Charles-Baudelaire
Γράφει: Αλέξανδρος Στεργιόπουλος - Λογοτεχνία + Ποίηση - 21/08/2014
Τι υπάρχει στο «πριν» κάθε συγγραφέα, κάθε ποιητή; Σαν αναγνώστες 
βρισκόμαστε πάντα στο «μετά», στη στιγμή που «περπατάει» το έργο του 
κάθε λογοτέχνη. Τη στιγμή που κατεβάζουμε το βιβλίο από το ράφι και το
 ξεσκονίζουμε, ο δημιουργός «ξεσκονίζει» τις σκέψεις του, τις
 προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που θα οδηγήσουν το χέρι του
 στο χαρτί για να γράψει κάτι καινούριο. Η διαδικασία ίσως είναι επίπονη
 και κοπιαστική πνευματικά για τον ίδιο, όμως θέλουμε να συμμετάσχουμε. 
Το διάβασμα είναι απόλαυση, αλλά τι ήταν αυτό που άναψε τη σπίθα για
 να πάρει φωτιά η πένα και να «ζωντανέψει» η λευκή σελίδα; Ποια ήταν 
η αφορμή για να «γεννηθούν» τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας
 λογοτεχνίας; Ψάχνουμε, βρίσκουμε και απαντάμε.

Τα αναστημένα άνθη περιμένουν εμάς
Η Ποίηση δεν ζητά τίποτα από τον αναγνώστη. Μόνο μια απαίτηση έχει: Να τη
δεχτούμε όπως είναι. Έτσι σκαμμένη, ιδρωμένη, ματωμένη και ολόφωτη, όπως
 βγαίνει από τη μήτρα-μυαλό του ποιητή. Κάθε άλλη παρέμβαση πλην της
ανάγνωσης, συνιστά αλλοίωση, προσβολή, ύβρι. Η ανάγνωση πρέπει να
κατευθύνει τη δέσμη φωτός των ματιών πάνω στις λέξεις. Να αποκαλυφθούν
 τα ατσαλένια, ανάλαφρα φτερά τους και με την αγωνία μας να ανυψωθούν
 και να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Οι ήχοι των φθόγγων να γίνουν γέφυρα
και να ενώσουν τα αναστημένα άνθη της άχρονης και ασύνορης ύπαρξης
μας. Αυτό περιμένουν και τα αμάραντα άνθη του σκοτεινού Δανδή
Σαρλ Μπωντλαίρ.
Fleurs-du-mal_titel
Πώς «γεννήθηκαν» Τα Άνθη του Κακού
Ο Μπωντλαίρ ολοκλήρωσε δύο ποιητικές συλλογές. Αυτή που εξετάζουμε
κυκλοφόρησε το 1857 και αμέσως καταδικάστηκε, διότι αποτέλεσε προσβολή για
τα ήθη της τότε κοινωνίας. Το ίδιο έγινε και με την Μαντάμ Μποβαρύ του
 Φλωμπέρ. Βέβαια, η νουβέλα του τελευταίου βρήκε δικαίωση, τα «Άνθη»
 όχι. Εξαφανίστηκαν. Τέσσερα χρόνια αργότερα επανεμφανίστηκαν,
αλλά με έξι ποιήματα αποκομμένα. Αρκετά προστέθηκαν. Έξι χρόνια
 αργότερα, έξι χρόνια έκλυτου βίου, ο ποιητής πέθανε. Στο Παρίσι.
Αύγουστος ήτανε.
«Δέκα μόλις μέρες μετά την έκδοση, δημοσιεύεται στην εφημερίδα 
«Figaro», 5 Ιουλίου 1857, άρθρο κάποιου Γκυστάβ Μπουρντέν που 
στηλιτεύει με τρόπο σκαιό την ανηθικότητα της συλλογής: «Είναι στιγμές
 που αμφιβάλλει κανείς για τη διανοητική κατάσταση του κ. Μπωντλαίρ.
 Το βρομερό παραγκωνίζει το χυδαίο και ενώνεται με το αισχρό. Ποτέ
 δεν είδαμε να δαγκώνονται τόσα στήθη σε τόσο λίγες σελίδες. Ένα όργιο
 από δαίμονες, έμβρυα, γάτες, διαβόλους. Ένα νοσοκομείο για κάθε 
παραφροσύνη του πνεύματος»»
 (από το http://ritsamasoura.blogspot.gr/2011/01/blog-post_13.html)
……
«Πράγματι το 1861 κυκλοφορεί η νέα έκδοση του βιβλίου χωρίς τα συγκεκριμένα
 ποιήματα. Όμως ο Μπωντλαίρ είναι συντετριμμένος. «Στη βλασφημία αντιτάσσω 
την ανάταση στον ουρανό. Στην αισχρότητα αντιτάσσω πλατωνικά λουλούδια»
 είχε πει στην απολογία του στο δικαστήριο. Η δίκη στάθηκε για τον ποιητή
 η αρχή του τέλους.» (ο.π.)
baudelaire
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έγραψε γι’ αυτόν: «Τίποτα δεν πλησιάζει περισσότερο το
 εγχείρημα του αρχαίου ήρωα στην μπωντλερική αίσθηση, πέρα από το να 
δοθεί μορφή στη νεωτερικότητα». Ο Μπωντλαίρ έδειχνε να συμφωνεί εκ των
προτέρων με τον Μπένγιαμιν. Αναρωτιόταν: «Ποιος από μας, στις φιλόδοξες 
στιγμές του, δεν ονειρεύτηκε μια ποιητική πρόζα, μουσική, χωρίς ρυθμό 
και χωρίς ρίμα, αρκετά εύπλαστη και τραχιά, ώστε να προσαρμόζεται 
στις λυρικές παρορμήσεις της ψυχής, τους κυματισμούς της ονειροπόλησης,
 τους σαρκασμούς της συνείδησης;» Η απορία αυτή καρφώθηκε
απευθείας στην αστικοποιημένη αίσθηση της εποχής με τις νέες αποξενώσεις
 και τους παλιούς της λαβύρινθους. Και συνεχίζει ο Μπωντλαίρ. «Αυτό το
 στοιχειωμένο ιδανικό γεννήθηκε μακριά από την εξερεύνηση μεγάλων
 πόλεων, μακριά από τους αναρίθμητους συσχετισμούς».
Τον Φεβρουάριο του 1848, η Ευρώπη συνταράσσεται από την Άνοιξη 
των Εθνών ή αλλιώς το Έτος της Επανάστασης. Ο Μπωντλαίρ βρίσκεται
στα οδοφράγματα κρατώντας ένα κλεμμένο τουφέκι. Κατηγορείται για τον
 πυροβολισμό του στρατηγού Απικ. Μήνες αργότερα τα βάζει με
τους εξεγερμένους και υπερασπίζεται το νέο συντηρητικό καθεστώς! Τότε
 και στη διάρκεια της μεγάλης ανοικοδόμησης του Παρισιού άρχισαν
 να σχηματίζονται Τα Άνθη του Κακού. 
Τα ποιήματα ανακαλύπτουν εικόνες της εισβολής της μοντέρνας ζωής, αλλά
 η μορφή τους μένει κλασική. Η παραδοξότητα έχει την εξήγησή της. Για κάθε
 ριζική αλλαγή στην πόλη, υπήρχαν παλαιότερες κοινωνικές επιταγές που
 προσπαθούσαν να επιβάλλουν τη δύναμη τους. Τα ποιήματα του
 Μπωντλαίρ εισέρχονται σε αυτό το δραματικό πλαίσιο με απαράμιλλη
 μελαγχολική απόγνωση.
Διείσδυση στη δέσμη της φευγαλέας λάμψης
Ο Μπωντλαίρ είχε απαυδήσει με την πολιτική. Έτσι, οδηγήθηκε στην
απόρριψη της πραγματικότητας. Συνέταξε, λοιπόν, ένα βασανιστικό
δικό του κόσμο. Εμπνευσμένο από τα ναρκωτικά, την εξωτική ομορφιά της
Μεσογείου και την αναζήτηση της αγάπης. Επηρεάστηκε έντονα, όχι μόνο από
τις εμπειρίες του στη Μεσόγειο, αλλά και από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, τα
 γραπτά του οποίου μετέφραζε. Γοητευόταν από την επίκληση του Πόε στην
σκοτεινή πλευρά της φαντασίας. Παράλληλα, του ασκούσε έλξη η μοχθηρή
 γοητεία των έργων τωνΝτελακρουά και Μονέ. Όπως και η μουσική του
Βάγκνερ. Οι επιρροές αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σύνθεση της
πασίγνωστης, πια, συλλογής του. Σε αυτήν αντιπαραθέτει τα αρνητικά
θέματα της εξορίας, της αποσύνθεσης και του θανάτου με ένα ιδανικό
σύμπαν ευτυχίας.
Ο Μπωντλαίρ είναι παρακμιακός στη δημιουργία, αλλά κλασικός στη
στιχουργία. Η δομή σφιχτοδεμένη. Τα περισσότερα ποιήματα απλώνονται
 σε τετράστιχα. Ο ρυθμός είναι σταθερός. Στιβαρός. Αυτό που τον κάνει
 ξεχωριστό είναι η διείσδυση στη δέσμη της φευγαλέας λάμψης που ραγίζει
την ψυχή από μέσα. Την κάνει εύθραυστη.
[…]
Θεριό πιο βρόμικο, κακό, την ασκήμια να δείξει!
Κι αν δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του,
όλη τη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θα ’θελε να κατάπινε τον κόσμο˙ αυτό ΄ναι η Πλήξη, 
Με αλληγορικό, συμβολικό λόγο αποκαλύπτει τη μοναχική, βασανισμένη
περσόνα του Ποιητή στο Άλμπατρος.Γι’ αυτόν, η Σκέψη είναι μεταφραστής

Το Ωραίο που ενυπάρχει στο Κακό
Ο ίδιος είχε ξεκαθαρίσει την πρόθεση του λέγοντας:
Ένδοξοι ποιητές έχουν ήδη καταλάβει, εδώ και καιρό, τους πιο ανθηρούς 
τρόπους της Ποίησης. Από την πλευρά μου, θεώρησα ότι θα ήταν ευάρεστο
 –και μάλιστα, όσο πιο δύσκολο, τόσο πιο ευχάριστο- να συλλέξω το Ωραίο που
 ενυπάρχει στο Κακό. Το βιβλίο αυτό, κατά βάσιν άχρηστο και απολύτως αθώο,
 γράφτηκε αποκλειστικά και μόνο για να με διασκεδάσει και να ασκήσει το 
πάθος μου για τους σκοπέλους.
Αν θέλουμε να συνοψίσουμε τι εστί Μπωντλαίρ και Άνθη του Κακού τα λόγια
 του Γκυστάβ Φλωμπέρ προς αυτόν είναι η καλύτερη κατακλείδα: 
Αγαπητέ μου φίλε. Διάβασα πρώτη φορά μονορούφι τα Άνθη 
του Κακού, καταβροχθίζοντάς τα, όπως η μαγείρισσα τα ρομάντσα του 
σωρού, κι είναι τώρα οκτώ μέρες που τα ξαναδιαβάζω, στίχο στίχο, λέξη 
λέξη. Ναι, μου αρέσουν πολύ. Και με μαγεύουν. Είσθε σκληρός σαν 
μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την εγγλέζικη ομίχλη.
Ακολουθεί απόσπασμα από το «Σε κάποια πολύ πρόσχαρη», ένα εκ των απαγορευμένων ποιημάτων της συλλογής. (Μετάφραση Ερρίκος Σοφράς, εκδόσεις Μεταίχμιο)
Κάποια νυχτιά πώς θα “θελα να έρθω,
Οταν της ηδονής ηχήσει η ώρα,
Στ” ασύγκριτα του σώματός σου δώρα
Αθόρυβα, σαν το δειλό, ν” ανέβω,
Το χαρωπό κορμί να τιμωρήσω,
Το στήθος σου να κάνω να πονέσει,
Και ξάφνου, στην ανύποπτή σου μέση,
Βαθιά λαβωματιά να σου ανοίξω,
Τι ζάλη ηδονική, μέθη δική μου!
Και μες σε τούτο το καινούριο στόμα,
Το πιο όμορφο και δροσερό απ” όλα,
Θα χύσω το φαρμάκι μου, αδερφή μου!
Πηγές
-Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, μτφρ. Γιώργης Σημηριώτης, εκδ. γράμματα