Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χάινριχ Μπελ "Οι απόψεις ενός κλόουν". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χάινριχ Μπελ "Οι απόψεις ενός κλόουν". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Χάινριχ Μπελ "Οι απόψεις ενός κλόουν"

Οι απόψεις ενός κλόουν









Χάινριχ Μπέλ
οι απόψεις ενός κλόουν
(Ansichten eines Clowns)
μετφρ:τζένη Μαστοράκη
Γράμματα, 1986

Το θεωρώ αριστούργημα, και παραθέτω αυτα που έγραψε για το βιβλίο ο Α. Βιστωνίτης στο "Βήμα" στις 12/10/2003 , Σελ.: S02.
δεν θα μπορουσα να συμφωνω περισσότερο.
Δμήτρης Τζιόλας




Ο Χάινριχ Μπελ, που μαζί με τον Γκύντερ Γκρας αποτελούν το μεγάλο δίδυμο της νεότερης γερμανικής πεζογραφίας. Μείζον μυθιστόρημα της αθωότητας και της ενοχής είναι Ο κλόουν (1963), που κατέχει κεντρικό ρόλο στην πεζογραφία του Μπελ.

Ο κλόουν Χανς Σνιρ είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που μας έδωσε ο Μπελ - και από τους αφοπλιστικότερους αρνητικούς χαρακτήρες του μεταπολεμικού μυθιστορήματος. Γόνος εύπορης αστικής οικογενείας, αρνείται την τάξη του, τις παραδόσεις της, την υποκρισία, τον στρουθοκαμηλισμό, τις ενοχές και τις συλλογικές της ευθύνες για το χιτλερικό άγος. Διαλέγει τον ρόλο του παρείσακτου, αυτού που για να κατακτήσει την αθωότητα απορρίπτει όσα πλεονεκτήματα του προσφέρει η κοινωνία. Γίνεται κλόουν, ζει με τις νευρώσεις του, τις τραγικωμικές ευαισθησίες του, τις αρνήσεις του, που τον οδηγούν στη σωματική και στη συναισθηματική κατάπτωση, αρνούμενος κάθε συμβιβασμό και πληρώνοντας ακριβά το τίμημα της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητάς του. Πάνω στις «κοινωνικές» του αδυναμίες θεμελιώνεται το ηθικό του σθένος.

Υπερευαίσθητος σε βαθμό αυτοεξόντωσης, περνά τις ημέρες του τηλεφωνώντας δεξιά κι αριστερά και περιμένοντας να επιστρέψει κοντά του η γυναίκα με την οποία ζούσε, η οποία τον εγκατέλειψε γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την αναποφασιστικότητά του και την άρνησή του τελικά να καταστεί οργανικό μέλος μιας κοινωνίας η οποία, παρά τη φαινομενική αισιοδοξία της, είναι βαθιά σημαδεμένη από τις συνέπειες του πολέμου. Η κοινωνία που απορρίπτει ο Σνιρ τον απορρίπτει και αυτή με τη σειρά της. Του στερεί ό,τι πολυτιμότερο για τον ίδιο: την αγάπη της γυναίκας που ως το τέλος του βιβλίου την περιμένει να γυρίσει κοντά του.

Οπως όλοι οι αθώοι, ο Σνιρ είναι κωμικός και αξιοθρήνητος, ένας εξ ορισμού αταίριαστος - γιατί μόνο έτσι μπορεί κανείς να παραμείνει συνεπής προς τον εαυτό του. Η κατάπτωσή του είναι ραγδαία. Ο κλόουν βαθιά μέσα του πιστεύει ότι η κατάντια του θα συγκινήσει τη γυναίκα που τον εγκατέλειψε και θα ξαναγυρίσει κοντά του. Απαλλαγμένος από προκαταλήψεις, από την ίδια την ιδέα του αυτοεξευτελισμού, τηλεφωνεί στους φίλους της και τους παρακαλεί να την πείσουν να επιστρέψει.

Δημιουργεί και ζει με διάφορες τρελές φαντασιώσεις. Ονειρεύεται ακόμη και την ίδια του την κηδεία, για να καταλήξει στο τέλος με την κιθάρα του στον σταθμό της Κολονίας περιμένοντας τη γυναίκα αυτή, που εκφράζει τη γνησιότερη εμπειρία της ζωής του, να επιστρέψει από το γαμήλιο ταξίδι της.

Σπανίως ο αναγνώστης αισθανεται όχι απλώς βαθύ οίκτο για έναν αποτυχημένο αλλά αγανάκτηση για μια κοινωνία που δηλητηριασμένη από τις ενοχές και τις τύψεις της οδηγεί τα γνησιότερα τέκνα της στον αυτοεξευτελισμό. Ο κλόουν όμως του Μπελ είναι και μια έμμεση αναφορά στον ανεξάρτητο δημιουργό που παραμένει συνεπής προς τον εαυτό του, αντικομφορμιστής και αθώος, πέραν του τραγικού και του κωμικού, στα έσχατα όρια όπου δοκιμάζονται και οι τελευταίες αντοχές του ανθρώπου.

Αφού η κοινωνία έχει χάσει τα τελευταία ψήγματα της αθωότητάς της, την έσχατη ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο θα την κρατήσουν ζωντανή άνθρωποι σαν τον Σνιρ, που δεν διστάζουν να πληρώσουν το αντίτιμο. Πρόκειται για τα μαύρα της πρόβατα, όσους διαλέγουν τη μοίρα - και την ελευθερία - του παρία. Γιατί το ανώτερο ηθικό επίπεδο είναι ακριβώς η έσχατη άρνηση, η ολοκληρωτική έξοδος από το σύστημα, η πτώση στο τελευταίο σκαλοπάτι.

Χάινριχ Μπελ

Ο Χάινριχ Μπελ, αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος πεζογράφος της μεταπολεμικής Γερμανίας, αγαπήθηκε από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και τα περισσότερα μυθιστορήματά του έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα μας με μικρή ή μεγάλη επιτυχία. Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τον θάνατό του, ο συγγραφέας του Ομαδικού πορτρέτου με μια κυρία, του Κλόουν και της Χαμένης τιμής της Κατερίνας Μπλουμ εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρος όχι μόνο γιατί με το έργο του προσφέρει την πληρέστερη και ακριβέστερη εικόνα της σύγχρονης Γερμανίας, αλλά και γιατί πρώτος αυτός κατάφερε να διεισδύσει στον πυρήνα των μεγάλων προβλημάτων της μεταπολεμικής Ευρώπης, όπως είναι τα ζητήματα της βίας, της ψυχολογικής και της κοινωνικής καταστολής, της ατομικής τύψης και της καθεστωτικής ωμότητας και μάλιστα πολύ προτού αυτά αποτελέσουν αντικείμενο συστηματικής έρευνας στις πολιτισμικές σπουδές.
Οσοι διάβασαν τη Χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ δεν θα ξεχάσουν τη με χειρουργική ακρίβεια - και με τη μέθοδο του ρεπορτάζ - περιγραφή και ανάλυση των μεθόδων με τις οποίες τα ΜΜΕ μπορούν να καταστρέψουν ένα άτομο και να το οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις. Εκείνοι που θα ξαναδιαβάσουν τον Κλόουν θα ανακαλύψουν για μία ακόμη φορά σε ποια κοινωνικά αδιέξοδα οδηγεί η επέμβαση της οργανωμένης θρησκείας στο κοινωνικό σώμα και πώς η ταύτιση κοινωνίας και πίστης περιθωριοποιεί την ατομική συνείδηση. Και αν θέλαμε να συναγάγουμε ένα μείζον συμπέρασμα από το σύνολο του έργου του Μπελ, θα καταλήγαμε στο ότι η μεταβιομηχανική Ευρώπη του λεγόμενου «οικονομικού θαύματος» - και κατ' εξοχήν του γερμανικού - είναι μια κοινωνία τύψεων ή καλύτερα μια προβολή αυτών των τύψεων πάνω στα ερείπια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε μια εποχή όπου ποικίλοι ρατσισμοί, μιλιταρισμοί και εθνικισμοί αναπτύσσονται στις παρυφές της ανεπτυγμένης Δύσης, το έργο του Μπελ εκφράζει τον ασταμάτητο αγώνα εναντίον της λήθης. Ολα του τα μυθιστορήματα θα τα χαρακτήριζε κανείς βιβλία εποχής που συνθέτουν ένα χρονικό όχι μόνο των ερειπίων, αλλά και της περιπέτειας των αξιών οι οποίες διακυβεύονται από το μεταπολεμικό καθεστώς, όπως εκφράζεται από την προτροπή να αφήσουμε στην άκρη το παρελθόν, αν θέλουμε να υπερβούμε το σοκ του καταστροφικού πολέμου.
Σήμερα που στη Γερμανία πολλοί απαιτούν να αφεθεί το παρελθόν στο παρελθόν και να «ξαναγίνουν οι Γερμανοί ένα πολιτισμένο έθνος», καθώς ζητεί ο συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ ή ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε, το παράδειγμα του Μπελ έχει βαρύνουσα σημασία αφού βρίσκεται στην αντίθετη ακριβώς πλευρά. Και ένας συγγραφέας εποχής ξαναδιαβάζεται όχι τόσο γιατί το έργο του έχει τη δύναμη να υπερβαίνει την εποχή του αλλά ακριβώς επειδή ο ίδιος την παρουσιάζει ανάγλυφα και σε βάθος, στήνοντάς τη μέσα από τα ερείπιά της. Με καθαρότητα, με ακρίβεια και δίχως φόβο.
Ο Μπελ ανήκει στους κορυφαίους του μεταπολεμικού ρεαλισμού που ωστόσο είναι φορτισμένος με όλα τα γνωρίσματα του κεντροευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού, μιας μεγάλης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σχολής που πήρε ποικίλες μορφές στον αιώνα μας: ατμόσφαιρα, εκπληκτική χρήση των φωτοδιαστάσεων, ακρότητα στην έκφραση μέσω των ελλείψεων και της υποβολής τους, ανίχνευση και προβολή του ψυχικού τοπίου στο περιβάλλον της καθημερινότητας, εστίαση στην αξία των μικρών πραγμάτων, ανάδειξη των αντικειμένων σε σύμβολα της εσωτερικής ζωής, ελλειπτικοί διάλογοι που αφήνουν μεγάλα περάσματα για τις σιωπές και τα αισθήματα, μια σχέση με τα πράγματα και τον περίγυρο σχεδόν σωματική και μια ζωή τη μια στιγμή περιπαθής και την άλλη σχεδόν ανυπόφορη, όπου η οργανωμένη κοινωνία φαντάζει βάρβαρη, αλλά και μικρή σε σύγκριση με το πάθος της ζωής που επιχειρεί να καταστείλει.
Ο Μπελ στην ιστορική του Διακήρυξη για τη λογοτεχνία των ερειπίων άλλωστε σημειώνει το 1952:
«Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε ζούσαν σε ερείπια, έρχονταν από τον πόλεμο, γυναίκες και άνδρες με τα ίδια τραύματα, ακόμη και παιδιά... Και εμείς ως συγγραφείς αισθανόμασταν τόσο κοντά τους που ταυτιζόμασταν μαζί τους· με μαυραγορίτες και τα θύματα των μαυραγοριτών, με φυγάδες και όλους αυτούς που είχαν μείνει με διάφορους τρόπους χωρίς πατρίδα...».