Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Όταν ο Φρόιντ διάβασε τον Ντοστογιέφσκι


Γράφει και επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη


Του Γιώργου Λαμπράκου

Επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι νομοθέτες του κόσμου 
                                                                    Π.Μπ. Σέλεϊ


Η στενή σχέση του Σίγκμουντ Φρόιντ με τη λογοτεχνία είναι γνωστή και πολυερμηνευμένη. Ο Δόκτωρ Νευρολογίας και θεμελιωτής της Ψυχανάλυσης διάβαζε φανατικά λογοτεχνία από μικρή ηλικία και έτσι γνώριζε άριστα τους κλασικούς συγγραφείς, αρχαίους και νεότερους, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην ποίηση. Η γνώση αυτή τροφοδοτούσε σε σημαντικότατο βαθμό την ψυχολογική του σκέψη, αλλά και τον περίτεχνο (ακόμα και «λογοτεχνικό», όπως θεωρεί ο Χάρολντ Μπλουμ) τρόπο γραφής του: άλλοτε ο Φρόιντ ενίσχυε τις θεωρίες του επιστρατεύοντας εκ των υστέρων κάποια λογοτεχνικά παραδείγματα, άλλοτε η ίδια η λογοτεχνία τον επηρέαζε άμεσα, γεννώντας του ιδέες και διαισθήσεις για την ανθρώπινη κατάσταση. 
Ωστόσο, σημασία έχει ότι το ενδιαφέρον του Φρόιντ, και της ψυχανάλυσης γενικότερα, για τη λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες είναι καθαρά και πρωτίστως ψυχολογικό, όχι αισθητικό. Αυτό σημαίνει πως ο Φρόιντ δεν ενδιαφέρεται τόσο να μας πει ποια λογοτεχνικά ή άλλα έργα έχουν (αισθητική) αξία, όσο το τι φανερώνουν αυτά τα έργα για την ανθρώπινη ψυχολογία και γιατί.

Διαχρονικές και πανανθρώπινες ιδέες
Η παραπάνω θέση διαφαίνεται και στον κομψό τόμο που ανθολογεί πέντε συναφή κείμενά του, με τον γενικό τίτλο  Ο Ντοστογιέφσκι και η πατροκτονία (εκδ. Πατάκη). Σε αυτό το πρώτο και γνωστότερο δοκίμιό του, ο Φρόιντ ασχολείται με την πολυδιάστατη, σχεδόν αχανή προσωπικότητα του κορυφαίου Ρώσου πεζογράφου. Στόχος του δεν είναι να μας πείσει ότι τα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι σημαντικά από λογοτεχνική σκοπιά, αλλά να δείξει πώς ορισμένες βασικές έννοιες και αρχές της ψυχανάλυσης (το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η αμφιθυμία, η νεύρωση, ο ναρκισσισμός, η αμφισεξουαλικότητα) μπορούν να «αναγνωσθούν» στο έργο του Ντοστογιέφσκι. Κατ’ επέκταση, ότι ισχύουν σε διαχρονικό και πανανθρώπινο επίπεδο.
«Για τον Ντοστογιέφσκι, ο εγκληματίας φαντάζει σχεδόν σαν σωτήρας που επωμίζεται το φορτίο της ενοχής, το οποίο θα έπρεπε διαφορετικά να φέρουν οι άλλοι»
Ο Φρόιντ στέκεται ειδικότερα στο ζήτημα του «εγκληματία» στα έργα του Ντοστογιέφσκι. Οι περισσότερες παρατηρήσεις του, εύστοχες ούτως ή άλλως, αξιώνουν γενικευμένη ισχύ: «Για τον εγκληματία, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά: ο άκρατος εγωισμός και η έντονη τάση προς την καταστροφή· κοινή σε αμφότερα αλλά και προϋπόθεση για την εκδήλωσή τους είναι η απουσία αγάπης». Και παρακάτω: «Για τον Ντοστογιέφσκι, ο εγκληματίας φαντάζει σχεδόν σαν σωτήρας που επωμίζεται το φορτίο της ενοχής, το οποίο θα έπρεπε διαφορετικά να φέρουν οι άλλοι. Δεν χρειάζεται πλέον να διαπράξουμε φόνο αφού τον έχει ήδη διαπράξει εκείνος, αλλά του οφείλουμε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, αλλιώς θα έπρεπε να τον διαπράξουμε οι ίδιοι».
Στα επόμενα τέσσερα κείμενα του τόμου, τα οποία γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους («Μια παιδική ανάμνηση από την αυτοβιογραφία του Γκαίτε», «Ορισμένοι χαρακτήρες ιδωμένοι μέσα από την ψυχαναλυτική εργασία», «Το εφήμερο» και «Ψυχοπαθείς χαρακτήρες επί σκηνής»), ο Φρόιντ συνεχίζει τον ψυχαναλυτικό στοχασμό του αντλώντας ιδέες από τη λογοτεχνία. Έτσι, μια φαινομενικά ακατανόητη πράξη του νεαρού Γκαίτε (αλλά και κάποιων αναλυόμενων) ωθεί τον Φρόιντ στο να διαλευκάνει τον καλυμμένο συμβολισμό της, δηλαδή το ποια πραγματική επιθυμία κάλυπτε – επιθυμία με αξίωση, όπως πάντα, γενικής ισχύος. Σε άλλο δοκίμιο, αναλύει τύπους ανθρώπων που θεωρούν εαυτόν «εξαίρεση», ή, πράγμα ακόμα πιο ενδιαφέρον, «αποτυγχάνουν μπροστά στην επιτυχία». Πέρα από τους προαναφερθέντες κολοσσούς της λογοτεχνίας, ο Φρόιντ θα αναλύσει έργα του Σαίξπηρ, του Ίψεν και του Τσβάιχ, μεταξύ άλλων, ενώ θα σχολιάσει και την εξέλιξη του θεάτρου από την αρχαία τραγωδία στο σύγχρονο ψυχολογικό δράμα.


Συγκίνηση και κριτική σκέψη
Παρά τα φαινόμενα, λοιπόν, ο Φρόιντ δεν επιθυμεί, και ευτυχώς, να γίνει κριτικός λογοτεχνίας. Ακόμα και όταν εκτιμά ότι ο Σαίξπηρ «είναι ο μεγαλύτερος όλων των ποιητών» ή ότι «τρία από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά αριστουργήματα όλων των εποχών πραγματεύονται το ίδιο θέμα, δηλαδή την πατροκτονία», ο Φρόιντ δεν κάνει ουσιαστικά λογοτεχνική κριτική, αλλά επιχειρεί να δείξει γιατί τα συγκεκριμένα έργα έχουν τόση ψυχολογική επίδραση στον θεατή-αναγνώστη (η ποιότητα των έργων παίζει σαφώς ρόλο στην επίδρασή τους στον θεατή-αναγνώστη, αλλά δεν είναι αυτό το κυρίαρχο ενδιαφέρον του). Ο θεατής-αναγνώστης συγκινείται όταν βλέπει ή διαβάζει ένα τραγικό ή δραματικό έργο, νιώθει «ταύτιση» με τους χαρακτήρες, διότι κατά βάθος (και χωρίς να το συνειδητοποιεί αμέσως, αφού το βάθος είναι το ασυνείδητο) βιώνει ή/και αναβιώνει μέσα του πολλές από τις σωματικές και κυρίως ψυχονοητικές συγκρούσεις που βλέπει επί σκηνής. Μπορεί η συγκίνηση του θεατή-αναγνώστη (η «εμβάθυνση στην ψευδαίσθηση», όπως γράφει ωραία ο Φρόιντ) να προηγείται, αλλά ύστερα πρέπει να επέλθει η κριτική σκέψη που θα συμβάλλει στην ανάλυση του έργου ώστε να φανερωθούν οι αιτιακές ψυχικές συνάφειες, να αναδειχτεί το ψυχικό υπόστρωμα των χαρακτήρων: δηλαδή, εμάς των ιδίων.
Ο θεατής συγκινείται όταν βλέπει ένα τραγικό ή δραματικό έργο, νιώθει «ταύτιση» με τους χαρακτήρες, διότι κατά βάθος βιώνει ή/και αναβιώνει μέσα του πολλές από τις σωματικές και κυρίως ψυχονοητικές συγκρούσεις που βλέπει επί σκηνής
Έχουμε γνωρίσει καλλιτέχνες που εξεγείρονται ακατανόητα όταν κάποιος προσπαθεί να ερμηνεύσει τα έργα τους (και) από ψυχαναλυτική σκοπιά. Ωστόσο, επαναλαμβάνοντας αυτό που είπαμε εξαρχής, ας τονίσουμε ότι η ψυχανάλυση δεν είναι, δεν ενδιαφέρεται να είναι και κυρίως δεν πρέπει να παριστάνει πως είναι κριτική λογοτεχνίας ή αισθητική θεωρία. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η ψυχανάλυση διανοίγει μερικούς δρόμους για να δούμε πώς συνδέονται οι καλλιτέχνες με τα έργα τους, αλλά και οι θεατές με τα έργα αυτά, με στόχο να εξάγει γενικότερα συμπεράσματα για τον ανθρώπινο ψυχισμό, όχι για να ορίσει τι είναι καλό και τι κακό στην τέχνη.
Όπως λένε και οι μεταφραστές στη χρήσιμη εισαγωγή τους, που επισκοπεί τη σχέση του Φρόιντ με τους γερμανόφωνους λογοτέχνες της εποχής του: «ο Φρόιντ ουδέποτε εξέλαβε την ψυχανάλυση ως επίθεση κατά της λογοτεχνίας», απεναντίας πάντα θαύμαζε τους μεγάλους ποιητές, αυτούς τους «άριστους γνώστες της ανθρώπινης ψυχής» (βλ. «Ορισμένοι χαρακτήρες ιδωμένοι μέσα από την ψυχαναλυτική εργασία»). Τα έργα τέχνης και λογοτεχνίας συνδέονται αναπόφευκτα με τον δημιουργό τους, ο δημιουργός τους συνδέεται αναπόφευκτα με το ανθρώπινο είδος, και το ανθρώπινο είδος διέπεται αναπόφευκτα από κάποιες ψυχικές (και άλλες) σταθερές. Ο Φρόιντ δεν συνδέει τα έργα με τον δημιουργό τους για να εκτιμήσει την ποιότητά τους, αλλά για να ανιχνεύσει τις ψυχικές πηγές τους, πηγές που ενυπάρχουν ως προδιάθεση (και συνεπώς δύνανται να ξεπηδήσουν) σε όλους μας. Το αν ένα έργο αξίζει, δηλαδή αξίζει αισθητικά, είναι άλλη υπόθεση.

Πρώτη δημοσίευση: Bookpress

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Σ’ ΑΓΑΠΗ ΜΥΣΤΙΚΗ, ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΗ Σ’ ΑΓΑΠΗ ΠΕΘΑΜΕΝΗ


Γράφει και επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη




Σ’ ΑΓΑΠΗ ΜΥΣΤΙΚΗ, ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΗ
Σ’ ΑΓΑΠΗ ΠΕΘΑΜΕΝΗ

Ήρθα απ’ αγάπη
να σου φέρω παπαρούνες
μενεξεδιές βιολέτες
και κρίνα κίτρινα του Μάη
απ’ την κοιλάδα της πολύχρωμης χλόης 
εκείνης της ‘’Ελεονόρας’’ του Πόε
πάνω τους να ξαπλώσεις
και μύρα να λουστείς της Άνοιξης

Τρελή πορεύομαι
και μόνη
σ’ ωκεανό  άφατου φωτός


 Πρέπει απ’ έξω όλα τέλεια να μοιάζουν

Μα είναι  αλίμονο σκοτάδι εδώ πέρα
αφού μέσα μου από τότε που ‘φυγες
σηκώνω τη νύχτα

Σε ψάχνω

Και ανταμώνω την εικόνα σου
σε ήλιους θαλερούς των Τροπικών
στην κόκκινη σκόνη ενός λόφου
σε μια έρημο επίπεδη
σαν την παλάμη του χεριού
στην τελευταία κουταλιά απ’ το μέλι
του βάζου  που ποτέ πια δεν ξαναγέμισε

Σκύβοντας πάνω στο παρόν
μόνο μια τρύπα χάσκει σα χοάνη

Με τα μάτια του νου μονάχα
δε μπορώ να σ’ αγγίξω

Μαζί σου πλέω
σε ύπνου απόκοσμα όνειρα
αχ κοίτα με
τρέχω να ενωθώ με τη σκιά σου

Τυπωμένος μες στη σκέψη μου εσύ
 μ’ ένα δαιμόνιο κλωθογύρισμα
να ξεγλιστράς ολοένα

Πια δε σε φτάνω

Φύσα λυγμέ
απ’ το στήθος μου να φύγει
εκείνο το θανατερό σου βάρος

Ας ξαναγύρναγες μια νύχτα αψύς
και τρυφερός όπως σε γνώρισα

Θεέ μου μη λύσεις πια ποτέ
τα δυο ζευγάρια χέρια τα πλεγμένα


Απάνω μου να γείρεις, να μου πεις

Εδώ είμαι πάλι
Για σένα γύρισα                          


                                             Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

                       Από την ποιητική συλλογή ’’Έρωτας σε χρόνια οδύνης’’2006
                                                                         Εκδόσεις Γαβριηλίδης

                                                 



Πίνακας: S. John Everett Millais, Ophelia (1851-1852). Πινακοθήκη Tate Britain-Λονδίνο.

H Οφηλία στο έργο των Προραφαηλιτών ζωγράφων: Ένας πίνακας του Sir John Everett Millais (Μιλέι)


Η Οφηλία του Προραφαηλίτη ζωγράφου Sir John Everett Millais (1829-1897) 


Είναι, ίσως, ο πιο διάσημος πίνακας της Βικτωριανής εποχής, που απεικονίζει την ηρωίδα του Σαίξπηρ από το έργο του Άμλετ, Οφηλία. Ο δημιουργός του είναι ο Άγγλος ζωγράφος Millais (Μιλέι), ένας από τους ζωγράφους που το 1848 ίδρυσαν την Προραφαηλιτική αδελφότητα στο Λονδίνο. Το έργο του Μιλέι επηρέασε αρκετούς νεαρούς Άγγλους ζωγράφους που συνδέθηκαν με την αδελφότητα των Προραφαηλιτών.
 Ένα από τα πιο γνωστάΈΡΓΑ του Μιλέι. Ο πίνακας αποπνέει την τραγική αίσθηση της απόγνωσης της ερωτευμένης κοπέλας που, έχοντας αλλοφρονήσει, βυθίζεται στα νερά του ποταμού. Η απόδοση της φύσης θεωρείται ότι είναι από τις πιο αριστοτεχνικές στη ζωγραφική.


Η περιγραφή του θανάτου της Οφηλίας από τη Βασίλισσα Γερτρούδη στην 4η πράξη, 7η σκηνή του Άμλετ είναι η πηγή έμπνευσης του Μιλέι για τον πίνακά του. Ο Μιλέι άρχισε να ζωγραφίζει τον πίνακα το καλοκαίρι του 1851 και τον εξέθεσε στην Έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας το 1852 όπου δε δέχτηκε ευνοϊκές κριτικές. Φαίνεται ότι οι θεατές της εποχής ενοχλήθηκαν από την ανατριχιαστικά ψυχρή και απόκοσμη έκφραση της Οφηλίας που απεικονίζεται να βυθίζεται στον ποταμό κρατώντας αγριολούλουδα. Η απεικόνιση της φύσης είναι τόσο ακριβής και τέλεια ως προς τις λεπτομέρειες που τελικά δίνει την αίσθηση του εξωρεαλιστικού. Ο απόλυτα ρεαλισμός της απόδοσης του φυσικού χώρου, θα έλεγα, δίνει τελικά την εντύπωση ενός απόλυτα εξωπραγματικού τοπίου που περιβάλλει τη βυθισμένη στην ανυπαρξία ηρωίδα. Ο χρόνος έχει σταματήσει και η ηρωίδα έχει "ακινητοποιηθεί" καθώς ταξιδεύει στην αιωνιότητα.
Ο Μιλέι ζωγράφισε ζωντανά το τοπίο, που βρισκόταν κοντά σ' έναν παραπόταμο του Τάμεση, ενώ μοντέλο για την Οφηλία του είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο: η Ελίζαμπεθ Σίνταλ (Elizabeth Siddal), "μούσα" του επίσης Προραφαηλίτη ζωγράφου Ροζέτι, με την οποία κάποια στιγμή θα παντρευτεί. Για τις ανάγκες του πίνακα, o Μιλέι έβαλε τη Σίνταλ να ποζάρει βυθισμένη στα νερά μιας μπανιέρας.




Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Μιλέι Οφηλία. Θεωρείται ότι τα λουλούδια που η Οφηλία-Siddal κρατά και περιβάλλεται έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Οι παπαρούνες συμβολίζουν τον ύπνο- θάνατο, οι μαργαρίτες την αθωότητα, οι πανσέδες τον ανεκπλήρωτο έρωτα, οι βιολέτες το θάνατο σε νεανική ηλικία, τα τριαντάφυλλα τη νεότητα και τον έρωτα. Πολλά από αυτά τα λουλούδια καταγράφονται στην 4η πράξη, 5η σκηνή του Άμλετ, στην οποία η Οφηλία αναφέρει τα ονόματα των λουλουδιών που είχε μαζέψει λίγο πριν το θάνατό της



Το απόσπασμα από την 4η πράξη, 7η σκηνή του Άμλετ που θεωρείται ότι ενέπνευσε τον πίνακα Οφηλία του Μιλέι.


There is a willow grows aslant a brook,

That shows his hoar leaves in the glassy stream;
There with fantastic garlands did she come
Of crow-flowers, nettles, daisies, and long purples
That liberal shepherds give a grosser name,
But our cold maids do dead men's fingers call them:
There, on the pendent boughs her coronet weeds
Clambering to hang, an envious sliver broke;
When down her weedy trophies and herself
Fell in the weeping brook.
Her CLOTHES spread wide;
And, mermaid-like, awhile they bore her up:
Which time she chanted snatches of oldTUNES;
As one incapable of her own distress,
Or like a creature native and indued
Unto that element: but long it could not be
Till that her garments, heavy with their drink,
Pull'd the poor wretch from her melodious lay
To muddy deat

-QUEEN Gertrude.
Hamlet. Act IV, Scene VII.


Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Η αξία του λογοτεχνικού βιβλίου


του Παντελή Λιάκα


Επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη


Σε μια εποχή έξαρσης της τεχνολογίας, γρήγορων ρυθμών, υπερβολικής ταχύτητας και απουσίας διαπροσωπικών σχέσεων γιατί άραγε να επιλέξει κάποιος να διαβάσει λογοτεχνικά βιβλία; Γιατί όταν επιστρέφει σπίτι του μετά από μια δύσκολη μέρα αντί να ανοίξει την τηλεόραση ή να δει μια ταινία προτιμά να ανοίξει ένα βιβλίο; Τι του προσφέρει τελικά αυτή η επιλογή; Παρακάτω παρατίθενται μερικές από τις προσωπικές μου απόψεις για τα οφέλη που μας προσφέρει η συντροφιά ενός λογοτεχνικού βιβλίου:
Η λογοτεχνία εξασφαλίζει την δυνατότητα να δούμε τον κόσμο και τα πράγματα που τον αποτελούν υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες.


Η λογοτεχνία παρέχει μια πλατφόρμα για τους πληροφοριοδότες του κόσμου μέσα από την οποία μπορούν να ακουστούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη.

Η  λογοτεχνία μας αποκαλύπτει ένα μεγάλο μέρος του μυαλού των συγγραφέων και μας μεταφέρει σε κόσμους που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να επισκεφθούμε.

 Η λογοτεχνία είναι ο ισχυρότερος πολέμιος της πληκτικής και πεζής πραγματικότητας που ζούμε. Ο λόγος που ένας άνθρωπος διαβάζει λογοτεχνία είναι ακριβώς ο ίδιος λόγος που μιλάει, δηλαδή η ανάγκη της επικοινωνίας, της έκφρασης και της γνώσης. Το να ξαναδιαβάσουμε το ίδιο λογοτεχνικό βιβλίο μας επιτρέπει να το ερμηνεύσουμε κάθε φορά με νέους τρόπους, διότι το βιβλίο έχει πάντα μια διαχρονική εμβέλεια που εκλαμβάνεται από τον καθένα μας διαφορετικά (ανάλογα την ηλικία, την χώρα, το περιβάλλον, τις προτιμήσεις μας, την ψυχολογική μας κατάσταση κτλ). Η ιστορία που περικλείεται σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο μας επιτρέπει να διευρύνουμε τη φαντασία μας και να φανταστούμε τον εαυτό μας μέσα σε αυτή την ιστορία.


 Η λογοτεχνία είναι πολύ διασκεδαστική και ενδιαφέρουσα καθώς μας επιτρέπει να βάλουμε τον εαυτό μας μέσα στα παπούτσια του χαρακτήρα της ιστορίας και επιπλέον να κατανοήσουμε τα βαθύτερα κίνητρα και συναισθήματα που αντιμετωπίζει.

Η λογοτεχνία αποτελεί ένα μέρος όπου συγκεντρώνονται και συνυπάρχουν όλες οι επιστήμες όπως, ψυχολογία, φιλολογία, κοινωνιολογία, ιστορία, παλαιοντολογία, γενετική κ.α υπό ένα μανδύα δημιουργικής διακειμενικότητας.

Η λογοτεχνία είναι πάντα ενδιαφέρουσα διότι έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει τις καρδιές και το μυαλό των αναγνωστών και κατόπιν να τα τοποθετεί στο ίδιο μέρος μέσα στο οποίο βρίσκεται η ιστορία που αφηγείται.

Η λογοτεχνία πολλές φορές μας κάνει να αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε μέσα στη λογοτεχνία, μας κάνει να νιώθουμε την ζωή μας πλήρη και γεμάτη νόημα.

Η λογοτεχνία μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της πραγματικής και της φανταστικής ζωής. Έτσι -όπως τα τραίνα και τα αεροπλάνα- τα βιβλία δεν σε πάνε μόνο σε 5 ηπείρους και σε πολλές χώρες, αλλά και σε κόσμους μακρινούς και φανταστικούς. Τα βιβλία δηλαδή, μας προσφέρουν μια πραγματικότητα που δεν έχουμε αλλά θα θέλαμε να έχουμε.

Η λογοτεχνία αντανακλά τα πιο κρυφά μας όνειρα. Αποκαλύπτουν τη ζωή που θα θέλαμε να έχουμε αν δεν είχαμε αυτήν που έχουμε τώρα. Είναι μια μεταφορά της ζωής μας στα μάτια κάποιου άλλου.
 Εμφάνιση βιβλία 3 σωματοφυλ.jpg
 Η λογοτεχνία αποσκοπεί στην πιο βαθιά επίγνωση της ύπαρξής μας και μας προσφέρει βαθύτατη αίσθηση των ανθρώπινων επιτευγμάτων και του τι δύναται επιπλέον να επιτύχει ο άνθρωπος.

Η λογοτεχνία μας γεμίζει με εμπειρίες που θα αποδειχθούν πολύτιμες για τον άνθρωπο ώστε να ανταπεξέλθει στην πολυπλοκότητα των καταστάσεων που θα συναντήσει στην ζωή του. Μέσω της λογοτεχνίας ταξιδεύουμε ανέξοδα σε άλλους τόπους με ένα βιβλίο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, στο παρελθόν με ένα ιστορικό μυθιστόρημα ή διήγημα, στο μέλλον με ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Η ανάγνωση της λογοτεχνίας είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης του άγχους. Γενικότερα το διάβασμα έχει αποδειχτεί πιο αποδοτικό ακόμα και από τη μουσική ή μια βόλτα.

Η λογοτεχνία μπορεί να αυξήσει την ενσυναίσθησή μας, η δυνατότητα δηλαδή να δυναμώσουμε την ικανότητά μας να καταλαβαίνουμε τα συναισθήματα των γύρω μας. Οι άνθρωποι που παρασύρονται συναισθηματικά από ένα βιβλίο φαντασίας έχουν περισσότερο καλλιεργημένη την ενσυναίσθησή τους σε σύγκριση με άλλους που δεν επιλέγουν κάτι τέτοιο.

Η λογοτεχνία μας επιτρέπει την πλήρη κατανόηση και όσμωση της ουσίας της ζωής.

Η λογοτεχνία μπορεί να προωθήσει ή να αναπτύξει μια εκτίμηση για τη διαφορετικότητα.

Η λογοτεχνία είναι σαν ένα μικρό λυχνάρι που φωτίζει το σπήλαιο του πνεύματός μας κι έπειτα μας το αφήνει δανεικό να το κρατήσουμε εμείς κι άλλο μέσα μας, μέχρι να γίνουμε πληρέστεροι και πιο σοφοί. Ακολούθως μπορούμε να μεταλαμπαδεύσουμε αυτό το ενστάλαγμα της διαμορφωμένης ψυχής μας σε άλλους.

Η λογοτεχνία μπορεί να αναπτύξει την κριτική ικανότητα και την διαμόρφωση της δικής μας κοσμοθεωρίας.

Η λογοτεχνία αποτελεί ένα καλό φίλο ο οποίος είναι πρόθυμος να μας ακολουθεί παντού και να μας κρατά συντροφιά σε κάθε περίσταση.

Η λογοτεχνία μας παρέχει τις απαραίτητες γνώσεις και πληροφορίες για τους ανθρώπους από όλα τα μέρη του κόσμου. Μέσω της λογοτεχνίας μπορούμε να βρούμε εύκολα και γρήγορα απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουμε για το τι συμβαίνει γύρω μας.

Η λογοτεχνία επιβεβαιώνει ότι ζούμε σε ένα παγκόσμιο χωριό και ότι ο κόσμος είναι πλουραλιστικός και αποτελούμενος από πολλά διαφορετικά είδη ανθρώπων.

Η λογοτεχνία μας ωφελεί εκτός των άλλων σε ζητήματα όπως η σωστή έκφραση, η σωστή διατύπωση και η ισχυρή επινοητικότητα.

Η  λογοτεχνία μας προκαλεί ένα σύνολο συναισθημάτων όπως, την αίσθηση του δέους, της έκπληξης, της χαράς, του φόβου, της λύτρωσης, της σαγήνης κ.α

Η λογοτεχνία μας δίνει τον χώρο να αφήσουμε ελεύθερη τη δημιουργικότητά μας και επιπλέον την ευκαιρία να σηκώσουμε το στυλό μας και να εκθέσουμε τις απόψεις μας.

Η λογοτεχνία μας επιτρέπει να βιώσουμε μια ποικιλία συναισθημάτων και γεγονότων που σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαζόμασταν αμέτρητες ζωές για να τα βιώσουμε. Μέσα από την λογοτεχνία οι συγγραφείς είναι σε θέση να μας βοηθήσουν να προβληματιστούμε σχετικά με το ποιοι είμαστε. Μας ωθούν να αποτινάξουμε την μοναξιά μας και τα εγωιστικά ίχνη του εαυτού μας.

Η λογοτεχνία αποσκοπεί στο να μας ανοίξει τα μάτια μας ώστε να ατενίσουμε την αλήθεια και επιπλέον να αντιμετωπίσουμε τις παράξενες και ενδιαφέρουσες πτυχές του εαυτού μας.

 Η λογοτεχνία μας προετοιμάζει για την αποτυχία (ο φόβος της αποτυχίας βρίσκεται μέσα σε όλους), καθώς όταν διαβάζουμε τις ιστορίες που αποτελούνται από συνεχή σκαμπανεβάσματα των διαφορετικών χαρακτήρων, μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας να αποδεχτεί και στιγμές στις οποίες έχουμε αποτύχει. Μπορούμε να δούμε τελικά ότι η αποτυχία είναι μέρος της ζωής.

Η λογοτεχνία μας θυμίζει τα λόγια του Mark Twain που είχε είχε πει ” τα βιβλία είναι για τους ανθρώπους που επιθυμούν να είναι οπουδήποτε”. Έτσι λοιπόν μπαίνοντας στο μυαλό των χαρακτήρων μας και κατανοώντας τα συναισθήματά τους είναι σαν ζούμε τη ζωή άλλων ανθρώπων για μια στιγμή. Νιώθουμε πράγματα που δεν νιώσαμε ποτέ και βλέπουμε τη ζωή υπό άλλη οπτική γωνία. Οι απόψεις για την λογοτεχνία πολλές φορές δεν είναι αντικειμενικές διότι από την ανάγνωση της λογοτεχνίας εκλαμβάνουμε όχι μόνο τα λογικά μηνύματα αλλά και όλα όσα έχουν αποθηκευτεί πλάι σε αυτή τη λέξη ή στο νόημά της. Κατά τον Μπλάκμπουρν ο εγκέφαλος είναι σαν μια τεράστια μηχανή αναζήτησης που ψάχνει νοήματα και εικόνες οι οποίες ταιριάζουν σε μια λέξη-κλειδί. Γι’ αυτό ακριβώς ένα βιβλίο δεν λέει ποτέ τα ίδια πράγματα σε δύο ανθρώπους που το διαβάζουν ταυτόχρονα. Και γι’ αυτό ακριβώς ένα μυθιστόρημα που για κάποιον είναι αριστούργημα για κάποιον άλλον είναι ένα ακόμα μισοτελειωμένο βιβλίο σε ένα ράφι.

Η λογοτεχνία μας κάνει να γευτούμε τη γλύκα στο στόμα μας, όπως μια τσιχλόφουσκα ή το μαλλί της γριάς. Μας κάνει να αισθανθούμε ότι γαργαλιόμαστε με τέτοιο τρόπο ώστε να νομίζουμε ότι θα πεθάνουμε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μας.

Η λογοτεχνία μας κάνει να αισθανόμαστε μια υπερχείλιση οικειότητας στο σώμα μας, μας κάνει να  νιώσουμε τον παλμό της καρδιάς μας σαν κοπάδι αλόγων που τρέχουν σε εύφορες μεγάλες πεδιάδες.  Μας δημιουργεί μια αίσθηση πληρότητας, όπως η κάμπια που μεταμορφώνεται σε πεταλούδα στον ουρανό.




Κυριακή 10 Μαΐου 2015

"Το μπακλαβαδάκι της εντατικής" Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη



Μάνα, δε σου ’πρεπε “φυγή”…
(αληθινή ιστορία)

Την έβαλαν μέσα Πέμπτη βράδυ στις οχτώ, Αύγουστο μήνα, θεριστή καρπών μα και ψυχών τις περισσότερες χρονιές. Βαρύ έμφραγμα του μυοκαρδίου η διάγνωση, ζήτημα ήταν αν θα ’βγαζε τη νύχτα. Ξενύχτησα με τον αδερφό μου έξω απ’ την πόρτα της εντατικής, με την καρδιά μολύβι. Εκείνος δε μιλούσε, μόνο τα μάτια του τρέχανε σαν του μωρού, δυο μέτρα άντρας. Κάπνιζε συνέχεια, φουγάρο σκέτο, κοντά τέσσερα πακέτα έκανε μέχρι το πρωί. Μάνα ήταν αυτή. Μανούλα γλυκιά, η Μαιρούλα μας.

Τα χείλη μου στιγμή δε σταμάτησαν να ψιθυρίζουν προσευχές, όλους τους αγίους πάνω της τους μάζεψα, να μου την προσέχουν.
«Δεν ξέρουμε τίποτα αν δεν περάσουν σαράντα οκτώ ώρες, εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, διατρέχει πάντως σοβαρό κίνδυνο…»
Η ετυμηγορία των γιατρών, δρεπάνι γκιλοτίνας κοφτερό, κρεμόταν ήδη πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Πιότερο πάνω απ’ το δικό της το κεφάλι.
Φοβόταν η μάνα μας. «Μη μ’ αφήνετε εδώ μονάχη, ανταριάζομαι με τα τόσα φώτα, τόσα καλώδια, τι θα μου κάνουν; Πάρτε με από δω, σας ξορκίζω. Εγώ καλά είμαι.»
Έτρεμε σαν μου ’σφιγγε το χέρι. Το ίδιο έκανε και μες στο ασθενοφόρο, όταν τη φέρναμε στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της πόλης απ’ το εξοχικό μας, ίσα που πρόλαβα να ρίξω ένα ρούχο πάνω μου, από μέσα φορούσα ακόμα βρεγμένο το μαγιό. Στιγμή δεν τ’ άφησε, βαριανάσαινε, «δεν είναι βάρος τούτο το πράμα δω στο στήθος μου, ταφόπλακα είναι… προσευχήσου, παιδί μου, για μένα, να τώρα περνάμε έξω απ’ τον Εσταυρωμένο, μεγάλη η χάρη Του, θέλω να προλάβω να δω τις κόρες σου νύφες…»
«Μη λες τέτοια, μανούλα, θα προλάβεις, όλα θα τα προλάβεις, είσαι νέα ακόμα, να δεις που θα καμαρώσεις και δισέγγονα» της έδινα κουράγιο, η καρδιά μου όμως το ’ξερε, εγώ φοβόμουν πιο πολύ από κείνη, μα προσπαθούσα να μην το δείχνω. Έτρεμα να μη μου μείνει στα χέρια, καθώς δεν υπήρχε δεύτερος γιατρός στο μικρό ιδιωτικό ιατρείο για να τη συνοδεύσει στην πόλη, περίμεναν κι άλλα επείγοντα περιστατικά να αντιμετωπιστούν, ούτε καν οξυγόνο δεν είχε μέσα το ασθενοφόρο, τον οδηγό μονάχα, ένα παλικαράκι καμιά εικοσαριά χρονώ, που έτρεχε αφηνιασμένα, παίρνοντας τις στροφές στους δυο τροχούς, με τη σειρήνα του ασθενοφόρου να ουρλιάζει κι εκείνον να ρωτάει κάθε λίγο:
«Καλά είσαι, θεία; Κουράγιο, να, σε λίγο φτάνουμε. Περδίκι θα σε κάνουνε στο νοσοκομείο, θεία, περδίκι…»
Έπεψε ο Θεός, που λέμε εδώ στην Κρήτη, και ξημέρωσε τη μέρα. Η κατάσταση της μάνας μας απελπιστικά σταθερή. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Ήρθε η ώρα του επισκεπτηρίου. Το ωράριο τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια, οι κανόνες αυστηροί. Τέσσερις με έξι το απόγευμα έμπαινε ένας-ένας, ντυμένος με την πράσινη στολή που υποχρεωτικά ενδύεσαι στην εντατική, σκούφο, μπλούζα, κάλυμμα στα παπούτσια, τα μικρόβια παραμόνευαν κι οι έξω –υποτίθεται– τα μετέφεραν. Αν όμως γνώριζες καλά τα πράγματα εκεί μέσα, ήξερες πως τα πιο δυνατά μικρόβια, τα μικρόβια-δολοφόνοι, ήταν τα ενδονοσοκομειακά.
Η είσοδός μας στον καταθλιπτικό και αποστειρωμένο εκείνο χώρο, αξέχαστη. Οι ασθενείς αδύναμοι, συνδεδεμένοι με πολύχρωμα καλώδια σαν αλλόκοτοι αστροναύτες, χλομοί, ταλαιπωρημένοι, με τον ιδρώτα σε κόμπους ν’ αναβλύζει, περίμεναν με αγωνία την επαφή με τον έξω κόσμο.
Και τίποτα να μη σπιλώνει τη φρεσκοβαμμένη αγνότητα των τοίχων… Ούτε τα μόρια της σκόνης που χορεύουν στο φως. Ούτε ένα παράθυρο ανοιχτό, έτσι για να κάνουν πως γλιστράνε μέσα οι ήχοι της πόλης. Μόνο ζέστη, πολλή ζέστη…
Περίμενε η Μαιρούλα υπομονετικά να μπούμε, τυλιγμένη σ’ ένα σεντόνι, πνιγμένη στα καλώδια, με την αγωνία σκαλωμένη στα σβησμένα της μάτια –της τα ’χε ρημάξει το ζάχαρο τα τελευταία χρόνια– τώρα έβλεπε μόνο σκιές. Ο γιατρός δίπλα της αυστηρός:
«Όχι συγκινήσεις έντονες, συνεχίζονται οι αρρυθμίες.» Της έσκαγε όμως πότε πότε και κάποιο χαμόγελο. «Όλα θα πάνε καλά, κυρία Μαίρη. Τα δύσκολα περάσανε.»
Η οθόνη όμως, που μετρούσε τους παλμούς της καρδιάς της, έστελνε πράσινα κύματα στη μαύρη οθόνη θάλασσα, σαν ακανόνιστες τεθλασμένες γραμμές. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απ’ αυτά τα καταραμένα τα κύματα. Την ίδια νύχτα τα ονειρεύτηκα. Πάλευα μέσα τους κι εκείνα τυλίγονταν στο λαιμό μου σαν σχοινιά, έτοιμα να με πνίξουν.
Χάιδεψα τη μανούλα μου, της έδωσα νερό, κουράγιο… της είπα τα νέα μας. Ήθελε όλα να τα μάθει. Τι κάνει ο άντρας μου, τα παιδιά, ο μπαμπάς, ο αδερφός μου, η νύφη της, ο εγγονός της ο Σταυρούλης, δυο χρονώ μωρό, η αδυναμία της.
Στο τέλος ρώτησε τι μου είπαν οι γιατροί.
«Την αλήθεια, παιδί μου, θέλω. Θα ζήσω;»
Έκανα προσπάθεια να χαμογελάσω.
«Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν είπαμε πως όλα θα πάνε καλά;»
«Καλά, ας το πιστέψω. Θέλω τόσο να το πιστέψω. Να ’ρχεστε κάθε μέρα. Δεν μπορώ εδώ μέσα μόνη μου.» Και να μη μου αφήνει το χέρι.
Μετά από τόσα χρόνια που έχει “φύγει”, νιώθω ακόμα τη ζεστασιά εκείνης της παλάμης, τον παλμό του σφυγμού της, η αγάπη της χύνεται πάνω μου με τους κουβάδες του ήλιου…

Γιόρταζε σε τρεις μέρες. Δεκαπενταύγουστος. Δεν είχα το κουράγιο να της φτιάξω το γλυκό που εκείνη έφτιαχνε κάθε χρόνο στη γιορτή της. Μια τούρτα με παντεσπάνι, κρέμα, ζελέ πορτοκάλι, μπανάνες και ροδάκινα. “Τούρτα Λιλίκας” έγραφε με τα κομψά της καλλιγραφικά γράμματα στο μπλε τετράδιο των συνταγών της, που μοσχοβολούσε βανίλια. Δεν υπήρχε δεύτερη νοικοκυρά σαν τη Μαιρούλα. Στην κουζίνα μου, συγκέντρωσα τα υλικά για να το φτιάξω, άνοιξα το τετράδιο σ’ εκείνη τη σελίδα. Το ξανάκλεισα. Είχε βραχεί η σελίδα με δάκρυα… Πήγα κι αγόρασα μπακλαβαδάκια. Κι αυτά της άρεσαν. Θα κερνούσα τους γιατρούς, τις νοσοκόμες, τους ασθενείς. Σαν να ’χαν έρθει επίσκεψη στο σπίτι μας τη μέρα της γιορτής της θα ’τανε. Για τα χρόνια πολλά…
Πριν φύγω, ήρθε η θεία Χρυσούλα. Κουνιάδα της αγαπημένη, μα πιο πολύ φίλη της. Μαράζωσε σαν πέθανε εκείνη. Ήταν συνομήλικες. Κρατούσε στα χέρια της ένα ταπεράκι.
«Αυτό να το κρατάς στη Μαιρούλα. Και χρόνια πολλά να της πεις από μένα. Του χρόνου θα τα γιορτάσουμε μαζί.»
Άνοιξα το μικρό κουτί. Η θεία τής είχε φτιάξει την τούρτα “Λιλίκας”. Είχε κόψει δυο μικρά κομμάτια και τα είχε βάλει μέσα. Έκλαψα μ’ αυτή της την κίνηση. Ακόμα κλαίω σαν θυμάμαι εκείνη της τη χειρονομία…


Η εντατική αντιλαλούσε από γέλια σήμερα. Η Μαιρούλα είχε κέφια, είχε διαφύγει τον κίνδυνο, αύριο θα την έβγαζαν. Το κέφι της είχε βάψει τα μάγουλα κόκκινα, γελούσε και διηγιόταν στους ασθενείς ανέκδοτα. Δίπλα της ακριβώς είχαν φέρει μία πολύ ζωντανή γυναίκα. Δεν καθόταν ήσυχη, στριφογύριζε συνεχώς, ήταν νευρική αλλά δε φαινόταν καθόλου άρρωστη. Απορούσες γιατί την είχαν βάλει εκεί.
Όταν μπήκα μέσα με τα γλυκά, εκείνη ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
«Ήσυχα, κυρία Δέσποινα. Ηρεμήστε. Έχετε υψηλή πίεση, δεν κάνει…» προσπαθούσε να την ηρεμήσει μια νοσοκόμα.
Δεν είχε επισκεπτήριο εκείνη. Μόλις με είδε να μπαίνω και να φιλώ τη μάνα μου, μελαγχόλησε.
«Κι εγώ γιορτάζω, μα δεν ήρθε να με δει κανείς… Τυχερή είσαι συ, κυρά Μαίρη, έχεις καλά παιδιά.»
Χάρηκε η Μαιρούλα με τις λιχουδιές. Μα δεν άγγιξε τίποτα. Ο γιατρός της επέτρεψε μια κουταλιά τούρτα επειδή γιόρταζε κι ήταν σήμερα πολύ καλύτερα. Μόνο μια μικρή κουταλιά. Δεν έφαγε.
«Καλύτερα να κρατήσω την όρεξή μου για του χρόνου. Εσύ κέρασε στο μεταξύ για τη γιορτή μου.»
Όλα τα μετέτρεπε η Μαιρούλα σε γιορτή Ακόμα και το θάνατο που δοκίμαζε τις φτερούγες του έξω απ’ τα ψηλά παράθυρα.
Άνοιξα το κουτί και τους κέρασα όλους. Οι ευχές έπεσαν βροχή, πρώτη φορά ένιωσα την πραγματική έννοια τού “χρόνια πολλά, και του χρόνου…” Για τους περισσότερους εκεί μέσα ήταν μια ευχή ουτοπία ή ίσως η ευχή που ξορκίζει το Χάρο. Για τη Μαιρούλα, εκείνο το “και του χρόνου” δεν έφτασε ποτέ…
Πλησίασα την κυρία Δέσποινα. Της έτεινα το κουτί με τα μπακλαβαδάκια. Χαμογέλασε και τα σάλια της έτρεξαν σαν πήρε με λαχτάρα ένα κι ετοιμάστηκε να το καταβροχθίσει με βουλιμία. Πρόφτασε και πετάχτηκε σαν σφήνα μπροστά μια νοσοκόμα με σακατεμένο από τα σημάδια της ακμής πρόσωπο.
«Μη, όχι, κυρία Δέσποινα. Δεν κάνει να το φας. Το ζάχαρό σου είναι στα ύψη!»
Ταραγμένη ανάσαινε η νοσοκόμα. Προσπάθησε να της το πάρει από το χέρι. Η κυρα-Δέσποινα δεν το άφηνε. Τα σιρόπια άρχισαν να στάζουν στο σεντόνι.
«Άφησέ με να το φάω, σε παρακαλώ. Κι εγώ γιορτάζω. Και δεν ήρθε κανείς. Θέλω να φάω ένα μπακλαβαδάκι. Το στόμα μου είναι πικρό…» ικέτευε, τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν.
«Δεν μπορώ να σας αφήσω. Έχω ευθύνη. Αν συμβεί κάτι… Καταλάβετέ με…» Τώρα την ικέτευε η νοσοκόμα.
«Καλά, φά’ το εσύ αντί για μένα, αλλά να ξέρεις, αυτό δε θα το ξεχάσω. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Τι ζήτησα η δόλια; Ένα μπακλαβαδάκι, ένα τόσο δα μπακλαβαδάκι που θα μου γλύκαινε τον πόνο. Μπορεί και να πεθάνω, βρε, και θα το ’χεις κρίμα στο λαιμό σου. Πού να ξέρεις εσύ τι σηκώνω εδώ μέσα…» είπε κι έδειξε την καρδιά της. Ύστερα λούφαξε στο κρεβάτι της γυρνώντας μας την πλάτη. Δεν ξαναμίλησε.
Μαύρισε η ψυχή όλων στον παγερό χώρο. Απότομα η χαρούμενη ατμόσφαιρα βάρυνε ασήκωτα.


Την άλλη μέρα, μας ειδοποίησαν ότι η Μαιρούλα θα έβγαινε από την εντατική και θα μεταφερόταν στην Καρδιολογική. Πετάξαμε από τη χαρά μας. Όταν πήγαμε ξανά την ώρα του επισκεπτηρίου, βρήκαμε τη μάνα μας δακρυσμένη, σιωπηλή.
«Μαμά, τι έχεις; Θα βγεις σήμερα. Οι γιατροί λένε πως είσαι καλύτερα, δε χαίρεσαι;»
Χωρίς να μου απαντήσει, μου έδειξε με το δεξί της χέρι το διπλανό κρεβάτι. Ήταν άδειο.
«Την πήραν την κυρία Δέσποινα; Τη μετέφεραν κι αυτή στην Καρδιολογική;» τη ρώτησα με απορία.
Δε μου απάντησε η μάνα μου, αλλά η χθεσινή κοπέλα, η νοσοκόμα. Είχε πιάσει βάρδια πριν από λίγο. Φορούσε το σκούφο, τη στολή, αλλά κρατούσε αγκαλιά το κουτί με τα χθεσινά μπακλαβαδάκια, που είχα αφήσει για να κεραστούν κι οι υπόλοιποι νοσηλευτές. Το ’χε ανοίξει κι έτρωγε τα γλυκά με μανία, δυο-δυο τα κατέβαζε. Τα μάτια της ήταν ολοκόκκινα, σφούγγιζε τη μύτη της μ’ ένα χαρτομάντιλο. Έκλαιγε κι έτρωγε. Χωρίς όρεξη. Ήταν ολοφάνερο ότι δυσκολευόταν να καταπιεί, της ερχόταν τάση για εμετό, όμως με πείσμα συνέχιζε. Πηχτά ρυάκια από σιρόπι έσταζαν απ’ το πιγούνι της πάνω στη στολή. Μπουκωμένη καθώς ήταν, πήγε να μου μιλήσει. Κόντεψε να πνιγεί. Για μια στιγμή παραξενεύτηκα. Αηδίασα. Όμως…
«Δεν μπορώ να το πιστέψω. Τώρα μόλις το έμαθα. Η κυρία Δέσποινα… πέθανε πριν από μια ώρα… Άλλος την πήρε… άλλος.»

Το παρόν διήγημα δημοσιεύθηκε στις 22/10/12 στο λογοτεχνικό ανθολόγιο
ONE STORY από την Ανοικτή βιβλιοθήκη Openbook http://www.openbook.gr/













Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

"Μια σοκολάτα αμυγδάλου σου φέρνει ευτυχία..." ΡΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ- ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ





Μια σοκολάτα αμυγδάλου σού φέρνει ευτυχία

Της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη

Κάτι επάνω της την έκανε να μοιάζει με γριά, κοιτάζοντας τη ζωή και τη μοίρα της να περνούν από μπροστά της χωρίς να τους δίνει την παραμικρή σημασία. Νόμιζα πως το λεωφορείο θα συνέχιζε χωρίς να σταματήσει, αγνοώντας το νεύμα της, ένα χέρι με ξυλιασμένα δάχτυλα, με ξεφτισμένα βαμμένα ασημί βρόμικα νύχια. Αλλά τα φρένα στρίγκλισαν, η πόρτα ανοιγόκλεισε σφυρίζοντας, σκόνη και λάσπες τύλιξαν τους τροχούς του κήτους που αγκομαχούσε, πιάστηκε εκείνη στη χειρολαβή. Ανέβηκε.

Αυτή η γριά είναι μόλις είκοσι χρονών ή και λιγότερο… Ανασαίνει με δυσκολία, καθώς γυρίζει την πλάτη στον οδηγό κι έρχεται προς το μέρος μου, ταλαντευόμενη ανάμεσα στις χειρολαβές των καθισμάτων. Κάθομαι περίπου στη μέση, η θέση δίπλα μου είναι άδεια. Όλες οι υπόλοιπες είναι πιασμένες. Τη βλέπουν όλοι σε τέτοιο χάλι, αλλά κανένας δεν της παραχωρεί τη θέση του. Σκιρτώ καθώς σηκώνομαι, της κάνω νεύμα να καθίσει προς τη μεριά του παραθύρου, τρεκλίζει, πάει να πέσει, την τελευταία στιγμή τη συγκρατώ. Μ’ ευχαριστεί σιγανά, κάθεται επιτέλους.

Σκούρα κατσαρά μαλλιά, αφρόντιστα σχεδόν, ακουμπούν στον ώμο μου. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ το βρόμικο τζιν της να πλέει πάνω της σκισμένο σε τρεις μεριές, –όπως το θέλει η μόδα ή η ανέχεια, εξαρτάται από ποια πλευρά βρίσκεσαι– τη μαύρη της μπλούζα σχεδόν κουρέλι, μ’ ένα αμερικάνικο διαφημιστικό σήμα τυπωμένο στο κέντρο. Το δέρμα της έχει το χρώμα του κεριού, είναι χλομό και διάφανο σαν δάκρυ λαμπάδας. Βγάζω τα μαύρα μου γυαλιά για να την παρατηρήσω καλύτερα.

Ωραίο προφίλ. Έχει ένα πρόσωπο που λες κι ανοίγει τα πορτόφυλλα των ονείρων σου. Οβάλ, γλυκό, σαν πρόσωπο Μαντόνας. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα και γκρίζα σαν της γάτας. Με μαύρους κύκλους γύρω τους, τόσο σκοτεινούς, που ακόμα και στο μισόφωτο θα ξεχωρίζουν. Πόσο μάλλον τώρα, εκτεθειμένοι όπως είναι στο γαλακτικό φως του νέον της οροφής… Τρέμει.
Πασχίζει να στριμώξει στην αριστερή τσέπη του τζιν μια φοιτητική ταυτότητα. Κάτι βαρύ κι αόρατο πλανιέται πάνω από τους ώμους της. Κυρτώνουν.
«Είσαι καλά, κοπέλα μου;» τη ρωτώ.
Απάντηση καμία.
«Μήπως κρυώνεις; Εσύ τρέμεις…»
Πάω ν’ ακουμπήσω το μέτωπό της. Είναι ιδρωμένο, παγωμένο.
Τινάζεται απότομα.
«Μη μ’ αγγίζεις. Δε θέλω να μ’ αγγίζουνε.»

Αποσύρω το χέρι μου . Πάνω του μένει η αίσθηση του κρύου δέρματός της.
Ένα ακόμα πρεζόνι … σκέφτομαι . Δεν την παρεξηγώ. Ξέρω τι περνάει.
Έξω από το παράθυρο βιτρίνες, κι άλλες βιτρίνες, πεζοί και διασταυρώσεις κι αυτοκίνητα, πλήθος τ’ αυτοκίνητα. Η οχλοβοή της κίνησης δε λέει να καταλαγιάσει, ο αρρωστημένος αέρας που χιμά απ’ τα μισάνοιχτα παράθυρα του λεωφορείου έχει την αποκαμωμένη μυρωδιά του μεσημεριού: σκόνη, βενζίνη, ανάκατες μυρωδιές από τσιγαρισμένα κρεμμύδια. Το μεσημεριανό γεύμα στα περισσότερα σπίτια παίρνει να ετοιμάζεται σιγά σιγά. Το ραδιόφωνο μέσα στο λεωφορείο εκπέμπει ακόμα ένα από εκείνα τα μπουζουκοτράγουδα του συρμού, αντί για μια αισθησιακά θλιμμένη μελωδία που η αλήθεια είναι πως θα ταίριαζε γάντι σε τούτη τη “σκέτη μελαγχολία” μέρα.

Παράταιρος συνειρμός, σκέφτομαι.
 Γύρω μου, δίπλα μου ολότελα, η πραγματικότητα με φτύνει…
Ψιλοβρέχει. Δυο τρεις σταγόνες βροχής, που μπαίνουν λαθραία απ’ το κατεβασμένο τζάμι, σκοντάφτουν πάνω στο μέτωπό της. Δάκρυα θλίψης που πέφτουν απ’ τον ουρανό.
«Να δεις που κλαίει ο Θεός για μένα…» ακούω να παραμιλάει το ανθρώπινο ερείπιο δίπλα μου, ψηλαφίζοντας το βρεγμένο της δέρμα.

Αναστατώνομαι. Μέσα σ’ αυτό το όμορφο μαστουρωμένο κεφάλι νόμιζα πως υπάρχει μόνο ένας σωρός σβησμένη στάχτη. Αίφνης, θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο λεξικό με λέξεις που να είναι σε θέση να την περιγράψουν, να περιγράψουν τον οίκτο, τη θλίψη, αλλά πάνω απ’ όλα την αποστροφή που νιώθει η κοινωνία για τέτοιου είδους πλάσματα.
“Φτωχή, δυστυχισμένη, άθλια, τιποτένια ανθρώπινη ύπαρξη, ανίκανη, αξιολύπητη, αξιοκαταφρόνητη, θλιβερή, άτυχη, άδεια, ελεεινή, κακορίζικη, άξια της τύχης της, ανόητη, εκφυλισμένο και απεχθές άτομο, απελπισμένη, μιαρή, περιφερόμενη αρρώστια που μολύνει στην όποια επαφή, επικίνδυνη, κοινωνική λέπρα.”

Τ’ αξίζει όλα τούτα; Όχι. Όχι βέβαια. Μπορείς να βουλιάξεις, να λιώσεις, να εξαφανιστείς κάτω από το βάρος των λέξεων. Οι λέξεις σκοτώνουν. Σε στήνουν στον τοίχο και σ’ εκτελούν. Το ίδιο και η συμπεριφορά των δήθεν τέλειων συνανθρώπων μας, αυτών των αναμάρτητων που μπορούν να σε λιθοβολούν με μένος πρώτα και κατόπιν να κοιμούνται αμέριμνοι τον ύπνο του δικαίου. Αδιαφορώντας αν τούτοι της κοινωνίας οι απόκληροι, πάνω στην αδυναμία τους ν’ αντισταθούν στην πλαστή κι εφήμερη “ευδαιμονία” των ναρκωτικών, σηκώνουν το σταυρό όλων των γκρίζων ημερών του κόσμου.

«Έχω μια κόρη στην ηλικία σου. Μου τη θυμίζεις.»
«Σπουδαία κόρη έχεις, αν είναι σαν κι εμένα.»
«Γιατί, τι έχεις εσύ;»
«Σου φαίνομαι, κύριος, φυσιολογικό άτομο; Μια ξεραμένη κουράδα είμαι, που κάνει μπαμ από χιλιόμετρα…»
«Μη μιλάς έτσι. Όλοι έχουμε κάποια αξία.»
«Η δική μου μας τελείωσε από καιρό. Μια φούσκα ήταν που έσκασε στο χρηματιστήριο, χα χα… Σ’ έπιασε πόνος για το ποιόν μου δηλαδή; Ή μήπως έχεις αλλού το νου σου; Σας ξέρω εγώ κάτι τέτοιους “κυρίους” σαν και του λόγου σου. Πάτε να μας ρίξετε με φιλανθρωπίες και γλυκόλογα, μπας και σας κάτσουμε. Σας ξέρω εγώ…»
«Με παρεξήγησες. Δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Θα σου μιλούσα για την κόρη μου, αν είχα σκοπό κάτι τέτοιο;»

«Δεν ξέρω. Δεν είμαι συνηθισμένη να μου μιλάνε. Ποιος ν’ ασχοληθεί με κάποια σαν κι εμένα. Όλοι μ’ αποφεύγουν σαν το διάβολο το λιβάνι. Έχεις μια σοκολάτα;»
«Δε συνηθίζω να κουβαλάω μαζί μου σοκολάτες. Αλήθεια, πού κατεβαίνεις; Αν είναι, να κατέβω κι εγώ στην ίδια στάση για να σου πάρω μία. Έχει περίπτερα παντού.»
«Δεν έχεις δουλειά, φαίνεται, ή πας να μου την πέσεις με το γάντι.»
«Αυτό ξέχασέ το. Πού κατεβαίνεις, είπαμε;»
«Εθνικής Αμύνης.»
«Κι εγώ εκεί κατεβαίνω έτσι κι αλλιώς. Φτάνουμε όπου να ’ναι. Σήκω.»


Τη σοκολάτα τη διάλεξα εγώ. Ίον αμυγδάλου. Πήρα δύο. Τη μία της την έδωσα. Η άλλη παραμένει στην τσέπη μου άθικτη. Την ξετύλιξε ανόρεχτα, αλλά δάγκωσε ένα μεγάλο κομμάτι και το άφησε να λιώσει αργά στο στόμα της.
«Μια σοκολάτα Ίον αμυγδάλου σού φέρνει ευτυχία…» σιγοτραγουδά χαμογελώντας.
Είναι το πρώτο, το παρθενικό της χαμόγελο. Γραπώνω ένα δάκρυ μου, που πάει να ξεμυτίσει. Δεν το αφήνω να δει φως. Παίρνω μια βαθιά, πολύ βαθιά ανάσα.
«Πού το ξέρεις ότι μ’ αρέσει αυτή η συγκεκριμένη σοκολάτα;»
«Δεν το ξέρω. Απλά ξέρω πως αρέσει και στην Έλενα.»
«Ποια είναι η Έλενα;»
«Το κοριτσάκι μου. Το αγαπημένο μου κοριτσάκι.»
«Μιλάς σαν χαζομπαμπάς.»
«Είμαι.»
«Εγώ δεν έχω πατέρα. Δεν τον γνώρισα ποτέ. Μάλλον φύτρωσα από μόνη μου μες στην κοιλιά της μάνας μου. Έτσι σκέφτομαι.»
«Έτσι νομίζεις ότι ξεπερνάς την απώλειά του. Κι η μητέρα σου;»

«Άσ’ την αυτή. Καμένο χαρτί. Ούτε και ξέρω πού βρίσκεται. Με πέταξε έξω μόλις ανακάλυψε ότι ο πατριός μου μ’ έβρισκε καλύτερη από κείνη. Άργησε να το ανακαλύψει, αλλά χαίρομαι που το κατάλαβε τελικά, γιατί γλίτωσα κι από τους δυο. Τυχερή η κόρη σου που σ’ έχει. Μου φαίνεσαι καλός. Δε ξέρω γιατί, αλλά μου φαίνεσαι καλός.»
«Κι εσύ τι κάνεις; Πώς ζεις; Είδα μια φοιτητική ταυτότητα να βάζεις στην τσέπη σου.»
«Χα, με πέρασες για φοιτήτρια; Καλό αυτό, αλλά πού τέτοια τύχη. Την ταυτότητα την έκλεψα από μια πραγματική φοιτήτρια σ’ ένα απ’ αυτά τα καταραμένα πάρτι, καταλαβαίνεις τι τύπου. Το πορτοφόλι που την είχε μέσα είχε μαζί και λεφτά κάμποσα. Έτσι την έβγαλα για μερικές μέρες. Μη ρωτάς πώς ζω. Ούτε πού μένω. Από δω κι από κει. Άσ’ τα. Θλιβερά πράγματα.»


«Πεινάς; Εγώ πεινώ πάντως. Θέλεις να φάμε παρέα;»
«Δεν είμαι καλή παρέα και το ξέρεις.»
«Επιμένω.»
«Μου κάνει εντύπωση που μου φέρεσαι τόσο καλά. Που νοιάζεσαι για μένα. Αλήθεια, δεν ντρέπεσαι να κυκλοφορείς μαζί μου;»
«Έλα, πάμε να φάμε. Στην Έλενα αρέσουν τα ντολμαδάκια και το παστίτσιο. Εσένα σ’ αρέσουν;»
«Μη ρωτάς. Έχω καιρό να φάω σαν άνθρωπος.»
«Να μπούμε εδώ; Έρχομαι τακτικά και με ξέρουν.»
«Και δεν μπαίνουμε;»


Ο Ηλίας ο σερβιτόρος με γνωρίζει. Δεν είναι περίεργος, αντίθετα είναι πολύ διακριτικός. Παίρνει παραγγελία χωρίς να ρίξει ούτε ματιά στη συνοδό μου. Σε χρόνο μηδέν γεμίζει το τραπέζι μας. Τα ντολμαδάκια και το παστίτσιο τα φέρνει χωρίς να τα παραγγείλω. Ξέρει.
Σε λίγο μαθαίνω τ’ όνομά της κι αυτή το δικό μου. Τη λένε Θεανώ, μου λέει και το επίθετο. Τρώει ανόρεχτα, τσιμπάει σαν πουλάκι. Σημασία έχει να βάλει κάτι στο στόμα της, σκέφτομαι, καθώς την παρατηρώ να παίζει με τα μακαρόνια του παστίτσιου. Μαθαίνω για τη ζωή της. Ξεκίνησε τα ναρκωτικά στα δώδεκα για να ξεπεράσει το φόβο για τον πατριό της και την ανασφάλεια από τη συμπεριφορά της μάνας της. Το πρώτο της φλερτ, ένας δεκαπεντάχρονος, στο πρώτο τους ραντεβού την πήγε σ’ ένα πάρτι. Της έριξαν κάτι σ’ ένα ποτήρι με κόκα κόλα. Τα μάτια της γυαλίζουν, καθώς περιγράφει τη φανταστική εμπειρία του πρώτου της “ταξιδιού”. Όμως από τότε, κάθε μέρα, κάθε ώρα μετανιώνει για εκείνη την καταραμένη σκόνη που την οδήγησε σταδιακά στον πλήρη ξεπεσμό.

Ξεκίνησε με χάπια. Αμφεταμίνες. Στη συνέχεια δοκίμασε “αθώο” χασισάκι, για να μην έχει, λέει, ενοχές, έπειτα μαριχουάνα, LSD. Εδώ και τέσσερα χρόνια όμως αναπόφευκτα κύλησε στην “άσπρη”.
Έφυγε απ’ το σπίτι της στα δεκαπέντε. Άλλαξε πόλη. Ήρθε στην Αθήνα με κάποιον που της υποσχέθηκε πως θα τη βοηθούσε να ξεπεράσει τα προβλήματά της. Τον εμπιστεύτηκε. Γαντζώθηκε πάνω του, μπορεί και να τον αγάπησε. Αποτέλεσμα; Αυτός, αφού τη βαρέθηκε, την έσπρωξε ακόμα πιο βαθιά στο βόρβορο. Σταμάτησε το σχολείο, έψαξε για δουλειά. Αλλά ποιος να κρατήσει στη δούλεψή του ένα παιδί, κι επιπλέον σ’ αυτό το χάλι; Στην αρχή ζητιάνευε, έπειτα έγινε βαποράκι, στο τέλος αναγκάστηκε να εκπορνευτεί. Για τη δόση… Τώρα πια έχει μείνει σκιά του εαυτού της. Μένει σ’ ένα βρομερό τριάρι παρέα με άλλους τρεις του σιναφιού της.

«Ακόμα μια πολύ συνηθισμένη ιστορία, ιδανική για σίριαλ» λέει στο τέλος σαρκαστικά.
Δεν μπορώ να την κοιτάξω στα μάτια. Φοβάμαι μην τρομάξει και σηκωθεί να φύγει.

Η σειρά μου σαν θα ’ρθει,
από μόνος μου ήρεμος
θα γδυθώ για τον ύπνο τον έσχατο

Οι στίχοι του Μπατάιγ τρυπούν τη σιωπή του μυαλού μου. Περνούν μπροστά απ’ τα μάτια μου σαν διαφημιστικό τρέιλερ.

Αγάπη αγνή που αγκαλιάζεσαι απ’ το φόβο…

Αυτοί οι τελευταίοι είναι δικοί μου στίχοι. Ο λόγος ρέει στον τόνο της μνήμης. Τέτοιες σκέψεις τέτοια ώρα; Κι όμως. Η ποίηση νικά την απόγνωση.
Συνεχίζω να πίνω την μπίρα μου. Είναι πικρή και παγωμένη σαν την καρδιά μου.

«Ζωή σκατένια, κύριε Λάμπη, βλέπεις; Δεν μπορώ να ξεφύγω. Κάθε βράδυ ονειρεύομαι την απεξάρτηση, λέω πρέπει κάτι να κάνω, το ξέρω πως γρήγορα θα πεθάνω αν συνεχίσω έτσι… Και μετά, όταν αρχίσω να το ζητώ το καταραμένο, όταν στριφογυρίζει το μυαλό μου σαν να θέλει να τρυπήσει το κρανίο μου, όταν οι πόνοι και τα ρίγη από τη στέρηση γίνονται αβάσταχτα –το σώμα μου μ’ εκδικείται– τότε τρέχω σαν λυσσασμένη στους δρόμους, ψάχνοντας για τη σκόνη που θα με λυτρώσει, αυτή την ίδια που θα με σκοτώσει μια μέρα… Δεν ξέρω αν θέλω να ζήσω. Κι αυτή ζωή δεν είναι, κύριε Λάμπη. Δε μιλάς; Γιατί κλαις; Μη με λυπάσαι…»
Απελευθέρωσα τα δάκρυά μου. Βροχή πέφτουν στο πιάτο μου με το μισοφαγωμένο γιουβέτσι. Δεν μπορώ να μιλήσω. Η συγκίνηση μου ’φαγε τη γλώσσα.

«Εσύ μη στενοχωριέσαι. Έχεις την Έλενα. Έχεις το παιδί σου, έχεις τον κόσμο όλο. Κάτι μου λέει πως είσαι καλός γονιός. Μπορώ να σου ζητήσω κάτι;»
«Ό,τι θες, Θεανώ.»
«Θα ’θελα να γνωρίσω την Έλενα. Έχεις φωτογραφία της;»
«Να, εδώ στο πορτοφόλι μου την έχω.»
Βγάζω τη φωτογραφία της μονάκριβής μου και της τη δίνω.
Το γέλιο της αστράφτει σαν όλες τις γιορτές του κόσμου, φωτίζοντας τη μουντή ατμόσφαιρα της ταβέρνας.
«Ωραία κοπέλα. Πόσο χρονών είναι;»
«Στην ηλικία σου περίπου. Δεκαοχτώ.»
«Εγώ έχω ξεχάσει πόσο είμαι. Πάντως θα ήθελα στ’ αλήθεια να τη γνώριζα από κοντά. Να δω πώς είναι ένα φυσιολογικό παιδί. Ένα παιδί που θα πατά στα πόδια του, που θα ’χει μάτια και κότσια ν’ αντικρίσει το μέλλον, γιατί μεγάλωσε με τρυφερότητα, με σταθερότητα, με αγάπη. Αλλά τι σου λέω τώρα, κύριε Λάμπη… Σιγά να μη θέλει η κόρη σου να γνωρίσει την απόλυτη παρακμή. Θα τρομάξει σαν μ’ αντικρίσει, το ξέρω.»

«Μπορούμε να πάμε να τη δούμε, αν θες. Το σπίτι της είναι τέσσερις στάσεις παρακάτω.»
«Δε μένει μαζί σας;»
«Όχι πια. Έχει το δικό της σπίτι.»
«Σπουδάζει;»
«Πολλά ρωτάς, Θεανώ. Πάμε;»
Πληρώνω, αποχαιρετώντας τον Ηλία. Μας ξεπροβοδίζει μέχρι την πόρτα.
«Να προσέχεις, κυρ Λάμπη» μου λέει. «Χαιρετισμούς στην κυρία Μάγδα.»
Σε λίγο ανεβαίνουμε μαζί με τη Θεανώ σ’ ένα ακόμα λεωφορείο. Στην κωλότσεπη έχω δύο εισιτήρια. Όλοι εκεί μέσα μάς περιεργάζονται εξονυχιστικά. Βλέμματα επικριτικά, οίκτου, δεν ξέρω. Δε μ’ απασχολεί. Αμίλητοι, μετά από τρεις στάσεις, κατεβαίνουμε.

Περπατάμε. Εγώ πιο γρήγορα, εκείνη σέρνεται. Είναι φανερό πως κάνει προσπάθεια. Τέσσερα τετράγωνα παρακάτω σταματώ.
«Φτάσαμε» λέω στη Θεανώ και την προσπερνώ ανεβαίνοντας με λαχτάρα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια.
«Εδώ… είναι το σπίτι της Έλενας;» Η φωνή της, φωνή που ξυρίζει με κρυμμένες λάμες, ακούγεται πίσω μου. Η μαύρη, καγκελωτή πόρτα είναι ορθάνοιχτη. Μπροστά μας απλώνεται ένας κάμπος ολόλευκος, σπαρμένος με σταυρούς.

Μέσα στο κοιμητήριο γυρίζω και για πρώτη φορά την αγκαλιάζω από τους ώμους, μ’ ένα μικρό, θλιμμένο χαμόγελο. Στέκει και βγάζει τα χέρια απ’ τις τσέπες του τζιν, τα φέρνει στους κροτάφους της, λύνονται τα πόδια της, πια δεν την κρατούν, παραλίγο να καταρρεύσει, την τελευταία στιγμή τη συγκρατώ. Καταλαβαίνει πια πολύ καλά πού είναι η Έλενα. Μόνο που δεν ξέρει γιατί. Και πώς…


Ο τάφος του μοναδικού μου παιδιού λευκός σαν και τα νιάτα της, που της τα τρύγησε η άσπρη σκόνη κάποιο ξημέρωμα Σαββάτου στην τελευταία εκδρομή του λυκείου της στη Ρόδο, λίγο πριν τις Πανελλήνιες. Πεντακάθαρος σαν την ψυχή της την αθώα, στολισμένος με λίλιουμ και λευκά τριαντάφυλλα. Της άρεσαν τα λουλούδια. Με τη φωτογραφία της να γελά, να γελά αιώνια.
Κοιτάζω τη φωτογραφία. Πάντα ακινητοποιημένη, με βλέμμα που σκιάζει μια αδιόρατη θλίψη, με μάτια στεγνά που δεν ανοιγοκλείνουν, κοίταξε για δευτερόλεπτα το φακό μ’ ένα χαμόγελο σαν να ’λεγε στη ζωή: “Περίμενέ με!”

Μα αυτή δεν είχε χρόνο, έτρεχε… να, με μια δρασκελιά τη νιότη της προσπέρασε. Κοιτώ το πρόσωπο της κόρης μου, που είδα να μεγαλώνει, μα όχι να γερνά, πρόσωπο που κάποτε είχε πνοή και όγκο, μπορούσες να το ψηλαφίσεις, να το αγγίξεις τρυφερά, ένα ρόδο που ποδοπατήθηκε ήταν, σπάζοντας τις καρδιές μας δυο στη μέση… Πώς με χαρακώνει τούτο το πρόσωπό σου, Έλενα, που πια δεν αναπνέει, δεν προσμένει τίποτα, δεν αλλάζει, ούτε ένα πετάρισμα τα βλέφαρα, ούτε ένα δάκρυ, μια γκριμάτσα, ένα νεύμα, μια ανάσα, κάτι, κάτι που να χαρακτηρίζει τη ζωή, είναι ένα πρόσωπο που υπάρχει, αλίμονο, τώρα πια μόνο στο χαρτί…

Βγάζω τη σοκολάτα και την ακουμπώ στο μάρμαρο. Κάθομαι δίπλα και χαϊδεύω το σταυρό και τ’ όνομά της. Ξεχνώ τη Θεανώ που στο πλάι μου σπαράζει.
“Μια σοκολάτα Ίον αμυγδάλου σού φέρνει ευτυχία…”
Ακούω τη φωνή της Έλενάς μου σαν σε όνειρο να τραγουδά, τη βλέπω να στροβιλίζεται, μικρό κοριτσάκι ντυμένο στα ροζ, μαθήτρια δημοτικού έτοιμη για την παρέλαση, έφηβη με την πρώτη της μίνι φούστα και τα σιδεράκια στα δόντια, νύφη χλομή σαν κέρινη στο στερνό της ταξίδι…

Πώς να ξεχάσω; Η μορφή της, ολάκερη η ύπαρξή της είναι χαραγμένη με πυρωμένο σίδερο στα φυλλοκάρδια μου. Δεν ξεχνάς παρά μόνο αν ξεχάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Αχ! Αν μπορούσα να σταματήσω αυτό το βουητό μες στο κρανίο μου… Μια αδιάκοπη φωνή γεννάει ένα σύννεφο από λόγια, τα λόγια του αστυνομικού που μας πήρε εκείνη τη μαρτιάτικη νύχτα, είναι φοβερό να σε ξυπνά ένα τηλέφωνο τη νύχτα, ένα νυχτερινό τηλεφώνημα σε στήνει στον τοίχο, σε τρελαίνει, σκίζουν τ’ αυτιά μου λόγια μεταλλικά που επαναλαμβάνουν το θάνατο. Τον πιο φριχτό θάνατο…
Ξέρω πως αυτή η φωνή είναι δική μου, έρχεται από μένα κι, αλίμονο, επαναλαμβάνει συνέχεια αυτό που δε θέλω ν’ ακούω… Νιώθω για πολλοστή φορά πως τρελαίνομαι.
«Έλα, κύριε Λάμπη, σήκω. Πάμε τώρα. Νυχτώνει. Σου κάνει κακό να είσαι εδώ…»

Η Θεανώ τώρα προσπαθεί να με σηκώσει, να με τραβήξει πίσω στη σκληρή πραγματικότητα. Γυρίζω και την κοιτώ. Της απλώνω το χέρι, σιωπηλός, ρημαγμένος, άβουλος.
Ξάφνου συνέρχομαι. Θυμάμαι ξανά το σκοπό μου. Το στόχο που όρισα τη μέρα που έχασα την Έλενα.
Εκείνο το βράδυ η Θεανώ κοιμήθηκε σπίτι μου. Εγώ κι η γυναίκα μου της τα εξομολογηθήκαμε όλα. Και την άλλη μέρα πήγαμε μαζί στο κέντρο απεξάρτησης.

Τώρα έχω τρία παιδιά. Ένα αγόρι και δυο κορίτσια. Τον Βαγγέλη, την Κορίνα και τη Θεανώ. Είμαι ο γονιός τους κι είναι όλα τους παιδιά μου. Είμαι συνέχεια δίπλα τους, τα στηρίζω όσο μπορώ και ξέρω πως θ’ αποκτήσω κι άλλα. Δεν τα ψάχνω. Η τύχη μού τα φέρνει μπροστά μου. Κι ίσως το πνεύμα της Έλενας. Ευτυχώς, και τα τρία τους δείχνουν να τα έχουν καταφέρει στο δύσκολο αγώνα της απεξάρτησης. Καθόλου εύκολα, αλλά τα έχουν καταφέρει. Όταν δρασκελούν την πόρτα που τους οδηγεί καθαρούς πια στον έξω κόσμο, τους δωρίζω μια ασημένια πλακέτα που φορούν στο λαιμό με συγκίνηση. Πάνω της γράφει την ημερομηνία της καινούργιας τους γέννησης κι από κάτω:
                                           Η ζωή είναι εδώ…

Από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων ‘’Μια σοκολάτα αμυγδάλου σου φέρνει ευτυχία’’ της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, Εκδόσεις Δοκιμάκη 2009