Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΑΙ ΤΙ ΦΡΙΚΤΗ Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΝΔΙΔΕΙΣ...



του Τάκη Σπετσιώτη*



O πνευματικός άνθρωπος μπορεί ν' αποτελέσει περιουσιακό στοιχείο σε μια ομάδα. Δείχνοντας την ικανότητά του για βαθιά σκέψη, είναι σίγουρο ότι θα εντυπωσιάσει τους άλλους, για να μην πούμε ότι θα φτάσει να αλλάξει και τις απόψεις τους ακόμη, πάνω σ' ένα θέμα. Αυτά σκεφτόμουν έχοντας τελειώσει μία ακόμη ανάγνωση του '' Συμποσίου'' του Πλάτωνος, και φέρνοντας στον νου την συγκινητική ανάλυση του Συκουτρή πάνω στον λόγο του Αλκιβιάδη, του αποστάτη μαθητή του Σωκράτη, που έχει απομακρυνθεί από την κηδεμονία του διδασκάλου φιλοσόφου, μιας και η δόξα, η τύχη και οι ερωτικές επιτυχίες τον ανέβασαν ψηλά. ''Η ζωή γύρω γελά εις το χαιδεμένο παιδί της τύχης'', γράφει ο Συκουτρής για τον Αλκιβιάδη, ''και όμως εις το αντίκρυσμα του Σωκράτους ευρίσκει τόσην αθλιότητα μέσα του, ώστε αισθάνεται πως δεν αξίζει καν να ζη.... Και όμως αισθάνεται πως ήτο καμωμένος δια τα ύψη, διά την αλήθειαν του κάλλους, όχι δια τα είδωλα, δι' αυτό είναι και σπαρακτικωτέρα η αυτοκαταδίκη του. Διότι τραγικόν δεν είναι να παλεύης προς εξωτερικά εμπόδια, αυτό είναι δυστυχία μόνον.Τραγικόν είναι να κάμνης κάτι, που το αισθάνεσαι ως καταστροφήν της ηθικής σου ισορροπίας, και όμως να πρέπη να το κάμης, ν' αντικρύζης ως επιταγήν ό,τι είναι συμφορά σου....'' Πόσους Αλκιβιάδηδες μετρούμε καθημερινώς στον πλανημένο τους δρόμο εις το απόγειον της δόξης τους και πριν αρχίσει ''η κάτω οδός;'' - επώνυμους κι ανώνυμους, ονόματα δεν λέμε. Μακρυά από την αλήθεια, για καιροσκοπικούς λόγους, για εφήμερη δημοσιότητα και υλικά αποκτήματα - η εποχή μας ξεγελά με τη μορφή του Αλκιβιάδη, ωστόσο, στο τέλος, έρχεται πάντα ο λογαριασμός. Αλλά δεν είναι εύκολο ν' αλλάξεις όταν χαλάσεις εντελώς, όπως τραγούδησε κι ο ΄Ακης Πάνου.

*Ο Τάκης Σπετσιώτης είναι λογοτέχνης και σκηνοθέτης

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ

Φωτογραφία δουλειάς απ' το ''Μετέωρο και Σκιά'', βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 1985- από αριστερά, Στέλλα Βότσου, Μπέσσυ Βουδούρη, Μιχ. Μαρμαρινός, Τάκης Μόσχος, Τάκης Σπετσιώτης, Φίλιππος Κουτσάφτης


Κύριε Σπετσιώτη σπουδάσατε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γυρίσατε τις ταινίες:Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985 – Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας), Εις το φως της ημέρας (1986) και Κοράκια (1991). Σκηνοθετήσατε επίσης για το θέατρο το έργο Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο «Χυτήριο» (1999-2001). Οι περισσότερες ταινίες σας βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα, και μάλιστα, στους λογοτεχνικούς μας μύθους όπως ο Λαπαθιώτης ή ο Καβάφης. Ποια η σχέση κινηματογραφικής και λογοτεχνικής γραφής;
Κυρία Χρυσίνα, πήρατε πληροφορίες για την κινηματογραφική μου δράση, ως φαίνεται, από τα – ας τα αποκαλέσουμε- επίσημα βιογραφικά μου σημειώματα στα «αυτιά» των βιβλίων μου στις εκδόσεις «Αγρα». Αλλά η ζωή μού επιφύλαξε μια έκπληξη. Στα 2009 προβλήθηκαν, μετά από πάρα πολλά χρόνια στο συρτάρι, οι δυο μικρού μήκους ταινίες μου Η Λίζα και η άλλη, με την οποία αποφοίτησα απ’ τη σχολή κινηματογράφου το 1976 και η, της ίδιας εποχής, Καλλονή του 1977, κομμένη από τη λογοκρισία και παιγμένη σε πολλά ξένα φεστιβάλ underground κινηματογράφου. Καθώς ξαναγράφτηκαν πράγματα στον τύπο και στο διαδίκτυο για τις ταινιούλες μου αυτές, συγκινήθηκα. ΄Ηταν φυσικό. Να θυμούνται κάτι που έκανες ως άσκηση ύφους, πιτσιρικάς, 33 ολόκληρα χρόνια μετά, και που εσύ δεν είχες αναφέρει ούτε καν σ’ ένα βιογραφικό σου μέχρι τότε, δεν είναι μικρό πράγμα! Πόσο μάλλον και να τίς χαρακτηρίζουν avant queer φιλμς και τολμηρές για την καθυστερημένη σε τέτοιες ελευθεριότητες μικρή μας χώρα, εκείνη την εποχή. Αυτές οι δύο μικρού μήκους, λοιπόν, είναι οι πρώτες μου ταινίες. Που υποκίνησαν και σκάνδαλο αρχές του 2010, μιας και η θεματολογία τους ήταν έτσι… –πώς να το πούμε‒, κάπως αλμυρή και ο πρωταγωνιστής τους, ο γνωστός τηλεπερσόνας Νίκος Μουρατίδης, συμμαθητής μου στη σχολή κινηματογράφου, υποδυόταν στη μία την Λίζα Μινέλι, στην άλλη την Καλλονή, την pin-up γατούλα του σεξ. Μιμούμενος τις φωτογραφίες των soft porn περιοδικών, δελέαζε τους άντρες με πόζες, κλισέ νάζια, τριψίματα σε καρέκλες και στρώματα ηδονής, συναγωνιζόμενος τις στάρλετ του ’40 και του ’50. Gender performances, με τη μοντέρνα ορολογία των α-λά Τζούντιθ Μπάτλερ θεωρητικών. Κάτι το τελείως διαφορετικό κι απ’ τον κλισέ τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν μέχρι τότε τα ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας και φύλου, είτε στις μπαλαφάρες με τον Φίφη, είτε στις μελό ταινίες τύπου «έγινα τραβεστί γιατί με βίασε ο θείος μου, ο γκόμενός μου μ’ έβγαλε στη Συγγρού» κ.λπ. Το φύλο και η σεξουαλικότητα ως ρόλοι κοινωνικοί, αλλά και με αντιμετώπιση της επιθυμίας του σώματος. Ωστόσο εν αρχή ήν ο Λόγος. Πάντα. Στην Ερμιόνη, όπου μεγάλωσα, υπήρχε κινηματογράφος που, εκτός απ’ τα κοινωνικά μελό της εποχής, έπαιζε και κάποιες καλές ταινίες. Το Ρόκκο και τ’ αδέρφια του του Βισκόντι, την Εκδρομή του Κανελλόπουλου. Τις έβλεπα, αλλά δεν μούχε ποτέ περάσει απ’ το μυαλό ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Με τα βιβλία ήμουν πιο κοντά. Ήταν πιο σιωπηλά, ιδίως κάποια απαγορευμένα, όπως το βιβλίο του Γιώργου Τσουκαλά Κουρασμένος απ’ τον έρωτα για τη νυχτερινή ζωή του Λαπαθιώτη στο Ζάππειο και τους τεκέδες του ’20, τόχα χιλιοδιαβάσει, ή τα «ηδονικά» ποιήματα του Καβάφη, τα εξωσχολικά. Κι έτσι, όταν μού δόθηκε, καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, η ευκαιρία να κάνω μια-δυο ταινίες, πιο επίσημα, με κρατική χρηματοδότηση, απ’ το Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ, σ’ αυτά τα κείμενα πάτησα, αυτά, βλέπετε, κατείχα περισσότερο, γι’ αυτά ήθελα να μιλήσω. Κι επειδή πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι πράξη δημόσια, όχι υπόθεση ιδιωτική, δεν έκανα προσωπικές ταινίες, αλλά με θεματολογία αντλημένη από την σύγχρονη ελληνική παιδεία, από την όποια κουλτούρα μας, κυρίως την αθέατη, την εξοστρακισμένη. Υπάρχει διαφορά, όντως, στη γραφή, μεταξύ λογοτεχνίας και κινηματογράφου. Στη λογοτεχνία φαντάζεσαι αυτό που διαβάζεις, αν έχεις και λιγάκι το μικρόβιο, το σκηνοθετείς κιόλας κι εσύ ο ίδιος, καμιά φορά μάλιστα γίνεσαι και κριτικός της σκηνοθεσίας του άλλου, πολλές φορές υπερβολικά. Στο σινεμά ο θεατής υφαρπάζεται από τη δύναμη της Εικόνας. Εκεί είναι η ποίηση, εκεί και η αφήγηση. Η εικόνα ως «άλλη γλώσσα», κι όχι ως μέσον για να εικονογραφήσει, με τη στενή, απλοϊκή έννοια τον λογοτεχνικό λόγο. Πολλές φορές, ιδίως στον μοντέρνο, αφαιρετικό κινηματογράφο, αυτά τα δύο στοιχεία, εικόνα και λόγος, «παίζουν», δηλαδή «συνομιλούν» μεταξύ τους, ιδίως όταν π.χ. κομμάτια ολόκληρα λόγου από ένα βιβλίο δίνονται σε μια σκηνή ταινίας χωρίς ν’ ακουστεί λέξη. Ή ορισμένες σκηνές δίνονται περισσότερο –ή σχεδόν μόνον‒, με τον λόγο, η εικόνα είναι απλά ένα χαλί. Είναι ενδιαφέροντες τρόποι, που δεν τους βρίσκουμε στις συμβατικές, τηλεοπτικές σειρές, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.
Σκηνή από την ταινία ''Κοράκια ή το Παράπονο του νεκροθάφτη'' 1991, βασισμένη στο διήγημα του Εμμ. Ροίδη.


Δύο πρόσωπα που φαίνεται να σας απασχολούν και να μελετάτε με τη γραφή σας, κινηματογραφική ή λογοτεχνική, είναι ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο Κώστας Ταχτσής. Ποιος από τους δύο σάς δυσκόλεψε στην απόδοσή του και πώς αποδίδεται καλύτερα ένα υπαρκτό πρόσωπο, στην οθόνη ή στο χαρτί;
Πράγματι. Έχετε ακούσει αυτό που λένε μερικοί; «Ταχτσής, Λαπαθιώτης και Τάκης Σπετσιώτης». Ασχολήθηκα περισσότερο μ’ αυτούς τους δύο, απλώς γιατί μού πήγαιναν, φαίνεται, ιδιοσυγκρασιακά, αλλά και γιατί ήταν οι μεγάλοι Αμφιλεγόμενοι της εποχής που εγώ άρχισα να διαβάζω κάπως πιο συστηματικά, στα τέλη του ’60, αρχές του ’70. Ο Λαπαθιώτης είχε εκδοθεί το ’64 σ’ έναν ελκυστικό τόμο απ’ τον Δικταίο και τον Φέξη. Τα ποιήματά του. Στο μεταξύ τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του, πούχε βρει ο Δικταίος απ’ τον φίλο του Λαπαθιώτη Κώστα Χριστοδούλου, είχαν πουληθεί σε κάποιον Παπανδρέου, που κυνήγησε νομικά τον Δικταίο, σέρνοντάς τον στα δικαστήρια, συνεπικουρούμενος κι από άλλους που κατέθεσαν ότι η έκδοση ήταν άσεμνη, λόγω κάποιων σκίτσων ανδρικών γυμνών του Δ. Μεζίκη που την κοσμούσαν. Η έκδοση αποσύρθηκε, κάποια αντίτυπα πουλούσε ο Λαδιάς στα παλαιοβιβλιοπωλεία του, εκεί την βρήκα, τυχαία και, με την πιπεράτη εισαγωγή του Δικταίου που περιέγραφε τον Λαπαθιώτη ως προπολεμικό νυχτόβιο, γοητεύτηκα. Όταν ζεις στην περιορισμένη επαρχία, με τα κατηχητικά, τα «κοινωνικά πρέπει», την ασφυξία, ώρες-ώρες, μιας διατεταγμένης ζωής, η ζωή στην αμαρτία του αθηναϊκού κέντρου δεν μπορεί παρά, ως έφηβο, να σε σαγηνεύσει. Ο Καβάφης είχε αρχίσει διεθνώς ν’ αναγνωρίζεται απ’ το πνευματικό κατεστημένο, κι εξάλλου οι επίσημες πληροφορίες για τη ζωή του δεν έδιναν λαβές για να τον δεις ως queer personality. Όπως, ας πούμε, τον Ταχτσή, που τότε που ήρθα εγώ στην Αθήνα, το ’71, είχαν κυκλοφορήσει τρία βιβλία του το Τρίτο Στεφάνι, τα Ρέστα, το Καφενείο το Βυζάντιο, παράλληλα με κάποιους ψιθύρους για τη νυχτερινή του ζωή: «Ξέρεις, ε; Ο Ταχτσής στη Συγγρού, τη νύχτα, με φούστα… Α!» Τον γνώρισα στα 1974. Άρχισα ν’ ασχολούμαι παράλληλα σχεδόν και με τους δύο. Ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ 1, στη σειρά «Οι Ποιητές μας», για τον Λαπαθιώτη, σενάριο για τηλεταινία πάνω σε διήγημα του Ταχτσή. Ο Ταχτσής, τότε, το 1983, περνούσε μια πολύ δύσκολη φάση. Είχε αποτύχει να γίνει ταινία το Στεφάνι του, μεγάλη διεθνής συμπαραγωγή, τούχαν κηρύξει τον πόλεμο κάποιες τραβεστί, πού να καθόταν ν’ ακούσει εμένα, πιτσιρικά, και το σενάριό μου; Έκλαιγε, έβριζε, τα γράφω στο βιβλίο μου γι’ αυτόν. Ο Λαπαθιώτης, νεκρός, ήδη σαράντα χρόνια από τότε, ήταν πιο εύκολος για να τον χειριστείς βιογραφικά. Να βάλεις τις μαρτυρίες των άλλων για εκείνον σε μια δομή, παράλληλα με κάποιες πληροφορίες από μια απόπειρα αυτοβιογραφίας του. Να τα δεις από απόσταση, να κάνεις τη σύνθεση ενός κόσμου και τη σκιαγραφία ενός πορτραίτου. Έτσι έγινε η μεγάλου μήκους ταινία μου Μετέωρο και Σκιά, το 1985.
Ο Τάκης Σπετσιώτης στα 1979




Η κοινή αφετηρία και των δυο δημιουργιών σας το λευκό ‒της ταινίας στην οθόνη και του βιβλίου στο χαρτί. Πώς ξαναζούν αυτοί οι άνθρωποι, εάν ξαναζούν και είναι οι ίδιοι ή περσόνες που δημιουργήσατε πάνω στη σκιά τους που «μετεωρίζεται πάνω στο λευκό»;
Α, ποτέ δεν ξαναζούν ακριβώς οι ίδιοι οι άνθρωποι, είτε στο λευκό της οθόνης είτε στο λευκό της σελίδας. Ακόμη κι αν τα γραπτά μας ή οι ταινίες μας εμπνέονται από υπαρκτά πρόσωπα, της πραγματικής ζωής, οι ήρωες των ταινιών και των βιβλίων μας έχουν μια δική τους αυτόνομη ζωή και ποτέ δεν ταυτίζονται εντελώς με τους πραγματικούς. Κι είναι φυσικό. Καμιά γραφή δεν μπορεί να συλλάβει όλο το «γίγνεσθαι», κάποιες πλευρές του μόνο μπορεί ν’ αποδώσει.
Αυτές που εξυπηρετούν την κοσμοθεωρία και την αισθητική του δημιουργού. Γι’ αυτό και γελούσα ανέκαθεν με μερικούς χαζούς που, απλοϊκά, ταυτίζονταν τόσο με ήρωες βιβλίων κι έλεγαν θυμωμένοι (συμβαίνει πάντα, μέχρι και στο φέισμπουκ αυτό): «A! Για μένα τόγραψες αυτό! Θα σε πάω στο δικαστήριο!»

   Ο Τάκης Σπετσιώτης στα γυρίσματα  της ταινίας ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991.


Παρατηρώ ότι στο έργο σας περνάτε από το εσωτερικό τοπίο, τον ψυχισμό, στο οποίο διαχέεται ένας ιδιότυπος ρομαντισμός, σε μια τοπιογραφία της πόλης των Αθηνών που κι αυτή δίνεται με μια νοσταλγική διάθεση, σχεδόν μπωντλεριανού ύφους, καθιστώντας την πόλη ισότιμο πρωταγωνιστή δίπλα στους ήρωές σας. Η Αθήνα ως πόλη πόσο σας καθόρισε; Θελήσατε ποτέ να την εγκαταλείψετε;
Πολύ σωστή η παρατήρησή σας που αναφέρει ότι συνδέεται το εσωτερικό τοπίο των ηρώων μου με το τοπίο της πόλεως των Αθηνών, ναι, με νοσταλγική διάθεση, όπως λέτε, μπωντλαιριανού ύφους. Είναι, βλέπετε, πλάνητες οι ήρωές μου. Ο δανδής ομοφυλόφιλος και χασισοπότης ποιητής του Μεσοπολέμου, ο τραβεστί νυχτόβιος συγγραφέας της δεκαετίας του ’70. Το τοπίο παύει να είναι απλά ντεκόρ, a natural setting. Γίνεται, μ’ έναν τρόπο εννοιολογικό, μέρος της δομής της ταινίας. Κοιτάζεται είτε από τη ματιά την δική μου, τα τοπία των Αθηνών που αγαπώ και όπου, από την εποχή των γυρισμάτων των ταινιών μου, κατοικώ συνειδητά –το Γκάζι, το Θησείο, τα Πετράλωνα. Είτε από τη ματιά του ήρωα της ταινίας, τον Λαπαθιώτη, που, τριγυρνώντας, κοιτάζει την Αθήνα και ως αρχιτεκτονική –τα κτήριά της, τους καφενέδες, τα μνημεία της‒, αλλά και ως ανθρωπολογικό περιεχόμενο, κυρίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή που η πόλη είχε γεμίσει πρόσφυγες, ρεμπέτες κ.λπ. Ένας παλιός σκηνοθέτης, δεν ζει πια, ο Κώστας Σφήκας, όταν τούχα πει ότι ετοιμάζω μια ταινία για τον Λαπαθιώτη μούχε πει: «Ωραίο θέμα! Ο Λαπαθιώτης είναι όλος ο προπολεμικός κόσμος!» Κι αν έβαζα έναν επεξηγηματικό επίτιτλο κάτω απ’ τον τίτλο Μετέωρο και Σκιά, θα ήταν «Ο κόσμος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Αυτό ήθελα να δείξω. Τον αντικαθρεφτισμό της κοινωνίας πάνω στον ήρωα και αντίστροφα. Κι όχι να κάνω ένα σενάριο, μια σκηνοθεσία με μια συνήθη πλοκή, συγκρούσεις χαρακτήρων κ.λπ. Ακολούθησα μια δομή φιλοσοφική. Μαθαίνεις για τον Λαπαθιώτη απ’ τις μαρτυρίες και τις νεκρολογίες των συνομιλητών του. Όπως για τον Σωκράτη στο πλατωνικό Συμπόσιο μεσ’ απ’ τους λόγους του Αγάθωνα, του Αριστοφάνη κ.λπ. Στο βιβλίο Ταχτσής ‒ Δεν ντρέπομαι πάλι, περιγράφω χώρους της νυχτερινής περιπλάνησης του Ταχτσή, όπως η οδός Αθηνάς, η κεντρική αγορά κ.λπ., όπου τον είχα συναντήσει ο ίδιος. Ή περιοχές της παιδικής του ηλικίας. Στενά δρομάκια πίσω απ’ τον σταθμό Πελοποννήσου, ταπεινά σπίτια στο Μεταξουργείο που δεν υπάρχουν πιά. Ζω σαρανταπέντε χρόνια στην Αθήνα, είμαι και –αυτό που λένε‒ «παιδί της πόλης». Παρ’ όλο που δεν «ενσωματώθηκα» στην κοινωνική και κοσμική, κυρίως, ζωή της, εδώ έζησα, εδώ έκανα τις δουλειές μου. Γιατί να την εγκαταλείψω; Πού να πάω;

   Μετέωρο και Σκιά'', βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη,1985, στον νυχτερινό σταθμό Θησείου, Τάκης Μόσχος- Γιάννης Παλαμιώτης στο ρόλο του Μήτσου Παπανικολάου


Πώς θα ορίζατε τον λογοτεχνικό κανόνα; Υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία, λογοτεχνία των gay, λαϊκή λογοτεχνία, παραλογοτεχνία, λογοτεχνία των εργατών ή δεν ξέρω τι άλλο ή όλα αυτά είναι δημιουργήματα της κυρίαρχης εξουσίας των Μ.Μ.Ε. και της κατασκευασμένης γλώσσας επικοινωνίας τους;
Υπάρχει Λογοτεχνία, πρωτίστως. Πάνω απ’ όλα. Αυτό ξέρω εγώ. Τώρα, όλες αυτές οι υποδιαιρέσεις είναι δημιουργήματα, ως ένα βαθμό, και μόδες. Εντάξει, κάποια χαρακτηριστικά ισχύουν. Όπως έλεγε κι ο αυτοκράτωρ Ναπολέων λ.χ., οι γυναίκες γράφουν ή διαβάζουν κυρίως μυθιστορήματα. Οι άντρες ιστορία. Μερικές φορές τα χαρακτηριστικά αυτά υπερβάλλουν, οι εξαιρέσεις μετρούν. Γράφουν τόσα μυθιστορήματα οι γυναίκες συγγραφείς, αλλά ένα Τρίτο στεφάνι λ.χ. με κύριες ηρωίδες δυο τόσο χαρακτηριστικές γυναίκες Ελληνίδες, τη Νίνα και την Εκάβη, από άντρα γράφτηκε. Ίσως γιατί ένας άντρας βλέπει τις γυναίκες από κάποια απόσταση.

                   Σκηνή από το ''Μετέωρο και Σκιά'', βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, 1985


Πόσο αντέχει η ελληνική κοινωνία το διαφορετικό και ποιος είναι ο λόγος που στην Ελλάδα ανθούν τα κουτσομπολιά εις βάρος της δημιουργίας;
Είμαστε συντηρητική κοινωνία. Χωριό. Το σχολιάκι μας για κάτι διαφορετικό θα το κάνουμε, ακόμη κι οι πιο «καλλιεργημένοι». Κακοήθειες και μικρότητες δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αλλά άνθρωποι επιπέδου δεν θέλω να λένε τίποτα χαμερπές για δημιουργούς επιπέδου.
Σκηνή από την ταινία ''Μετέωρο και Σκιά'' του Τ. Σπετσιώτη,βιογραφία Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με τον Τάκη Μόσχο στον ρόλο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη


Τι είδους «κρεβάτι» είναι η ελληνική κοινωνία για να κάνω λογοπαίγνιο με τον τίτλο του βιβλίου σας Το άλλο κρεβάτι;
Ο Έλληνας, παρότι φορέας του χριστιανισμού, παρέμεινε και λίγο ειδωλολάτρης. Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι. Πρόθυμος, διαθέσιμος, αρκεί να μην ξέρει τίποτα ο γείτονας.
   Σκηνή από το ''Εις το φως της ημέρας'' ,βασισμένη στο διήγημα του Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ, Γιώργος Κέντρος, 1987

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο λογοτεχνίας που αγαπήσατε;
Είχα διαβάσει πολύ, από παιδί. Κι εξακολουθώ να διαβάζω. Είμαι βιβλιόφιλος και συλλέκτης παλαιών βιβλίων, εκδόσεων τέχνης. Δεν τσιγγουνεύομαι χρήματα για βιβλία. Πολλά βιβλία έχω, κατά καιρούς, αγαπήσει. Το βιβλίο, ωστόσο, που με βοήθησε να βρω την προσωπική μου έκφραση στο γράψιμο, όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονώ, ήταν η συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα του Ταχτσή. Μιλούσε για ένα θέμα που με απασχολούσε εκείνη την εποχή, για πρώτη φορά, στα ελληνικά χρονικά: την σεξουαλικότητα των παιδιών και των εφήβων. Αποκαλυπτικός, βέβαια, ήταν ο τρόπος που μιλούσε: εν μέρει διηγούμενος, εν μέρει αυτοαναλυόμενος:
«Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει –πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε;» Και παρακάτω:
  Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, από αριστερά Γιώργος Μωρόγιαννης και Γιώργος Χαραλαμπίδης

«Κάθε φορά που, για να γράψω κάτι, αντλώ από προσωπικές εμπειρίες, δε λέω ποτέ ολόκληρη την αλήθεια». Αυτό το μισο-αφηγηματικό, μισο-δοκιμιακό στυλ καθόρισε το είδος μου. Παράλληλα με τις μικρού μήκους μου, δημοσίευσα στα 1978 και το πρώτο μου, πιο ώριμο γραφτό, το διήγημα «Μια φιλία», σ’ ένα βραχύβιο περιοδικό ενός μόνο τεύχους, την Καμπύλη. Το αναφέρω γιατί συχνά σκέφτομαι ότι όλη μου την μετέπειτα κύρια πορεία περιγράφουν αυτές μου οι τρεις πρώτες νεανικές κινήσεις της εποχής 1976-1978. Δυο μικρού μήκους ταινιούλες –η δεύτερη κόπηκε απ’ τη λογοκρισία‒, κι ένα διήγημα, κρυφά δημοσιευμένο με τ’ αρχικά μου Τάκης Σπ. γιατί υπηρετούσα τότε τη θητεία μου στο ναυτικό ‒πού να μιλούσα απροκάλυπτα για παιδική σεξουαλικότητα; Πού τα έφτασα αυτά μου τα νεανικά εγχειρήματα στα επόμενα δημιουργικά μου χρόνια; Στις δύο πιο κύριες ταινίες μου Μετέωρο και Σκιά1985, Κοράκια 1991, και στο Δελτίον ταυτότητος 2003, ένα κομμένο απ’ το κέντρο κινηματογράφου σενάριο του 1995, παρότι χρηματοδοτημένο απ’ το European Script Fund, που εξέδωσε σε μυθιστόρημα η «Άγρα» το 2003 και –το κυριότερο‒ που βασιζόταν, εμπλουτισμένο και συμπληρωμένο, στο νεανικό μου αυτό «κρυφό» διήγημα του 1978. Τρεις εξαετίες απ’ τη ζωή μου, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα μου δημιουργήματα που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν.
   Σκηνή από τα''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' ,βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ

Ανασύρετε, πολλές φορές, και δημοσιεύετε στα ΚΜΔ ξεχασμένους ποιητές τους λεγόμενους ελάσσονες. Θα μπορούσε να βρει κάποιος μέσα στα ποιήματά τους μια Ελλάδα που πνίγηκε κάτω από το μπετόν και τη σκόνη της σύγχρονης ανάπτυξης. Εάν ξύσει κάποιος την πατίνα του χρόνου τι θα μπορούσε να βρει από κάτω;

Δεν είμαι εγώ πάντα που ανασύρω λησμονημένους ποιητές του Μεσοπολέμου στα ΚΜΔ, όπως λέτε. Έχουν γίνει σχετικά της μόδας τα τελευταία χρόνια, έννοια σου, και ανασύρονται από μόνοι τους, ανασύροντας παράλληλα κι εμένα που ασχολήθηκα απ’ τους πρώτους μ’ Εκείνους, επειδή προέβλεψα ότι ήταν συγχρόνου ενδιαφέροντος και η ποίησή τους και η στάση της ζωής τους. Η συγχωρεμένη Νανά Ησαΐα μού είπε κάποτε, το 1993: «Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον σου για τον Λαπαθιώτη ή την Πολυδούρη. Μ’ αυτούς τους ποιητές ζεις, καθημερινά, περισσότερο…». Η Χριστίνα Ντουνιά μού ανέθεσε να μιλήσω για την ποίηση και την πεζογραφία της Πολυδούρη σε δύο τόμους, στην νέα έκδοση της «Εστίας», όπου έκανε την επιμέλεια κι έγραψε ενδιαφέροντα επίμετρα. Ο Τάσος Ψαρράς, επίσης. Μου παρήγγειλε ένα επεισόδιο για τον Λαπαθιώτη στην τηλεοπτική σειρά «Εποχές και συγγραφείς». Κι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, στα λαϊκότερα τηλεοπτικά «Στέκια» του, αφιέρωσε ένα επεισόδιο στα «Φιλολογικά Καφενεία» του Μεσοπολέμου της Αθήνας και με κάλεσε να μιλήσω, ως σκηνοθέτης και μελετητής. Έχει αρχίσει να δίνεται το ειδικό βάρος που τού αξίζει στον Μεσοπόλεμο κι οι ποιητές του να μην αντιμετωπίζονται πλέον μόνον ως οι «παρακμίες», οι «παραστρατημένοι» και τα λοιπά κλισέ, αλλά ως ποιητές και αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι. Κι όλο αυτό δείχνει πόσο επίκαιροι παραμένουν και στην εποχή μας. Είναι κι η εποχή μας αντιηρωική, η ρευστότητα κι η αβεβαιότητα βασιλεύουν, ξεκινώντας από αυτή την δύσκολη κοινωνικοπολιτική και οικονομική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κάθε άλλο παρά για ηρωισμούς και παχιά λόγια στην Τέχνη, προσφέρεται η εποχή μας. Έτσι, οι ποιητές αυτοί, της χαμηλόφωνης αμφισβήτησης, κερδίζουν καθημερινά έδαφος συνεχώς.

  Σκηνή από τα "Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'', βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991Γιώργος Μωρόγιαννης, όρθιος δεξιά Τάκης Μόσχος


Ποια ήταν η Πολυδούρη και γιατί ασχοληθήκατε μαζί της; Θα υπήρχε η Πολυδούρη εάν δεν υπήρχε ο Καρυωτάκης; Έρωτας ή θάνατος;
Είχα διαβάσει τα Άπαντα της Πολυδούρη απ’ τα χρόνια του ’60, στην έκδοση της Λιλής Ζωγράφου απ’ την «Εστία». Θα επηρεάστηκε απ’ ό,τι μπορώ να υποθέσω κι απ’ τον φίλο της Καρυωτάκη η Μαρία, αλλά, δεν ήταν μόνον ο Καρυωτάκης που πολλοί τον θέλουν αρχηγό, τον ένα και μοναδικό. Ήταν ένα γενικότερο κλίμα κοινωνικο-αισθητικό που επηρέασε αυτούς τους ποιητές κι ο καθένας τους απέδωσε, στο έργο του, τις διάφορες αποχρώσεις του γενικότερου αυτού κλίματος, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του. Εγώ ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι στην ποιητική τεχνοτροπία η Πολυδούρη δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου απ’ τον Καρυωτάκη. Η ρομαντική θεματολογία της, του έρωτα και του θανάτου, δεν τής επέτρεψε ποτέ τη σάτιρα ή την ειρωνεία μέσα στην ποιητική γραφή της. Τη σάτιρα την κράτησε για την πεζογραφία της, το Ρομάντσο, που, αν και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της, είχε γραφτεί πριν από τις Σάτιρες που έκαναν διάσημο τον Καρυωτάκη. Αν θάλεγα ότι κάποιον απηχεί στις μουσικές Τρίλλιες της, αυτός είναι περισσότερο ο Σολωμός.
   Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991


Η Ελλάδα του 2016 θα μπορούσε να γίνει θέμα ταινίας;
Δεν κάνω πια ταινίες εδώ και πολλά χρόνια και δεν αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε ν’ αποτελέσει θέμα σεναρίου. Ξέρω πάντως ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο, μ’ όλη αυτή την πληροφόρηση, την εικόνα να ξεχειλίζει από παντού σήμερα, απ’ τους υπολογιστές ως τα κινητά, να συλλάβει κανείς την όλο και πιο ρευστή καθημερινότητα και να της δώσει μορφή. Δεν είναι η επικαιρότητα που μετράει σε κανενός είδους σύνθεση, είναι η αλήθεια.
Σκηνή από την ταινία ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' του Τ. Σπετσιώτη, βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, 1991


Πώς θα απαντούσατε στο ερώτημα πολιτισμός ή βαρβαρότητα το οποίο τίθεται ποικιλοτρόπως με διάφορες μορφές όπως μέσα στην Ευρώπη ή έξω από την Ευρώπη;
Α! καλά! Αξεδιάλυτες έννοιες! Σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Άπειρες φορές επικαλούνται –και μάλιστα με υποκρισία‒ τον Πολιτισμό αληθινοί Βάρβαροι, από κάθε άποψη. Ενώ τόσοι «πολιτισμένοι» σε απόγνωση φωνάζουν: «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτή ήταν μια κάποια λύσις».
                                    Σκηνή  απ' την ταινία Στην αναπαυτική μεριά 1981


Υπάρχει σήμερα ελληνικός κινηματογράφος;
Πρέπει με ειλικρίνεια να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Δεν ασχολούμαι με τον κινηματογράφο εδώ κι είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια. Σπάνια πηγαίνω, ακόμη και στα θερινά. Το καλοκαίρι που μόλις πέρασε δεν πήγα ούτε μια φορά. Παρόλο που, ως σκηνοθέτης κινηματογράφου, δούλεψα δυο επταετίες, 1981-1995, με αυταπάρνηση και φιλότιμο, γρήγορα απομακρύνθηκα, στην αρχή πολύ πικραμένος. Κάποιοι απ’ το σινάφι με καλούν σε προβολές ταινιών τους, άλλοτε πηγαίνω, συχνότερα όχι. Τώρα που βλέπω το πράγμα από απόσταση, δίνω και μια εξήγηση που συμπεραίνει ότι, πιθανόν, και η ευρύτητα των ενδιαφερόντων μου ‒η λογοτεχνία, η έρευνα, η μελέτη, η δοκιμιογραφία‒ να μη με άφησαν να περιοριστώ στο δυσβάσταχτο –από τη μεριά της παραγωγής‒ έργο της σκηνοθεσίας κινηματογραφικών ταινιών –αυτό το «χτικιό». Γιατί εγώ αυτά τα λεγόμενα κάποιων δημιουργών ότι «ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος ζωής», δεν τα πολυκαταλαβαίνω. Η ζωή, ακόμη και με την απλή καθημερινότητα, είναι σπουδαία, απείρως μεγαλύτερη υπόθεση από μια ταινία, και, προσωπικά, δεν θα πεθάνω σε κανένα γύρισμα ταινίας ‒τέτοιος τρόπος ζωής να μου λείπει. Άλλωστε, απ’ τα νιάτα μου, όταν σπούδαζα, είδα τον κινηματογράφο αδιαχώριστο απ’ τη λογοτεχνία, το βιβλίο γενικότερα, αλλά και τις άλλες τέχνες, π.χ. τα εικαστικά. Δεν υπήρχε οργανωμένη κινηματογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα, κάποιοι Ευρωπαίοι, τελευταίοι δημιουργοί, έπνεαν τα λοίσθια. Έμαθα πράγματα περισσότερο από καλλιτέχνες και διανοούμενους που προσέγγιζαν παράλληλα καιτον κινηματογράφο από άλλους δρόμους, συνέτεινε, βλέπεις, και το θέμα της παραγωγής. Αφού λοιπόν δεν είχα πίσω μου ‒και κατά τα φαινόμενα‒ δεν θα είχα ποτέ την Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ για να παράξει τις ταινίες μου, στρεφόμουν να δω τι κατόρθωναν σκηνοθέτες που έκαναν ταινίες περισσότερο με το «πνεύμα» –ας το πω έτσι‒ παρά με το χρήμα. Μια συγγραφέας και σεναριογράφος, η Ντυράς, και το γοητευτικό Ιndia Song της. Ένα εικαστικό ντουέτο, οι Gilbert and George, που στη δεκαετία του 70 τύπωναν ιδιαιτέρως καλλιτεχνικά βιβλία με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους μέσα και δίπλα τα λυρικά τους κείμενα, κι όλο αυτό έγινε και «ζωντανό» μετά, με εικόνες και λόγο και μουσική, καταλήγοντας σε μια ταινία τους, ιδιότυπο ντοκιμαντερ της ζωής τους και της Αγγλίας επί Θάτσερ κ.λπ. Συμπέρασμα; Για μένα, από μόνος του, στη σημερινή, κρίσιμη οικονομικά εποχή, ο κινηματογράφος δεν αρκεί. Έτσι, θα πάω και σε μια ημερίδα να μιλήσω π.χ. για έναν ποιητή που τη ζωή του έκανα, πιτσιρικάς, ταινία –ελπίζω, όχι ανεγκέφαλα, αλλά με κάποιο βάθος. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Καλούμαι κι επειδή συνέγραψα γι’ αυτόν, αργότερα, μια μελέτη. Έκανα ταινία το διήγημα του Ροΐδη το «Παράπονο του νεκροθάφτη» με τίτλο Κοράκιατο 1991, μού παραγγέλουν και μια σκηνοθεσία το 1999 για το θέατρο, της Ψυχολογίας Συριανού συζύγου. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, θα πεταχτώ κι ως τη Βιέννη, στη Βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής σχολής όπου προβάλλουν την τηλεταινία μου Εις το φως της ημέραςπάνω στο μοναδικό διήγημα του Καβάφη, τριάντα χρόνια μετά το γύρισμά της. Και πάει λέγοντας, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τώρα, μετά από όλη αυτή την τριβή, αν με καλέσουν να μιλήσω και για την Πολυδούρη, που δεν έκανα ο ίδιος ούτε ταινία, ούτε θέατρο, ούτε σήριαλ αλλά κάποιοι άλλοι, γιατί να μην πάω, αν η παρέα είναι καλή ‒εκεί θα κολλήσουμε; Έτσι λοιπόν τον καταλαβαίνω εγώ πια τον κινηματογράφο. Σαν μέρος κι αυτόν, της όλης ελληνικής και όχι μόνο, κουλτούρας και ζωής. Όχι σαν προβληματική οικονομικά επιχείρηση ή ειδίκευση, και περιορισμό. Εξαθλίωση της οντότητας του δημιουργού προκειμένου να πάρει τα φράγκα απ’ τον παραγωγό. Και πώς να το κάνουμε; Οι κριτικές για τις ταινίες σου που, ξαφνικά, δέχεσαι τριάντα χρόνια μετά από πανεπιστημιακούς του εξωτερικού ή της Ελλάδας που δεν γνωρίζεις, και που σε βρίσκουν ακόμη και μέσω μέιλ ή φεισμπουκ, είναι απείρως ανώτερες, και μερικές φορές brilliant, από τις κριτικές- ρεπορτάζ πούχαν γράψει πρόχειρα οι ειδικευμένοι στο σινεμά ‒υποτίθεται‒ κριτικοί των εφημερίδων και που έκτοτε δεν ξαναασχολήθηκαν.
Απόκομμα από την γερμανική εφημερίδα ''Χάντελμπλαστ'' (άνοιξη 1978) για την ταινία ''Καλλονή'' 1977 του Τάκη Σπετσιώτη, μετά από προβολή της σε διεθνές αντεργκράουντ φεστιβάλ


Ποιο βιβλίο θα χαρίζατε σε έναν άνθρωπο που αγαπάτε και ποιο σε έναν άνθρωπο που αντιπαθείτε;
Θα πρόσφερα και στους δύο ένα βιβλίο που αγαπώ εγώ. Και θα τους εξηγούσα γιατί το αγάπησα.

   Σκηνή από τα ''Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' βασισμένη στο διήγημα του ΕΜΜ ΡΟΙΔΗ, από αριστερά Γιώργος Μωρόγιαννης και Γιώργος Χαραλαμπίδης

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Τις φωτογραφίες από τις ταινίες του παραχώρησε ο σκηνοθέτης στην κ. Χρυσίνα.]

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

"ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ




Ενώ προχωρούσε ο Σεπτέμβρης, κι ιδίως αν ψύχραινε και κάπως ο καιρός, συναντιόταν, νοερά, συχνά μ' εκείνον τον Σεπτέμβρη του '71. Βρισκόταν στο πλοίο για τον Πειραιά, μόνος χαζεύοντας τα κύματα, ονειροπολώντας τη δική του τη ζωή με φράσεις από ξένα, εφηβικά τραγούδια σε πεζό ρυθμό:
''Tώρα η πόλη σε καλεί από καιρό. Το όνειρο. Το δέος. Η άγνωστη πόλη. Οι κλειστές θύρες.Οι άνθρωποι που όλο τρέχουν, που σ' αφήνουν μόνο...'' 
Βέβαια εκείνο το παράξενο διήγημα ''Ο ΄Αλλος", με το ίδιο θέμα, πού'χε δημοσιεύσει ο Υιός της Νύχτας σ' ένα μισοτριμμένο κατοχικό λαϊκό περιοδικό, δεν τό'ξερε ακόμη - χρόνια πολλά μετά τό'χε μαζέψει από ένα καρότσι του δρόμου. Κι από τότε που το διάβασε, πάντα συνέδεε (κυρίως όταν ήταν μελαγχολικός και σκοτισμένος), τα λόγια του με κείνον τον Σεπτέμβρη του '71, με τη δική του τη ζωή. 
Ο ένας, έλεγε το διήγημα, - Νάσος τ' όνομά του-, καθισμένος σ' ένα βαγόνι τραίνου ερχότανε στην πόλη απ' το χωριό του. Κι ο άλλος, καθιστός στο τραίνο, απέναντί του - ''δυο μάτια μόνο κουρασμένα και στεγνά, δυο μάτια ξέθωρα που, από τον τρόπο που κυττούσαν, φαίνονταν πως είχαν δει πολλά... ένας νέος με πρόσωπο στεγνό καθώς τα μάτια του-, ένας νέος δίχως ηλικία... Και τα μάτια του που τού μιλούσαν δίχως καν ο Νάσος να τα κυττάζει: 
''- Πού πας, πού πας μες στον μεγάλο κόσμο; Ο κόσμος είναι μια βαθειά, θανάσιμη παγίδα! Θα συμπαρασυρθής απ' τους τροχούς του και θα γίνης λυώμα, λυώμα, λυώμα! Γύρισε στον τόπο σου, στο ταπεινό σου σπίτι και κλείσε τα παράθυρα καλά...'' 

Τώρα, σαράντα τόσα χρόνια μετά απ' το φθινόπωρο εκείνο του '71, είχε δει κι αυτός πολλά : Σκιές που γλυστρούσαν κυνηγημένες απ' τη νύχτα τυλιγμένες στο σκοτάδι... στρατιώτες που περνούσαν... αεροπόρους μες στις φυλλωσιές των δέντρων... ναύτες κάτω από τις φωτεινές επιγραφές των κινηματογράφων... σκιές στην εκπλήρωση του πόθου μες στο σκοτάδι, όταν η πόλη πλημμύριζε από φως... σκιές παράνομης ύπαρξης.. κυνηγημένης κοινωνικής υπόστασης..., σκιές περιπολικών της Αστυνομίας στα δάση της πόλης και στις ύποπτες συνοικίες του λιμανιού. Και, ώρες -ώρες, κάτω από νυσταγμένα φεγγάρια, με το τραίνο απ' το σιδηροδρομικό σταθμό, κατάκοπος γυρίζοντας στο σπίτι, θαρρούσε - όταν ήταν κουρασμένος, κυρίως, απελπισμένος-, πως έβλεπε απέναντί του κείνα τα μάτια του διηγήματος ''Ο ΄Αλλος'', συλλογιζόμενος πώς κανείς δεν βγήκε ποτέ φευγάτος απ' το πορτραίτο της σκιάς, πάντα ήταν πολύ αργά, πάντα αντίθετα προς την ηθική τάξη, ενώ κείνα τα μάτια του άγνωστου νέου χωρίς ηλικία δεν έπαυαν ποτέ να του μιλούν : 

''-...βούλωσε τις χαραμάδες, μην έμπουν μέσα υποσχέσεις δολερές, της μακρυνής σειρήνας - της ζωής!'' Κύριε, Κύριε πότε η μέρα θα γίνει φωτεινή, κι ως πότε η νύχτα το σκοτάδι θα πολεμάει; - θυμότανε απ' τη πόλη τη μικρή, απ' την πατρίδα του μια προσευχή, σαν φυλαχτό να τον φυλάει.


Ο ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και εργάστηκε σε κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, ενώ κατά καιρούς δίδαξε σενάριο και σκηνοθεσία.

Ανάμεσα στις κυριότερες δουλειές του είναι οι ταινίες Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985, με θέμα τη ζωή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Α' Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας — από το 2000 κυκλοφορεί και σε DVD από την Water Bearer στις ΗΠΑ), Εις το φως της ημέρας (1986, τηλεταινία ΕΤ1 βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Κ.Π. Καβάφη), Κοράκια ή το παράπονο του νεκροθάφτη (1991, βασισμένη στο διήγημα «Το παράπονο του νεκροθάπτου» του Εμμ. Ροΐδη). Έχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει, επί­σης, ύστερα από παραγγελία, για το θέατρο το Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη (θέατρο Χυτήριο 1999-2001), το Ο μονόλογος του βασιλιά Λεοπόλδου του Μάρκ Τουέην (Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2003), κ.ά.

Με το γράψιμο ασχολείται από τα μαθη­τικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, αλλά βιβλίο του εξέδωσε για πρώτη φορά το 1996, ένα λογοτεχνικό χρονικό για τον Ταχτσή, το Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου (εκδόσεις Οδός Πανός), το οποίο επανεκδόθηκε αναθεωρημένο το 2006 με τίτλο Ταχτσής—Δεν ντρέπομαι από τις εκδόσεις «Πολύχρωμος Πλανήτης». Με τις εκδόσεις «Άγρα» συνεργάζεται από το 1999, έχοντας εκδώσει τα βιβλία Χαίρε Ναπολέων (1999, Δοκίμιο για την τέχνη του Ν. Λαπαθιώτη, 63 πεζά ποιήματά του, εικόνες του Α. Παπαδημητρίου), Δελτίον ταυτότητος — Γενικός αριθμός Θ 307136 (2003, μυθιστόρημα), Τριανδρίες και Σία (2007, Ιστορίες — Κείμενα) και Το άλλο κρεβάτι (2009, έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικό­νες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή).

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος συζητά για το ‘Οχιναιλέγοντας’ με τον Τάκη Σπετσιώτη



Με τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο είχαμε συναντηθεί πριν χρόνια στην ΑΓΡΑ. Τον περασμένο μήνα -κι ενώ ο ‘Σιμιγδαλένιος’ του παιζότανε ακόμα στο Εθνικό· συνέχεια απ’ το Σεπτέμβρη- μου έστειλε ένα email μ’ ένα παράξενο εξώφυλλο· hayirevet diyerek. Ήταν η τουρκική έκδοση του ‘οχιναιλέγοντας’(εκδ. Ίκαρος’)που μόλις κυκλοφόρησε στη Γείτονα. Κι έτσι βρέθηκε η αφορμή να συναντηθούμε πάλι, στο μικρό γραφείο του -που το ’χει φτιάξει με τα χέρια του όλο- κουβεντιάζοντας ήσυχα κι απλά, κάπου στη Δεξαμενή.
Τάκης Σπετσιώτης.     


Τ.Σ: Αλέξανδρε, σε πρωτογνωρίσαμε απ’ τις μικρές ιστορίες ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, το 1991. Σχεδόν αμέσως μετά, το 1993, εμφάνισες το θεατρικό σου ‘Ο Σιμιγδαλένιος’. Στη σχετικά λιγοστή δημοσιευμένη παραγωγή σου, αυτό το διπλό μοντέλο επαναλήφθηκε: ‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα, το 1999 και ‘Οχιναιλέγοντας’, θεατρικό, το 2011. Πώς θα όριζες τον εαυτό σου ως συγγραφέα;

Α.Α: Κάπως έτσι· πολύ χοντρικά όμως. Γιατί αφήνεις έξω -πέρ’ από κάποια άλλα- τις μεταφράσεις που έχω κάνει, το λιμπρέτο των ‘Δαιμονισμένων’ που ανέβηκε στη Λυρική και ‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ που είναι ένα Ηθιστόρημα του ταξιδιού μου στην Ινδία.
Δεν ξέρω πώς θα όριζα τον εαυτό μου ως συγγραφέα. Με οδηγεί η ζωντάνια και η αλήθεια αυτού που θέλω να βγάλω από μέσα μου, χωρίς να μπαίνουν στη μέση μόδες, διάφορες τάσεις, ούτε κανένας υπολογισμός. Μ’ ενδιαφέρει μόνο, η λιτή, κυριολεκτική, έκφραση αυτού που νοιώθω, να πάει ατόφια στον αναγνώστη. Αν στο έργο υπάρχουν μόνο  πρόσωπα που μιλούν μεταξύ τους· τότε γίνεται θέατρο. Αν όχι, τότε γίνεται κάτι άλλο· ένα διήγημα. Αλλά και πάλι· δεν κωλύομαι διόλου στο θέατρο να γράψω ποιητικά· με στίχο και με ρίμα. Όσο κι αν ξέρω πως αυτό μοιάζει παλιομοδίτικο κι εντελώς ξεπερασμένο. Δεν το νοιώθω καθόλου έτσι. Η πραγματικότητα άλλωστε, μου έχει αποδείξει ακριβώς το αντίθετο.

Τ.Σ: Και το διπλό μοντέλο που επισήμανα;

Α.Α: Σωστά το επισήμανες, αλλά δεν είχα προγραμματίσει κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω να προγραμματίζω τα αισθήματά μου. Τα διηγήματα που λέω ‘Ψέματα’, σέρνονταν μέσα μου πολλά χρόνια· οπότε εύκολα μπορεί να δει κανείς τα ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ σαν πρώτο μέρος και λίγο μετά, η συνέχειά τους· τα ‘Ψέματα πάλι’. Το ίδιο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς και με τα θεατρικά: Το ‘οχιναιλέγοντας’ τώρα και ο ‘Σιμιγδαλένιος’ χρόνια πριν· που φυσικά -να το ξαναπώ εδώ- δεν είναι διόλου παραμύθι για παιδιά, όπως, τελείως ανόητα, νόμισαν κάποιοι.

Τ.Σ: Ψάχνοντας αφορμή για να μιλήσουμε, σχεδιάζοντας να επικεντρωθούμε στο ‘οχιναιλέγοντας’ θυμάμαι· γιατί εντυπωσιάστηκα, που μου ’γραψες σ’ ένα email, για τον ‘Σιμιγδαλένιο’ σου που παιζότανε στο Εθνικό πως· «δεν χρειάζεται να πας να δεις την παράσταση». Ένιωσα μιαν αγαλλίαση, μιαν αναγέννηση της σκέψης! Πως να το πω; Ο θρίαμβος της αυτονόμησης του θεατρικού έργου απ’ τη σκηνή· της αυτονόμησης του κειμένου από τον σκηνοθέτη.

Α.Α: Χαίρομαι που το ακούω αυτό και νοιώθω αγαλλίαση κι εγώ με τη σειρά μου! Ευκαιρία να το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: Φυσικά το κείμενο λειτουργεί μόνο του, είναι αυτόνομο. Κι όσο καλύτερο, πιο δυνατό, πιο αληθινό είναι το κείμενο, τόσο περισσότερο αυτόνομο γίνεται και δεν έχει ανάγκη τον σκηνοθέτη. Θέλω να πω, κάποιον συγκεκριμένο σκηνοθέτη· γιατί σίγουρα θα βρεθεί κάποιος άλλος να το σκηνοθετήσει. Το κείμενο υπάρχει· ανεξάρτητα απ’ τα θέλω, τους πειραματισμούς και τις φιλοδοξίες του κάθε σκηνοθέτη. Είναι καιρός πια να σταματήσει αυτή ιστορία, που κρύβει πολλά. Προφανώς, η ‘ματιά’, η ‘πινελιά’, η ‘άποψη’ του σκηνοθέτη, είν’ απολύτως θεμιτές κι αναμενόμενες. Η μαστοριά του, η γνώση, η τρέλα, η μεγαλοφυΐα του ίσως, φυσικά και είναι καλοδεχούμενες. Εντός κειμένου όμως· όχι έξω απ’ αυτό.  Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο σκηνοθέτης υπηρετεί το κείμενο. Απ’ τη στιγμή όμως που θέλει να ξεφύγει και να εκφραστεί έξω απ’ το κείμενο -αγνοώντας το, διαστρεβλώνοντάς το, αλλοιώνοντάς το- δεν έχει παρά ν’ αφήσει το συγκεκριμένο έργο και να γράψει, ελεύθερα, ένα δικό του, ακριβώς όπως το θέλει εκείνος· αν μπορεί.

Τ.Σ: Είσαι πολύ σαφής!

Α.Α: Να γίνω ακόμα σαφέστερος: Κάθε μαέστρος περνάει στο κοινό τη δικιά του άποψη διευθύνοντας ένα έργο με μια συμφωνική ορχήστρα. Ας πούμε την 9η του Μπετόβεν. Καμιά Ενάτη δεν είναι ίδια με την άλλη. Κάθε μαέστρος δίνει τη δική του ερμηνεία. Κανένας μαέστρος όμως δε διανοήθηκε ποτέ ν’ αλλοιώσει ούτε μια νότα απ’ την παρτιτούρα του Μπετόβεν. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν από πού κι ως πού θεωρείται περίπου αυτονόητο, ένας σκηνοθέτης να μπορεί να βάλει χέρι στον Μπέκετ, γιατί έτσι γουστάρει!

Τ.Σ: Γράφοντας ‘Δυο λόγια μόνο’· στο επίμετρο του ‘οχιναιλέγοντας’, αναφέρεις ως βάση για το έργο το ‘Λίβιστρος και Ροδάμνη’· ερωτικό μυθιστόρημα του 14ου αιώνα. Δεν το ξέρω. Πόσο είναι όντως το έργο εκείνο η βάση για το ‘οχιναιλέγοντας’;

Α.Α: Είναι ο αρχικός καμβάς όπου πάνω του ζωγράφισα προσπαθώντας να πω τα δικά μου. Τίποτε περισσότερο όμως κι απολύτως καμιά σχέση με Βυζάντιο και Βυζαντινισμούς. Μ’ αρέσει που και που ν’ αποτραβιέμαι -όχι να κρύβομαι- απ’ την εποχή μας και να στήνω παραμυθούδικα σκηνικά άλλων εποχών, μιλώντας όμως με γλώσσα σύγχρονη, μες από ήρωες που δεν είναι διόλου μακρινοί ούτε ξένοι. Άρα έχοντας ήδη διαβάσει το ‘Λίβιστρος και Ροδάμνη’ -που δε νομίζω να το ’ξερε κανείς μη ειδικός πριν εκδοθεί στο Μ.Ι.Ε.Τ- το χρησιμοποίησα σαν κουκούλι μόνο για το ‘οχιναιλέγοντας’, όπου μέσα του μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω.  

Τ.Σ: Πιστεύεις σ’ αυτό που λέμε αναφορική λογοτεχνία και πόσο ισχυρό είναι το διακείμενο;

Α.Α: Κοίτα να δεις· καθοριζόμαστε από πολλά πράματα· ακόμα και χωρίς να το ξέρουμε πολλές φορές. Για παράδειγμα, όταν διάβαζα εκείνο το Βυζαντινό μακρυνάρι, ούτε που μου ’χε περάσει ποτέ απ’ το νου πως θα μπορούσα να έχω εγώ ο ίδιος την παραμικρή σχέση μ’ αυτό. Κολυμπούσα μες στις σχοινοτενείς περιγραφές του γιατί διασκέδαζα αφάνταστα με το λεξιλόγιό του. Να όμως που δυο χρόνια μετά, όταν ωρίμασε μέσα μου το ‘οχιναιλέγοντας’, το χρησιμοποίησα σα σκηνικό. Γι’ αυτό και το αναφέρω. Από αγάπη, από μιαν αίσθηση σεβασμού· ακριβώς για να δείξω κάποια συνέχεια. Ακόμα κι ένας Βυζαντινολόγος δε θα μπορούσε εύκολα να υποψιαστεί και να βρει ομοιότητες· ή μάλλον, αν έμπαινε στον κόπο να το κάνει, θα επεσήμαινε τις τεράστιες διαφορές. Ιδιαίτερα σ’ όλο το 2ο μέρος και στο τέλος.   

Τ.Σ: Το διάβασμα του ‘οχιναιλέγοντας’  μου δημιούργησε ένα συναίσθημα του τύπου ‘γελάω χωρίς ηλικία.’ Με πήγε στα είκοσι τόσα μου, όταν πρωτοδιάβασα το ‘Νέρων ο Τύραννος’ του Λαπαθιώτη· έμμετρο δράμα του ποιητή, τυπωμένο το 1901, άγνωστο στις βιβλιοθήκες. Πες μου δυο λόγια για το έργο. Πού αποβλέπει; Τι προτείνει ως μορφή και ως κοσμοθεωρία; Homo sum... ‘τίποτε ανθρώπινο δε μου είναι ξένο’...

Α.Α: Εισηγείται για πρώτη φορά τη θεωρία ‘της καρφίτσας με το μπαλόνι’· και δε θα σου πω τίποτ’ άλλο γι’ αυτήν τώρα, όσο και να με ρωτήσεις. Ήδη όμως απ’ την εποχή που έγραψα τον ‘Σιμιγδαλένιο’ ήθελα κι ένα δεύτερο θεατρικό, τελείως διαφορετικό απ’ αυτόν. Από άλλη οπτική γωνία, σε άλλη φάση της ζωής των ηρώων· με το ίδιο όμως αιώνιο, βαρετό σενάριο, που δε βαριέται ποτέ κανένας: Ήταν ένας κι ήταν μία... Έτσι λοιπόν και στο ‘οχιναιλέγοντας’· ήταν ένας κι ήταν μία... Και τους έβαλε στο μάτι ο Έρως... Και βρεθήκαν... Κι ήτανε και κάποιος άλλος... Και χωρίσανε, χαθήκαν... Κι έγινε τούτο... κι έγιν’ αυτό... κι έγιν’ εκείνο, το άλλο, το παράλλο... Και δε ζήσανε αυτοί καλά, ούτε κι εμείς καλύτερα...  Κάπως έτσι.

Τ.Σ: Τόσο απλά;

Α.Α: Ε, όχι ακριβώς! Η 1η και η 2η Πράξη, παρ’ όλες τις συνεχείς ανατροπές, πάνε κάπως έτσι. Μετά όμως το κλίμα αλλάζει, βαραίνει πολύ. Λέγονται και γίνονται τελείως άλλα πράματα και χαίρομαι που κατάφερα να τα ζωντανέψω με λόγια, ακριβώς όπως το ’βλεπα. Δείχνοντας ξεκάθαρα τη θέση μου, μα -λίγο πριν αγκαλιαστούν η καρφίτσα και το μπαλόνι- αφήνοντας το έργο ανοιχτό στο τέλος· ουσιαστικά χωρίς τέλος. Τελειώνει άραγε ποτέ το αιώνιο εκείνο σενάριο· το βαρετό, που κανείς δε βαριέται; Όχι βέβαια! Αν και πολύ μ’ αρέσει το finale του ‘οχιναιλέγοντας’ έτσι όπως είναι γραμμένο. Να και η αυτονόμηση του κειμένου, που έλεγες πριν! Και ξέρω πως θέλει πολύ μεγάλη σκηνική μαστοριά για να πετύχει το finale αυτό και να νοιώσει ο θεατής στο θέατρο, το ίδιο έντονα με τον αναγνώστη που διαβάζει το βιβλίο. Εκεί να δω τον σκηνοθέτη· πόσ’ απίδια πιάνει ο σάκος!   

Τ.Σ: Σε τι μπορεί να συμπληρώσει τον ‘Σιμιγδαλένιο’, ένα έστω και σε απόσταση ασφαλείας, τόσα χρόνια μετά, παρόμοιο σχετικά έργο σαν το ‘οχιναιλέγοντας’; Δε μου φαίνεσαι εύκολος άνθρωπος, ούτε άνθρωπος της επανάληψης. 

Α.Α: Μόνο η μεγαλοφυΐα του Ravel -στο Bolero- κατάφερε να μετουσιώσει τη διαρκή επανάληψη σε διαολεμένη πρωτοτυπία! Σύμφωνοι· εγώ τα ’χω γράψει και τα δύο, μα δε μοιάζουν και πολύ, αν τα χειρουργήσεις προσεχτικά. Το ‘οχιναιλέγοντας’ είναι πιο συγκεκριμένο, πιο γήινο. Πάει πιο βαθιά, ψηλαφεί κάποια άρρητα, χωρίς κατ’ ανάγκη να αντιμάχεται τον ‘Σιμιγδαλένιο’. Και βέβαια έχουμε χειροπιαστά, σύγχρονα πρόσωπα που μιλούν τη γλώσσα μας· όσο κι αν κι υποτίθεται πως βρισκόμαστε αιώνες πριν, καθώς ξεφυτρώνουν κάθε τόσο από ’δω κι από ’κει μισόγυμνοι φρουροί του Έρωτα και οι ήρωες επικοινωνούν στέλνοντας ερωτικά ραβασάκια με σαΐτες. Θα μπορούσε να ’ναι sms, tweets και likes· το ίδιο κάνει.

Τ.Σ: Η προσδοκία σου είναι ν’ ανέβει ως τι· ως παιδικό έργο;

Α.Α: Ε όχι και παιδικό· αυτό μην το λες ούτε γι’ αστείο!...

Τ.Σ: Ως πιο διφορούμενο; Θα μπορούσε και για ανήλικους ενηλίκους· «και οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν»;

Α.Α: Πριν απ’ όλα πιστεύω πως το ‘οχιναιλέγοντας’ μπορεί να διαβαστεί από κάθε άνθρωπο που του αρέσει να διαβάζει κι ας μην έχει καμιά σχέση με το θέατρο. Είν’ ένα κείμενο εντελώς αυτόνομο -να το πάλι!-  που λειτουργεί μόνο του και εκτός σκηνής. Απ’ την άλλη μεριά πιστεύω πως μπορεί ν’ ανέβει σε μια πολύ έντονη· αγρίως ζωντανή παράσταση, γεμάτη κίνηση ήχο και έκφραση. Μια παράσταση πολύ αληθινή και καθόλου δήθεν, που να απευθύνεται σ’ όλο τον κόσμο· μιας κι εγώ δεν πίστεψα ποτέ μου στην εντελώς συμπλεγματική διάκριση του ποιοτικού και μη, έτσι όπως την παρουσιάζουν διάφοροι. Και οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν!

Τ.Σ: Μετρώ πολλά πρόσωπα στη διανομή. Χορός των Φρουρών του Έρωτα, σουραύλια, ζουρνάδες, νταούλια, ντέφια, κουδούνες, σείστρα, τσαμπούνες· ακόμα κι ένας παπαγάλος! Υπερπαραγωγή... Σήμερα στο ελληνικό θέατρο είναι εφικτό κάτι τέτοιο;

Α.Α: Υπερβάλλεις! Φυσικά και δεν είναι αυτό που λέμε υπερπαραγωγή, όπου ξοδεύονται, βλακωδώς, λεφτά με το τσουβάλι. Είν’ ένα έργο με τέσσερις κύριους ρόλους και τον Χορό. Ίσως ζητάει κάτι πάρα πάνω απ’ τους βασικούς συντελεστές· σκηνοθέτη, μουσικό, χορογράφο· μα αυτό είν’ όλο. Τι τις έχουμε τις Κρατικές Σκηνές; Δεν καταλαβαίνω γιατί μιλώντας για τον πολιτισμό πρέπει να λέμε μόνο λόγια του αέρα, να κοιτάμε πίσω πάντα, ή ν’ αλληθωρίζουμ’ εδώ κι εκεί, μα δεν μπορούμε ν’ ανεβάσουμε ένα σύγχρονο ελληνικό έργο, που δεν είν’ έργο δωματίου.

Τ.Σ: Η αγγλική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ μα και η τουρκική που κυκλοφόρησε μόλις τώρα πώς προέκυψαν;

Α.Α: Προέκυψαν, όπως όλες οι μεταφράσεις των έργων μου, απ’ την αγάπη των μεταφραστών για το κείμενο. Θέλω να πω, ότι δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από πίσω· ούτε Υπουργεία, ούτε ΕΚΕΒΙ, ούτε οργανισμοί, ούτε συμφέροντα, ούτε τίποτ’ απολύτως. Γι’ αυτό και είναι καλές μεταφράσεις. Τώρα, ειδικότερα με την τουρκική έκδοση του ‘οχιναιλέγοντας’ υπάρχει ένα ενδιαφέρον θέμα: Έτσι όπως παίχτηκε πριν τρία χρόνια ο ‘Σιμιγδαλένιος’ στο Κρατικό, Sehir Tiyatro της Πόλης, δεν είν’ εντελώς απίθανο να πάρει το δρόμο του και το ‘οχιναιλέγοντας’ για εκεί· πράγμα που φυσικά θα μου άρεσε. Δεν ξέρω όμως πόσο θα μου άρεσε ν’ ανέβει πρώτα εκεί και να μην έχει παιχτεί καθόλου εδώ.  

Τ.Σ: Τι σου έχει αφήσει η εμπειρία της επιτυχίας του ‘Σιμιγδαλένιου’;

Α.Α: Πολλά πράματα, πολλών ειδών. Ως και πρόταση γάμου μου έκαναν κάποτε, όταν ενθουσιασμένοι, μες στην καλή χαρά όλοι, ύστερ’ από μια παράσταση κάπου στη Μακεδονία, με ρώτησαν αν είμαι παντρεμένος κι εγώ απάντησα: «Υπήρξα». «Τι υπήρξα και ξε-υπήρξα! Εδώ θα μείνεις· τώρα που είσαι δικό μας παιδί, δε σ’ αφήνουμε να φύγεις έτσι...». Αυτά είναι κάποια ευτράπελα. Λίγο πιο σοβαρά, θα σου έλεγα πως ζω πολύ έντονα τη διάρκεια· το χρόνο που νιώθω να κυλά, χωρίς να επηρεάζει διόλου το έργο, ενώ εγώ ίδιος γερνάω. Ξέρεις, ένα έργο που, μόνο του, αντέχει, κι είναι πετυχημένο κι ανατυπώνεται και διαβάζεται και παίζεται ασταμάτητα 25 χρόνια τώρα, κάτι δείχνει. Είναι μια περίεργη αίσθηση γαλήνης και σιγουριάς· χέρι-χέρι μαζί με τη ζωή που φεύγει κάθε μέρα.

Τ.Σ: Από τις τόσες του διαφορετικές παραγωγές ποιά ξεχωρίζεις;

Α.Α: Θα σου πω· αν και δε συνηθίζω να κρίνω παραστάσεις, ούτε μ’ αρέσει να γίνομαι εριστικός. Ξεχωρίζω λοιπόν -αρνητικά όμως- την παράσταση του Εθνικού. Λυπάμαι που το λέω, μα ύστερ’ από 75 διαφορετικές παραγωγές εντός κι εκτός Ελλάδος, ύστερ’ από τόσες εκδόσεις του βιβλίου, ύστερ’ από τρεις μεταφράσεις του έργου, ύστερ’ απ’ το ανέβασμα στο Κρατικό Θέατρο της Τουρκίας, φυσικό είναι να είχα μεγάλες προσδοκίες· που διαψεύστηκαν όμως όλες και μου έμεινε μια γεύση πικρή. Όχι τόσο γιατί ήταν μια κακή παράσταση του ‘Σιμιγδαλένιου’, μα κυρίως γιατί ήταν μια αρκετά καλοστημένη παράσταση εναντίον του ‘Σιμιγδαλένιου’.

Τ.Σ: Πιστεύεις στο θαύμα της επιτυχίας για δεύτερη φορά· ή και ναι και όχι;

Α.Α: Αν πίστευα στο θαύμα, θα ήμουν καλός Χριστιανός, ενώ δεν είμαι διόλου. Δεν πιστεύω σε κανένα θαύμα. Την πορεία του ‘Σιμιγδαλένιου’ δεν την θεώρησα ποτέ μου θαύμα· την περίμενα. Όμως δεν περιμένω να γίνει κάτι ανάλογο με το ‘οχιναιλέγοντας’. Όχι γιατί είναι κατώτερο έργο -κάθε άλλο· είναι πολύ καλύτερο-  μα γιατί είναι κάπως πιο δύσκολο ν’ ανέβει, και κυρίως γιατί η κατάσταση της χώρας είναι θλιβερή.

Τ.Σ: Με τις περιπέτειες του ‘Σιμιγδαλένιου’ μπορεί να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο για την πολιτική στα θέματα θεάτρου...

Α.Α: Είναι γνωστά πια όλ’ αυτά και τα ’γραψα στο πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού. Τα επανέλαβα αυτούσια και στην τελευταία, τη 12η έκδοση του ‘Σιμιγδαλένιου’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την ‘Εστία’· καθένας μπορεί να τα διαβάσει συμπυκνωμένα σε μια σελίδα. Επισημαίνω μόνο πως -αν και πολύ το διασκέδασα- θα προτιμούσα, τόσα χρόνια, ο ‘Σιμιγδαλένιος’ να είχε ανέβει πρώτα στο δικό μας Εθνικό και μετά στο Εθνικό Θέατρο της Τουρκίας. Ελπίζω τουλάχιστον να μην το ξαναζήσω αυτό και να μη γίνει το ίδιο και με το ‘οχιναιλέγοντας’...


Αθήνα 2 Ιουνίου 2016
Αλέξανδρος Αδαμόπουλος







Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και Sociologie Politique στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τη Λογοτεχνία, τη μετάφραση, το Θέατρο και τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων.                                                         
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζηδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky  κ.α).

Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’. 

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και Β.Αιγαίου, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατροΡοές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, το Μέγαρο Μουσικής, το Ε.ΚΕ.ΒΙ κ.α καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters και Indira Gandhi National Center for the Arts N.Delhi, Frankfurt International Book fair 2001, Istanbul International Book fair 2004, και τέλος το Boğaziçi University Istanbul, όπου και δίδαξε ως visiting Professor στο Western Languages and Literatures Department (2005-6 και 2006-7).

Έχει μεταφράσει τα θεατρικά έργα· ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993, εκδ. Λιβάνη),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’(εκδ. Εστίας 2003) και ‘Λορενζάτσιο’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Μισό ποτήρι νερό’ του Ταρίκ Γκιουνερσέλ, ‘Μονομαχία γυναικών’ του Ευγένιου Σκρίμπ (Θέατρο ‘Διάχρονο’ 2011), το μυθιστόρημα ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την Πνευματική Διαθήκη του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Κυκλοφόρησε δύο φορές στην Ινδία, μεταφρασμένο στα Αγγλικά (Twelve and one lies National Academy of Letters N.Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan. Editors N.Delhi 1999). Μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα τουρκικά (“On Iki arti Bir Yalan”, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000), στα γερμανικά (“Zwölf und eine Lüge”, Elfenbein-Heidelberg, 2001) και στα γαλλικά (“Douze et un mensonges”, Alteredit-Paris, 2005). Ήδη ετοιμάζεται και η ιταλική μετάφρασηΗ θεατρική προσαρμογή του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά.
‘Ψέματα πάλι’,  διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999.). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά ( “Yeni Azizler, Imge Oyukuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’ θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004) Πρώτη παρουσίαση· Wesley College, Melbourne, 8/2011. Τουρκική μετάφραση· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tyatro, Istanbul, 4/2012.  Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή Χάριν παιδιάς, εκδόσεις Ίκαρος 2001)× αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παίχτηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre’ (συμμετοχή στο διεθνές σεμινάριο ‘Mind man and mask’ που έγινε στο Indira Gandhi National Center for the Arts). Έκδοση Aryan books international-N. Delhi 2000. 
Το τσιγάρο και η γιόγκαΗθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’ χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’ θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011)
Noyessayingθέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version του ‘οχιναιλέγοντας’  ISBN 978-93-5016-7, 2013.
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’ πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’ βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’ μικρό πολιτικό δοκίμιο (Metrogreece 2/10/2014, Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’ μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’ ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)
 ‘Hayirevet DiyerekΤουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ (Bencekitap, Ankara 2015)


---------------------------------





Ο Τάκης Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά αλλά πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια στην Ερμιόνη, απ’ όπου έφυγε το 1971.
Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και εργάστηκε σε κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, ενώ, κατά καιρούς, δίδαξε σενάριο, σκηνοθεσία, και υποκριτική, σε σχολές και σεμινάρια.
 Γύρισε τις μικρού μήκους ταινίες "Η Λίζα και η άλλη" (1976 ), Καλλονή (1977), και τις μεγάλου μήκους "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985, με θέμα τη ζωή του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας από το Υπουργείο Πολιτισμού, κυκλοφορεί σε Dvd από την Water Bearer στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986, τηλεταινία παραγωγής ΕΤ1, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Κ.Π. Καβάφη), και "Κοράκια" (1991,  βασισμένη στο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη "Το παράπονο του νεκροθάπτου" ).

΄Εχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει επίσης, ύστερα από παραγγελία, για το θέατρο, Ροΐδη, Μάρκ Τουαίην, Κολτές κ.α.
Με το γράψιμο ασχολείται από τα μαθητικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε εφημερίδες και περιοδικά, αλλά βιβλίο του εξέδωσε για πρώτη φορά το 1996, ένα λογοτεχνικό χρονικό της γνωριμίας του με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, που επανεκδθόθηκε το 2006 με τίτλο "Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι".
΄Ανθρωπος του κέντρου, φύσει και θέσει, ζει, εργάζεται, παρατηρεί και υπομένει στην Αθήνα πάντα.

Με τις εκδόσεις ΄Αγρα, από τις οποίες κυκλοφορούν όλα τα υπόλοιπα βιβλία του, συνεργάζεται από το 1999, έχοντας εκδώσει τα βιβλία "Χαίρε Ναπολέων" (1999), "Δελτίον Ταυτότητος – Γενικός αριθμός Θ. 307136" (2003), "Τριανδρίες και Σία" (2007), "Το άλλο κρεβάτι" ( 2009) και "Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου" (2009).