα ισχυριστεί κάτι τέτοιο, δεν είναι λογοτέχνης.

-Τι γνώμη έχεις για τη μικρή φόρμα;
Η μικρή φόρμα, το σύντομο διήγημα ή flash fiction πέρα από το συγγραφικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον που έχει ως απαιτητικό είδος, θεωρώ ότι επειδή περικλείει αρετές τόσο του διηγήματος όσο και της ποίησης προσφέρεται ως είδος για την εξάσκηση στη γραφή και όταν λέω εξάσκηση δεν έχω στον νου μου μόνο τη Δημιουργική Γραφή αλλά και την τακτική εξάσκηση που οφείλει κάθε λογοτέχνης στην τέχνη του. Ακριβώς όπως το λέει ο Σεφέρης, όταν μας εκμυστηρεύεται πως κάτι γράφει κάθε μέρα, έστω ένα λίμερικ, καθώς ο ποιητής πρέπει να κρατά θερμή τη σχέση του με τη γραφή, με τον ίδιο τρόπο που ο πιανίστας «βαρά» τα πλήκτρα του πιάνου του καθημερινά. Το σύντομο διήγημα, αυτό που καλλιεργούσαν οι εφημερίδες μέχρι τα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα, έχει επανακάμψει βέβαια χάρη στη Δημιουργική Γραφή αλλά και χάρη στο διαδίκτυο όπου προσφέρεται για μία ανάγνωση που δεν απαιτεί παρά λίγα λεπτά από τον αναγνώστη – σέρφερ.

-Ξεχωρίζεις κάποιον από τους έλληνες διηγηματογράφους-πεζογράφους;
Όχι, δεν ξεχωρίζω κάποιον νεότερο, όπως θα ξεχώριζα τον Φραντς Κάφκα, τον Ουίλλιαμ Φώκνερ, την Βιρτζίνια Γουλφ, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και τον δικό μας τον Νίκο Καζαντζάκη. Υπάρχουν πολλοί που γράφουν ωραία, που έχουν αρετές τα κείμενά τους, αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιος που να ξεχωρίζει για το ύφος του, για τον τρόπο του, για τα θέματά του, κάποιος που να ζήλευα τη γραφή του όπως θα ζήλευα κι ένα ωραίο ποίημα. Η Ζυράννα Ζατέλη είναι βέβαια μία ιδιαίτερη περίπτωση, το «σύμπαν» των βιβλίων της αντικειμενικά είναι ξεχωριστό και η γλώσσα της έχει μία αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Ναι, τη Ζατέλη την απολαμβάνω αναγνωστικά, αγαπώ τα βιβλία της αλλά δεν θα την ξεχώριζα με την έννοια του προτύπου ή της αναγνωστικής εμμονής.   

-Πιστεύεις ότι η εποχή μας έχει ν' αναδείξει κάποια πρωτοπορία στη φόρμα; Πόσο καθηλωμένοι βαδίζουμε;
Η εποχή μας ίσως είναι ένα όριο που διαρκώς μετατίθεται, που συνεχώς βρίσκουμε μπροστά μας, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον ορίζοντα. Τα πάντα έχουν ειπωθεί και όλοι οι τρόποι έχουν δοκιμαστεί. Στην εποχή μας τα πάντα είναι παρωδία όσων ήδη έχουν γραφτεί. Όριο όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση και τέλμα. Σίγουρα βαδίζουμε, προχωρούμε σε κάτι περισσότερο ανοιχτό, σε κάτι που συνεχώς ανοίγεται εμπρός μας. Θεωρώ βέβαιο πως πολλά από τα ήδη ειπωμένα και γραμμένα θα ειπωθούν και θα γραφτούν στο μέλλον αισθητικά απρόσμενα τελειότερα, κατασκευαστικά αρτιότερα. Αυτή ίσως είναι μία πρωτοπορία του μέλλοντος που μας περιμένει. Οι σημερινοί λογοτέχνες είτε γνωρίζουν είτε έχουν την ευχέρεια να γνωρίσουν όποιον θέλουν από όλους τους προγενέστερους και επίσης έχουν στην υπηρεσία τους την τεχνολογία των υπολογιστών. Αυτό τους καθιστά προνομιούχους και γι’ αυτό ίσως και η εποχή μας θα έπρεπε να απαιτεί από αυτούς περισσότερα απ’ όσα απαίτησε στο παρελθόν από προηγούμενους.

-Είναι η μίμηση δρόμος;
Η μίμηση δεν είναι δρόμος. Είναι η μοναδική λεωφόρος. Είναι η αρχή και συνάμα ο τελικός ορίζοντας. Αθέλητά του ο λογοτέχνης αφομοιώνει και ανασυνθέτει υλικό των λογοτεχνικών προγόνων του και όχι μόνο αυτών. Θεωρώ πως η έκφραση του καθενός είναι ένα ψηφιδωτό του οποίου κάθε μικρή ψηφίδα αντιστοιχεί σε κάτι που ενέγραψε στη μνήμη του. Το νέο γεννιέται από το παλιό και η εξέλιξη της τέχνης προσομοιάζει κατά κάποιο τρόπο με το δαρβινικό μοντέλο εξέλιξης. Στο νέο μου μυθιστόρημα, φανερώνω αυτήν την πεποίθησή μου εντάσσοντας υλικό από τον Όμηρο και τον Κορνάρο έως τον Σολωμό και τον Θεοτόκη, από την ελληνική Μυθολογία έως την Κβαντική Φυσική. Όμως εννοώ τη μίμηση ως μία ασυνείδητη λειτουργία που συνθέτει και θα πρέπει να την ξεχωρίσω από την αντιγραφή και την κλοπή.  

-Έχεις εκπονήσει ένα εξαιρετικό δοκίμιο για την παρωδία όπου επέλεξες να παρωδήσεις τον Σεφέρη, ποιητή που θεωρείται εκπρόσωπος μιας γενιάς με υψηλούς στόχους και ιδανικά και, θα λέγαμε, «στρατευμένα» ιδεώδη… Το θεωρείς τόλμημα; Υπάρχουν όρια στην παρωδία;
Η παρωδία βοήθησε να επανεξεταστεί η έννοια της μίμησης και ενώ η μίμηση είναι τεχνική της παρωδίας η παρωδία υπερβαίνει τη μίμηση επαναπροσδιορίζοντας τη λογοτεχνική γλώσσα. Ο Σεφέρης είναι ένα βαρύ όνομα της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Θεωρώ πως έως και σήμερα δεν υπήρξε κανείς που να τον ξεπέρασε. Οι επίγονοι ενός ποιητή και στοχαστή αυτού του διαμετρήματος περιστράφηκαν στο παρελθόν ή και συνεχίζουν να περιστρέφονται γύρω του, ετερόφωτοι και υποδεέστεροι. Η πρόκληση της παρώδησης του Σεφέρη περιείχε για εμένα τόσο την «οδύσσεια» της κατανόησης της ποίησής του, των κωδίκων της και της ιδιοσυστασίας της, όσο και την «οδύσσεια» της κατάκτησης του οπλοστασίου της τέχνης της παρωδίας. Ο ίδιος ο Σεφέρης λειτούργησε κόντρα στη σοβαρότητα του ποιητικού του έργου και στη νομπελική, παγκόσμια αποδοχή του. Ασκήθηκε στην παρωδία, στο limerick και στο pastiche, αγγίζοντας τα όρια της τεχνικής του. Τελικά παρωδώντας τον Σεφέρη, θεωρώ πως τον πλησίασα, τον κατανόησα και τον αγάπησα ανέλπιστα βαθιά. Από την άλλη, δεν θα μπορούσα να παραλείψω τη βεβαιότητά μου πως αν και το βιβλίο μου για την παρωδία και τον Σεφέρη δεν πέρασε απαρατήρητο και μάλιστα βρέθηκε και στη μικρή λίστα των βραβείων δοκιμίου του «Αναγνώστη», κανένας φορέας ή έντυπο, που θα επιχειρούσε κάποιο αφιέρωμα στον Σεφέρη, δεν θα τολμούσε να ζητήσει τη συνεργασία μου. Δεν παραβλέπω δηλαδή πως η παρωδία συνεχίζει να υποτιμάται από την κριτική και πως η άκρατη θεωρητικοποίηση την έχει παραμορφώσει  ως όρο και ως περιεχόμενο.

-Έχεις δηλώσει για την Elizabeth Bishop, το τελευταίο σου εκδοτικό εγχείρημα, σε μετάφραση δική σου, ότι απογειώνει την αφηγηματική ποίηση σε αντίθεση με τον δικό μας κρυπτικό μοντερνισμό. Τι εννοείς;
Την Bishop τη θαύμασα ως αναγνώστης και τη ζήλεψα ως ποιητής πέφτοντας τυχαία πάνω της, στο διαδίκτυο, διαβάζοντας ποίησή της στο www.poetryfoundation.org. Με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσα πως το κριτήριό μου συνέπιπτε με εκείνο της κριτικής στις Η.Π.Α. όπου η Bishop κατέχει περίοπτη θέση. Στην πορεία της σχέσης που ανέπτυσσα με το ποιητικό της έργο, διαπίστωσα πως δεν είναι γνωστή στην Ελλάδα όπως είναι για παράδειγμα η Dickinson ή η Plath και αποφάσισα να μεταφράσω κάποια ποιήματά της. Ο φίλος ποιητής και εκδότης Βασίλης Ρούβαλης ήταν αυτός που με παρακίνησε να ασχοληθώ ακόμη πιο σοβαρά και να ετοιμάσω μία πληρέστερη ανθολόγηση του έργου της μαζί με ένα επίμετρο. Θα επαναλάβω μόνο λίγες αράδες από το κείμενο που έγραψα για το οπισθόφυλλο της έκδοσης: Κάθε ποίημά της αρχινά όπως ξημερώνει μία όμορφη ημέρα και στο τέλος του δεν έχεις παρά να προσδοκάς τη μεταφυσική της νύχτας. Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ είναι η «χελώνα», όπως την θέλει η κριτική, της αμερικανικής ποίησης που αργά και σταθερά έλαβε εξέχουσα θέση με το εμβληματικό της έργο. Η ιδιαζόντως εικαστική οπτική της για τον κόσμο και τα πράγματα και η απαράμιλλη σκέψη της έχουν καταστήσει το έργο της μνημείο της ανθρώπινης σκέψης.  

-Ετοιμάζεις μια νέα εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, και μάλιστα μ’ ένα νέο μυθιστόρημα με τον ιδιαίτερο τίτλο «Ίσος Ιησούς»… Πώς το περιγράφεις;
Το «Ίσος Ιησούς» είναι ένα ακαδημαϊκό μυθιστόρημα. Βρέθηκε κάτω από τους ακαδημαϊκούς προβολείς. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα – διατριβή ή η πρώτη διατριβή που ανατέθηκε στην Ελλάδα και ουσιαστικά παρακολούθησε, κατέγραψε και σχολίασε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος ταυτόχρονα με τη συγγραφή του. Το «Ίσος Ιησούς» γράφτηκε υπό το βάρος υψηλών απαιτήσεων αλλά και υπό το βάρος του βραβείου του «Ερώτων και αοράτων». Αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα. Το βασικό ζήτημα το οποίο θέτει το μυθιστόρημα είναι το μέλλον του ανθρώπου και ειδικότερα η αθανασία της συνείδησής του, μέσα στη νέα εποχή που οριοθετεί και προσδιορίζει η αλματώδης εξέλιξη της τεχνολογίας. Ο Αίμων, πρόεδρος ενός τεράστιου ομίλου τεχνολογικών εταιρειών, πασχίζει να βρει τον τρόπο που θα του επιτρέψει να διατηρήσει ζωντανές τις λειτουργίες του εγκεφάλου του, ειδικά τη μνήμη, στο διηνεκές. Στην προσπάθειά του αυτή συμπαρασύρει ή συμπαρασύρεται από τη γυναίκα του Αντιγόνη. Οι επιλογές του Αίμονα καθορίζουν την τύχη του γιου του Φοίβου και του εγγονού του Ίσου. Αυτό το οποίο τελικά επιτυγχάνει, είναι αυτό που επεδίωκε; Το κείμενο αφήνει το ερώτημα να απαντηθεί από τους αναγνώστες. Το «Ίσος Ιησούς» χρωστά πολλά σε δύο ανθρώπους που πίστεψαν σε μένα και με στήριξαν και που στάθηκα τυχερός να βρεθούνε στον δρόμο μου. Στον Σάμη Γαβριηλίδη, τον εκδότη μου, και στον Τριαντάφυλλο Κωτόπουλο, φίλο, μέντορα και επόπτη της διατριβής μου «Λογοτεχνική θεωρία και συγγραφική πρακτική, Ίσος Ιησούς, Μυθιστόρημα σαν διατριβή».

-Πες μου μια φράση με την οποία θα απελευθέρωνες έναν μέλλοντα συγγραφέα ή ποιητή, πριν τον παραδώσεις στα χέρια του κοινού και των κριτικών.
Πίστεψε στο όνειρό σου με όλη την καρδιά σου, μην κουραστείς να το υπηρετείς και μην το προδώσεις ποτέ. Και τότε, αργά ή γρήγορα, θα σε βρούνε και οι αναγνώστες και η κριτική.  

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

"ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΤΣΙΩΝ" του ΖΑΧΑΡΙΑ ΣΩΚΟΥ



Λουλούδια πλαστικά ξεθωριασμένα,
στα σίδερα της γέφυρας του Ευήνου,
τον άνδρα εκείνο
τον  άνδρα που  εκεί,
παραμονή της Παναγιάς,
θυμίζουν

Κι όταν ακούστηκε
όπως όταν σίδερα σε σίδερα
σωριάζονται με βία
και σώπασε ως και  το ίσο των τζιτζικιών
όλοι σάστισαν, τι να ’ναι αυτό
και τι το  ανάμεσό τους

Και καθένας σκέφθηκε
που βρίσκονται οι δικοί του,
το ξένο αίμα  φέρνει συμπάθεια
το ίδιο κάτι ακόμα

Και δεν θα πω
για το θέαμα,
μόνο εκείνο το κουρασμένο εκκρεμές,
στον ύπνο μου έρχεται συχνά,
εκείνο το ξέπνοο  το εκκρεμές
σαν κρεμασμένων τα κορμιά
δυό παπουτσάκια παιδικά
στης σχάρας την αγχόνη
δεμένα με κορδόνι αιωρούνταν

Κι ύστερα είπαν
ότι τον άνδρα εκείνο,
τον άνδρα εκείνο με το μηχανάκι,
δυο ανήλικα, έξω απ’ τα Γιάννενα,
και μια μάνα
βάζει τις πέτρες στην ποδιά
τα τρόχαλα στον κόρφο

Υπό έκδοση συλλογή ''Διπλή προσπέραση''. 
Εκδόσεις Μελάνι

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Περί κριτικής και κριτικών

Αναδημοσίευση από: https://stavroslygeros.gr/politismos/peri-kritikis-kai-kritikon/Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος



Ο όρος λογοτεχνική κριτική αφορά στην παρουσίαση και τον σχολιασμό ενός λογοτεχνικού έργου και του συγγραφέα του.  Αρχικά τη συναντούσαμε σε ειδικά περιοδικά ή σε στήλες εφημερίδων σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από την έκδοση του έργου, έτσι ώστε να διατηρεί την επικαιρότητά του.

Για την ιστορία να αναφέρουμε πως η νεότερη λογοτεχνική κριτική εμφανίστηκε σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αγγλίας (Tatler  και Spectator) στις αρχές του 18ου αιώνα. Σε εκείνη τη χρονική στιγμή δεν έλειψαν οι θεωρητικές συγχύσεις (και στη Γαλλία και στη Γερμανία), καθώς ο όρος criticism  ή και literary criticism που πρωτοχρησιμοποιήθηκε συμπεριελάμβανε όλες τις μορφές ενασχόλησης με τη Λογοτεχνία.
Στην Αγγλία ευελπιστούσαν τότε πως μέσω της λογοτεχνικής κριτικής θα επιτυγχάνονταν η πολιτισμική αφομοίωση των ανερχόμενων μικρομεσαίων αστικών στρωμάτων.
Στις μέρες μας η λογοτεχνική κριτική έχει επεκταθεί σημαντικά και δεν προσφέρεται μόνο από τα ειδικά λογοτεχνικά περιοδικά, πολλά από τα οποία  στο μεταξύ έχουν μετεξελιχθεί σε ηλεκτρονικά προσπαθώντας να διατηρήσουν το κύρος και την αίγλη τους.
Στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, λογοτεχνική κριτική δεν ασκούν μονάχα οι άνθρωποι των γραμμάτων. Την υπηρετούν, όχι με τον καλύτερο τρόπο, ερασιτέχνες κριτικοί, αυτοαποκαλούμενοι δημοσιογράφοι λογοτεχνικού ρεπορτάζ και διάφοροι διαφημιστές των νέων κυκλοφοριών. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και δικτύωσης (ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαδίκτυο, facebook κ.ά.) προσφέρουν τον χώρο και επενεργούν μάλιστα άμεσα και δραστικά.

Αντιμέτωποι με την προχειρότητα

Απότοκο της ευρύτερη σύγχυσης είναι να βαφτίζονται ως λογοτεχνική κριτική ακόμα και απλές βιβλιοπαρουσιάσεις. Αυτή η τελευταία μεταμόρφωση της προσδίδει ενίοτε και μία διαφημιστική λειτουργία που συρρικνώνει δραματικά τον αισθητικό της ρόλο και χαρακτήρα. Της κρίσης δηλαδή και της διά-κρισης των λογοτεχνικών κειμένων.
Κι έτσι από τους προβληματισμούς του Kant σχετικά με την υποκειμενικότητα της αισθητικής κρίσης και από τη λειτουργία της κριτικής του Eagleton (The Function of Criticism, 1984) και την αναγωγή της νεότερης κριτικής σε πράξη αντίστασης απέναντι στα απολυταρχικά καθεστώτα, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την προχειρότητα και την υστεροβουλία διαφόρων τυχάρπαστων που απέκτησαν, έστω και τυπικά, βήμα.
Ο Τοντορόφ πάντως στο βιβλίο του «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο» (Πόλις, 2013) συστήνει πως καλό θα είναι να διαβάζουμε κάθε βιβλίο στο πλαίσιο της ιστορίας των ιδεών και των λόγων που εισηγούνται κάτι στην κοινωνική αυτοσυνειδησία. Η σημερινή κριτική οφείλει να μην περιορίζεται μόνο στο πώς του βιβλίου. Το πώς είναι σημαντικό, αλλά το θέμα που θέτει ένα βιβλίο είναι εξίσου αν όχι σημαντικότερο.
Ο καλός συγγραφέας μας περνά ανεπαισθήτως από το πώς στο τι και στο γιατί. Και δεν ομιλούμε για ιδεολογικές και ηθικές αγκυλώσεις της κριτικής του παρελθόντος, όταν δηλαδή το καλλιτεχνικό έργο κρινόταν αμιγώς βάσει των πολιτικών του αντιλήψεων. Όμως δεν πρέπει η λογοτεχνική κριτική να φτάνει στο άλλο άκρο. Να αγνοεί τη δυναμική που μπορεί να έχει το λογοτέχνημα διά του θέματος που προτείνει στο αναγνωστικό κοινό και τους ερεθισμούς που αυτό προκαλεί.

Διαχρονική αξία

Ο ρόλος του κριτικού ή καλύτερα του συνειδητοποιημένου και επαρκή κριτικού της λογοτεχνίας δεν είναι διαμεσολαβητικός ανάμεσα στο έργο και στο αγοραστικό κοινό. Δεν ενημερώνει απλώς ή εξηγεί το περιεχόμενο και τη μορφή του λογοτεχνικού έργου. Ούτε αποσκοπεί κατ’ ανάγκη να το κάνει γνωστό στο κοινό, αν και αυτό αποδεικνύεται ενίοτε ιδιαίτερα χρήσιμο. Η λογοτεχνική κριτική έχει διαχρονική αξία, καθώς οφείλει να αξιολογεί τα σύγχρονα αλλά και τα βιβλία που εκδόθηκαν σε παλαιότερες εποχές.
Ο κριτικός λογοτεχνίας κινείται σε ένα ρευστό και διαρκώς αναμορφούμενο γίγνεσθαι όπου η λογοτεχνία υποκαθιστά συχνά τη φιλοσοφία και ο λόγος της επηρεάζει το κοινό αίσθημα. Η λογοτεχνική ανάγνωση ξεπερνά κατά πολύ μία διασκεδαστική πρακτική, καθώς φέρνει σε επαφή τον αναγνώστη με την πολιτική, τη θρησκεία, την ιδεολογία, την επιστήμη, την ηθική και μάλιστα πολλές φορές σε πολλαπλό φόντο· της εποχής του και της εποχής στην οποία αναφέρεται το έργο, των πεποιθήσεών του και των άλλων που διαφωνεί είτε δεν γνωρίζει καν.
Από τη διαρκή αυτή εποικοδομητική συνύπαρξη τίθενται οι βάσεις για να υπερβεί η λογοτεχνική κριτική, ως αυτοσκοπό της, τα προφανή ενδολογοτεχνικά αισθητικά κριτήρια που διερευνά. Ανοίγονται πλέον ορίζοντες και πολιτισμικές συζητήσεις για την πορεία της ανθρώπινης σκέψης και την εξέλιξη της κοινωνίας.
Ασκώ λογοτεχνική κριτική δεν σημαίνει πως περιορίζομαι στην εξιστόρηση της υπόθεσης, στην εξεύρεση των αφηγηματικών φωνών, στον ρόλο και στο ήθος των χαρακτήρων, ή στην ευρηματικότητα της πλοκής και των αποκαλύψεων. Ασκώ λογοτεχνική κριτική σημαίνει προ-κρίνω ποιοτικά έργα που καινοτομούν ιδεολογικά και αισθητικά, που διαμορφώνουν την κουλτούρα της κοινής γνώμης και συμβάλλουν στη ζύμωση των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων.

Άξονας πολιτισμικής συνέχειας

Έργα που δίνουν απαντήσεις σε διαχρονικά ερωτήματα, τα οποία κάθε άνθρωπος σε κάθε εποχή θέτει στον εαυτό του και στους άλλους. Ασκώ λογοτεχνική κριτική σημαίνει, ή πρέπει να σημαίνει, συμβάλλω στην επιβεβαίωση ή αναθεώρηση των υπαρχουσών αξιών. Χαράζω έναν άξονα πολιτισμικής συνέχειας.
Το προφίλ ενός κριτικού, η προσωπικότητά του, προκύπτει από τον λόγο του, από τα κείμενά του. Η κριτική που ασκούν οι πνευματικοί άνθρωποι, ανάμεσά τους πολύ συχνά πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, η κριτική των περιοδικών και των εφημερίδων, όλες είναι απαραίτητες και χρήσιμες, καθώς συνιστούν έναν διάλογο που βοηθά τον συγγραφέα να κοινωνήσει το έργο του στο κοινό.
Ο κριτικός διαμεσολαβεί τη σημασία και το νόημα του έργου στον αναγνώστη. Καθώς, όμως, το έργο τέχνης και το λογοτεχνικό κείμενο κατ’ επέκταση είναι -όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Benjamin- αυτόνομο και ετερόνομο μαζί, το περιεχόμενο της αλήθειας του δηλαδή συναρτάται από τον κόσμο και την ίδια στιγμή είναι ένας κόσμος χωριστός, το ζήτημα παραμένει. Πώς ο κριτικός, ειδικά σήμερα, θα ανιχνεύσει αυτή την αλήθεια;
Ένας καλός κριτικός λογοτεχνίας οφείλει να είναι εύστοχος και ριζοσπαστικός. Ανυπάκουος σε στερεότυπα και κατεστημένες αναλύσεις. Μανιώδης αναγνώστης που μπορεί σε περισσότερες από μία γλώσσες να βιώνει και να απολαμβάνει τη λογοτεχνική πράξη. Συγγραφέας, ούτως ή άλλως, που δεν επιζητά παντοιοτρόπως μία πρόσκαιρη δημοσιότητα, ούτε διακατέχεται από ψευδή αισθήματα παντοδυναμίας.
Και ας έχει πάντοτε στο μυαλό του τη ρήση του Blanchot πως ο κριτικός προσέχει να μην υποκαταστήσει αυτό για το οποίο μιλά. Κριτική, δηλαδή, σημαίνει σταδιακή εξαφάνιση του κριτικού λόγου υπέρ του έργου.

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Η κριτική της κριτικής: Ασκήσεις ύφους




γράφει η Νότα Χρυσίνα


Τα τελευταία χρόνια διαβάζουμε παντού παρουσιάσεις βιβλίων. Οι περισσότεροι γράφουν για βιβλία χωρίς να έχουν σπουδάσει λογοτεχνία. Χρειάζεται, όμως, να έχεις κάνει σπουδές πάνω στη λογοτεχνία για να κάνεις κριτική βιβλίου;
Θα απαντήσω πως σίγουρα χρειάζεται διότι η κριτική παρουσίαση της λογοτεχνίας είναι διαφορετική από την βιβλιοπαρουσίαση.
Ας δούμε τι σημαίνει κριτική παρουσίαση της λογοτεχνίας και ποια η διαφορά από την βιβλιοπαρουσίαση.
Η κριτική παρουσίαση της λογοτεχνίας απαιτεί γνώσεις θεωρίας της λογοτεχνίας αλλά και γνώσεις συγκριτικής λογοτεχνίας και κριτικής δηλαδή πολύ καλή γνώση των κριτικών σχολών καθώς και της σύγχρονης λογοτεχνικής θεωρίας. Ο κριτικός πρέπει να μπορεί να παρακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις της θεωρίας και να ακολουθεί μία βασική λογοτεχνική τάση με συνέπεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να ερμηνεύει τη λογοτεχνία λαμβάνοντας υπόψη και άλλες θεωρητικές σχολές αλλά η συνέπεια και το ύφος σημαίνουν αξιοπιστία.
Ο Newton στο βιβλίο του "Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα "αναφέρεται στις γραμματολογικές σπουδές του 20ού αιώνα. Αναφέρει λοιπόν ότι από τη δεκαετία του 1960 ξεκίνησαν οι θεωρητικές αναζητήσεις και καλλιεργήθηκαν οι βασικές προσεγγίσεις στη λογοτεχνία.
Το βιβλίο ξεκινάει  από τη συμβολή του Ρωσικού Φορμαλισμού, της Νέας Κριτικής και της Ερμηνευτικής, ακολούθως  ο Newton παρακολουθεί την επίδραση που άσκησαν στην παραγωγή και την προσέγγιση της λογοτεχνίας ρεύματα όπως ο Δομισμός και ο Μεταδομισμός, η Ψυχανάλυση, η Μαρξιστική Κριτική και ο Φεμινισμός, μέσα από τα κείμενα των κορυφαίων εκπροσώπων τους. Ανθολογεί επιπλέον αντιπροσωπευτικά δοκίμια από τα ρεύματα της Θεωρίας της Πρόσληψης, του Νέου Ιστορισμού, του Νέου Πραγματισμού και της Μετααποικιακής Κριτικής.
Δεν θα αναλύσω εδώ τη κάθε προσέγγιση χωριστά – παραθέτω μικρή βιβλιογραφία-δικτυογραφία για τον/την επιμελή αναγώστη/στρια στο τέλος του άρθρου- αλλά ο κριτικός λογοτεχνίας οφείλει να κατανοεί τις παραπάνω σχολές και προσεγγίσεις και να μην διαβάζει τους παραπάνω όρους σαν «κινέζικα».
Από την άλλη όποιος παρουσιάζει ένα βιβλίο κάνει τη λεγόμενη βιβλιοπαρουσίαση και σε αυτήν μπορεί να αναφερθεί στην υπόθεση και σε λίγα τεχνικά ζητήματα όπως η οπτική γωνία, οι τεχνικές όπως ο εσωτερικός μονόλογος αλλά και κάποια άλλα θέματα που τα μαθαίνουμε στο σχολείο. Μπορεί επίσης εάν είναι βιβλιόφιλος να αναφερθεί και σε άλλα βιβλία του/της συγγραφέα και σε σύγχρονους με αυτόν/ην συγγραφείς. Μέχρι όμως εκεί.
Ο κριτικός λογοτεχνίας πρέπει να γνωρίζει το σύνολο, σχεδόν, του έργου του/της συγγραφέα αλλά και της εποχής, του ρεύματος, κινήματος ή τάσης και να μπορεί όχι μόνο να τοποθετήσει το έργο κάπου αλλά και να αιτιολογήσει γιατί το εντάσσει εκεί και κυρίως τι καινούργιο φέρνει αυτό το βιβλίο, εάν φέρνει κάτι καινούργιο, στη λογοτεχνία.
Θα πρέπει επίσης να μας εξηγήσει την πορεία του συγκεκριμένου συγγραφέα και τις αφηγηματικές τεχνικές του καθώς και τις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει η γραφή. Με λίγα λόγια η κριτική της λογοτεχνίας χρειάζεται επιστημονική κατάρτιση η οποία αποκτάται κυρίως μέσα από ακαδημαϊκές σπουδές καθώς καλείται να υποστηρίξει τη Θεωρία της Λογοτεχνίας, την Κριτική της Λογοτεχνίας και την επιστήμη της Συγκριτικής λογοτεχνίας.
Στην Ελλάδα υπάρχουν ελάχιστοι κριτικοί λογοτεχνίας που προχώρησαν και την ίδια τη λογοτεχνία παρακάτω καθώς η λογοτεχνική κριτική είναι εξίσου σημαντική με την ίδια τη λογοτεχνία αφού είναι σε έναν διαρκή εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ τους. Η μία δίνει τη σκυτάλη στην άλλη. Σημαντικοί κριτικοί λογοτεχνίας ήταν ο Τέλλος Άγρας, ο Αντρέας Καραντώνης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Γιώργος Σαββίδης και σήμερα ο Δημήτρης Ραυτόπουλος κ.ά.
Επομένως, η βιβλιοπαρουσίαση είναι ευχάριστη και βοηθάει το βιβλίο καθώς το κάνει γνωστό και πολλές φορές ελκυστικό στον/στην αναγνώστη/στρια αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ρόλο της κριτικής της λογοτεχνίας.


Βιβλιογραφία- Δικτυογραφία