Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Δημοσθένης Βουτυράς και Γιάννης Σκαρίμπας, Βίοι Παράλληλοι.




Ημιτελής μελέτη


Της Νότας Χρυσίνα


Ο Δημοσθένης Βουτυράς περνάει ομαλά από την ηθογραφία των σπουδαίων πεζογράφων Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού,  Καρκαβίτσα στο αστικό διήγημα κρατώντας πολλά στοιχεία ηθογραφικά. Ο Παναγιώτης Μουλλάς γράφει πως με τον Βουτυρά το διήγηµα απλώς «µετακοµίζει» από το χωριό στην πόλη. O Βάσιας Τοσκόπουλος επιμελητής του έργου γράφει πως Ο Δημοσθένης Βουτυράς «πήρε το διήγημα από το νησί του Παπαδιαμάντη και από το χωριό του Καρκαβίτσα και τη στάνη του Κρυστάλλη και το μετέφερε στο άστυ».
Παράλληλα συμβαδίζει με την κοινωνική κριτική που ασκούν στα διηγήματά τους τόσο ο Χατζόπουλος όσο και ο Θεοτόκης. Προηγείται του αστικού διηγήματος του Ξενόπουλου ο οποίος και παραδέχεται το ταλέντο του. Ο Στρατής Τσίρκας σε γράμμα του το 1950 αποκαλεί τον Βουτυρά «Μεγάλε και αγαπημένε μου δάσκαλε».
Η γενιά του ’30 τον αγνοεί ή τον αντιμετωπίζει αρνητικά. Ο Κ.Θ Δημαράς έκανε λόγο για «άμορφους όγκους» της πεζογραφίας του Βουτυρά. Όσοι ήταν περιθωριακοί της γραμματολογικής γενιάς όπως ο  Σκαρίμπας κάνουν λόγο για προνομιακή σχέση με το έργο του Βουτυρά.
Ο Βουτυράς δεν εντάσσεται σε κάποιο ρεύμα ή κίνημα. Τον χαρακτηρίζουν ρεαλιστή, συμβολιστή, πριμιτιβιστή, σατιρικό, κοινωνικό ρεαλιστή, ψυχογράφο και πλήθος άλλων χαρακτηρισμών. Στο έργο του υπάρχουν όλα τα στοιχεία αυτών των κινημάτων τα οποία αλληλοεπικαλύπτονται. Ο Βουτυράς ακολουθεί τα ρεύματα που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη αλλά είναι αυτοδίδακτος.  Στα διηγήματά του παρακολουθεί τα γεγονότα της εποχής του και τι αλλαγές της κοινωνίας μέσα στο έργο του. Η αστικοποίηση των πόλεων και η μετάβαση από την γεωργική οικονομία στην βιοτεχνία αλλά και η ζωντανή ιστορία με την Ελλάδα να ανοίγει τα σύνορά της και να ενσωματώνει περιοχές όπως η Κρήτη και η Θεσσαλία. Η Ελλάδα είναι ένα μωσαϊκό λαών που  παλεύουν να γίνουν έθνος. Γράφει στο διήγημα «Ο Λαγκάς»:

(«Κάθε μέρα γινόντουσαν διαδηλώσεις. Από όλα τα μέρη της σκλαβωμένης Ελλάδας ερχόντουσαν εθελοντές. Βράκες, φουστανέλες, κόκκινα ζουνάρια, σκούφιες, μαντίλια μαύρα Κρητικών, όλες οι φορεσιές των Ελλήνων ήταν εκεί, ανακατωμένες στις διαδηλώσεις με τα φράγκικα ρούχα, με τις ρεπούμπλικες και τα ημίψηλα των Αθηναίων. Ζήτω ο πόλεμος! Αυτή η φωνή κυριαρχούσε.»)

Εκφράζει αντιπολεμική στάση και παραθέτει τον προβληματισμό του πάνω σε θέματα ανθρωπισμού όταν το κλίμα είναι πολεμικό και η Μεγάλη Ιδέα δεν έχει καταποντιστεί από την ήττα του 1922 και τον ξεριζωμό των Μικρασιατών. Ο πόλεμος αποτελεί διαρκή απειλή θέτοντας υπαρξιακά ερωτήματα. Γράφει στον «Λαγκά»:

(«Έχουνε συμφέρο πολλοί να υπάρχουν οι στρατοί, τα άρματα, η μεγάλη ψευτιά, γιατί, αν πάψουν αυτά, παύει  και η αρχή τους! Είναι καιρός όμως να τελειώσουν αυτά, είναι καιρός να αρχίσει άλλος πόλεμος, ο πόλεμος ποιο έθνος να δώσει στην ανθρωπότητα το μεγαλύτερο γιατρό, τον εφευρέτη, το φιλόλογο, το φιλόσοφο, ποιος θα ανακουφίσει τους δυστυχείς, ποιος θα δώσει ζωή και όχι να αφαιρέσει. Κράτη,  πλούσια κράτη, ξοδεύουνε εκατομμύρια για στόλους, για μπαρούτι, ενώ έχουνε χιλιάδες φτωχούς που πεθαίνουν απ’ την πείνα, χιλιάδες δυστυχισμένους που μ’ αυτά τα χρήματα μπορούσανε να τους κάνουν να δούνε κι αυτοί τη ζωή γλυκιά».)


Αμφισβητεί βεβαιότητες όπως την έννοια τη πατρίδας, του ή της θρησκείας. Ακούγεται ειρωνικός σε σχέση με την ανθρώπινη τάση να διεκδικεί τον θεό και το καλό με το μέρος του. Γράφει στον «Λαγκά»:

(«Τώρα θα παρακαλέσουν το Θεό, θα τον ευχαριστήσουν για τη νίκη και θα τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει να σκοτώσουν πολλούς εχθρούς! Απ’ την άλλη μεριά οι ιμάμηδες και οι λοιποί χοτζάδες θα παρακαλέσουν και αυτοί το Θεό για να τους βοηθήσει κι έτσι ο Θεός θα βρεθεί σε δύσκολη θέση σε ποιόν από τους δύο να δώσει βοήθεια… Αλλά λησμόνησα ότι ο Θεός είναι χριστιανός…»)

Καταγράφει την αισιοδοξία που επικρατούσε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο όπου ο πόλεμος θεωρήθηκε κάτι θετικό που θα οδηγούσε σε μια γραμμική πρόοδο και γύρω από αυτόν αναπτύχθηκαν θεωρίες και κινήματα.
 Οι κριτικοί υποδέχτηκαν τον Βουτυρά με επιφύλαξη έως και αρνητικότητα. Ωστόσο το πρώτο του διήγημα «Ο Λαγκάς» το υποδέχονταιο Ξενόπουλος, ο οποίος μίλησε για «στόφα διηγηματογράφου», και ο Παλαμάς, έκανε λόγο για «τις σελίδες μιας στοχαστικής χαράς». Οι σοσιαλιστές με πρωτεργάτη τον Κώστα Παρορίτη του επιτίθενται από τις στήλες του «Νουμά».
Ωστόσο, το 1928 το έγκυρο περιοδικό La Revue Nouvelle ανθολόγησε τον Βουτυρά μαζί με άλλους δεκατρείς συγγραφείς από όλο τον κόσμο, ανάμεσα τους τη Βιρτζίνια Γουλφ.
Ο Βουτυράς δεν ενδιαφέρεται για την αλληλουχία των αφηγούμενων επεισοδίων με λογική διάρθρωση. Τα σημαντικά και τα ασήμαντα γεγονότα αποκτούν την ίδια αξία. Είναι ισότιμα. Ο αφηγητής του δεν είναι πανταχού παρών.  Κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, οι επαναλήψεις, η ελλειπτικότητα και η ροή της συνείδησης. Υπάρχει διαταραχή στην εκφραστική και χρονική λειτουργία. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του μοντερνισμού. 
Ο ίδιος λέει: «Γράφω όπως μου έρθουν». Η έννοια της ανάμνησης και το παρελθόν υπάρχει στα διηγήματα του Βουτυρά σαν αίσθηση παρόντος χρόνου. Η αλλαγή της αντίληψης του χρόνου απασχόλησε το έργο του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, 1913-1927». Ο Προυστ υποστήριξε πως το παρελθόν πλουτίζει το παρόν μας καθώς καθόρισε αυτό που είμαστε σήμερα, την μορφή. Οι συνειρμοί, η ακούσια μνήμη χρησιμοποιούνται και στο έργο του Βουτυρά όπως και του Προυστ.  Στο διήγημα «Ο Συμβουλευτής» που δημοσιεύτηκε το 1910 πραγματεύεται την ανάμνηση:

(«Πόσα και πόσα χρόνια πέρασαν από τότε κι όμως τα θυμούμαι σαν να ‘ταν χθες…Έμεινε όλη η ιστορία κείνη, όλα τα συμβάντα στη μνήμη μου, έτσι νομίζω, αν και φοβούμαι κάποτε μη λεπτομέρειες, που θα έχω λησμονήσει, ψεύτικες ου έχει προσθέσει η φαντασία μου.») Ο Βουτυράς ίσως να γνώριζε το έργο καθώς έγραφε σε εφημερίδες και περιοδικά. 

Οι ήρωές του δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί αν και ο Παλαμάς χαρακτήρισε τον «Λαγκά» ως αρνητικό ήρωα. Ίσως ο προβληματισμός που εκφράζεται από τον ήρωα του Βουτυρά για την πατρίδα την χρησιμότητα του πολέμου αλλά και η δειλία που εκφράζει ο ήρωας, ο οποίος παρουσιάζεται ανθρώπινος πολύ ανθρώπινος, να είναι αντίθετα με τα ιδεώδη του ποιητή που σηκώνει στους ώμους του το κλέος των ηρωικών αγώνων των προγόνων και του έθνους.
  Όμως πλησιάζει η ώρα που η γενιά του ’30 θα αφήσει πίσω της τον Παλαμά και την παράδοση και των αφηγηματικών τεχνικών αλλά και την ίδια την αντίληψη της ελληνικής ταυτότητας ορίζοντας μια νέα ελληνικότητα.
 Η επιστήμη της λαογραφίας έκανε την εμφάνισή της τέλη του 19ου αιώνα και οι μελέτες του Ν. Πολίτη θέτουν τον λαό τα ήθη και έθιμά το στο κέντρο ταυτίζοντας το εθνικό με το «λαϊκό». 
Ο Βουτυράς καταγράφει την καθημερινότητα του Έλληνα στο νέο αστικό περιβάλλον που τότε δημιουργείται και η Γενιά του ’30 δίνει νέα διάσταση στην παράδοση ορίζοντάς την ως το αρχέτυπο που ζωογονεί το παρόν αλλά ζυμώνεται με το νέο και την παρούσα πραγματικότητα. Η ελληνικότητα αισθητικοποιείται και η Μεγάλη Ιδέα γίνεται πνευματικός στόχος. Η δημοτική γλώσσα ανανεώνει κι εκείνη με την σειρά της το ύφος και φέρνει στο προσκήνιο τον καθημερινό άνθρωπο που είναι και ο ήρωας του Βουτυρά.

Στις παρυφές αυτής της γενιάς θα εμφανιστεί ο  Σκαρίμπας. Το  1929 παίρνει το Α Βραβείο διηγήματος από το  έγκυρο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» για το διήγημα «Ο Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης». Αργότερα το διήγημα αυτό συμπεριλαμβάνεται στο «Καϋμοί στο Γρυπονήσι» ο οποίο αποτελείται από ένδεκα ερωτικά διηγήματα. Ο Σκαρίμπας όχι μόνο μιλάει για καθημερινούς ανθρώπους αλλά πηγαίνει μακρύτερα και δημιουργεί αντιήρωες. Η ρήξη με την παράδοση είναι συνειδητή και σχεδόν απόλυτη. Δεν είναι μόνο ρήξη σε ύφος αλλά και μια διακήρυξη ενός αντιεξουσιαστή. Προκαλεί τα ιερά και τα όσια της κοινωνίας και της διανόησης. Χαρακτηρίζεται πρωτότυπος, καινοφανής, χαρακτηρισμοί που προδίδουν περισσότερο την αμηχανία των κριτικών. Η γλώσσα του περιέχει λέξεις της καθαρεύουσας και της δημοτικής, αργκώ  αλλά και ναυτική ορολογία. Η πρότασή του περιέχει όρους αντεστραμμένους, συχνή έκθλιψη και αφαίρεση. Οι ιστορίες του πλέκονται γύρω από μια ερωτική σχέση ή φαντασίωση. Οι τολμηρές εικόνες του και μεταφορές εισάγουν τον υπερρεαλισμό. Το παράλογο είναι κυρίαρχο στοιχείο του. 
Το 1929 εκδίδεται και το «Ελεύθερο Πνεύμα» του Θεοτοκά. Η πνευματική διακήρυξη της Γενιάς του ’30.

 Η κριτική αντιμετώπισε το μυθιστόρημα του Σκαρίμπα -με ελάχιστες εξαιρέσεις- αρνητικά, αδυνατώντας να αποφανθεί αν το έργο είναι όντως μυθιστόρημα, και αν ο συγγραφέας σατιρίζει τον υπερρεαλισμό ή γράφει υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα. Γράφει ο Γιάννης Σκαρίμπας για τον υπερρεαλισμό (σουρεαλισμό) σε ένα απόσπασμα του «Το Σόλο του Φίγκαρο»:

(«... "... ο συρρεαλισμός αδερφέ... Φυσικά, πού να το ξέρετε... Και φυσικά του το κάνω λιανά... Του αναπτύσσω το θέμα... Τον μπάζω στο νόημα σούμπιτον. Τέτοιοι κι αποτέτοιοι, ήσαν οι συρρεαλιστές τολοιπόν. Αυτοί, ευρύνοντες τα όρια της τέχνης μέχρι σχεδόν του απρόσιτου, δεν έκτειναν - μπορεί να πει μολαταύτα κανείς - την ορθόδοξη αισθητική των πραγμάτων, παρά ανατρέψαντάς την, ξεκίνησαν απ' την πρώτη ουσία της, απ' αυτή τούτη την καταβολή του αιτήματος. Θάλεγε κανείς, παραμόρφωσαν την παραδεδεγμένη "ηθική" της, κάμαντας την υπόσταση: έκφραση, και την ουσία: μορφή. Η καλλιτεχνική τους αντίληψη, ακολουθεί μιαν αντίθετη κλίμακα μιάν ανάστροφη ιεραρχία αξιών: Απ' τον αισθησιασμό προς το αίσθημα, απ' αυτό προς την αίσθηση κι απ' αυτή προς το ένστιχτο...»)
Ο Σκαρίμπας είχε στάση υπονομευτική απέναντι στο ίδιο του το έργο αλλά και γενικότερα κρατούσε επιθετική στάση  που όπλο της ήταν η σάτιρα. Στο παραπάνω κείμενο ο Σκαρίμπας παρωδεί τον υπερρεαλισμό. Παράλληλα όμως στρέφεται με αιχμηρό τρόπο εναντίον του παραδοσιακού μυθιστορήματος. Ο ίδιος χρησιμοποιεί σύνθετη αφηγηματική τεχνική, στρυφνή σύνταξη και αναρχικό λόγο. Η στίξη του είναι κατακερματισμένη γενικότερα ανατρέπει κάθε κανόνα αποδεικνύοντας την ανεπάρκεια της γλώσσας να εκφράσει την πραγματικότητα. Υποδεικνύει στον αναγνώστη την διαδικασία της σύνθεσης του μυθιστορήματός του αλλά και  δίνει τα κλειδιά της αποκωδικοποίησής του. Ο Σκαρίμπας παρουσιάζει τις γλωσσικές και κοινωνικές συμβάσεις υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να κοιτάξει από μια νέα κριτική γωνία όπως έκαναν οι  Ρώσοι φορμαλιστές.  Ο συγγραφέας πλησιάζει τον όρο «αποστασιοποίηση» όπως τον εννοούσε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ. Ο Σκαρίμπας οδηγεί τον αναγνώστη στην συνειδητοποίηση της αναγνωστικής διαδικασίας και η συνειδητοποίηση αυτή πραγματοποιείται με την ανοικείωση που όρισε ο Σκλόφσκι ως τεχνική και ως μέσο εγκαθίδρυσης της σχέσης αναγνώστη κειμένου.  Οι σατυρικοί συγγραφείς απογυμνώνοντας την τεχνική πέτυχαν την ανοικείωση στην δευτέρα. Άρα ο Σκαρίμπας είχε συμπορευθεί με την θεωρία της λογοτεχνίας που εστίαζε στον αναγνώστη και την ικανότητα πρόσληψης του κειμένου. Εάν η συμπόρευση αυτή ήταν συνειδητή ή ενστικτώδης είναι κάτι που χρειάζεται να μελετηθεί περαιτέρω.

Η μουσική είναι κοινό στοιχείο ανάμεσα στου δυό  πεζογράφους. Γράφει ο Σκαρίμπας στο «Σόλο του Φίγκαρο»:

  («Η πόρτα βρίσκεται, ανοιγμένη όμως από τους άλλους: «Ακούστε, πάρτε τούτο» - ένα μαχαίρι. «Θα πάτε κατ’ ευθείαν στα σπίτι μου και θα μπείτε αδιστάκτως… Να προχωρήσετε σιγά και να την πιάσετε από τον ώμο τη. Να της χώσετε κατόπι ευθύς το στιλέτο και ακριβώς στην καρδιά!... Και τότε θα ακούστε! Θ’ ακούστε τότε ένα μοτίβο του Φίγκαρω να παίζη αυτή φλάουτο!» Ο Αντώνης Σουρούπης μαγεμένος πηγαίνει για κει που του λένε μα το στιλέτο στο χέρι. Κ’ η υπόσχεση –για το σόλο του Φίγκαρω- γίνεται μια αναγκαστική αναμόρφωση. Η Χαλκίδα θα ησυχάσει – δε θα σηκώσει πια το κεφάλι της ψηλά, ξαφνιασμένη από τα’ ακατανόητα πυροτεχνήματα.»)

Αλλά και ο Βουτυράς αναφέρεται συχνά στην μουσική. Ο ίδιος μάλιστα είχε πάει στο Ωδείο και είχε παρακολουθήσει μαθήματα με τον μουσικοδιδάσκαλο Τζοβάννι Καστελλάνο της ορχήστρας της Νεάπολης.  Η υπερευαισθησία του, όμως,  τον έκανε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του να βγει στο θέατρο. Μια μέρα, καθώς διηγείται ο ίδιος, οι δικοί του πήγαν και τον άκουσαν μαζί με ένα πρόσωπο που εκείνος δεν ήθελε να τον ακούσει.:

 (« Μια μέρα οι δικοί μου έφεραν ένα πρόσωπο που εγώ δεν το’  θελα να μ’ ακούσει. Η θέα του με τάραξε τόσο πολύ, ου να’ το πάλι εκείνο! Έπεσα αναίσθητος! Αυτό με έκανε να χάσω το θάρρος μου και να μη θέλω να βγω στο θέατρο. Τραβήχτηκα απ’ τη μουσική. Και άρχισα να γράφω») 

Αυτό έγινε αιτία να εγκαταλείψει τα όνειρα για μουσική καριέρα. Ωστόσο,  στο διήγημά του «Ο Συμβουλευτής» πλέκει την ιστορία βάζοντας την μουσική σε πρώτο πλάνο σκιαγραφώντας ταυτόχρονα  την νέα αστική κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα και τις μουσικές βραδιές με μουσική δωματίου. Οι ήρωές του τραγουδούν και παίζουν μουσικά όργανα. Ο ήρωάς του Δημήτριος Πιδάλης αυτοσυστήνεται στο διήγημα λέγοντας:

 («Παίζει και βιολί έξοχο!…Πόσο το είχα μισήσει αυτό το παίζει το «παίζει και βιολί έξοχο» που μ’ακολουθούσε παντού σα να είχε γίνει ουρά του ονόματός μου…»). Ίσως εδώ ο Δημοσθένης Βουτυράς που ως νέος θα είχε παρόμοιες εμπειρίες όταν τον σύστηναν σε μια παρέα. Στο ίδιο διήγημα ο Βουτυράς βάζει τον ήρωα να εκφράζει τα συναισθήματά του στην δεσποινίδα Έλλη, την ηρωίδα του, μέσα από την μουσική αλλά και με πρόφαση την μουσική. Γράφει:

 (« Ελάτε, κύριοι! Μουσική τώρα! …Κύριε Πιδάλη, έχουμε και μια δεσποινίδα που θα συναγωνιστείτε!... μου είπε η μητέρα της Έλλης δείχνοντάς μου την κόρη που ήτανε κοντά στο πιάνο όρθια. Και αλήθεια, τώρα είδα ένα βιολί να είναι σένα κάθισμα επάνω!...¨Ε, ε πού πάτε; Θα παίξει ο κύριος Πιδάλης!... Πήρα το βιολί μου και το ετοίμασα. Παίξαμε ένα απ’ τα κομμάτια που παίζαμε άλλοτε. Έπειτα απ’ αυτό έπαιξα ένα κομμάτι που ίσα ίσα είχα κάνει, είχα τολμήσει να κάνω για την αγάπη της Έλλης! Ήτανε θλιβερό, παραπονετικό κι έδειχνε αρκετά καλά ότι δεν είχα καμιά ελπίδα, ότι κυνηγούσα ένα όνειρο!»)

Η ανθρώπινη ψυχή παρουσιάζεται μέσα στην αμφιθυμία της και την κακία για την αφέλεια της απολυτότητας που σκέφτεται μανιχαϊστικά. ¨
 (« Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια ενός Πειραιώτη, που φώναζε σε κάποιο φίλο του τη στιγμή της τρέλας, που νόμιζαν ότι ο τουρκικός στρατός κατεστράφηκε στη Λάρισα: Μπορούσε κείνος κει, κι έδειχνε το σταυρό μιας εκκλησιάς, μπορούσε να τους αφήσει; Όλους τους χαντάκωσε! Τότε σα να δυσαρεστήθηκε που έδιναν τη νίκη στο σταυρό, για το φανατισμό, για την ανοησία. Αλλά και τώρα σα να χαίρεται μια χαρά κακιά, που σκέφτεται αυτά. Να ο σταυρός! Το μισοφέγγαρο θριαμβεύει! Τι να λέει άραγε κείνος που φώναζε τότε έτσι, και οι σύντροφοί του;»)

Ο Σκαρίμπας γράφει με τρόπο που μοιάζει με του Βουτυρά. Και οι δυό πλέκουν τις ιστορίες τους με βάση τον έρωτα. Τολμηρές εικόνες που εντάσσονται στον εξπρεσιονισμό.
Οι ήρωές του προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Τραγουδούν και συχνάζουν σε ταβέρνα που είναι σημείο αναφοράς της τότε κοινωνίας. Οι ήρωες του Σκαρίμπα είναι παρακμιακοί.  Χρησιμοποιεί την μεταμφίεση χαρακτηριστικό του θεάτρου. Αγαπημένο θέμα του το τσίρκο.
Η φύση στο έργο του Βουτυρά λειτουργεί ρομαντικά και συμβολικά. Η ψυχολογία των ηρώων του ταυτίζεται και συγχρονίζεται με την φύση. Το καλό και το κακό συνυπάρχουν στην φύση. Ο Βουτυράς έχει έρθει σε επαφή με το έργο του Νίτσε μέσα από το περιοδικό «Το Περιοδικό μας» του Γεράσιμου Βώκου. Εκεί γνώρισε και το έργο των Ρώσων και των Τσέχων καθώς είχαν δημοσιευτεί κείμενα του Γκόρκι, του Ίψεν και άλλων.
Ο Σκαρίμπας πήρε ενεργό μέρος στη διαμάχη κέντρου και περιφέρειας χρησιμοποιώντας την ηθογραφία ώστε να υπηρετήσει την τάξη του και να την υπερασπίσει. Απαντά στον Θεοτοκά και την γενιά του ’30.
Εμφάνιση του πρώτου αντιήρωα. Ιδεολογικά τοποθετημένος εναντίον των θεσμών και της κοινωνικής σύμβασης. Ο Σκαρίμπας δανείστηκε στοιχεία από τον Καραγκιόζη. Τα έργα του επιμελήθηκαν ο Κόντογλου, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος.

Το «Θείο τραγί» το 1933 χαρακτηρίζεται ως νουβέλα. Ο ήρωάς του είναι τοποθετημένος απέναντι στους θεσμούς. Ο Σκαρίμπας έπλασε τον ήρωά του με ορισμένα στοιχεία που δανείστηκε από τον Καραγκιόζη.  («
O Τέλος Άγρας τον υποδέχεται με ενθουσιασμό και τον κατατάσσει στον υπερρεαλισμό. Χαρακτηριστικά της γραφής του Σκαρίμπα η αντιφατικότητα των εννοιών και οι ήχοι των λέξεων. Ο Σεφέρης είχε πει πως σου «έρχεται να μεταγράψεις την πρόζα του σε στίχο».
Ο Βουτυράς κλονίζει ή και ανατρέπει την αναγνωρισµένη και θεσµοθετηµένη ως ορθή τάξη των πραγµάτων και εκπλήσσει τον αναγνώστη ή ανασύρει αγωνίες από τους σκοτεινούς θαλάµους της ψυχής του. Αλληγορικά παραµύθια, σάτιρες, φανταστικές ιστορίες κοινωνικού
261
προβληµατισµού, ιστορίες τρόµου, φανταστικά ταξίδια, επιστηµονική φαντασία θα συναντήσουµε πολυάριθµα ξεφυλλίζοντας τα βιβλία του.

Δικτυογραφία:



Χάρης Βλαβιανός "Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ"


γράφει η Διώνη Δημητριάδου*

Φυλακές Λάντσμπεργκ, Νοέμβριος 1923 – Δεκέμβριος 1924
Εισαγωγή: Κώστας Κωστής

Εκδόσεις Πατάκη



Σκέψεις αιλουροειδούς ή αλλιώς η αυθεντικότητα του επινοημένου


Η Ιστορία ανιχνεύει, καταγράφει και ερμηνεύει το γεγονός, πιστοποιώντας την ιδιαίτερη σημασία του απέναντι στο απλό συμβάν. Η Λογοτεχνία ενίοτε αντικρίζει την καταγεγραμμένη πλέον ιστορική άποψη και προσθέτει τη δική της θέαση της πραγματικότητας μέσω της μυθοπλασίας. Στην πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή της συμπληρώνει κάποιο κενό της ιστορικής καταγραφής παρουσιάζοντας έτσι τον μύθο της ως επινοημένο ντοκουμέντο, απέναντι στο οποίο ο αναγνώστης στέκεται σκεπτικός. Πού τελειώνει η μυθοπλασία και πού αρχίζει η ιστορία; Όσο μεγαλύτερη η τέχνη της γραφής στην επινόηση των  αληθοφανών στοιχείων, τόσο μεγαλύτερη η αποδοχή τους από τον αναγνώστη. Ο Χάρης Βλαβιανός εύστοχα, λοιπόν,  καθόρισε το βιβλίο του ως μυθοπλαστικό ντοκουμέντο, ενώνοντας σε έναν όρο την αλήθεια των γεγονότων της ιστορίας με την επινοημένη πραγματικότητα της λογοτεχνίας. Παρουσιάζει έτσι το ημερολόγιο που θα μπορούσε να έχει γράψει (ή που όντως έγραψε αλλά δεν σώθηκε) ο Αδόλφος Χίτλερ κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στις φυλακές του Λάντσμπεργκ για δεκατρείς μήνες (από τον Νοέμβριο του 1923 έως τον Δεκέμβριο του 1924).
26 Νοεμβρίου, 1923
«Με έκλεισαν εδώ μέσα πιστεύοντας πως έτσι θα με εξουδετερώσουν. Πως θα κάμψουν το ηθικό μου. Πως θα διαλύσουν το Κόμμα μου. Σφάλμα μέγα! Στερώντας μου την ελευθερία, με κάνουν πιο δυνατό. Πιο αποφασισμένο να συνεχίσω το έργο μου. Συν τοις άλλοις το ηλίθιο κράτος μού παρέχει δωρεάν παιδεία. Θα μετατρέψω τη φυλακή σε πανεπιστήμιο. Το κελί μου σε απέραντη βιβλιοθήκη. Ας δω τον εγκλεισμό σαν ευκαιρία: Τώρα μου προσφέρεται άφθονος χρόνος να διαβάσω απερίσπαστος όσα από καιρό σχεδίαζα, για να καλύψω τα κενά μου. Το οικοδόμημα που σκοπεύω να φτιάξω θα  στηρίζεται σε αδιάσειστες ιδέες, όχι σε σαθρά επιχειρήματα. Από αυτά χόρτασε ο λαός μας.
[…] Το αιλουροειδές, προτού επιτεθεί στο θήραμά του, λουφάζει στους θάμνους, συσπειρώνεται και περιμένει την κατάλληλη στιγμή που θα εκτιναχθεί με ορμή. Τώρα  είμαι εγώ το αιλουροειδές. Να τρέμουν όσοι σταθούν εμπόδιο στα σχέδιά μου».

Τα παραπάνω λόγια θα μπορούσαν να είναι του Χίτλερ, αφού αποτυπώνουν τον τρόπο σκέψης του δείχνοντας τον σχεδιασμό που έπλαθε με το μυαλό του προκειμένου να εκτιναχθεί, όπως λέει, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με ένα αιλουροειδές που παραμονεύει το θύμα του. Γνωρίζοντας, από τη θέση του προνομιούχου αναγνώστη, την εφιαλτική συνέχεια αυτής της προετοιμασίας, νιώθουμε ήδη την ανατριχίλα απέναντι στο θηρίο.  Από την αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας του φανταστικού αυτού ημερολογίου κατάφερε να μας βάλει στο κελί του έγκλειστου -δυνάμει ακόμα- ηγέτη. Και παρακολουθούμε τη σκέψη του Αδόλφου Χίτλερ να διαμορφώνει σιγά σιγά το πλάνο της πορείας του, ενώ ταυτόχρονα γίνονται εμφανείς οι πρώτες αντιδράσεις στα πρόσωπα των συγκρατουμένων του αλλά και όσων τον επισκέπτονται στο κελί του. Μια πρώτη γεύση θα λέγαμε από τα πλήθη που λίγα χρόνια μετά θα εκστασιάζονται από τον λόγο του. Ήδη ο μοιραίος ηγέτης

ετοιμάζεται, το κακό εκκολάπτεται. Διαγράφεται εδώ η προσωπικότητα ενός ανθρώπου δέσμιου της εγωπάθειάς του, συχνά αμφίθυμου, με την απουσία ενός υγιούς συναισθηματικού κόσμου. Μια προσωπικότητα  ελλιπής, που κατορθώνει όμως να δημιουργεί κύκλο θαυμαστών και πιστών συνεργατών. Περισσότερο στον κύκλο αυτών των συνοδοιπόρων θα πρέπει να αναζητήσουμε την εφαρμογή της θεωρίας της Hannah Arendt για την κοινοτοπία του κακού και όχι στον ίδιο τον Χίτλερ. Ο Χάρης Βλαβιανός καταφέρνει με τον τρόπο που πλάθει τις προσωπικότητες των ανθρώπων γύρω από τον συγκεκριμένο ηγέτη να δείξει πώς ελκύεται κάποιος από τις παράλογες ρατσιστικές θεωρίες, περί καθαρότητας της φυλής για παράδειγμα (πόση αντίθεση με την άποψη  «η γερμανική ψυχή είναι μιγάς» του Nietzsche), και εκτιμώντας πως αυτές συνιστούν τον κοινό τόπο τις υιοθετεί αναπαράγοντας έτσι τα ιδεολογήματα του εμπνευστή τους. Ο ίδιος όμως ο Χίτλερ δεν εμπίπτει σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Έχει την πεποίθηση άλλωστε ότι ενσαρκώνει τις βαθύτερες επιθυμίες του γερμανικού έθνους για επικράτηση σε βάρος των υπολοίπων, εφόσον επιφυλάσσει για τον εαυτό του τον ρόλο του αδιαμφισβήτητου ηγέτη.

Η Ιστορία προσφέρει στον Ηγεμόνα την περίσταση και μαζί της την ύλη την οποία εκείνος στη συνέχεια θα διαμορφώσει ανάλογα με τις επιθυμίες και τα σχέδιά του. Ιστορία →Ύλη →Μορφή. Η στιγμή πλησιάζει όλο και πιο γοργά. Η ύλη είναι το γερμανικό έθνος. Πρέπει να την πλάσω έτσι που να πάρει τη μορφή που θέλω, και αυτή η  μορφή θα της δώσει την κυρίαρχη θέση που της αξίζει στην Ιστορία.
[…]Ένας ισχυρός λαός, με ανώτερο πολιτισμό, δεν μπορεί παρά να επεκταθεί και να κυριεύσει ασθενέστερα έθνη. Είναι ιστορικός νόμος!


Αποτελεί ενσάρκωση του κακού χωρίς την οποιαδήποτε δικαιολογία, που θα μπορούσε να μετριάσει την αποτρόπαιη εικόνα του. Ακόμα και οι στιγμές ανθρώπινης αδυναμίας που μας παρουσιάζει Αλήθεια, πώς θα ηγηθώ της Γερμανίας εγώ, ένας κοντός, μελαχρινός, πλαδαρός Αυστριακός; κραυγάζουν για τον συμπλεγματικό του χαρακτήρα.
Σκέφτομαι πως θέλει ιδιαίτερη τέχνη, εκτός φυσικά από προσεκτική μελέτη, η συγκεκριμένη γραφή που καταθέτει με το βιβλίο του αυτό ο Χάρης Βλαβιανός, για να μπορεί να πείσει για την αυθεντικότητα του επινοημένου. Έχοντας μελετήσει κανείς τον λόγο του ίδιου του Χίτλερ (ενδιαφέρον ανάγνωσμα για να κατανοήσει το χτίσιμο μιας ιδεολογίας αποτελούμενης απολύτως από ιδεολογήματα) δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει στον Βλαβιανό την ικανότητα να κατασκευάζει με τον δικό του λόγο επιχειρήματα που θα ήταν δυνατόν να χτίστηκαν στο μυαλό του Χίτλερ, όταν κλεισμένος στις φυλακές του Λάντσμπεργκ έφτιαχνε το προσχέδιο του βιβλίου του ναζισμού (Mein Kampf). Όταν αυτός που, όπως διατείνεται, έβλεπε τον εαυτό του να αρκείται στον ρόλο ενός τυμπανιστή, άρχισε να διαμορφώνει την προσωπικότητα ενός αρχηγού. Ενός Führer, που θα μηχανευόταν τον τρόπο εξολόθρευσης του εχθρού που ο ίδιος θα επέλεγε. Επικεντρώνει συχνά τη γραφή του ο Βλαβιανός σε αυτά τα σοφίσματα του μυαλού, αφού πρώτα ο ανασφαλής και αδύναμος Χίτλερ θα έπρεπε να πείσει τον εαυτό του για τον σημαδιακό του ρόλο, προκειμένου κατόπιν να συνεγείρει έναν ολόκληρο λαό.
Αφού η γερμανική γλώσσα είναι ανώτερη από τις άλλες γλώσσες, είναι σαφές πως και η Γερμανία είναι ανώτερο έθνος και μπορεί και πρέπει να καθυποτάξει τα κατώτερα.
Ίσως θεωρηθεί παράτολμο να έρθει στην επιφάνεια (με αφορμή το βιβλίο) η προσωπικότητα του ηγέτη του ναζισμού, ειδικά σε μια εποχή που αναβιώνουν σε όλη την Ευρώπη οι θεωρίες του, αλλά  και μέσα από πολλά εγγενή προβλήματα τρίζει ο θεσμός της δημοκρατίας. Ωστόσο το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσε να προβληματίσει στη σωστή κατεύθυνση τον αναγνώστη δείχνοντας πως ενίοτε ισχύει το κοινότοπο (όχι όμως και απολύτως αληθές) ότι η ιστορία αγαπά την επανάληψη. Μπορεί να είναι συγκρίσιμα κάποια μεγέθη, κατ’ αναλογία όμοια κάποια γεγονότα, ωστόσο αρκεί μια απειροελάχιστη μικρή διαφοροποίηση (και στην τρέχουσα πραγματικότητα εμφανίζονται πολλές και μεγαλύτερες διαφορές από εποχή σε εποχή) για να ανατρέψει την ακολουθία των γεγονότων. Η επανάληψη τότε εντοπίζεται σε συνθήκες που πέρα από την εμφανή ομοιότητα κινδυνεύουν να οδηγήσουν και σε παρόμοιες με το παρελθόν καταστάσεις, οι οποίες μπορεί να μην είναι ίδιες με εκείνες αλλά τα επακόλουθά τους ίσως αποβούν επίσης ολέθρια.
Θα είμαστε παρόντες στη Βουλή, όχι για να ακουστεί απλώς η φωνή μας, αλλά για να υπονομεύσουμε τον ίδιο τον θεσμό του Κοινοβουλίου. Θα τον ευτελίσουμε σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος ο λαός θα ζητήσει κάποια στιγμή να καταργηθεί.
Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ, το επινοημένο ημερολόγιο, σε ξεγελά και νομίζεις πως διαβάζεις αυθεντικό κείμενο. Ίσως γιατί η λογοτεχνία είναι η μόνη που μπορεί να σταθεί απέναντι στα ιστορικά γεγονότα έχοντας στις αποσκευές της την αυθάδεια που χρειάζεται για να τοποθετηθεί στα γεγονότα και να δημιουργήσει με τον λόγο την εικόνα που αποκόμισε μέσα από τη μελέτη της ιστορίας. Πολύ καλύτερα μάλιστα αν ο συγγραφέας έχει και την ιδιότητα του ιστορικού. Έτσι, ποιεί τον λόγο μεταποιώντας τη γραφή της ιστορίας. Και το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή τη συνάντηση περιέργως θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ντοκουμέντο ιστορικό, με το μυθοπλαστικό του ένδυμα να υπογραμμίζει τα πλέον σημαντικά κομμάτια της αλήθειας ή ακόμη και μια βαθύτατα ειρωνική της όψη. Όπως αυτή που αφήνει ο συγγραφέας να φανεί όταν τοποθετεί τα παρακάτω λόγια στο χαρτί του ημερολογίου του Χίτλερ:
Όλη αυτή η ιστορία με κάνει να νιώθω παγιδευμένος. Έτσι μου έρχεται να τα βροντήξω όλα.


Διώνη Δημητριάδου

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

ΠΟΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΔΕΝ ΒΡΑΒΕΥΤΗΚΑΝ ΕΝΩ ΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ

ΑΔΩΝΙΣ



Η γενέθλια γη του Άδωνι, δηλαδή η περιοχή της Λαοδικείας στη Συρία, υπήρξε χώρος πολιτισμικών ανταλλαγών με τους γύρω λαούς (Μεσοποταμία, Αίγυπτος, Ελλάδα...). Στην ποίησή του διασταυρώνονται οι αρχαίοι πολιτισμοί - των Σουμερίων, των Βαβυλωνίων, των Φοινίκων, των Ελλήνων. Ο ίδιος, κληρονόμος αυτής της αρχαίας παράδοσης της Μέσης Ανατολής, είναι κήρυκας της όσμωσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ του χτες και του σήμερα. Στη γη αυτή υπάρχει πανάρχαιος πολιτισμός με έκφραση γραπτή. Το 1928 ανακαλύφθηκαν στην Ουγκαρίτ πινακίδες με την αρχαιότερη αλφαβητική γραφή (27 σύμφωνα και 3 φωνήεντα). Η ποίησή του είναι γεμάτη από υπαινιγμούς και αναφορές στα γράμματα και στη γλώσσα. Όταν εμφανίζεται στο χώρο της αραβικής ποίησης έχει προηγηθεί  μια μακραίωνη ποιητική παράδοση της οποίας τα πρωιμότερα σωζόμενα ποιήματα ανάγονται στον 5ο μ.Χ. αιώνα, μια παράδοση που χαρακτηρίζεται από μια άρρηκτη γλωσσική συνέχεια και εξακολουθεί να παραμένει ακόμα προσπελάσιμη για τον σημερινό μορφωμένο αραβόφωνο αναγνώστη (έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η γραπτή αραβική γλώσσα είναι πάντα η λόγια γλώσσα, ενώ η καθομιλουμένη αποτελείται από διαλέκτους). Υιοθετώντας το ψευδώνυμο Άδωνις, ο Άλι Άχμαντ Σα'ίντ ανασυνδέεται με τη μυθολογία της καθ' ημάς Ανατολής: Ο Άδωνις είναι ο θεός της Αναγέννησης.

Πολύ νωρίς ο Άδωνις προσεγγίζει τη δυτική ποίηση μέσω μιας διαντίδρασης με αυτήν , μακριά από κάθε είδους μίμηση, υποτέλεια ή ξενηλασία. Πιστεύει επίσης ότι η δυτική ποίηση συχνά στερείται μιας ποιητικής θεώρησης του ανθρώπου και του κόσμου, και ότι μηδαμινό ρόλο παίζουν σε αυτήν το μάτι της καρδιάς και η δημιουργική όραση. δεσπόζει ο διανοητισμός.

Ο Άδωνις είναι ο κατ' εξοχήν ποιητής της διαφοράς. Με "Τα άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού", από όπου και τα ποιήματα, μας προσφέρει μια δική του θεώρηση του ανθρώπου, του κόσμου και της ύπαρξης, μακριά από τις ασημαντότητες της καθημερινότητας. Πρόκειται για την πρώτη βασική κατάθεση του Άδωνι, για μια ποίηση εντελώς καινούρια, και από άποψη θεματολογίας και από άποψη μορφής. Τα "Άσματα" αποτελούν ριζοσπαστική καμπή στην εξέλιξη της αραβικής ποίησης.

Ο Άδωνις, γράφει ο λιβανέζος στοχαστής Άντελ Δάχερ, "είναι μια μορφή μοναδική στη σύγχρονη αραβική ποίηση, όχι μόνο εξαιτίας της επανάστασης που προκάλεσαν τα "Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού" στην ποιητική γλώσσα και στην κατανόηση της ποιητικότητας, αλλά και επειδή μας μιλάει, όπως κάθε μεγάλος ποιητής, με μια γλώσσα πλούσια σε φιλοσοφικά νοήματα και υπαινιγμούς".

Μάρκελλος Πιράρ 


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΚΕΙΝΗ

… ΣΩΜΑ
η πιο όμορφη πορφύρα της φαντασίας
Ηδονή-
ανάσταση του σώματος.
… Τα δάκρυά της-
ρυάκι όπου πλέει η επιθυμία.
Η ματιά μου χάνεται στις περιοχές του κορμιού σου.
Ο μεγαλύτερος ωκεανός
είναι το σώμα μιας γυναίκας ερωτευμένης.
Όταν με βλέπει
το πρόσωπο της ανάβει.
Εγώ είμαι η εσωτερική φωτιά της.
Η καρδιά του αγαπημένου είναι ανάμεσα στα χείλη της.
Η καρδιά της αγαπημένης είναι κάτω από τον αφαλό της.
Δεν, δεν μπορείς να δεις στο ρόδο
πιότερο από ένα κορμί γυναίκας.
Γιατί η θύμησή σου δεν μ΄αφήνει;
Ούτε ο άνεμος με άκουσε
όταν είπα: Σ΄αγαπώ.
Ξυπνάει στο κορμί του
κοιμάται στο κορμί εκείνης.
Η ίσια γραμμή
είναι κύκλος στον έρωτα.
Ο άντρας για τη γυναίκα είναι βιβλίο
που εκείνη μονάχα μπορεί να διαβάσει μ’ όλο το κορμί.
Το άρωμα είναι το πιο όμορφο ρούχο
που μπορεί να ντυθεί μια γυναίκα.
Δεν θα μπεις στη νύχτα του κορμιού
εκτός κι αν φέρνεις τον ήλιο της τρέλας.
Για το κορμί το παρόν
είναι το σχήμα του χρόνου.
Να είσαι ταπεινή, γλώσσα.
Μόνο το κορμί μπορεί να γράψει στο κορμί.
Το άρωμα της γυναίκας είναι φτιαγμένο:
γι να ‘ ναι στρώμα και φαλλός του αέρα.
Κοιμήσου, κοιμήσου
λέει το μαραμένο ρόδο.
Είδα τη γυναίκα
που είδε το χελιδόνι
που δημιούργησε την άνοιξη:

είσαι εσύ.

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΑΣΤΗ

Κάθε μέρα, το σώμα του εραστή
διαλύεται στον αέρα,
μετατρέπεται σε άρωμα,
γυρίζει, επικαλείται όλα τα αρώματα
που μαζεύονται στο στρώμα του,
καλύπτει τα όνειρά του,
εξατμίζεται σαν λιβάνι,
επιστρέφει σαν λιβάνι.
Τα πρώτα του ποιήματα είναι πόνος
ενός παιδιού χαμένου στη δίνη των γεφυρών,
χωρίς να ξέρει να κρατιέται στο νερό
ούτε να το περάσει.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΜΟΝΑΞΙΑ-κήπε
μ’ ένα μονάχα δέντρο.
Από παιδί
απ’ αυτόν το δρόμο πάμε
ο φίλος μου ο ποιητής κι εγώ.
Τί παράξενο!
Τα βήματά του πετάνε ακόμα με τη σκόνη.
Η φιλία μου είναι για το νάρκισσο.
Η αγάπη μου είναι για άλλο άνθος
που δε θα το αναφέρω.
Διψασμένο
μόνο θα με ξεδιψάσει
ένα νερό που δεν μπορώ να πλησιάσω.
Το να μην έχεις μυστικά
είναι επίσης ένα μυστικό.
Μάθε απουσία
για να παραμένεις ως ερώτημα.
Αγαπώ τη βροχή
που αγαπά τη χλωμάδα της γης.
Αν δεν κάνεις περισσότερο
από το να πραγματοποιήσεις αυτό που θέλεις
τί ευτελές είναι αυτό που κάνεις!
Προτιμώ την προδοσία της λέξης για τη λέξη
από την πίστη της πέτρας για την πέτρα.
Μετά το ύψος η κάθοδος;
Δεν το πιστεύω-
Το ύψος φέρνει πάντα στο πιο ύψος.
Αυτό που λες στον εαυτό σου
το λες στον άλλον-
αν και δεν του το προτείνεις.
Δεν γνωρίζω απ’ αυτό που γνωρίζω
περισσότερο απ’ την άγνοιά
απ’ αυτό που ακόμη αγνοώ.
Λένε: το εύκολο είναι να μιμείσαι.
Α, να μπορούσα να μιμηθώ τη θάλασσα.
Πάντα ξεχνάω αυτό που κατέχω
για να μπορώ να ελευθερωθώ
από αυτό που με κατέχει.
Ο ένας είναι ενότητα του απείρου
Το πλήθος είναι το άπειρο της ενότητας.
Φορές
ο ήλιος δεν μπορεί να σε φωτίσει
κι ένα κεράκι σε φωτίζει.
Η επιθυμία μου- η ικανότητά μου για επιθυμία
να είναι μεγαλύτερη από τη ικανότητά μου
να πραγματοποιώ τις επιθυμίες μου.
Ένας άντρας μόνος:ένα φτερό.
Μια γυναίκα μόνη:Ένα φτερό σπασμένο.
Θα φύγω από τη μοναξιά μου
μα για να πάω πού;
Στήνομαι απέναντι απ’ τον καθρέφτη
όχι για να κοιταχτώ
αλλά για να βεβαιωθώ:
στ’ αλήθεια αυτό που βλέπω είμαι εγώ;
Το ουράνιο τόξο ορκίστηκε
να περιπλανιέται αιώνια
γιατί έχασε το πρώτο του σπίτι.
Εχτές, με το που ξύπνησα,
είδα τον ήλιο να τρίβει τα μάτια του
στο τζάμι απ’ το παράθυρό μου.
Δηλώνω πως ο ήλιος είναι σαν σκιά-
έχω πολλές αποδείξεις.
Οι περασμένες μέρες μου έχουν έναν τάφο
χωρίς πτώμα.
Τί παράξενη που είναι η μνήμη μου!:
Ένας κήπος γεμάτος κάθε είδους δέντρο
και δεν βλέπω ούτε έναν καρπό.
Οι λέξεις που γνωρίζω έχουν πάει
σ’ ένα δάσος από θλίψη.
Φορές νιώθω
πως η άβυσσος που σκύβω
δεν είναι αρκετά ευρύχωρη για τα βἠματά μου.
Παραδέχομαι το λάθος μου-
νόμιζα πως ήτανε σωστό.
Κάθε φορά που ρωτάω
χωρίζομαι στα δυο:
η ερώτησή μου κι εγώ.
Η ερώτηση ψάχνει απάντηση,
εγώ ψάχνω άλλη ερώτηση.
Γιατί εκείνη τη νύχτα ένιωσα
πως ο ουρανός ήταν η κιθάρα της νύχτας
και τ’ αστέρια οι σπασμένες χορδές της;
Θα ήταν επειδή κοιμήθηκα μόνος;
Τώρα ξέρω γιατί
καυχιούνται, φορές, στις σκοτεινιές
αυτοί που πια έξω απ’ το φως δεν ονειρεύονται.
Ακούω μες στις λέξεις τις καμπάνες
που αναγγέλουν την τρίτη μου γέννηση.
Όλα όσα δεν έγραψα
τα ξέχασα.
Κι είναι αυτά τώρα που με γράφουν.
Γράφε-
αυτή είναι η βασιλική οδός
για να διαβάσεις τον εαυτό σου
και για ν’ ακούσεις τον κόσμο.
Πες καλημέρα στο δρόμο σου
αν θέλεις ο ήλιος να σε συνοδεύει.
Εξεγείρομαι εναντίον της φλόγας που με οδηγεί.
Η φλόγα που οδηγώ
εξεγείρεται εναντίον μου.
Ανοίγω μια λίμνη για τη λησμονιά
και πνίγω μέσα της την ιστορία μου.
Υπερβολικά αργά
για να ‘σαι εσύ ο ίδιος και να ξέρεις ποιός υπήρξες-
σου δραπέτευσαν τα παιδικά σου χρόνια.
Μου δίνεις το πρόσωπό σου
σου δίνω τις σκέψεις μου.
Ο ρόχθος είναι η υπόσχεσή μας:
μπορείς να με οδηγήσεις, θάλασσα.
Για να γίνεις αδελφός του πρωϊού
πρέπει να αδελφοποιηθείς με τη νύχτα.
Τί να κάνω μ’ αυτόν τον ουρανό
που μαραίνεται στους ώμους μου;
Για ποιό λόγο να καούν σε σένα τα δάση των εικόνων;
αρκεί να σε θερμάνουν στην φλόγα του αισθήματος.
Στην αρχή ήταν το ζεύγος,
μετά το πρώτο αμάρτημα
που ονομάστηκε αυτός μόνος,
ο μοναδικός.
Έτσι θα γράψω τη λέξη ζευγάρι,
σαν να έσκαβα μια πηγή,
και θα την προφέρω
σάν να ήταν ν ‘αναβλύσει νερό.
Όλα καίγονται γύρω του-
φωτιά στον αέρα
φωτιά στο νερό.
Από που έρχεται λοιπόν αυτό το κρύο
που εισβάλλει μες στα μέλη του;
Μπορείς απ’όλα να προστατευτείς
εκτός από το χρόνο.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Ποιός είσαι εσύ;
Τί φως, κάτω απ’ τα βλέφαρα,
σε κλαίει;
Που ήσουνα;
Δείξε μου αυτό που έγραψες!
Και δεν απάντησα,
δεν μπορούσα να πω ούτε μια λέξη.
Είχα σκίσει όλα τα χαρτιά μου,
μια και δεν είχα βρει
αστέρια μες στα σύννεφα του μελανιού.
Τί φως, κάτω απ’ τα βλέφαρα,
σε κλαίει;
Πές μου, που ήσουνα;
Και δεν απάντησα.
Η νύχτα ήταν βεδουίνικη καλύβα.
Οι λάμπες,
ο κόσμος της φυλής.
Κι εγώ, τόσο μονάχα
ένας αδύνατος ήλιος,
που αποκάτω του η πλατειά γή
είχε αλλάξει θέση στις κολώνες.
Ενώ ο παραστρατημένος συναντούσε
το μακρύ του δρόμο.

ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Προτιμώ να μένω στο ημίφως,
να μένω στο μυστήριο των πραγμάτων.
Μ΄αρέσει να μπαίνω μες στα πλάσματα.
Να σφάλλω σαν ιδέα.
Παράξενος όπως η τέχνη.
Ανώνυμος,
αβέβαιος,
και ξεχασμένος.
Να γεννιέμαι, πάλι
κάθε μέρα.

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΜΙΑΣ ΕΡΩΤΗΣΗΣ

Ρώτησα και μου είπαν:
το κλαρί σκεπασμένο με φωτιά είναι πουλί,
και μου είπαν πως το πρόσωπό μου είναι ένα κύμα
και το πρόσωπο του κόσμου καθρέφτες,
στεναγμοί του ναυτικού και του φάρου.
Και ήρθα.
Μελάνι ήταν ο κόσμος μες στο δρόμο μου
και κάθε τρομάρα μία φράση.
Δεν ήξερα πως ανάμεσά σας
υπήρχε μια γέφυρα αδελφοσύνης,
με βήματα από φωτιά και προφητεία.
Δεν ήξερα πως το πρόσωπό μου
ένα καράβι ήταν ταξιδεύοντας σε μία σπίθα.

Μια Επιλογή (Απόδοση, από τα ισπανικά:Γιώργος Μίχος)



Οι περιπλανώμενοι

Ω αμήχανοι περιπλανώμενοι
που έρχεστε πριν από το δρόμο,
που έρχεστε πριν από το κάλεσμα,

στ' όνομά σας πορεύεται τ' ουρανού η χαραυγή,
μαγευτική, γοητευτική σαν πυρκαγιά,
δική σας η γη μας, οι παρθένες κι όμορφές της κόρες,

για χάρη σας, μες στους δύστροπους ανέμους,
γράφτηκε αυτό το ποίημα,

ω αμήχανοι περιπλανώμενοι.

*

Η επιστροφή του ήλιου

Στις θάλασσες επάνω σφάδασε η μοίρα,
σπάσανε τα δαχτυλίδια του παραμυθού
και ιδού η άβυσσος
τότε, άφησέ μας να σπείρουμε τις όχθες με κοχύλια,
ν' αράξουμε τη φελούκα πάνω στο Σαννίν*,
να κεραυνοβολήσουμε το δράκο,
ω αφέντη του παραμυθιού

κι όταν με τη φυγή του ήλιου από την πόλη
θα ολολύσουν οι καμπάνες κι ο δρόμος,
ξύπνησε για χάρη μας, ω φλόγα της βροντής πάνω 
στους λόφους,

ξύπνησε τον φοίνικα -

θα εγκωμιάσουμε τ' 'όραμα της θλιμμένης του φωτιάς
πριν χαράξει και πριν ειπωθεί
θα κουβαλήσουμε τα μάτια του στο δρόμο
με την επιστροφή του ήλιου στην πόλη. 

*

Ο Αδάμ

Μου ψιθύρισε ο Αδάμ 
με πνιχτή τη φωνή,
με σιωπές κι οδυρμούς -

"Δεν είμαι του κόσμου ο πατέρας,
ποτέ δεν είδα τον παράδεισο, 
οδήγησέ με στο θεό". 

*

Ψαλμός

Για τον άνεμο δημιουργώ ένα στήθος και μια μέση όπου ακουμπώ το ανάστημά μου. Πλάθω ένα πρόσωπο για την άρνηση και το συγκρίνω με το δικό μου. Παίρνω τα τετράδιά μου από τα σύννεφα και πλένω το φως.

Των ανεμώνων φοράω το κόσμημα κι ομορφαίνω, του πεύκου ο γοφός  μού χαμογελάει και δεν βρίσκω ποιον να αγαπώ - άρα πολλά ζητώ, ω θάνατε, με το να αγαπώ τον εαυτό μου;

Ένα νερό δημιουργώ που δεν μας ξεδιψάει. Όμοιος με τον άνεμο είμαι και δεν έχω νόμους. - Δημιουργώ ένα κλίμα όπου πλέκονται η κόλαση κι ο ουρανός. Πλάθω καινούριους δαίμονες και μπαίνω μαζί τους σε τρέξιμο και στοίχημα.

Σκουπίζω τα μάτια μες τη σκόνη μου.  Εισδύω στις ίνες του παρελθόντος, κατακτάω των προγόνων τη μνήμη. Υφαίνω τα χρώματά της και βάφω τις βελόνες. Κουράζομαι κι αναπαύομαι στο γαλάζιο - η κούρασή μου σε μια στιγμή γίνεται ήλιος και σελήνη.

Απελευθερώνω τη γη, φυλακίζω τον ουρανό, έπειτα πέφτω για να μείνω πιστός στο φως και να κάνω τον κόσμο σκοτεινό, μαγευτικό, μεταβλητό, επικίνδυνο, για να εξαγγείλω την υπέρβαση.

Ακόμα ζεστό το αίμα του θεού πάνω στα ρούχα μου.

Καιρός λοιπόν τα λόγια μου να κουβαλήσω, καιρός λοιπόν να φύγω.

_____

"Στη δυτική και την αραβική παράδοση δεσπόζει η διάνοια. Το σώμα δεν υφίσταται.Πρέπει να δώσουμε το λόγο στο σώμα, όχι όμως με την ψυχολογική ή την ερωτική έννοια της λέξης. Το σώμα είναι το πνεύμα, κυριεύει και πρέπει να του δώσουμε τα δικαιώματά του. Διακρίνω το μάτι του σώματος κι εκείνο της καρδιάς. Το μάτι της καρδιάς είναι αόρατο, πάμπολλοι το αγνούν. Εγώ το χρησιμοποιώ για να συμπληρώσω ό,τι μου διδάσκουν τα σαρκικά μάτια μου. Προσπαθώ να σβήσω τον δυτικό διανοητισμό και να δώσω στο σώμα του ανθρώπινου όντος το δικαίωμα να εκφράζει και να λέει το σύμπαν και την ύπαρξη. Γι' αυτόν τον λόγο εκτιμώ ιδιαίτερα τον Ουώλτ Ουίτμαν, έναν πολύ μεγάλο ποιητή και μάλιστα Ανατολίτη με τον τρόπο του...

Κατά τη γνώμη μου η ποίηση είναι αντιιδεολογική. Δεν μπορεί να υπερασπίζεται μια υπόθεση έξω από τη δική της, ήτοι έξω από την ποίηση. Το να είναι κανείς ποιητής επαναστάτης σημαίνει ότι είναι επαναστάτης στην τέχνη του. Το ποίημα δεν είναι ποτέ ένα εγκώμιο, δεν είναι ένα μέσο, δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν γράφω ποίηση για την ποίηση, γράφω ποίηση για τη ζωή. Δεν υπερασπίζομαι την υπόθεση των λαών, υπερασπίζομαι τον άνθρωπο. Η δημιουργία συνιστά μια πράξη επαναστατική, μια πράξη ανθρώπινη".

Άδωνις
  

_____

* Σαννίν, βουνό του Λιβάνου