Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΡΑΓΩΔΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΡΑΓΩΔΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

βλέποντας τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου

Πηγή:https://logomnimon.wordpress.com/2011/09/10/βλέποντας-τον-αγαμέμνονα-του-αισχύλο/



Σε προηγούμενη ανάρτησή μας για τις φρυκτωρίες αναφέρθηκε η τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων», στην οποία η Κλυταιμνήστρα περιγράφει πώς έφτασε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η είδηση για το πάρσιμο της Τροίας, μέσω φρυκτωριών που βρίσκονταν στις κορυφές συγκεκριμένων βουνών. Ερευνώντας περισσότερο το θέμα και ψάχνοντας στο διαδίκτυο, «έπεσα» πάνω στην κινηματογράφηση μιας ιστορικής παράστασης που δόθηκε το 1982 στην Επίδαυρο. Αναφέρομαι στην τριλογία «Ορέστεια» του Αισχύλου που ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και μετάφραση Θανάση Βαλτινού.
Η πρώτη τραγωδία αυτής της τριλογίας είναι ο «Αγαμέμνων». Βλέποντας την παράσταση, έμεινα εντυπωσιασμένος τόσο από το έργο του Αισχύλου όσο και από την ποιότητά της (ηθοποιία – σκηνοθεσία – μετάφραση). Η δε Μάγια Λυμπεροπούλου ως Κλυταιμνήστρα ήταν πραγματικά συγκλονιστική.

ΑΙΣΧΥΛΟΥ: ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ (μετάφραση Θ. Βαλτινός)
Το έργο ξεκινάει με τη διήγηση του φρουρού που έχει τοποθετήσει η Κλυταιμνήστρα στη στέγη του παλατιού των Ατρειδών. Ο φρουρός περιμένει να εμφανιστεί, μέσω φρυκτωριών, το μήνυμα πως πάρθηκε η Τροία.
ΦΡΟΥΡΟΣ: Χρόνο ολόκληρο κι ακόμα καρτεράω να φανεί αστραπή φωτιάς, σημάδι φλόγας που να μηνάει το πάρσιμο της Τροίας. (…) Στο νοτισμένο στρώμα μου, μήτε ησυχία, μήτε όνειρα. Αντί για ύπνο, φόβος με δέρνει μη κλείσουνε τα βλέφαρά μου, κι όταν να τραγουδήσω αποφασίσω ή να σιγοσφυρίξω, φάρμακο και παρηγοριά στις ώρες της αγρύπνιας, με παίρνει το παράπονο και κλαίω για τις συμφορές ετούτου του σπιτιού. Δεν κυβερνιέται πια καλά όπως πρώτα. Ας ήταν να τέλειωναν τώρα χαρούμενα τα βάσανά μου…

«Ορέστεια» του Αισχύλου στην Επίδαυρο (1982)
από το http://camerastyloonline.wordpress.com/2011/08/10/video-oresteia-1982-se-skinothesia-karolou-koun/
Η φωτιά τελικά φαίνεται στην κορυφή του βουνού κι ο φρουρός πανηγυρίζοντας τρέχει να ενημερώσει την Κλυταιμνήστρα. Μες στη χαρά του όμως θυμάται τον Αγαμέμνονα και μονολογεί:
ΦΡΟΥΡΟΣ: Αν ο δαυλός μαντατοφόρος λέει αλήθεια, ο θεός να δώσει τ’ αγαπημένο χέρι του αφέντη μου να σφίξω όταν γυρίσει. Για τ’ άλλα τι να πω… βόιδι βαρύ πατάει τη γλώσσα μου… αν είχε στόμα το παλάτι θα μαρτύραγε… μιλάω για όσους ξέρουν… για όσους δεν ξέρουν η φωνή μου σβήνει…
Είναι η δεύτερη φορά που ο φρουρός μιλάει για πράγματα, όχι σωστά, που συμβαίνουν στο παλάτι. Δεν τα αναφέρει γιατί,  εννοείται,  οι θεατές του 5ου αιώνα π.Χ. ξέρουν για τον εξωσυζυγικό δεσμό της Κλυταιμνήστρας με τον Αίγισθο. Ο μύθος είναι γνωστός σε όλους.Εντωμεταξύ εμφανίζεται ο χορός που δεν έχει μάθει ακόμα τη χαρμόσυνη είδηση και αρχίζει να διηγείται τα γεγονότα που συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια:
ΧΟΡΟΣ:  Ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων, του θεού κραταιοί βασιλιάδες κι οι δυο, με σκήπτρο και θρόνο δικό του ο καθένας, σήκωσαν πανιά με την αργείτικη αρμάδα από τούτη τη χώρα. Αρμάδα πολέμου από χίλια καράβια, τη ντροπή να ξεπλύνουν. Για χάρη γυναίκας που πλάγιασε μ’ άντρες πολλούς, ο παντοδύναμος Ξένιος Δίας τους έστειλε ενάντια στον Πάρη. …(;) και κορμιά αφανισμένα από τον κάματο, και κοντάρια να σπάζουν στου πολέμου το άναμμα, χάλασμα μεγάλο για Τρώες και Έλληνες… όμως όλα έχουν πάρει το δρόμο τους τώρα. Κι όπως είναι γραφτό θα τελειώσουν. Μήτε οι φωτιές, μήτε οι σπονδές, μήτε τα δάκρυα την οργή θα πραΰνουν για το αθυσίαστο θύμα…

Η κινηματογράφηση της Ορέστειας υπάρχει στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ, αλλά και στο youtube σε βίντεο που ανάρτησε ο minimatakis29

Η διήγηση του χορού φτάνει στην αρχή της εκστρατείας και στη θυσία της Ιφιγένειας. Εδώ ο χορός κατηγορεί τον Αγαμέμνονα για το έγκλημα που έκανε:
ΧΟΡΟΣ: Αέρας ασέβειας, αέρας ανόσιος συνεπήρε το νου του. Θρασύνει τους θνητούς η άγρια τρέλα με τις αισχρές της βουλές, ρίζα και αρχή του κακού. Αποτόλμησε θύτης να γίνει της κόρης του για το καλό κατευόδιο των πλοίων, αρωγός πολέμου για εκδίκηση και χάρη γυναίκας.
Όταν τελειώνει η διήγηση του χορού εμφανίζεται η Κλυταιμνήστρα που αναγγέλλει το χαρούμενο μήνυμα πως πάρθηκε η Τροία. Κι ύστερα με τη διαίσθησή της «ακούει» μια  διπλή βουή από την Τροία:
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μέσα στην Τροία είναι σήμερα οι Αχαιοί. Βουή διπλή, ξεχωριστή ακούω στην πόλη να σηκώνεται, τύχη ξεχωριστή για νικητές και νικημένους, ξεχωριστές και οι κραυγές τους, γυναίκες και παιδιά πάνω από των σκοτωμένων τα κουφάρια μοιρολογάν το θάνατό τους… Μοιρολόι σκλαβιάς.
Κι οι νικητές, ξαγρυπνισμένοι, νηστικοί, κατάκοποι από τη μάχη, σε πρωινά τραπέζια στρώνονται να φαν, δίχως σειρά, απ’ ό,τι καθένας τους προλάβει, μέσα στα σκλαβωμένα σπίτια, μακριά από το αγιάζι και την παγωνιά. Ευτυχείς, μακάριοι, ξένοιαστοι από σκοπιές, θα εξαντλήσουνε τη νύχτα, νικητές… κι αν σεβαστούνε τους ναούς και τους θεούς της πεσμένης πόλης, τίποτα δε θα πάθουν , φτάνει μόνο μη τους χτυπήσει η απληστία, μη τους δαγκώσει έρωτας για πράματα ανεπίτρεπτα… γιατί έχουν άλλο τόσο δρόμο να κάνουν μέχρι να φτάσουν σώοι στα σπίτια τους. Όμως, ακόμα κι αν φτάσουν, δίχως κανένα κρίμα στους θεούς, το αίμα των σκοτωμένων, άγρυπνο θα τους παραστέκει. Αυτά από μένα τη γυναίκα τους. Εύχομαι να νικήσει το καλό.

Πιο πολύ απ’ τη βουή της νίκης, λοιπόν, η Κλυταιμνήστρα ακούει τη βουή των ηττημένων. Τι κι αν ο Αισχύλος απευθύνεται σε αθηναϊκό κοινό. Το μοιρολόι της σκλαβιάς είναι αυτό που τον συγκινεί περισσότερο.
Όσο για τους  νικητές, αν σεβαστούν τους θεούς και τα ιερά τους, θα επιστρέψουν στα σπίτια τους, σώοι και αβλαβείς, με  το αίμα των σκοτωμένων όμως πάντα άγρυπνο!


                                                     Κάρολος Κουν (1908-1987) 

Φτάνει τελικά ο Αγαμέμνονας, φέρνοντας μαζί του και την Κασσάνδρα, που την έχει πάρει σκλάβα από την Τροία. Η Κλυταιμνήστρα τον καλωσορίζει και μπαίνουν στο παλάτι χωρίς να του δείχνει τα πραγματικά της συναισθήματα. Μόνο η Κασσάνδρα, που έχει το χάρισμα να βλέπει το μέλλον, αντιλαμβάνεται τι πρόκειται να γίνει και αρχίζει να θρηνεί έξω από το παλάτι των Ατρειδών. Στο θρήνο αυτό η Κασσάνδρα (0 και 52΄) αρχίζει να βλέπει περιέργα οράματα: «κλάμα παιδιών που τα σκοτώνουν» και «σάρκες ψητές, δείπνο για τον πατέρα τους!» που όμως δεν εκπλήσσουν το χορό. «Όλη η χώρα γνωρίζει αυτά τα εγκλήματα», της απαντά.
Εδώ, ίσως μπερδευτoύν όσοι δεν είναι πλήρως κατατοπισμένοι για τη φρικιαστική και ανόσια πράξη που διέπραξε ο Ατρέας, ο πατέρας του Αγαμέμνονα. Γι’ αυτή την πράξη όμως θα γίνει ξαναγίνει λόγος στη συνέχεια του έργου.
Η Κασσάνδρα, μετά, αρχίζει να περιγράφει το έγκλημα που θα γίνει σε λίγο: τη δολοφονία του Αγαμέμνονα. Τότε μόνο προβληματίζεται ο χορός. Στο τέλος η Κασσάνδρα προβλέπει και το δικό της τέλος. Ο χορός την ρωτάει:

ΧΟΡΟΣ: Ταλαίπωρη σοφή γυναίκα, αν είσαι βέβαιη, για το θάνατό σου, ποιο θάρρος μυστικό σε σπρώχνει, δαμάλι οδηγημένο από θεό για τη θυσία;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ: Κανείς, η ώρα του σαν έρθει, δεν γλυτώνει. 

Κι ύστερα από λίγο η Κασσάνδρα μπαίνει κι αυτή στο παλάτι εκφράζοντας όμως τη σιγουριά πως η Κλυταιμνήστρα θα τιμωρηθεί για τα εγκλήματά της.
Μετά από λίγο ακούγεται η κραυγή του Αγαμέμνονα και οι φρουροί του παλατιού βγάζουν έξω το πτώμα του. Ακολουθεί η Κλυταιμνήστρα κρατώντας ένα ματωμένο μαχαίρι. Στην αρχή παραδέχεται το έγκλημά της και ύστερα προσπαθεί να υπερασπίσει τον εαυτό της: 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ (1:03΄:40΄΄) Δε θα ντραπώ να υποστηρίξω τα αντίθετα από όσα σκόπιμα είπα πριν λίγο. Καιρό ύφαινα μέσα μου το γδικιωμό. Για μια παλιά μας διαφορά. Πέρασαν χρόνια και τώρα στέκω εδώ, που έδωσα το χτύπημα, πάνω από το έργο μου. Σε δίχτυ πιάστηκε, πέπλο και σάβανο ακριβό…
(…)
Αυτά είναι τιμημένοι Αργείτες. Χαρείτε, δε χαρείτε, εγώ καυχιέμαι. Αν είναι ταιριαστό σπονδές να κάνουν στους νεκρούς, διπλά θα ταίριαζε σ’ αυτόν και δίκαια. Με συμφορές επάρατες γέμισε το κροντήρι του σπιτιού και ήρθε μόνος του και το ήπιε…
(…)
Ο Αγαμέμνων νεκρός απ΄ το δεξί μου τούτο χέρι, όργανο δικαιοσύνης.
ΧΟΡΟΣ: Ποιο κακό βότανο της γης, ποιο φίλτρο θάλασσας ήπιες, γυναίκα και έριξες στο κεφάλι σου φόνου αίμα και λαού κατάρα; Πάταξες και έσφαξες και εξόριστη αδυσώπητο το μίσος των ανθρώπων θα σε διώχνει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Τώρα λαού κατάρες και εξορίες η καταδίκη μου από σένα, όταν αυτός, ξόρκι για τους θρακιώτες άνεμους, την κόρη του θυσίαζε, άλγος και σπλάχνο μου ακριβό, μιλιά δεν έβγαλες…
(…)
Το αίμα της θυγατέρας μου πήρα πίσω…

Ο Ορέστης βυθίζει για δεύτερη φορά το σπαθί του στο σώμα του Αίγισθου


Ο χορός, ενώ πριν κατηγορούσε τον Αγαμέμνονα για τη θυσία της Ιφιγένειας, τώρα δείχνει τον αποτροπιασμό του για το έγκλημα. Ναι, ο Αγαμέμνονας έσφαλε, αλλά αυτό δε δικαιολογεί τη δολοφονία του.
ΧΟΡΟΣ: Σε τέτοιας αράχνης ιστό, τέτοιο ανόσιο τέλος, τέτοια ανάξια κλίνη στερνή. Δόλια μοίρα σε δάμασε, δίκοπο λεπίδι και θάνατος από χέρι γυναίκας.
Η Κλυταιμνήστρα απαντά πως η δολοφονία αυτή ήταν «πληρωμή για τα παιδιά που σφάχτηκαν», έστω κι αν για την πράξη αυτή δεν ήταν υπεύθυνος ο Αγαμέμνονας.
Ο χορός όμως είναι αυστηρός μαζί της:

ΧΟΡΟΣ: Πληρώνει ο φονιάς. Όποιος δώσει, θα λάβει. Κι όσο στέκει στο θρόνο του ο Δίας, θα στέκει το «κάνεις, θα πάθεις!» Είναι νόμος.
Το έργο τελειώνει με την εμφάνιση του Αίγισθου, που ομολογεί με κυνική ειλικρίνεια πως αυτός είναι υπεύθυνος για το θάνατο του Αγαμέμνονα.
Πρώτα όμως εξιστορεί με λεπτομέρειες το φοβερό έγκλημα που διέπραξε ο Ατρέας, ο πατέρας του Αγαμέμνονα. Για να εκδικηθεί τον αδελφό του, Θυέστη, που κοιμήθηκε με τη γυναίκα του, του παρέθεσε δείπνο και του έδωσε να φάει τα ίδια τα παιδιά του! 

ΑΙΓΙΣΘΟΣ (1:13΄:51΄΄): Τώρα μπορώ να το πω: νεκρός αυτός μέσα στα δίχτυα που ύφαναν οι Ερινύες. Χαρά μεγάλη! Πληρωμή για όσα το χέρι του γονιού του έπραξε. Άρχοντας τούτης της γης ο Ατρέας, τον Θυέστη, πατέρα μου κι αδελφό του, από φόβο μοιρασιάς του θρόνου, έδιωξε απ’ το παλάτι και τη χώρα. Ο δύστυχος Θυέστης ξαναγύρισε, ικέτης στην εστία πρόσπεσε και γλύτωσε για να μη βαφούν με το αίμα του προγονικά θεμέλια. Με ζήλο, όχι όμως απ’ αγάπη, δείπνο καλωσορίσματος τού έστρωσε ο ανόσιος Ατρέας από τις σάρκες των παιδιών του, δείπνο ολέθριο, όπως βλέπεις για το γένος.
(…)
Τον φόνο του εγώ τον ύφανα! Τρίτο παιδί και δε με σκότωσε εμένα. Βρέφος στα σπάργανα με τον άθλιο πατέρα μου με εξόρισε. Αντρειώθηκα, και μ’ έφερε πίσω η Δίκη… μόνος, απόβλητος, κι όμως σχεδίασα το χαμό του και τον δάμασα.

ΧΟΡΟΣ: Καυχιέσαι για το έγκλημα και τι να πω. Λες ότι μόνος σκότωσες, μόνος μελέτησες τη θλιβερή σφαγή. Δε θα γλυτώσει το κεφάλι σου απ’ το δίκαιο ανάθεμα και το λιθάρι!
(…)
ΧΟΡΟΣ: Γιατί, δειλή ψυχή, μόνος σου δεν τον σκότωνες; Άφησες τη γυναίκα να το κάνει. Μίασμα των θεών μας και της χώρας. Τάχα δε ζει κάπου ο Ορέστης, μοίρα καλή να τον εφέρει πίσω, φονιά θριαμβευτή και για τους δυο τους; 

Ο Αίγισθος λοιπόν «ύφανε» τη δολοφονία του Αγαμέμνονα. Για να εκδικηθεί το έγκλημα που διέπραξε ο Ατρέας ή μήπως η εκδίκηση ήταν απλώς μια πρόφαση για να αρπάξει το θρόνο;
Λίγο αργότερα το έργο τελειώνει. Η επίκληση προς τον Ορέστη που απηύθυνε ο χορός στο τέλος είναι μια αναφορά στο δεύτερο μέρος (ΧΟΗΦΟΡΕΣ) της τριλογίας που ακολουθεί μετά τον «Αγαμέμνονα», και περιλαμβάνει την εκδίκηση του Ορέστη.



Οι συντελεστές της ιστορικής παράστασης του 1982 ήταν:
Σκηνοθεσία: ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΥΝ
Μετάφραση: ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ
Μουσική: ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
Σκηνικά-Κουστούμια: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Μάσκες: ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΠΟΝΑΤΣΟΣ
Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγος: ΛΙΛΥ ΠΕΖΑΝΟΥ
Ηθοποιοί:
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΡΑΚΩΝΣΤΑΝΤΟΓΛΟΥ: ΦΡΟΥΡΟΣ
ΜΑΓΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ: ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΝΗΣ: ΚΗΡΥΚΑΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
ΚΑΤΙΑ ΓΕΡΟΥ: ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ: ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ΜΙΜΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ: ΟΡΕΣΤΗΣ
ΧΑΡΗΣ ΣΩΖΟΣ: ΠΥΛΑΔΗΣ
ΡΕΝΗ ΠΙΤΤΑΚΗ: ΗΛΕΚΤΡΑ
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΡΑΚΩΝΣΤΑΝΤΟΓΛΟΥ: ΔΟΥΛΟΣ
ΟΛΓΑ ΔΑΜΑΝΗ: ΚΥΛΙΣΣΑ
ΒΑΝΑ ΠΑΡΘΕΝΙΑΔΟΥ: ΠΥΘΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ: ΑΠΟΛΛΩΝ
ΛΥΔΙΑ ΚΟΝΙΟΡΔΟΥ: ΑΘΗΝΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΑΣ: ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ
ΧΟΡΟΣ:
(ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ-ΧΟΗΦΟΡΕΣ-ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΝΗΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΣΤΕΡΙΑΔΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΓΑΪΤΗΣ
ΧΑΡΗΣ ΣΩΖΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΑΣ
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΡΑΚΩΝΣΤΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΤΑΚΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΠΕΛΩΝΗΣ
ΛΥΔΙΑ ΚΟΝΙΟΡΔΟΥ
ΒΑΝΑ ΠΑΡΘΕΝΙΑΔΟΥ
ΚΑΤΙΑ ΓΕΡΟΥ
ΟΛΓΑ ΔΑΜΑΝΗ
Ρ. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΝΙΚΑΙΤΗ ΚΟΝΤΟΥΡΗ
ΤΖΕΝΗ ΣΑΜΠΑΝΗ
ΜΕΛΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Β. ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ
ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΙΝΗΣ
Π. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΓΑΛΑΤΗ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΕΤΟΥΣΗ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΣΑΦΟΥ
Γ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΤΩΡ ΚΑΛΟΥΔΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΥΣΤΡΑΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΜΠΙΚΙΔΗΣ
ΑΛ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Μ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Λ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Γ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

AIΣΧΥΛΟΥ "ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ"

Αίαντας ο Λοκρός και η ΚασσάνδραΠηγή:φωτ.http://www.hellenica.de/Griechenland/Mythos/GR/Kassandra.html


Μετάφραση Ιωάννης Γρυπάρης

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ



Φυσικώ τω λόγω η δολοφονία του Αγαμέμνονος υπό της συζύγου του
Κλυταιμνήστρας και του εραστού της Αιγίσθου ώφειλε ναποτελέση
το πρώτον δράμα της τριλογίας. Η Κλυταιμνήστρα με φοβεράν
ψυχραιμίαν και αγρίαν χαράν καυχάται διά την πράξιν της, την
οποίαν θεωρεί ως δικαιοτάτην εκδίκησιν διά την θυσίαν της κόρης
της Ιφιγενείας και διά τας συζυγικάς απιστίας του Αγαμέμνονος,
όστις δεν ώκνησε να παρουσιασθή επισήμως, κατά την επιστροφήν
του, μετά της παλλακής του Κασσάνδρας. Ο Χορός, όστις κατά την
απουσίαν του βασιλέως απετέλει το συμβούλιον του κράτους
(δώδεκα γέροντες) εκφράζει μεν απ' αρχής την ανησυχίαν του διά
την τελικήν έκβασιν της Τρωικής εκστρατείας, φοβείται την τύχην
του Αγαμέμνονος, επί του οποίου βλέπει επικρεμάμενον τον φθόνον
των θεών διά την αχαλίνωτον φιλοδοξίαν του και την υπεράνθρωπον
ευτυχίαν του, δεν απατάται όμως ως προς τα αληθή ελατήρια της
δολοφονίας, όταν εις το τέλος του δράματος παρουσιάζεται επί
της σκηνής γαυριών και κομπάζων ο εραστής Αίγισθος. Η σκηνή
τέλος, κατά την οποίαν η Κασσάνδρα, μένουσα μόνη μετά του Χορού
προ των ανακτόρων, καταλαμβάνεται υπό του προφητικού οίστρου
και αποκαλύπτει εις τον Χορόν το εκτελούμενον έγκλημα και
θρηνολογεί συγχρόνως την ιδίαν της τύχην, αποτελεί μίαν από τας
τραγικωτέρας και μεγαλοπρεπεστέρας σκηνάς του παγκοσμίου
θεάτρου.

Εννοείται ότι αι λοιπαί μεταβολαί, τας οποίας επέφερεν ο
ποιητής εις τον μύθον, δεν υπηγορεύθησαν υπό πολιτικών λόγων·
κατ' ανάγκην έμελλον να προέλθωσιν εκ της συγκρούσεως της
παλαιάς δωρικής παραδόσεως προς το αττικόν πνεύμα. Ο νόμος του
αίματος, το δίκαιον των νεκρών (εις το οποίον κατά την δωρικήν
παράδοσιν επιβάλλει σιγήν η βιαία παρέμβασις του Απόλλωνος
αποκρούοντος τας Ερινύας διά των βελών του) ήτο πράγματα πολύ
σεβαστά διά τον Αττικόν τον Ε' αιώνος, ώστε να ικανοποιήται
ούτος διά της λύσεως ταύτης. Παρά τω Αισχύλω το έγκλημα του
Ορέστου δεν δικαιολογείται, δεν αθωούται· ο μητροκτόνος απλώς
λαμβάνει χάριν, διά της επεμβάσεως της Αθηνάς, η οποία
αντιπροσωπεύει το ανθρωπινώτερον συναίσθημα της επιεικείας.


ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Σε λίγο ακόμη κι ο χρησμός πια δε θα βλέπη μέσ' από πέπλους σαν την νιόπαντρη τη νύφη· μα θα χυθή, όπως φαίνεται, μ' ορμή μεγάλη προς του ήλιου τις ανατολές, και σαν το κύμα στο φως κακό θα βγάλη πιο μεγάλο απ' τάλλο. Τώρα όχι πια μ' αινίγματα θα σου τα μάθω! Και μάρτυρες μου νάσαστε, μαζί ακλουθόντας, πως των αρχαίων οσμίζομαι κακών τα χνάρια· γιατί ποτέ δεν απολείπει αυτή τη στέγη χορός που ψάλλει μια κακόφωνη αρμονία. Και μια που μάλιστα έχει πιή ανθρώπινο αίμα κι αποδιαντράπη ολότελα, τόστρωσε μέσα στο σπίτι για καλά, και πια δε λέει να φύγη των Ερινύων των συγγενικών ο κώμος. Κ* έτσι για πάντα θρονιασμένες τραγουδούνε την πρώτη του κακού αφορμή, και καταριούνται κλίνη, που ατίμασε αδελφός, προς όλεθρό του. Αστόχησα ή το ηύρα σαν καλός τοξότης; Ή ψευτομάντισσα είμαι φλύαρη δερνοθύρα; αρνήσου το αν μπορής κι ορκίσου πως δε ξέρεις απ' ακουστά τις πρώτες του σπιτιού αμαρτίες

[...]

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

    Αχ! Αχ!
    Πάλι ο φριχτός ο πόνος της ορθομαντείας
    μ' απαίσιο προανάκρουσμα μ' αναταράζει.
    Βλέπετε εδώ τους νέους αυτούς τους θρονιασμένους
    μέσα στο σπίτι ομοίους με μορφές ονείρων,
    παιδιά που σαν δικοί τους τάχουνε σφαγμένα;
    γιομάτα από φαΐ των σαρκών τους τα χέρια
    μαζί άντερα και σπλάχνα — γιόμισμα τρισάθλιο,
    φαίνονται να κρατούν, που γεύτηκε ο πατέρας!
    Κ' εκδίκησί τους μελετά να πάρη κάποιος
    λιόντας δειλός, που στρέφεται μες στα κρεβάτια
    και στο σπίτι φυλάει, ωιμέ, πότε να στρέψη
    ο αφέντης — ναι, ο αφέντης μου, αφού είμαι σκλάβα.
    Κι ο στόλαρχος και νικητής της Τροίας δε ξέρει
    τι με της γλώσσας της τα χάδια και τα λόγια
    τα πρόσχαρα, του μαγερεύει η μαύρη σκύλλα,
    σαν την κρυμμένη συμφορά, κακιά του μοίρα!
    Τέτοια τολμά! γυναίκα να σκοτώση άντρα!
    και ποιο όνομα στο μισητό το τέρας νάβρω
    να του ταιριάζη; αμφίσβαινα ή τάχα Σκύλλα
    που μες στους βράχους, θρήνος των ναυτών, φωλιάζει;
    μάννα του Χάρου αλλόφρενη, που των δικών της
    κρατάει αμάχη ασύβαστη; κ' ερέκαξε έτσι
    σαν να είχε εχθρούς η απόκοτη κατατροπώση,
    και χαρά τάχα δείχνει για το γυρισμό του;
    Και αν θέλης πίστεψέ μου, κι αν δε μη . . τι τάχα;
    Θαρθή που θάρθη· και συ μάρτυρας σε λίγο
    σωστή πολύ προφήτισσα θε να με κλάψης.

[...]

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

    Αλλοί μου! ω ποια φωτιά χυμίζει και μ' αδράχνει!
    Οτοτοτοί, Απόλλων Λύκειε, αλλοίμονό μου!
    Αυτή, λιόντισσα με δυο πόδια, που κοιμάται
    με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει
    θα με σκοτώση τη φτωχιά, κι ως να ετοιμάζη
    φάρμακο, θε να χύση μέσα στην οργή της
    και τη δικιά μου πλερωμή κ' ενώ ακονίζει
    το σπαθί για τον άντρα της, θε να εγκωμιάζη
    πως γιατί μ' έφερε μαζί τον εκδικιέται.
    Και τι λοιπόν τα θέλω αυτά σα να μ' εμπαίζουν
    τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια εμπρός μου;
    Εσένα πριν του τέλους μου θα σε χαλάσω·
    και στην οργή και σεις, κ' εγώ ταχιά ακλουθώ σας,
    στολίσετε άλλη συμφορά αντίς για μένα.
    Νά! με τα χέρια του ο Απόλλωνας μου βγάζει
    το μαντικό το φόρεμα· κι αφού είδε πρώτα,
    και μ' όλη αυτή μου τη στολή, τα περιγέλοια
    που φίλοι εχθροί μου κάνανε, βέβαια του κάκου,
    κ' υπόφερα σα μια ζητιάνα γυρολόγα
    να με λένε φτωχιά, στρίγγλα και λιμασμένη —
    και τώρα ο μάντης μάντισσα που μ' έχει κάμη,
    μ' ωδήγησε σ' αυτές τις θανάσιμες τύχες!
    Κι αντίς ο πατρικός βωμός, με περιμένει
    ζεστό το κρεατοσάνιδο που θα με κόψουν.
    Μα ακδίκητο οι θεοί το αίμα μου δε θαφήσουν,
    γιατί άλλος πάλι εκδικητής θαρθή δικός μας
    να πάρη από τη μάννα που τον γέννα πίσω
    του πατέρα το γαίμα· κ' έρχεται διωγμένος
    πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας,
    κορώνα στου σπιτιού τις συμφορές να βάλη.
    Κ' εστέριωσε από τους θεούς μεγάλος όρκος
    νάρθη του ξαπλωμένου ανάγερμα πατέρα.
    Μα γιατί τάχα εδώ πονετικά να κλαίω
    μια που είδα με τα μάτια μου του Ιλίου την πόλη
    να πάθη ό,τι έπαθε; και κείνοι που την πήραν
    έτσι με των θεών την κρίση ξεμπερδεύουν;
    Πηγαίνω στο γραφτό μου και στο θάνατό μου
    και χαιρετάω αυτές εδώ του Άδη τις πόρτες.
    Μόνου άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω
    που να μπορέσω ασφάδαστη και με χυμένο
    το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω.