Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα DINO CAMPANA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα DINO CAMPANA. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

"ΟΡΦΙΚΑ ΑΣΜΑΤΑ" DINO CAMPANA

Dino Campana, Ορφικά Άσματα
Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη



Η ΝΥΧΤΑ
I.

    Θυμάμαι μια παλαιά πόλη, κόκκινη με τείχη και πύργους, ξεραμένη στην ατέρμονη πεδιάδα μες στον καυτό Αύγουστο, με το μακρινό δρόσισμα πράσινων και απαλών λόφων στο βάθος. Αψίδες γεφυριών υπερβολικά κενές πάνω στο βαλτωμένο ποτάμι σε πενιχρά μολυβιά τέλματα: μαύρα περιγράμματα τσιγγάνων κινούμενα σιωπηλά στην όχθη: στο μακρινό θάμβος ενός καλαμιώνα μακρινές μορφές γυμνών εφήβων και το προφίλ ενός γέρου μ’ εβραϊκό γένι: και ξάφνου μέσ’ από το νεκρό νερό οι τσιγγάνες κι ένα άσμα, από το άφωνο έλος ένας αρχέγονος μακρόσυρτος σκοπός μονότονος κι εξοργιστικός: και η ροή του χρόνου διακόπηκε.
* * *
    Ασυνείδητα σήκωσα τα μάτια στον βάρβαρο πύργο που κυριαρχούσε στην ατέλειωτη δημοσιά με τους πλατάνους. Πάνω από τη σιωπή που έγινε έντονη αυτός ξαναζούσε τον μακρινό και άγριο μύθο του: ενώ μέσ’ από μακρινά οράματα, από σκοτεινές και βίαιες αισθήσεις ένας άλλος μύθος, και αυτός μυστηριακός και βάρβαρος, επανερχόταν στον νου μου ανά διαστήματα. Εκεί κάτω είχαν σηκώσει απαλά τα μακριά ενδύματα προς την αόριστη λάμψη της πύλης οι εταίρες του δρόμου, οι αλλοτινές: η εξοχή αδρανούσε τότε στο δίκτυο των καναλιών: κορίτσια μ’ ευλύγιστες κομμώσεις, με κατατομή από νομίσματα, χάνονταν ανά διαστήματα πάνω στα μικρά κάρα πίσω από τις πράσινες στροφές. Ένας χτύπος καμπάνας αργυρόηχος και γλυκός λόγω της απόστασης: το Βράδυ: στο ερημικό εκκλησάκι, στα σκιερά σεμνά κλίτη έσφιγγα Αυτήν, με τη ρόδινη σάρκα και τα φλογερά φευγαλέα μάτια: χρόνια και χρόνια και χρόνια διαλύονταν στη θριαμβευτική γλυκύτητα της ανάμνησης.
* * *
    Ασυνείδητα εκείνος που υπήρξα κατευθυνόταν προς τον βάρβαρο πύργο, τον μυθικό φύλακα των ονείρων της εφηβείας. Ανέβαινε στη σιωπή των παμπάλαιων δρομάκων παράλληλα στα τείχη εκκλησιών και μοναστηριών: δεν ακουγόταν ο θόρυβος των βημάτων του. Μια έρημη πλατειούλα, πατικωμένες τρώγλες, βουβά παράθυρα: δίπλα, σ’ ένα αστραποβόλημα θεόρατος ο πύργος, οκταγωνικός κόκκινος αδιαπέραστος άγονος. Μια κρήνη του δεκάτου έκτου αιώνα σιωπούσε στερεμένη, η πλάκα σπασμένη στη μέση της λατινικής επιγραφής. Ένα έρημο καλντερίμι ξεδιπλωνόταν προς την πόλη.
* * *
    Τραντάχτηκε από μια πόρτα που άνοιξε διάπλατα. Κάποιοι γέροι, κυρτωμένες οστεώδεις και βουβές μορφές, συνωστίζονταν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον με τους αγκώνες, αιχμηροί, τρομεροί στο δυνατό φως. Μπροστά στο γενειοφόρο πρόσωπο ενός μοναχού που πρόβαλλε από το άνοιγμα μιας πόρτας κοντοστέκονταν μ’ έντρομη δουλοπρεπή υπόκλιση, σέρνονταν μακριά μουρμουρίζοντας, ξανασηκώνονταν σιγά-σιγά, σέρνοντας ένας-ένας τις σκιές τους κατά μήκος των κοκκινωπών και ξεφτισμένων τοίχων, όλοι όμοιοι με σκιές. Μια γυναίκα με λικνιστικό βήμα και ασυνείδητο γέλιο ενωνόταν κλείνοντας την πομπή.
* * *
    Οι σκιές τους σέρνονταν κατά μήκος των κοκκινωπών και ξεφτισμένων τοίχων: αυτός ακολουθούσε, σαν αυτόματο. Απηύθυνε στη γυναίκα μια λέξη που έπεσε στη σιωπή του μεσημεριού: ένας γέρος γύρισε να τον κοιτάξει με βλέμμα παράλογο λαμπερό και κενό. Και η γυναίκα χαμογελούσε πάντα μ’ ένα χαμόγελο απαλό μες στη μεσημεριανή ξηρασία, ηλίθια και μόνη στο καταστροφικό φως.    
[…]



  





ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ (Ουφφίτσι)

    Μέσ’ από τις πολύχρωμες γέφυρές σου
Ο Άρνος με προαίσθηση ήσυχα προσαράζει
Και σε ήρεμες αντανακλάσεις μόλις που κομματιάζει
Αυστηρές αψίδες ανάμεσα σε μαραμένα άνθη.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . .  .
Γαλάζια η αψίδα του μεσοστυλίου
Τρέμει γραμμωτή ανάμεσα στα υπέροχα μέγαρα:
Πάλλευκες γραμμές στο γαλάζιο: πουλιά
Που χάνονται: πάνω από λευκή νιότη σε στήλες. 







ΟΝΕΙΡΟ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ

    Μες στο βιολετί της νύχτας ακούω χαλκόηχα τραγούδια. Το κελί είναι λευκό, το χαμοκρέβατο είναι λευκό. Το κελί είναι λευκό, γεμάτο μ’ έναν χείμαρρο φωνών που πεθαίνουν στ’ αγγελικά λίκνα, με χαλκόηχες αγγελικές φωνές είναι γεμάτο το λευκό κελί. Σιωπή: το βιολετί της νύχτας: σε αραβουργήματα από τα λευκά κάγκελα το μπλε του ύπνου. Σκέφτομαι την Ανίκα: έρημα άστρα πάνω στα χιονοσκεπή βουνά: λευκοί έρημοι δρόμοι: ύστερα λευκές μαρμάρινες εκκλησίες: στους δρόμους τραγουδά η Ανίκα: την οδηγεί ένας αλλόκοτος με δαιμονιακό μάτι, που φωνάζει. Τώρα το χωριό μου ανάμεσα στα βουνά. Εγώ στο παραπέτο του νεκροταφείου απέναντι από τον σταθμό να κοιτώ τη μαύρη πορεία των μηχανών, πάνω, κάτω. Δεν είναι ακόμη νύχτα· πολυόμματη σιωπή φωτιάς: οι μηχανές τρώνε ξανατρώνε τη μαύρη σιωπή στην πορεία της νύχτας. Ένα τρένο: ξεφουσκώνει φθάνει σιωπηλά, μένει ακίνητο: το πορφυρό του τρένου δαγκώνει τη νύχτα: από το παραπέτο του νεκροταφείου οι κόκκινες κόγχες των ματιών που φουσκώνουν μες στη νύχτα: ύστερα όλα, νομίζω, μετατρέπονται σε βουητό: Από ένα παραθυράκι να φεύγω εγώ; εγώ που υψώνω τα χέρια στο φως!! (το τρένο περνά από κάτω μου βουίζοντας σαν δαιμόνιο).  




ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟ ΛΥΚΟΦΩΣ

    Μεσογειακό λυκόφως διαιωνιζόμενο με φωνές που το βράδυ εντείνονται, με λάμπες που ανάβουν, ποιος σε σκηνοθέτησε στον ουρανό πιο αχανές πιο φλεγόμενο από τον ήλιο, μεσογειακό νυχτερινό καλοκαίρι; Ποιος άραγε δεν είναι ευτυχής που είδε τις χαρούμενες πλατείες σου, τα σοκάκια όπου ψηλά ακόμη μάχεται ένδοξη η ατέλειωτη μέρα σε χρυσά φαντάσματα, ενώ στη σκιά των πράσινων φαναριών στο αραβούργημα του μαρμάρου ένας μύθος υποβόσκει που συστρέφει τα μαρμάρινα χέρια προς τα χρυσαφένια σου φαντάσματα, μεσογειακό νυχτερινό καλοκαίρι; Ποιος δεν είναι ευτυχής που είδε τις χαρούμενες πλατείες σου; Και τους ελικοειδείς δρόμους σου με μέγαρα και θαλασσινά μέγαρα όπου ο μύθος υποβόσκει; Ενώ στους θόλους ένας άλλος μύθος υποβόσκει που τον φωτίζει μοναχική διάφανη κυβοειδής η κολοσσιαία λάμπα με τις πράσινες απολήξεις; Και να που στο θολό λιμάνι σου με τις αντένες, να που στο θολό λιμάνι σου με τα μαλακά χρυσαφένια ξάρτια, στους δρόμους σου μου φανερώνονται με βαρύ μεγαλοπρεπές βάδισμα νεανικές μορφές, που ήδη προμηνύουν στην καρδιά μιαν αθάνατη ομορφιά φανερώνονται αναδεικνύοντας με το πέρασμα μια πλευρά του ένδοξου ατόμου, του αγνού προσώπου όπου το μάτι γελούσε πάνω στο τρυφερό λυγερό οβάλ σχήμα του. Έπαιζαν οι κιθάρες στο μεγαλοπρεπές βάδισμα της θεάς. Διάφορα αρώματα βάραιναν την ατμόσφαιρα, η συγχορδία των κιθάρων γινόταν γλυκύτερη από ένα ύποπτο σοκάκι μες στην αρμονική οχλοβοή του δρόμου που κατέβαινε απόκρημνος στη θάλασσα. Οι κόκκινες επιγραφές των μαγαζιών υπόσχονταν ανατολίτικα κρασιά με βαθειά οπάλινη λάμψη ενώ μπροστά μου αγωνιώντας η ζωή περνούσε με τις γαλήνιες αθάνατες μορφές. Και το πικρό, το διαπεραστικό ψέλλισμα της θάλασσας αμέσως χάθηκε στη γωνιά ενός δρόμου: χάθηκε, φανερώθηκε και χάθηκε αμέσως!
    Ο χρυσός Θεός του λυκόφωτος φιλά τις ξεθωριασμένες μεγάλες φιγούρες στους τοίχους των ψηλών μεγάρων, τις μεγάλες φιγούρες που τον ποθούσαν όπως μια παλαιότερη ανάμνηση δόξας και χαράς. Ένα αλλόκοτο μέγαρο του δεκάτου όγδοου αιώνα προεξέχει στη γωνιά ενός δρόμου, αρχοντικό και μάταιο, μάταιο με την αλλοτινή μεσογειακή αριστοκρατικότητά του. Στα μικρά μπαλκόνια τα μαρμάρινα υποστηρίγματα συστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους αλλόκοτα. Το μεγάλο πράσινο παράθυρο κλείνει στο μυστικό των παραθυρόφυλλων την καπριτσιόζα εκμεταλλεύτρια, τη λυγερή ροδοκάστανη τύραννο, και ο μπαρόκ δρόμος ζει με μια διπλή ζωή: ψηλά στα γύψινα τρόπαια μιας εκκλησίας οι στρουμπουλοί λευκοί άγγελοι διαλύουν τη συμβατική τους πομπή ενώ στον δρόμο τα δόλια μελαχρινά μεσογειακά κορίτσια, μπρούντζινα από σκιά και φως, ψιθυρίζουν το ένα στο αφτί του άλλου προστατευμένα από τα θεατρικά φτερά και σαν να φεύγουν κυνηγημένα προς κάποια κόλαση μέσα σ’ εκείνη την έκρηξη μπαρόκ χαράς: ενώ όλα όλα πνίγονται στον γλυκό θόρυβο από το φτεροκόπημα των αγγέλων που γεμίζει τον δρόμο.                


Η Μαρία Φραγκούλη (Σάμος, 1980) σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Αθήνα. Έζησε και εργάστηκε στο Μιλάνο. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων.  

https://cantfus.blogspot.gr/2017/11/dino-campana.html

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Dino Campana, Ορφικά Άσματα


Μετάφραση-σημειώσεις: Μαρία Φραγκούλη 
 Εισαγωγή: Gabriel Cacho Millet | 
Επίμετρο: Silvio Ramat.

Dino Campana, Ορφικά Άσματα, μετάφραση-σημειώσεις Μαρία Φραγκούλη, εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα 2017. Η δίγλωσση κριτική έκδοση (336 σελίδες), σε μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη*, παρουσιάζει για πρώτη φορά στα ελληνικά ολόκληρο το βιβλίο του Campana, συστήνοντας τον συγγραφέα στο ελληνικό κοινό. Συνοδεύεται από εισαγωγή του Gabriel Cacho Millet, επίμετρο του Silvio Ramat, σημειώσεις, βιογραφικό σημείωμα και μια ενδεικτική βιβλιογραφία.




Ποιητής νυχτερινός, με ζωή γεμάτη βάσανα και περιπλανήσεις που τελείωσε με τον μακροχρόνιο εγκλεισμό του στο φρενοκομείο, ο Dino Campana κληρονόμησε τη μεγάλη ρομαντική φιλοδοξία να μεταμορφώσει το έρεβος, το ασυνείδητο, το όνειρο και τον θάνατο σε μια σκοτεινή μελωδική συνήχηση, σε μια απροσδιόριστη βαγκνερική άλω. Υπήρξε όμως, επίσης, σύγχρονος των Κυβιστών, των Φουτουριστών, του De Chirico και του εικοστού αιώνα: λάτρευε τον Giotto, τον Masaccio και την τοσκανική εικαστική παράδοση, τον Michelangelo και τον Leonardo. Επιχειρούσε μια λογοτεχνία μνημειακή, πολυτελώς διακοσμητική, «μια ευρωπαϊκή ποίηση μουσική χρωματιστή» όπως έλεγε. Το μεγαλειώδες του στοίχημα ήταν να προχωρήσει πέρα από τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες, φθάνοντας στον μυστηριώδη τόπο όπου ήχος και όραμα γίνονται ένα μόνο πράγμα.   


    Κάθε άλλο παρά ένα συγκεχυμένο παραλήρημα, τα Ορφικά Άσματα (1914), το ένα και μοναδικό βιβλίο του «υπέρτατου αλχημιστή που με την οδύνη έφτιαξε αίμα», έστω και αν βυθίζουν τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή κουλτούρα (με μια πρώτη ματιά στον συμβολισμό), στην πραγματικότητα φέρουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν δύσκολη την ένταξη του Campana σε μια παράδοση ή ένα ρεύμα. Η απομονωμένη περιπετειώδης πορεία του υπήρξε με μοιραίο τρόπο διαφορετική και μοναδική, συνιστώντας ιστορικά ένα κενό ανάμεσα στη μεγάλη ιταλική ποίηση του 19ου αιώνα και στις νέες ιταλικές τάσεις στο ξεκίνημα του εικοστού. Ο Campana δεν είχε κληρονόμους, ούτε δημιούργησε σχολή. Σε αυτόν η ποίηση συμπίπτει με το ίδιο το πεπρωμένο του: παραμένει ο τελευταίος ποιητής που τον άγγιξε και τον καταβρόχθισε η φωτιά, που εισήλθε στην καρδιά της νύχτας και δεν ξαναβγήκε. Ίσως πρόκειται για την πιο ανησυχητική μορφή στη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα, με φωνή οραματική και γραφή ορφική (σκοτεινή, για μυημένους), η οποία αναβλύζει από μια φλέβα με βαθειά επίγνωση του καθαρού, γνήσιου τόνου που τη διαπερνά.               
    Άγνωστα και αμετάφραστα ώς σήμερα στην Ελλάδα, παρά τις διάφορες μεταφράσεις σε Ευρώπη και Αμερική ήδη από τη δεκαετία του ’60, τα Ορφικά Άσματα είχαν ευρεία επίδραση στη μεταγενέστερη ιταλική ποίηση και θεωρούνται από τα θεμελιώδη κείμενα της ιταλικής και παγκόσμιας ποίησης του εικοστού αιώνα. Η παρούσα δίγλωσση έκδοση παρουσιάζει για πρώτη φορά στα ελληνικά ολόκληρο το βιβλίο του Dino Campana, και συνοδεύεται από μια αναλυτική εισαγωγή του πιο διάσημου αφοσιωμένου μελετητή του ποιητή, σημειώσεις, επίμετρο, βιογραφία και μια ενδεικτική βιβλιογραφία.
    Ο ποιητής Mario Luzi ύμνησε το έργο του Campana ως τη «μέγιστη ιταλική απόπειρα να δημιουργηθεί “ένα ύψιστο” μοντέρνο, μια μεγάλη μεταφορά της ταπεινής κι επιβλητικής πανταχού παρουσίας της ζωής».

DINO CAMPANA (1885-1932)

Ο Dino Campana γεννήθηκε το 1885 στο Μαρράντι της Τοσκάνης. Διανύει μια ασταθή σχολική περίοδο, αλλάζοντας Γυμνάσια και Λύκεια, αποτυγχάνοντας ενίοτε στις κατατακτήριες εξετάσεις. Το 1903 σπουδάζει χημεία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, μα στο τέλος του έτους ζητά μεταγραφή για τη Φαρμακευτική Χημεία στη Φλωρεντία. Δείχνει ελάχιστο ενδιαφέρον για τις σπουδές και αποφασίζει να φοιτήσει σε στρατιωτική σχολή στη Ραβέννα. Αποτυγχάνοντας στις εξετάσεις, επιστρέφει στην Μπολόνια όπου παρακολουθεί μαθήματα στη Φαρμακευτική Χημεία. Ανικανοποίητος, εγκαταλείπει τη σχολή και αρχίζει τη μεγάλη φυγή. Τον Μάρτιο του 1906 από τη Γένοβα φθάνει στη Φλωρεντία και, όντας «κάπως ανισόρροπος στο μυαλό», στέλνεται από την αστυνομία πίσω στο Μαρράντι. Το καλοκαίρι διασχίζει τις Άλπεις, φθάνει στην Ελβετία και στη Γαλλία. Η ανισόρροπη συμπεριφορά και η ροπή περιπλάνησης (σε συνδυασμό με το ιστορικό ψυχικών διαταραχών στην οικογένεια) οδηγούν τους γονείς του να τον κλείσουν, τον Σεπτέμβριο του 1906, στο φρενοκομείο της Ίμολα για δύο μήνες. Τα επόμενα χρόνια, ανάμεσα σε ψυχιατρεία και συλλήψεις, περιπλανιέται ασταμάτητα στη μισή Ιταλία. Στα τέλη του 1907 φεύγει για το Μπουένος Άιρες και μάλλον επιστρέφει στις αρχές του 1909. Τότε εισάγεται επειγόντως στο φρενοκομείο Σαν Σάλβι της Φλωρεντίας. Τον Φεβρουάριο του 1910 βρίσκεται στο Άσυλο Φρενοβλαβών στην Τουρναί του Βελγίου. Τον Ιούνιο επαναπατρίζεται και συνοδεύεται στο Μαρράντι με ιατρική γνωμάτευση ότι δεν φέρει κανένα σημάδι φρενοπάθειας. Το 1912 επιστρέφει στην Μπολόνια για να συνεχίσει τις σπουδές χημείας, αλλά σύντομα φεύγει για τη Γένοβα. Ακολουθεί μια περίοδος με αλλεπάλληλες συλλήψεις σε διάφορες πόλεις. Τον Δεκέμβριο του 1913 παραδίδει στους Papini και Soffici, διευθυντές του περιοδικού Lacerba στη Φλωρεντία, το μοναδικό χειρόγραφο του έργου του Il più lungo giorno. Αυτό χάνεται σε μια μετακόμιση, ο Campana το ζητά επίμονα και, χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση, το ξαναγράφει με νέα μορφή και τίτλο Canti Orfici. Το καλοκαίρι του 1914 τυπώνει το βιβλίο στο Μαρράντι. Το 1915, με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, παρουσιάζεται ως εθελοντής, μα απαλλάσσεται λόγω ανικανότητας. Το καλοκαίρι του 1916 γνωρίζει τη συγγραφέα Sibilla Aleramo. Ξεκινά μια θυελλώδης σχέση που διακόπτεται σύντομα, με δραματικό τρόπο για τον Campana. Τον Γενάρη του 1918 στέλνεται πάλι στο φρενοκομείο του Σαν Σάλβι και λίγο αργότερα κλείνεται οριστικά στο θεραπευτήριο ψυχικών παθήσεων του Καστέλ Πούλτσι. Μένει έγκλειστος για 14 χρόνια χωρίς να ξαναγράψει και πεθαίνει την 1η Μαρτίου 1932.         




*Η Μαρία Φραγκούλη γεννήθηκε το 1980 στη Σάμο. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία (με κατεύθυνση Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές Πολιτιστικής Διαχείρισης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έζησε στο Μιλάνο όπου φοίτησε στο Istituto Europeo di Design, ενώ παράλληλα εργάστηκε στο αρχείο ("Casa e Archivio Lalla Romano") της συγγραφέως Lalla Romano και στον εκδοτικό οίκο Crocetti Editore και το περιοδικό "Poesia". Το 2014 φιλοξενήθηκε για έναν μήνα στο Ostersjons forfattar och oversattarcentrum (Βαλτικό Κέντρο για Συγγραφείς και Μεταφραστές) στο νησί Gotland της Σουηδίας. Ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων. Μιλάει ιταλικά, αγγλικά, σουηδικά και γαλλικά. Έχει μεταφράσει πεζά, ποιήματα και δοκίμια (Vittorio Sereni, Attilio Bertolucci, Dino Campana, Valerio Magrelli, Pierluigi Cappello, Amelia Rosselli, Dino Buzzati, Lalla Romano, Francis Poulenc κ.ά.) για λογοτεχνικά περιοδικά ("Το Δέντρο", "Εντευκτήριο", "Νέα Ευθύνη", "Νέα Συντέλεια", "Φάρμακο").
 
Μεταφράσεις
(2017)Campana, Dino, 1885-1932, Ορφικά άσματα, Περισπωμένη
(2014)Capossela, Vinicio, Τεφτέρι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2014)Camilleri, Andrea, 1925-, Το νόμισμα του Ακράγαντα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2014)Camilleri, Andrea, 1925-, Το νόμισμα του Ακράγαντα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013)Swahn, Jan Henrik, 1959-, Τα μηχανάκια του Μανόλη, Εντευκτήριο