Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

"Anima mia"Μυθιστόρημα από τον Δημήτρη Βαρβαρήγο



Φλωρεντία 1860. Ο δυνατός έρωτας της Μαρίας Ρόζας και του Σαλιβέριου Μοντανάρι βρίσκει εμπόδιο στον πατέρα της. Η κοινωνική του τάξη του πλούσιου Καλτσέτη απαγορεύει να παντρευτεί η κόρη του έναν κατώτερο της.
Ο έρωτας τους όμως καρπίζει στα σπλάχνα της και για να μην μαρτυρήσει το μυστικό με πρακτικά μέσα μόνη της ρίχνει το μωρό αλλά αιμορραγεί επικίνδυνα. Η Φραντζέσκα, η οικονόμος κρυφά απ’ όλους τη μεταφέρει στο Νοσοκομείο των Αθώων.
Μέρες αργότερα, ο Σαλιβέριος με τη βοήθεια των φίλων του Βερονέζε και της Σίβυλλα κλέβει την αγαπημένη του και φεύγουν από την Ιταλία. Η ψυχικά άρρωστη μητέρα της Μαρίας Ρόζας για να καθυστερήσει την αναζήτηση τους από τον σύζυγό της τον Καλτσέτη βάζει μέσα στη φόδρα του φορέματός της βαριά ασημικά και πέφτει στα παγωμένα νερά του Άρνο ποταμού και δίνει την ευκαιρία στην κόρη της να φύγει.
Το νέο και δύσκολο ξεκίνημα της ζωής τους αρχίζει στη Ζάκυνθο την εποχή της συνένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ο Σαλιβέριος νέος και αψύς, βοηθάει τον αγώνα των Ζακυνθινών. Αποκτούν αρκετούς φίλους, αλλά η κλειστή κοινωνία δεν τους αποδέχεται καθώς είναι καθολικοί και ανύπανδροι.
Στην Παναγιά των Αγγέλων, με μια τελετή βαφτίζονται και παντρεύονται. Αποκτούν το πρώτο παιδί τον Γιάννη, τον κατοπινό πειρατή Ντίνο Σαρακηνό. Ένας φθισικός που ερωτεύεται μυστικά τη Μαρία Ρόζα, λίγο πριν πεθάνει τους προσφέρει το σπίτι του. Τα όνειρα τους βρίσκουν εστία να μεγαλώσουν μέσα στα δύσκολα πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα.
Ξέχειλοι από αγάπη και γεμάτοι όνειρα αποκτούν άλλα δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Ασημίνα. Είναι η εποχή που η ζωή τους βρίσκει έναν ρυθμό. Αλλά όσα καλά χαρίζονται στη ζωή φαίνεται πως είναι δανεικά. Ο μεγάλος σεισμός του 1874 ρημάζει το τόπο, το σπίτι καταστρέφεται. Άστεγοι, αλλά όλοι μαζί και με ένα ακόμη παιδί στην κοιλιά της φεύγουν για την πρωτεύουσα, εκεί που τους είπανε πως τα όνειρα στεριώνουν.
Τα χρόνια περνούν σαν σελίδες βιβλίου και η ιστορία συνεχίζεται με δεύτερο βιβλίο που θα εκδοθεί αργότερα.
Ιστορία αληθινή, μέσα από μια σπαρακτική αφήγηση για τη ζωή τον πόλεμο, τον έρωτα, την αγάπη, τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων που τη βίωσαν ως πρωταγωνιστές της.
 δείγμα γραφής
Αν η ζωή ξεκινάει με έναν πρόλογο, ας τον ονομάσουμε έτσι:
Είμαι η Ζωή – Μαρία Μοντανάρη, εγγονή του Σαλιβέριου και της Μαρίας-Ρόζας. Υπήρξα γυναίκα με αποφασιστικότητα, κληροδότημα μιας γενιάς κρίσιμης. Δεν υπήρξα ποτέ υποκατάστατο ενός ρόλου που «έπρεπε» να παίξω, γιατί, παρά τη φτώχεια, τον πόλεμο, την κατοχή, την ορφάνια, την απόλυτη ανέχεια και τη συμφορά, η ζωή μού παραχώρησε τη ζεστή αγκαλιά της για να μεγαλώσω με συνθήκες προσφοράς και αγάπης στους άλλους.
Βλέπεις, η αγάπη, η αληθινή αγάπη, έχει τόση δύναμη που μπορεί να σε εξευτελίσει όπως και η αρρώστια. Καιροφυλαχτούν και οι δυο, προετοιμάζοντας συχνά την καταστροφή σου. Σε πολλές δύσκολες στιγμές αναρωτήθηκα, μήπως τελικά η αγάπη είναι κάποια αρρώστια και δεν το’ χω καταλάβει; Μήπως ένας θάνατος, αν δεν την αφήνεις να ενεργεί ελεύθερη; Ο περίγυρος, η εξουσία, ο έρωτας, η σχέση, η αγάπη, όλα περνούν απ’ τον προσωπικό αφορισμό της ζωής. Και ο θεός το μοσκιό, έπλασε τους ανθρώπους κατ΄ εικόνα και ομοίωση με Του, αποδεικνύοντας πως είναι δημιουργός όλων των άσχημων συμπεριφορών, αμαρτιών, δολοφονιών και απάτης. Τέλος πάντων, όλων των συμφορών. Ω,  θεέ μου, συγχώρεσε τα λόγια μου, αλλά πρέπει να έχεις αποτύχει με τους ανθρώπους. Σίγουρα το ξέρεις και γι αυτό μένεις μακριά τους όταν σε χρειάζονται.
Όπως ξέρεις, δίχως άλλο, αυτό συμβαίνει σε ορισμένους ανθρώπους σαν και μένα, ας πούμε, που προσπάθησα να αντιμετωπίσω σοβαρά τη ζωή, μα που ποτέ δεν απόκτησα τον έλεγχό της. Και ποιος ελέγχει τη ζωή του; Εκεί που νομίζεις πως όλα έχουνε στρώσει, έρχεται κάτι να ξαφνιάσει τα πάντα. Αρκεί μια άτυχη επιλογή -το χειρότερο μια μαλακισμένη αρρώστια- για έρθουν τα πάνω κάτω…
Ω, Θεέ μου, δώσε μου δύναμη ν’ αντέξω όσα δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω…
Μη απορείς και μην τρομάζεις, δεν έχω τίποτα… Κοιτάς που τρέμουν τα χείλια μου;.. τώρα ποια καμία συγκίνηση περασμένη δεν μπορεί να με λυγίσει… Αχ, να μπορούσα ν’ ανάψω ένα τσιγάρο, να άντεχα να το καπνίσω μέχρι τέλος…



* Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, γεννήθηκε στην Αθήνα. αποφοιτά από αγγλική σχολή λογοτεχνίας «awarded by the writing school» και γράφει σήριαλ για την τηλεόραση, θέατρο και λογοτεχνία. Το βιβλίο «Υπατία» παρουσιάστηκε στην κεντρική αίθουσα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο το 2007, γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Agora» και θεατρικό έργο από την θεατρική ομάδα «Ανάδρασις».Έχει εκδώσει συνολικά 18 μυθιστορήματα ενηλίκων, 7 παιδικά βιβλία και οκτώ θεατρικά έργα. 
Το βιβλίο «Λιπεσάνορες, τα χρόνια του φιδιού», εκδόσεις «Μπατσιούλας – Momentum, παίχτηκε με επιτυχία το χειμώνα του 2015-2016 στο θέατρο Βαφείο». Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, είναι: Πολιτιστικός εκπρόσωπος της Unesco λόγου, τεχνών κι επιστημών για την Πετρούπολη. Μέλος των «Ιστορικών συγγραφέων». Στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού «Ρωγμές». Συντάκτης της εφημερίδας «Μορφωτικός της Πετρούπολης». Οργανωτής Λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής στους Δήμους Πετρούπολης, Αμοργού, Πάρου, Αταλάντης, Στον Μορφωτικό Όμιλο Πετρούπολης, στους εκδοτικούς οίκους Άγκυρα και Έναστρον.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ" [ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ]



 Ό,τι ακολουθεί αποτελεί συνέχεια της δημοσίευσης στο CANTUS FIRMUS του Πρώτου Μέρους αυτού του ΜΙΚΡΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, [ Βλ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ :  http://cantfus.blogspot.gr/2016/09/blog-post_18.html?spref=fb ]. Θα ακολουθήσει ένα τρίτο και τελευταίο μέρος την επόμενη Κυριακή.

Παρατήρηση :  Άσχετα με το σφαλερό ή όχι των εδώ εκτιθέμενων θεωριών, αποδείξεων και υποθέσεων, είναι προφανές, νομίζω, πως με βάση και μόνο τα όσα εκτίθενται στα κείμενά μου  αυτά μπορεί, ευκολότατα, κανείς να διαπιστώσει πως πέραν κάθε μιμητισμού και ανακύκλωσης ή της συνήθους και απελπιστικά «αυτονόητης»… μετακένωσης δυτικοευρωπαϊκών θεωρητικών συμβολών στο πραγματευόμενο θέμα, έχουμε ενώπιόν μας μια θεωρητική ελληνική σκέψη που αντλεί από τον εαυτό της προσπαθώντας να μιλήσει τον Κόσμο και συμβάλλει πρωτοτύπως και καινοφανώς στον διεθνή προβληματισμό. Αν όχι, τότε παρακαλώ ας μου υποδείξουν οι αναγνώστες, βιβλιογραφικά, πού αλλού έχουν συναντήσει τις εδώ εκτιθέμενες θεωρίες/απόψεις. Αν, ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να συμβεί, τότε, νομίζω, έχουμε ενώπιόν μας ένα ήδη διανοιγμένο και οδευόμενο πεδίο προβληματικής, το οποίο ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ είναι εκμεταλλεύσιμο και, ως εκ τούτου, καλό θα ήταν να υπάρξουν συμβολές επ’ αυτού, ώστε η χώρα να εκθέσει διεθνώς μια φιλόδοξη και προκλητική δημιουργία της…     
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Αναθηματικά στον ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ για την παρακαταθήκη του στοχάζεσθαι εν τω ποιείν…


5.

§ Αγρευτικά Κείμενα
  
       Ο απανταχού κειμενικός Λοξίας κυριολεκτεί και ευστοχεί. Με την προϋπόθεση να είναι Λοξίας και όχι ψευδές αντίγραφό του και, φυσικά, να έχει κάτι να πει. Θυμάμαι την πολλή εύστοχη αγανάκτηση του Breton, την οποία αναφέρει στο «Εν λευκώ» ο Ελύτης. Ο ανθολόγος του σχολίασε επεξηγηματικά τα ποιήματα : «επαύριον χρυσαλλίδας με ένδυμα χορού, ίσον «πεταλούδα»΄ μαστός κρυστάλλινος, ίσον «καράφα». «Όχι, κύριε», φώναζε΄ «δεν είναι ίσον τίποτε ! Κείνο πού ’χε να μας πει ο ποιητής μας το είπε, να είσαστε βέβαιος». 

Τα λοξογενή Κείμενα  κυριολεκτούν και ευστοχούν, ακριβώς διότι η επιφάνειά τους συμπίπτει με το βάθος τους. Η αλληγορία τους είναι αυτή τούτη η φαινομενολογία τους, το κειμενικά προφανές και συγγραφέν τους. Έχει κανείς καμιά αμφιβολία πως η waste land είναι waste land ή τολμά κανείς να την τιτλοφορήσει αλλιώς για να ακριβολογήσει δήθεν περισσότερο, για να πει σαφέστερα και καταληπτότερα τα πράγματα ; Συμβαίνει με τα Κείμενα αυτά ό,τι συνέβη και με το δελφικό χρησμό, ακριβώς το ίδιο, δίχως την ελάχιστη παρέκκλιση : «θα σας σώσουν τα ξύλινα τείχη». ΞΥΛΟ και η ακρόπολη, ΞΥΛΟ και το καράβι. Το Κείμενο του χρησμού αφήνει ελεύθερο όλο το πεδίο ερμηνειών και πρόσληψης που ο Αναγνώστης κατέχει δικαιωματικά, αφήνει να υπάρξει ελεύθερο και υπεύθυνο (αναγνωστικό) ΤΑΞΙΔΙ με κάθε δυνατή διακινδύνευση και (ερμηνευτικό) παραστράτημα, διατηρεί κάθε δυνατή αμφισημία που αντιστοιχεί, άλλωστε, και στο αμφίσημο της εξωτερικής  Πραγματικότητας, αυτονομεί το Κείμενο από την πρόθεση του Λοξία συγγραφέα του που, φυσικά, είναι ρητή, σαφής και δεδομένη γι αυτόν και τελικά κυριολεκτεί ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ με τρόπο τόσο ευθύβολο και προφανή, πού κάθε άλλο λογικοκρατούμενο, σαφές, αντικειμενοποιητικό Κείμενο ωχριά μπρος του : ΞΥΛΑ, όπερ και εγένετο και εσώθησαν. Εικάζω πως ο λόγος αντίστασης και δυσφορίας των αναγνωστών στη συνάντησή τους με λοξογενή ή Αγρευτικά Κείμενα είναι προφανής : οι περισσότεροι αναγνώστες αντιπαθούν την ανάληψη του εαυτού τους, δηλαδή την ανάληψη της ευθύνης και της ελευθερίας τους, και συνακόλουθα το πιθανότατο ενδεχόμενο της (αναγνωστικής) διακινδύνευσης και της αναγνωστικής οδύσσειας και γι αυτό μέμφονται και αντιπαθούν αυτά τα Κείμενα, που συνήθως τα ονομάζουν δύσκολα, ακατανόητα, ανεδαφικά, σχιζοφρενή, αφερέγγυα. Ωστόσο, δυστυχώς ή ευτυχώς, η Γραφή και η Ανάγνωση δεν υπάρχουν για να βολεύουν. Ακριβώς το αντίθετο : λειτουργία τους θεμελιώδης είναι το ξεβόλεμα και το επί σχεδίης ζην. Η σωτηριώδης λειτουργία τους είναι το θαλασσοπνίξιμο. Βεβυθισμένως  ηλεκτροδοτούν, σώζουν, αποκαλύπτουν.

        Είναι αυτονόητο ότι δεν είναι όλοι οι αυτόκλητα εμφανιζόμενοι «Λοξίες»… Λοξίας. Υπάρχουν προϋποθέσεις πιστοποίησης για το αν είναι κάποιος Λοξίας η ψευδώνυμό του. Κυριότατα, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται δια της ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ την ύπαρξη αληθινού και γνήσιου κειμενικού Λοξία. Δεν επεκτείνομαι, προς το παρόν, επ’ αυτού. Συνεχίζω.
Όπως και παραπάνω αναφέραμε, το συμβατικά αποκαλούμενο κρυπτικό ή γριφώδες ή αμφίσημο Κείμενο συστοιχείται αμεσότερα και ευθέως, σχεδόν αντιγραφικά, μιμητικά, με την εξωτερική Πραγματικότητα, με ό,τι αποκαλούμε εξωτερικό Κόσμο. Κι αυτό αποτελεί πραγματική έκπληξη. Το αμφίσημο Κείμενο, χωρίς να χάνει ούτε κατ’ ελάχιστο την προθετικότητά του, το αυτοδύναμο νόημά του, το κλειστό του σύστημα για να εκφραστούμε στρουκτουραλιστικά, αποδεικνύεται μιμητικό και αντιγραφικό της πραγματικότητας Κείμενο, δηλαδή αξιώνει περγαμηνές ρεαλισμού ως τέτοιο, σε αντίθεση με το προφανές καταληπτό, αντικειμενοποιημένο Κείμενο, που σε έσχατη ανάλυση ακυρώνει συγγραφικές, κειμενικές και αναγνωστικές λειτουργίες και παρεκκλίνει επικίνδυνα από το Υπάρχον. Ό,τι χαρακτηρίσαμε ως ενδογενή στοιχεία, ως οντολογικά χαρακτηριστικά, της λογοτεχνικής μας θεωρίας, ή καλύτερα της θεωρίας μας περί Γραφής και Ανάγνωσης, όπως α) η πληθυντικότητα του Κόσμου εν τω γράφειν και αναγινώσκειν, β) η πολυσημία του Κόσμου, γ) η πολλαπλότητα και αλητεία του νοήματος, δ) η άμεση ενεργοποίηση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου του Κενού, ε) η σε ταυτοχρονία πολυειδής κενοποίηση του Κειμένου και η οντικότητά του, το μορφολογικό και νοηματικό του ανώλεθρο δηλαδή, αλλά και στ) ό,τι αγγέλλουν οι λογοτεχνικές θεωρίες που σχηματικά θίξαμε, βρίσκουν τον καλύτερο αντιπρόσωπό τους σε ό,τι αποκαλούμε Αγρευτικό Κείμενο ή απλά ΠΟΙΗΤΙΚΟ Κείμενο. Σε τέτοιου είδους Κείμενα τα ΠΑΝΤΑ είναι ενεργοποιημένα, δυναμικά, και κινούμενα. 


Επίσης, τα πάντα αναφαίνονται με αμεσότητα και λειτουργούν. Τι εννοώ ; Υπάρχει  (πρόχειρη και, κατά αυτό τούτο το φαίνεσθαι, προσληπτή) η δηλωμένη πρόθεση του συγγραφέα, που περιγράφεται από το κλειστό σύστημα του Κειμένου, η οποία όμως λειτουργεί προωθητικά της διαφοροποίησης του ίδιου του Κειμένου από το συγγραφέα του και της ανεξαρτητοποίησής του, ακριβώς λόγω της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας που εκλύουν τα συνταγμένα στοιχειώδη γλωσσικά σωμάτια που αποτελούν το Κείμενο. Υπάρχει, με βάση τη δυναμική στων στοιχειωδών γλωσσικών σημείων, συνακόλουθη πρόσληψη και ιδιονοηματοποίηση του Κειμένου από τον αναγνώστη. Το Κείμενο αποβαίνει σε Κείμενα, το νόημα σε νοήματα και μάλιστα, πολύ συχνά, αντιθετικού χαρακτήρα. Επίσης, ακυριολεκτεί κυριολεκτώντας και ευρυχωρώντας, βάσει της λοξοδόμησής του, όλες τις δυνατές λειτουργίες, που οντολογικώς διαθέτουν ως γνωρίσματά τους η Γραφή και η Ανάγνωση.
          Πιο πάνω παραθέσαμε κάποια παραδείγματα που αφορούσαν σ’ αυτό που αποκαλέσαμε «αντικειμενοποιημένο/αντικειμενοποιητικό (ή αντικειμενοκρατικό) Κείμενο». Το ίδιο θα κάνουμε και τώρα.
6.     
            Με το αξίωμα, αλλά και την καταφανή εμπειρική πιστοποίηση, του ασύλληπτου της Πραγματικότητας (που εδώ θα την ταυτίσω με την Α-λήθεια, το Ωραίο, το Όντως ον…, το an sich, που θεωρώ ως Έν, αλλά δεν αναπτύσσω εδώ αυτή μου τη θέση), επανερχόμαστε αυτοδικαίως στην έννοια του Κενού, αναφορικά με τα Κείμενα, ως τόπου αφανούς και κενοποιημένης εμφανείας ! Έτσι, προκύπτει λογική η θέση μας, πως εν τέλει τα  Κείμενα είναι Κενά, περιπίπτουν στο Κενό, απολήγουν σ’ αυτό, ψευδολογούν αληθεύοντας ! 

Το ακάτεχο της Πραγματικότητας έχει μιαν από τις αιτίες και ρίζες του στο πολυώνυμο αυτής, στο πολλαχώς λεγόμενο του όντος. Μα αν αυτό έχει έτσι, τότε η ίδια η Πραγματικότητα είναι αυτή που καλεί και νομιμοποιεί την οιαδήποτε αναρχικότητα συζεύξεων και συντάξεων των γλωσσικών στοιχειωδών σωματιδίων, που εμφανίζουν τα Αγρευτικά λεγόμενα Κείμενα. Το πολυώνυμο, επίσης, της Πραγματικότητας είναι και η αιτία δικαιολόγησης της υπάρξεως της λογοτεχνίας, σύνολης της λειτουργίας του Γράφειν και Αναγινώσκειν. Εισέρχεται κανείς στη σκέψη πως αν όντως η Πραγματικότης είναι πολυώνυμος, τότε αυτό υποδηλώνει ότι το αντικειμενικά ορατό και αισθητό είναι κατά φαινόμενον, αν όχι ουσιωδώς, Άχρωμο. Άχρωμο, ακριβώς για να έχει την ικανότητα να δεξιώνει τις απειροπληθείς ονοματοδοσίες. Επιπλέον, αν το πολυώνυμο της Πραγματικότητας συνιστά το όχημα εκείνο που η ίδια χρησιμοποιεί, ώστε να αναδεικνύει την οντολογική της ιδιότητα της πληθυντικότητας, αυτό μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά δια του Γράφειν και Αναγινώσκειν, τα οποία εμφανίζονται ως τα μέσα εκείνα για να πραγματωθεί η λεγομένη Πραγματικότης. Δεν μπορεί διαφορετικά η Πραγματικότητα να αποκτήσει τα ονόματα και τις συζεύξεις εκείνες που την αναδεικνύουν και την οδηγούν σε αυτοπραγμάτωση ή μη μόνον εν τω γράφεσθαι και αναγινώσκειν. Η αναγκαιότητα, συνεπώς, της Τέχνης προκύπτει από την ίδια την οντολογική δομή του Κόσμου, της  Πραγματικότητας, 

που «αποκτά» το Είναι της μόνον στην προοπτική της ανακατασκευής, αναδιάταξης, αναδόμησης της, δηλαδή δια της Γραφής του εαυτού της. Υποψιάζεται, βάσιμα, κανείς ότι η πολυωνυμία της Πραγματικότητας εμφανίζει ένα βαθύτερο οντολογικό χαρακτηριστικό της, ένα χαρακτηριστικό του ίδιου του Κόσμου, κι αυτό είναι η Πλαστικότητα της Πραγματικότητας, η πλαστικότητα του Κόσμου. Αυτό, άλλωστε, πράττουν και επιβεβαιώνουν όλα τα λογοτεχνικά είδη, σύμπας ο χώρος της Τέχνης. Η πλαστικότητα αυτή μοιάζει αυτονόητη στα έργα Τέχνης, όμως υπερβολική δήθεν στην αντικειμενική πραγματικότητα. Μα αν ο Κόσμος δεν αντιστέκεται στην πλαστικότητά του, βάσει δήθεν της αντικειμενικής του μονοσημαντότητας, τότε αυτό αποδεικνύει ότι, όχι μόνον έχει δυνατότητες να πλαστουργηθεί και να εμφανίσει πλαστικότητα, αλλά και διαθέτει αφ εαυτού αυτήν την οντολογική ιδιότητα.

            Ωστόσο, το πολυώνυμο της πραγματικότητας και η πλαστικότητά της είναι και το πεδίο εκείνο που φιλοξενείται άνετα και ευκόλως η αυθαιρεσία. Σε όλα τα επίπεδα. Εννοώ, πως η αυθαιρεσία απαντά και εντέχνως και ατέχνως. Και αν το ονοματίζειν ή το πλάθειν γεννά, πιθανότατα, αυθαιρεσία κι αν επίσης με τον όρο αυτό εννοούμε κάτι αναντίστοιχο και άσχετο με αυτό που είναι η Πραγματικότητα, τότε η αυθαιρεσία είναι μια από τις αιτίες που το Κείμενο αποβαίνει Κενό.
Μία ακόμη αιτία κενοποιήσεως των Κειμένων είναι το Απαγίδευτο της Πραγματικότητας, του Κόσμου. Κειμενικώς, και ακολούθως αναγνωστικώς, επιχειρείται η παγίδευση της κοσμικής πραγματικότητας και ο περιδραγμός των αποκεκρυμμένων της. Τα αγρευτικά Κείμενα εκεί στοχεύουν και σ’ αυτόν τον στόχο εφορμούν με αμεσότητα, λοξοδρόμηση, και δυναμικότητα. Επιχειρούν να παγιδεύσουν το Απαγίδευτο του Κόσμου, ακριβώς «διαστρέφοντας», παρακάμπτοντας,  


αναδιατάσσοντας, την (παραπλανητική) αντικειμενική κοσμική προφάνεια και αισθητή διάταξη του Κόσμου και της Πραγματικότητας. Και αυτό το επιτυγχάνουν εν μέρει με το πλησίασμα δύο κατά φαινόμενο απομακρυσμένων αισθητών οντοτήτων. Τα στοιχειώδη λεκτικά σωμάτια των αγρευτικών Κειμένων, που με τέτοιο τρόπο διάταξης εκλύουν το φορτίο τους, παγιδεύουν το Απαγίδευτο με το να προβάλλουν τις απειροπληθείς κρυμμένες συνδέσεις του με τα όντα. Με τη χειρουργική αυτή διείσδυση των στοιχειωδών λεκτικών σωματιδίων αποκαλύπτεται συνάμα και το απεριόριστο του Κόσμου. Αν, δηλαδή, τα όντα και πίσω απ’ αυτά το Απαγίδευτο, μπορούν να φιλοξενήσουν κάθε δυνατή σύνδεση, τότε έχουμε μπροστά μας μια Γλώσσα άπειρου μεγέθους, όπως π.χ. η Γλώσσα των μαθηματικών, που αναδεικνύει έκτυπα το οντολογικό απεριόριστο του Κόσμου. Το Απαγίδευτο παγιδεύεται δια του Κόσμου. Αυτό αποτελεί και το ολέθριο «σφάλμα» του, στην προσπάθεια του να κρυφτεί. Κρυβόμενο, φυσικά, έχει την ανάγκη ενός παραπετάσματος. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Κόσμο. Το Απαγίδευτο κρύβεται στις αντικειμενικές κοσμικές προφάνειες, τις οποίες «επιζητεί» να τις στηρίξει ως αμετακίνητα οντικά θέσφατα. Ωστόσο, ό,τι κινείται αφήνει ακάλυπτα πεδία, κενά, στην κίνησή του. Δεν νοείται κίνηση δίχως δημιουργία (και προϋπαρξη…) Κενού Χώρου. Και συνεπώς, κινούμενες οι κοσμικές οντότητες δια των συντάξεων, διατάξεων, αναπλάσεων, που επιχειρεί η επέλαση των στοιχειωδών γλωσσικών σωματιδίων, αφήνουν ακάλυπτο προς στιγμήν και εν μέρει το Απαγίδευτο, που παγιδεύεται από την κίνηση των οντοτήτων. Ωστόσο, αυτή τούτη η κίνηση των οντοτήτων και η νέα αναδιάταξή τους, ο νέος Κόσμος που θέτουν, συνιστά την ίδια την αποτυχία τους στη σταθεροποίηση ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ του Απαγίδευτου και συνεπώς την ίδια την κενοποίησή τους, την ανάδυση του Κενού στα σπλάγχνα τους. Ταυτόχρονα, αυτή η κοσμοποίηση του Κόσμου, η κειμενική του πληθυντικότης, είναι κι ο παράδεισος του ίδιου του Απαγίδευτου και η αέναη διάσωσή του, η απόλυτη εξασφάλιση του άρρηκτού του, καθώς δημιουργείται ΚΟΣΜΟΣ, δηλαδή το αναγκαίο παραπέτασμα προκάλυψής του ! Έτσι, κενοποιούνται τα Κείμενα. Έτσι, παγιδεύεται το Απαγίδευτο. Έτσι, αχρηστεύονται οι παγιδεύσεις

 έναντι του Απαγίδευτου. Και αυτός είναι ο ευνόητος και αντιληπτός λόγος που τα έργα Τέχνης, τα λογοτεχνικά Κείμενα, παραμένουν ουσιωδώς κρυπτικά, γριφώδη, σιβυλλικά, μετωνυμικά, αλληγορικά και αέναα νέα, αέναα προσλήψιμα και ανακαινιζόμενα : τα διασώζει και συντηρεί το Απαγίδευτο, ακριβώς μέσω της αποτυχίας τους να το παγιδεύσουν άφευκτα και οριστικά !


         Η παγίδευση του Απαγίδευτου και η ταυτόχρονη αποτυχία αυτής της παγίδευσης, αυτή με άλλα λόγια η επιτυχημένη αποτυχία ή, αν θέλετε, η αποτυχημένη επιτυχία των λογοτεχνικών κειμένων, παρουσιάζει μια φυσικότητα στη λειτουργία της, που ευθύς αμέσως εκθέτω. Είπαμε παραπάνω ότι το «Απαγίδευτο παγιδεύεται δια του Κόσμου». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αποφεύγει και την παγίδευσή του. Το Απαγίδευτο παραμένει τέτοιο δια του Κόσμου. Αν στον δεδομένο «αντικειμενικό» Κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει απτή σύζευξη του σύννεφου με τα μαλλιά μιας κοπέλας, αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβεί στο λογοτεχνικό Κείμενο, ειδικότερα στα Αγρευτικά Κείμενα. Θα είναι καλό να τονίσουμε πως το λογοτεχνικό Κείμενο, όπως τουλάχιστον εδώ εννοείται ή όπως, αν θέλετε, εγώ το εννοώ, δεν επιχειρεί μια παρομοίωση ή μιαν ανώδυνη και καλολογική αλληγορία. Κυριολεκτεί. Ενδέχεται γριφωδώς, σιβυλλικώς, ή ακόμη εντέχνως αλληγορικώς, μα ωστόσο κυριολεκτεί. Που σημαίνει, ότι ανασυνθέτει το εξωκείμενο του «αντικειμενικού» Κόσμου. Ο δομημένος και ελάχιστα κινούμενος από την καθορισμένη του διάταξη εξωτερικός, «αντικειμενικός», Κόσμος καλύπτει, με τη δεδομένη διάταξή του, το Απαγίδευτο. Ωστόσο, ως φαίνεται δεν είναι αυτή και η έσχατη πρόθεση και επιθυμία του Απαγίδευτου, το οποίο επιθυμεί να αναφανεί, να παρουσιασθεί, κρυπτόμενο. Έτσι, η αποκαλυπτική απόκρυψή του γίνεται δια του λογοτεχνικού Κειμένου, και για να είμαστε ακριβέστεροι δια μιας χ (οιασδήποτε) Συγγραφικής και συνακόλουθης Αναγνωστικής λειτουργίας. 

Στο παραπάνω  παράδειγμα, οι οντότητες «σύννεφο» και «μαλλιά» κινήθηκαν (δια της γραφίδος…), ώστε να συνυπάρξουν. Ωστόσο, κινήθηκαν αλλάζοντας τις στατικές δομές του εξωκειμένου, του εξωτερικού Κόσμου. Η κίνηση προϋποθέτει όχι μόνο την ύπαρξη ΚΕΝΟΥ χώρου για να επισυμβεί, αλλά και τη δημιουργία νέου Κενού χώρου. Αυτή ακριβώς η κίνηση της ανασύστασης του εξωκειμένου στα πλαίσια του ενδοκειμένου, του λογοτεχνικού έργου, αφήνει ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ακάλυπτο το Απαγίδευτο, αφού ανασηκώνει την κρυψώνα του, το παραπέτασμα πίσω από το οποίο ίσταται και εφορεύει, με αποτέλεσμα να το παγιδεύει. Αυτή ακριβώς η παγίδευση ενέχει και τη σημασία του πολυσυζητημένου ΝΟΉΜΑΤΟΣ. Υπό την έννοια αυτή, και διασώζοντας την πολυπληγωμένη υπόθεσή του Νοήματος στις μέρες μας, θεωρώ ότι μπορεί να σταθεί γόνιμα και ευπρεπώς ο λόγος περί Νοήματος. Όσο Νόημα παρουσιάζει αυτή η νέα (λογοτεχνική) κοσμοποίηση/κοσμικότητα, του Κόσμου, τόσο Νόημα αντιστοιχεί, αν προτιμάτε, και στην «αντικειμενική», ως θεωρείται, διάταξη του Κόσμου, του εξωκειμένου, της πραγματικότητας. Μάλιστα, αυτό «επιθυμεί» και το ίδιο το Απαγίδευτο. Ευνοεί κάθε ανάδυση νοημάτων λόγω της κινητοποίησης, λογοτεχνικώς, των οντοτήτων του Κόσμου. Με τα ίδια τα μέσα απόκρυψής του, σύμπαντα τον Κόσμο δηλονότι, αποκαλύπτεται κρυπτικώς και, συνεπώς, αρρήτως λέγεται, ρητώς κυριολεκτείται ακυριολεκτούμενο, σαφηνίζεται αρρητεύον. Έτσι, υπάρχει και λειτουργεί, ως φαίνεται, και σύνολη η υπόθεση περί του Νοήματος. Με αυτή τη διαδικασία, συνεπώς, εξέρχονται τα όντα από τη στατική αφωνία τους και εισέρχονται, όπως επιθυμούν, στο πεδίο του Ομιλείν, της Γλώσσας. Με αυτή τη διαδικασία λυτρώνεται, και δεν υπερβάλλουμε με τον όρο αυτό, απελευθερώνεται, ο Κόσμος, καθότι του παρέχεται η δυνατότητα να ενεργήσει τις οντολογικές του ιδιότητες. Οντολογικές ιδιότητες που διαθέτει μεν, αλλά που παραμένουν δε, λόγω της στατικότητας του εξωκειμένου, του «αντικειμενικού» Κόσμου, ανενεργές, στείρες, αγονιμοποίητες, απεγνωσμένα κλητικές προς ενεργοποίησή τους. Μολαταύτα προσοχή: αυτό συμβαίνει, κατά τρόπο απορητικό, απολύτως 

 θαυμαστικό και αμήχανο, διαμεσολαβητικά ! Η οντολογική ιδιότητα του Κόσμου να Ομιλεί, μονάχα διαμεσολαβούμενη, δια του ανθρώπου και της λειτουργίας του ΓΡΑΦΕΙΝ και ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΙΝ που αυτός εξασκεί, ικανοποιείται, υποστασιάζεται και αναδεικνύεται. Κοντολογίς, ο Κόσμος, το εξωκείμενο, βρίσκει την κοσμικότητά του εν τω γράφεσθαι και αναγινώσκεσθαι αυτού.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΔΩ]

©  ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Η διαλεκτική Φύσης – Πολιτισμού

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Ναθάνιελ Χόθορν, Ο Μαρμάρινος Φαύνος (Μεταμόρφωση)
ή Το μυθιστόρημα του Μόντε Μπένι,   
σελ. 690, Μετάφραση Σάντυ Παπαϊωάννου, 
GUTENBERGOrbis Litere 2014

-Ο Χόθορν ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με τίποτα λιγότερο από την ίδια τη ζωή. Διαβάσθηκε διαμέσου του ενάμιση αιώνα που πέρασε  ως μυθιστορία, βουκολικό ανάγνωσμα, δοκίμιο περί την τέχνη και τη θρησκεία, γοτθικό αφήγημα  αλλά και ως αμιγές περιηγητικό χρονικό-


Ο Ναθάνιελ Χόθορν (1804 - 1864), πατέρας του αμερικανικού μυθιστορήματος, συγγραφέας του Άλικου Γράμματος και του Το Σπίτι με τα Εφτά Αετώματα, έχοντας μετοικήσει στην Ευρώπη για να ασκήσει προξενικά καθήκοντα στο Λίβερπουλ, περιηγείται οικογενειακώς  στην Ιταλία. Εκεί, συλλαμβάνει και αρχίζει να γράφει το τελευταίο αυτό έργο του που εκδίδεται στα 1860, λίγο προ του ξεσπάσματος του αμερικανικού εμφυλίου, όπου μέσω  των τεσσάρων κεντρικών ηρώων  διαλέγεται με την τέχνη, την αμαρτία, την αλήθεια, την Ιστορία  και κυρίως τη Φύση.
   Η Ρώμη της δεκαετίας του 1850 είναι τόπος συνάθροισης καλλιτεχνών, συγγραφέων και ευπόρων από τη Βρετανία, τη Γερμανία, κυρίως όμως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για τους Αμερικανούς ειδικά πρόκειται για μια πόλη – μήτρα του Πολιτισμού, όπου επικάθονται στρώσεις Ιστορίας και όπου μπορείς να αναγνώσεις την ανθρώπινη μοίρα. Η Ρώμη αναπαρίσταται εδώ ως ιστορικό και καλλιτεχνικό εργαστήρι, από τα ετρουσκικά της μνημεία ως τα ρωμαϊκά, τα χριστιανικά, τα μεσαιωνικά, εκείνα της Αναγέννησης και ως την σύγχρονη εποχή, με όλες τις καταστροφές, βανδαλισμούς και επαναχρησιμοποίηση των δομικών υλικών κατά την κάθοδο των Γότθων και άλλων «βαρβαρικών φυλών». Το κλέος του παρελθόντας αντιπαραβάλλεται από τον Χόθορν με την μιζέρια του παπισμού, την φθορά της άρχουσας τάξης, τη μεγαλοστομία και την επαιτεία, την πονηριά και την αδιαφορία των σύγχρονών του Ιταλών. Όμως το κύριο στοιχείο που μαγεύει τον ίδιο τον συγγραφέα -αφηγητή και τους ήρωές του είναι ο εκπληκτικός πλούτος έργων και μνημείων της Ρώμης, της Τοσκάνης και της Ούμπρια που μάλιστα περιγράφονται με διάφανες λεπτομέρειες  και άφθονο τεκμηριωτικό υλικό. Για έναν Αμερικανό, η αίσθηση του ιστορικού βάθους είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της παιδείας του μιας και το νεαρό πέραν του Ατλαντικού έθνος δεν έχει να επιδείξει ιστορικές περγαμηνές.


Από την πρώτη άλλωστε σκηνή του βιβλίου οι τέσσερις ήρωές του αποθαυμάζουν εκστατικοί το Καπιτώλιο και στέκονται ιδιαίτερα στο μαρμάρινο άγαλμα του Φαύνου που αποδίδεται στον Πραξιτέλη, διαλεγόμενοι για τη σχέση Φύσης και Πολιτισμού όπως προσωποποιείται σε ένα έργο τέχνης βγαλμένο κατ’ ευθείαν από τους μύθους της Αρκαδίας (ή της Χρυσής Εποχής).
   Το άγαλμα έχει εκπληκτικές ομοιότητες με τον Ντονατέλο, τον μοναδικό γηγενή της παρέας  που οι Αμερικανοί αρέσκονται να φαντάζονται ως κληρονόμο των χαρακτηριστικών μιας ανύπαρκτης πια δασόβιας φυλής, ευτυχούς και αθώας. Δίπλα του βρίσκεται η Μύριαμ, γυναίκα αγνώστου παρελθόντος και ενμέρει εβραϊκής καταγωγής που την καταδιώκει ένα ανομολόγητο οικογενειακό αμάρτημα και την οποία ο Ντονατέλο θα ερωτευθεί διαπράττοντας για χάρη της ένα έγκλημα που θα την απαλλάξει από τον διώκτη της. Τα άλλα δύο μέλη της παρέας είναι Αμερικανοί από τη Νέα Αγγλία. Η Χίλντα, νεαρή ταλαντούχος ζωγράφος, κατανοεί εγκαίρως ότι δεν θα φτάσει ποτέ στο ύψος της τέχνης ενός Ραφαήλ και ενός Τζιόττο οπότε, ως τίμιο και αγνό πλάσμα, περιορίζεται να γίνει εξπέρ στην αντιγραφή των αναγεννησιακών αριστουργημάτων. Είναι η προσωποποίηση της αθωότητας και της αγνότητας, κρατάει πάντα αναμμένο το καντήλι της Παναγίας στο υπερώο του Πύργου όπου κατοικεί και επικοινωνεί με πάλλευκα περιστέρια. Όπως είναι φυσικό θα την ερωτευθεί παράφορα ο Κένιον, ο αμερικανός γλύπτης που είναι το προσωπείο του συγγραφέα – ορθολογικός αποτιμητής των πεπραγμένων και φορέας ενός πνεύματος αισιοδοξίας και καθαρών στοχεύσεων. Ο Κένιον είναι αυτός που θα επιχειρήσει να λύσει το κουβάρι των ενοχών της Μύριαμ και της Χίλντα, θα στηρίξει τον Ντονατέλο στην πτώση του από την φυσική κατάσταση σ’ αυτήν του πολιτισμού, και τελικά θα κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.
   Η ίδια η σκοτεινή ιστορία του βιβλίου έχει μεγάλα χάσματα και ένα κραυγάζοντα λυρισμό που συμπλέκεται με την γοτθική ατμόσφαιρα μιας Ρώμης θρησκόληπτης, ρυπαρής, παρακμάζουσας και μαστιζόμενης από τις θέρμες. Αυτό όμως που συνιστά την αξία του βιβλίου είναι ο αντίποδας της σύγχρονης ιστορικής πτώσης, ένα μυθικό παρελθόν αναγόμενο άλλοτε  στην Χρυσή Εποχή του Πανός και του Διονύσου και άλλοτε στην Αναγεννησιακή άνθηση μιας  τέχνης που μεταξύ άλλων αφομοίωσε τα διδάγματα της κλασσικής περιόδου.  Οι ίδιοι οι ήρωες διαλέγονται για τη φύση του χαμένου παραδείσου διερωτώμενοι μέχρι ποίου σημείου τους επιτρέπεται να παραδοθούν στα πάθη τους. Η σοκαριστική διαπίστωση περί το τέλος του βιβλίου είναι ότι η έξοδος του Αδάμ από τον Παράδεισο συνιστά το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος φτάνει εν δυνάμει σε μια ανώτερη μορφή ευτυχίας. Με άλλα λόγια, η «αμαρτωλή» Μύριαμ φτάνει να πείσει τον Κένιον μέσα από το εσωτερικό της δράμα ότι ο κεντρικός στόχος του Πολιτισμού που είναι η κατάκτηση της ευτυχίας  μετρά περισσότερο από την φυσική απόλαυση. Η συνείδηση από την μακαριότητα. Η περιπέτεια από την πλήξη. Εξ ού και η θυσιασμένη αθωότητα της Χίλντα και του Ντονατέλο.
    Έτσι το χάππι εντ του βιβλίου είναι γλυκόπικρο. Ωστόσο αυτό που έχει σημασία είναι ότι πρόκειται για υβριδικό μυθιστόρημα όπου οι δοκιμιακές/ φιλοσοφικές σελίδες υπερτερούν της καθεαυτής χαλαρής και με άφθονες απιθανότητες πλοκής, ενώ η ροή της αφήγησης σπάει συχνά με εκτεταμένα αποσπάσματα που περιγράφουν την φύση και τις ιταλικές πόλεις. Η διαλεκτική Φύσης -Πολιτισμού είναι επομένως το κεντρικό ζήτημα του βιβλίου που δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός ότι στην νεογέννητη Αμερική  οι Έμερσον και Θορώ –φίλοι του Χόθορν- γράφουν την εποχή εκείνη τα περίφημα έργα τους αναστοχαζόμενοι τη σχέση ανθρώπου –φύσης και πολιτισμού- βαρβαρότητας. Με μια άλλη έννοια έχουμε ταυτόχρονα ένα προείκασμα της διαλεκτικής πόλης –υπαίθρου που θα απασχολούσε κατά κόρον την πνευματική παραγωγή τον επόμενο αιώνα. Οι ενθουσιώδεις  περιγραφές της Καμπανίας και των Απεννίνων αντιπαραβάλλονται με την ασφυκτική ζωή στην Ρώμη και την Περούτζια  όπου η ηθική τίθεται εν αμφιβόλω.
    Δίπλα στον στόμφο και τον διδακτισμό του βιβλίου παρατάσσεται αγγλοσαξωνικό χιούμορ και κριτική διάθεση. Το παρελθόν αντιπαρατάσσεται στο θριαμβευτικό παρόν. Το Κακό σχετικοποιείται. Μια  πρώιμη μορφή ψυχανάλυσης κάνει την εμφάνισή της με τις συμπαραδηλούμενες  νευρώσεις, απωθήσεις  και ψυχώσεις των ηρώων, ενώ ο Χώθορν αποδεικνύεται μάστορας στην συγκριτική γεωγραφία. Οι καλλιτεχνικές διαμάχες και ο πόλεμος  κριτικών και  ιστορικών της τέχνης δίνονται υπαινικτικά. Και εντέλει, όπως ίσως θα έλεγε μετά από ένα αιώνα ο Μαρκούζε, ο Έρως νικά τον Πολιτισμό (αν και μόνο στα σημεία).
   Βιβλίο που απαιτεί αποθέματα πνευματικής ενέργειας σε μια θαυμάσια σχολιασμένη έκδοση όπου η μεταφράστρια Σάντυ Παπαϊώάννου χρειάσθηκε να ξεπεράσει πλείστα όσα εμπόδια κατά το πλείστον επιτυχέστατα.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Φεμινισμός εναντίον έρωτα

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


Χένρυ Τζέημς, Οι Βοστονέζες,
 μτφ.- πρόλογος- σημειώσεις Μιχάλης Μακρόπουλος,
 σελ.688, Gutenberg, 2016


Ο Χένρι Τζέημς (1883- 1916) γράφει μια ενδελεχή μυθιστορηματική σπουδή για την γέννηση των κοινωνικών κινημάτων στην Αμερική του 1870 και την σύγκρουσή  τους με τις διαχρονικές ανθρώπινες σταθερές


Ο Χένρι Tζέημς δεν είναι όσο γνωστός θα έπρεπε να είναι στη χώρα μας, παρά τις ποικίλες εκδόσεις έργων του που είναι διασκορπισμένες σε διάφορους εκδότες και χρονικές στιγμές. Εκτός του ότι είναι αμερικανός και αστός, παίζουν ρόλο σ΄ αυτό και οι όχι πάντοτε ευτυχείς μεταφράσεις του – κάτι έτσι κι αλλιώς δύσκολο για τον μακροπερίοδο λόγο, τις δευτερεύουσες προτάσεις  και το διαρκές «Στρίψιμο της Βίδας» (τίτλος δημοφιλούς νουβέλας του) μέχρι να φωτισθούν οι εσωτερικές αντιφάσεις των ηρώων του. Στην παρούσα έκδοση ωστόσο έχουμε μια συνεπή προσπάθεια από τον Μιχάλη Μακρόπουλο να διατηρηθεί το γράμμα και το πνεύμα ενός από τα σπουδαιότερα έργα του και πιθανότατα του πλέον πολιτικοποιημένου.

Ο Χένρι Τζέημς είναι αναμφίβολα ένας εμβληματικός συγγραφέας που καθόρισε εν πολλοίς την αμερικανική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Κληρονόμος της σπουδαίας παράδοσης του λογοτεχνικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα,  την εμπλούτισε με νεωτερικά στοιχεία: επικέντρωση στην οπτική των ίδιων των πρωταγωνιστών του, σχετικοποίηση της θέσης/ γνώσης του αφηγητή, κυριαρχία του ψυχολογικού στοιχείου, ατέρμων ανάλυση των μεταπτώσεων και κινήτρων των εμπλεκομένων, ανοιχτό τέλος με όλα τα ενδεχόμενα εξ ίσου «νόμιμα» - όπως ακριβώς συμβαίνει στις Βοστονέζες. Το έργο του μοιάζει να μην ολοκληρώνεται ποτέ και, φαντάζομαι, οι σύγχρονοί του θα ανέμεναν ανυπόμονα το επόμενο συγγραφικό του βήμα που θα εμπλούτιζε την πρόσληψή τους της πραγματικότητας, με ένα ακόμη επεισόδιο της ανθρώπινης περιπέτειας. Απ’ αυτή την άποψη είναι σίγουρα επηρεασμένος από τον Μπαλζάκ και την πληθωρικήΑνθρώπινη Κωμωδία του. Από την άποψη ωστόσο της θεματικής, θυμίζει περισσότερο τους μεγάλους Ρώσους, καθώς καταπιάνεται με μεγάλα ζητήματα και ταυτόχρονα δεν αρνείται έναν ορισμένο διδακτισμό στην λογοτεχνία.  Όχι βέβαια με την έννοια της επιβολής στον αναγνώστη ηθικών προταγμάτων αλλά με εκείνη της σύλληψης της πραγματικότητας μέσω της ομορφιάς της αυτογνωσίας. Δηλαδή μέσω του κτισίματος της συνείδησης του κόσμου.

Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και η Μαντελέιν Πότερ στην κινηματογραφική μεταφορά των «Βοστoνέζων» του Χένρι Τζέιμς το 1984 από τον Τζέιμς Αϊβορι. Η ταινία είχε προταθεί για δύο Οσκαρ (κοστουμιών και α’ γυναικείου ρόλου για τη Ρεντγκρέιβ)

   Δύσκολα όλα αυτά; Μα δύσκολος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ως εκ τούτου όμως είναι και απολαυστικός.  Ειδικά εδώ παρακολουθούμε μια ολοκληρωμένη τοιχογραφία της αμερικανικής κοινωνίας του ύστερου 19ουαιώνα, μια δεκαετία μετά την ολοκλήρωση του Εμφυλίου με την ήττα των Νοτίων, την απελευθέρωση των Μαύρων, και την γένεση ποικίλων κοινωνικών κινημάτων που στοχεύουν στην επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μοιάζει συχνά σαν να βρισκόμαστε στα χιλιοτραγουδισμένα σίξτυς μόνο που όλα συμβαίνουν έναν αιώνα πριν. Με επίκεντρο την Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη κυοφορούνται νέες ιδέες, ωριμάζει το φεμινιστικό κίνημα, ιδρύονται φιλανθρωπικοί και μορφωτικοί σύλλογοι, ενώ ακμάζουν  ποικίλα κοινόβια θρησκευτικού και «απελευθερωτικού» προσανατολισμού. Στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης, την «μεγαλύτερη μικρή πόλη» των ΗΠΑ  ο Χένρυ Ντέηβιντ Θορώ συγγράφει το περίφημο Γουώλντεν του, ένα έργο ύμνο στην φύση και την πολιτική ανυπακοή, ενώ ο Έμερσον επηρεασμένος από τον γερμανικό ιδεαλισμό εισάγει την υπερβατικότητά του.  Τέλος ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Δύσης και νέες γαίες αλλάζουν χρήση και χρήστες, τροφοδοτώντας τον νέο κυρίαρχο πολιτισμό με το αίσθημα του ότι όλα είναι δυνατά. Η ατμόσφαιρα αυτή  τροφοδοτείται από την βιομηχανική επανάσταση που μετασχηματίζει ραγδαία το αστικό τοπίο και την ύπαιθρο, από την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου και από τεχνολογικά άλματα σε όλους τους τομείς.
   Σ’ αυτό το λεπτομερώς  αποτυπωμένο πλαίσιο τοποθετείται το βιβλίο. Αρκούν τρεις βασικοί ήρωες και μερικοί δευτερεύοντες για να εκτυλιχθεί το δράμα: Ο δικηγόρος από τον βαθύ Νότο Μπέιζιλ Ράνσομ, βετεράνος του Εμφυλίου,  ζει πλέον στη Νέα Υόρκη προσπαθώντας μάλλον ανεπιτυχώς να χτίσει μια καριέρα στη νέα μητρόπολη του κόσμου και  προσκαλείται από την ευκατάστατη μακρινή του εξαδέλφη Όλιβ  Τσάνσελορ στη Βοστώνη για μια συνάντηση γνωριμίας. Η ίδια η Όλιβ περιγράφεται με υποδόριο χιούμορ ως φανατική φεμινίστρια επηρεασμένη από το πρώιμο έργο της Μάργκαρετ Φούλερ Η γυναίκα τον 19ο αιώνα(1843) και από τα σύγχρονά  ριζοσπαστικά κινήματα, με συνδηλώσεις λεσβιακών τάσεων και αποφασισμένη να μείνει ανύπαντρη προκειμένου να υπηρετήσει ανεμπόδιστη τον αγώνα για την χειραφέτηση των γυναικών. Το τρίτο πρόσωπο είναι η νεαρή, ακτινοβολούσα από υγεία, ομορφιά και πνευματικά χαρίσματα, δημόσια ομιλήτρια Βερίνα Τάρραντ που θα αποτελέσει το πεδίο της πάλης των δύο πρώτων.  Η Βερίνα χρησιμοποιείται ήδη ως κράχτης από τον απατεωνίσκο πατέρα της, έναν υποτιθέμενο δόκτορα που πουλάει όλων των ειδών τις υπηρεσίες (επί του παρόντος πνευματισμό και υπνωτισμό). Είναι εξαίρετη ομιλήτρια και γοητεύει μια σύναξη γυναικών οδηγώντας την Όλιβ σε απέλπιδα προσπάθεια να την προσεταιριστεί στον μεγάλο αγώνα. Η Όλιβ καταφέρνει εντέλει να πείσει τους γονείς της εύπιστης Βερίνα να της επιτρέψουν έναντι υψηλού χρηματικού αντιτίμου να μείνει μαζί της και της αφιερώνεται ψυχή τε και σώματι..
   Στην ίδια ωστόσο πρώτη δημόσια εμφάνιση της Βερίνα είναι παρών και ο Μπέιζιλ, που εκφράζει άμεσα την δυσπιστία του προς τα κελεύσματα του φεμινισμού. Ο Μπέιζιλ διέπεται από παρωχημένες αρχές που προσομοιάζουν με τα ιδεώδη του ιπποτισμού, και εκπηγάζουν από την μακρά παράδοση της γαιοκτησίας του Νότου. Είναι με άλλα λόγια ένας συντηρητικός εν τω μέσω μιας αναβράζουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Η συμπάθειά μας κατευθύνεται ωστόσο εντέχνως από τον συγγραφέα προς το πρόσωπό του καθώς εκφράζει με ζωντάνια και χιούμορ τις απόψεις του, πιστεύει σε πανανθρώπινες αλήθειες και επιπλέον είναι ετοιμόλογος, αποφασιστικός και τίμιος. Η σύγκρουσή του με την εξαδέλφη του Όλιβ θα είναι ανελέητη καθώς η τελευταία κρατά δέσμια την Βερίνα υπό το πρόσχημα του κοινωνικού αγώνα. Εντέλει βέβαια θα θριαμβεύσει ο έρωτας και η πραγματική γυναικεία φύση της Βερίνα θα αναδειχθεί σε όλο της το μεγαλείο. Το ανυπόμονο βοστονέζικο κοινό που έχει κατακλύσει το μεγάλο θέατρο της πόλης για να την ακούσει θα προδοθεί. Η ζωή έχει τα δικά της κελεύσματα, η φύση επίσης, και οι δύο εραστές θα αποδράσουν στην ιδιωτική τους σφαίρα. Μόνο που τα δάκρυα της ταλαιπωρημένης ψυχικά από το μέγεθος της απόφασης Βερίνα θα κάνουν τον αφηγητή να μας εξομολογηθεί στην τελευταία παράγραφο την υποψία του ότι   θα έχει και άλλες αφορμές στον βίο της για να κλάψει. Τέλος, αλλά τέλος ανοιχτό. Πιστό ωστόσο  στην λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα που, όπως ευφυώς αναλύει ο Τζέφρεϋ Ευγενίδης στο Σενάριο  Γάμου του (ΠΑΤΑΚΗΣ)  περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από αυτό τον πανάρχαιο θεσμό.

    Η αφοσίωση του Τζέημς στην ανάλυση των κινήτρων και των αντιφάσεων των ηρώων του είναι απόλυτη. Η προσέγγιση των δευτερευόντων χαρακτήρων είναι εξ ίσου «επιστημονική» και οι απόψεις/ στάσεις τους εμπλουτίζονται σε κάθε κεφάλαιο και κάθε στροφή της δράματος. Η περιγραφή τόπων και τοπίων είναι απολύτως συμβατή με την εξέλιξη της πλοκής, Το βιβλίο λειτουργεί και ως προανάκρουσμα των ιδεολογικών συγκρούσεων που θα ακολουθήσουν με ένα είδος εντυπωσιακής ενόρασης, σαν ο συγγραφέας να είναι βέβαιος ότι τα ίδια προτάγματα θα διέπουν τις επιλογές της ανθρωπότητας και στο μέλλον.  Με άλλα λόγια ο Χένρυ Τζέημς γράφει με την προγραμματική επίγνωση ότι θα παραμείνει ως κλασσικός στην συνείδηση της ανθρωπότητας, αλλά και με ένα αίσθημα ευθύνης για αυτά που λέει και το πώς τα λέει. Κάποιοι σύγχρονοί του τον θεώρησαν κουραστικό κάποιοι μεταγενέστεροι επίσης. Παραμένει ιδιοφυής, ανανεωτικός, ανακουφιστικός,  απρόσμενα σαρκαστικός απέναντι στην πολιτική ορθότητα,  και καλός δάσκαλος για επίδοξους συγγραφείς και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Εντέλει μας πείθει ότι η λογοτεχνία «τακτοποιεί» αυτό τον απέραντο, χαοτικό κόσμο.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, από τα "Ψέματα πάλι"


Το βιβλίο επανεκδίδεται στα γερμανικά 
Γερμανική έκδοση:
“Noch  mehr Lügen
Elfenbein Verlag 2016.


                
"Ο κύριος εκείνος" 

Ο κύριος εκείνος που δεν ήξερε να γελά,
γέλαγε πάντα και ήξερε πολλά.
Κι όταν -όταν- έκανε έρωτα
δεν άνοιγε ούτε έκλεινε τα μάτια·
μονάχα κοίταγε κρυφά, λιμάρικα,
σαν αρπαχτικό πετούμενο,
σκληραίνοντας τα χείλη.

*

Ο κύριος εκείνος που δεν ήξερε να γελά,
φρόντιζε πάντα να λέει αστεία.
Μόνο που τον ενοχλούσαν τα γέλια.
Κι ο αγέρας.
Και οι χαρούμενες
αυθάδικες
παιδικές γλωσσίτσες.


*   *   *



       Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
          «Ψέματα πάλι»                
           Άγρα  ISBN 960-325-307-3



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και Sociologie Politique στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τη Λογοτεχνία, τη μετάφραση, το Θέατρο και τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων.                             alexadam48@hotmail.com
                                                                  
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζιδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky κ.α.).

Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’. 

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και Β.Αιγαίου, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατροΡοές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, το Μέγαρο Μουσικής, το Ε.ΚΕ.ΒΙ κ.α καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters και Indira Gandhi National Center for the Arts N.Delhi, Frankfurt International Book fair 2001, Istanbul International Book fair 2004, και τέλος το Boğaziçi University Istanbul, όπου και δίδαξε ως visiting Professor στο Western Languages and Literatures Department (2005-6 και 2006-7).

Έχει μεταφράσει τα θεατρικά έργα· ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993, εκδ. Λιβάνη),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’(εκδ. Εστίας 2003) και ‘Λορενζάτσιο’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Μισό ποτήρι νερό’ του Ταρίκ Γκιουνερσέλ, ‘Μονομαχία γυναικών’ του Ευγένιου Σκρίμπ (Θέατρο ‘Διάχρονο’ 2011), το μυθιστόρημα ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την Πνευματική Διαθήκη του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Κυκλοφόρησε δύο φορές στην Ινδία, μεταφρασμένο στα Αγγλικά (Twelve and one lies National Academy of Letters N.Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan. Editors N.Delhi 1999). Μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα τουρκικά (“On Iki arti Bir Yalan”, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000), στα γερμανικά (“Zwölf und eine Lüge”, Elfenbein-Heidelberg, 2001) και στα γαλλικά (“Douze et un mensonges”, Alteredit-Paris, 2005). Ήδη ετοιμάζεται και η ιταλική μετάφρασηΗ θεατρική προσαρμογή του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά.
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999.). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά (Yeni Azizler, Imge Oyukuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’ θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004) Πρώτη παρουσίαση· Wesley College, Melbourne, 8/2011. Τουρκική μετάφραση· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tyatro, Istanbul, 4/2012.  Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή Χάριν παιδιάς, εκδόσεις Ίκαρος 2001)× αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παίχτηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre’ (συμμετοχή στο διεθνές σεμινάριο ‘Mind man and mask’ που έγινε στο Indira Gandhi National Center for the Arts). Έκδοση Aryan books international-N. Delhi 2000. 
Το τσιγάρο και η γιόγκαΗθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’ χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’ θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011)
Noyessayingθέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version του ‘οχιναιλέγοντας’  ISBN 978-93-5016-7, 2013.
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’ πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’ βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’ μικρό πολιτικό δοκίμιο (Metrogreece 2/10/2014, Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’ μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’ ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)
 ‘Hayirevet DiyerekΤουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ (Bencekitap, Ankara 2015)