Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Ο ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ του Γεωργίου Βιζυηνού



Ίσως δεν είναι από τα πιο γνωστά και δημοφιλή διηγήματα του θρακιώτη πεζογράφου και ποιητή, αλλά κάτι μου έκανε αίσθηση όταν το πρωτοδιάβασα ανάμεσα στα άλλα-του έργα και κάτι μου το ξαναφέρνει συχνά στον νου στη σημερινή υβριδική κοινωνία.

Μπακλαβάς:
Γεώργιος Βιζυηνός
“Ο Μοσκώβ-Σελήμ”
1895
 

           



 







Ο αφηγητής γνωρίζει την περίεργη φιγούρα του Μοσκώβ-Σελήμ στη Θράκη και συγκινείται από τη ζωή και τα πάθη-του. Ο εν λόγω ήρωας είναι Τούρκος αλλά μετεωρίστηκε από μικρός, καταρχάς από κορίτσι σε αγόρι και έπειτα από Τούρκος σε Ρώσο ή σε ρωσόφιλο. Η εγκιβωτισμένη αφήγηση του Σελήμ μέσα στην αφήγηση του Βιζυηνού αναδεικνύει την προσωπικότητά-του, διχασμένη και επαμφοτερίζουσα, που τον περιθωριοποίησε από την υπόλοιπη κοινωνία ως τρελό, αλλά λειτουργεί αντιστικτικά, μάλλον αναλογικά παρά αντιθετικά, με τον ίδιο τον συγγραφέα που βίωσε διλήμματα και αμφιταλαντεύσεις.
Η Θράκη αναδεικνύεται αρχετυπικά σε σταυροδρόμι πολιτισμών και ταυτοτήτων, όπου οι Τούρκοι συναντάνε όχι μόνο τους Έλληνες αλλά και τους συνθάλασσούς-τους Ρώσσους. Η διασταύρωση αυτή δημιουργεί ανθρώπους με διπλή ταυτότητα, φυλετική, εθνική, θρησκευτική, γεγονός που αποτελεί προάγγελο των μεγάλων ζητημάτων ταυτότητας που έχουν ξεσπάσει έναν αιώνα μετά, στα τέλη του 20ού αιώνα, με χαρακτήρες μοιρασμένους ανάμεσα στο γεννάσθαι και το γενέσθαι, ανάμεσα στο εκ γενετής πεπρωμένο-τους και το επιλεγμένο στίγμα της ζωής-τους. Ο Βιζυηνός καταφέρνει να απαθανατίσει έναν διττό χαρακτήρα που συνοψίζει την πολύπλευρη οντότητα κάθε ανθρώπου, ο οποίος πλέον ψυχολογικά και κοινωνιολογικά δεν θεωρείται αρραγής και μονολιθική υπόσταση αλλά συχνά μερίζεται σε συγκρουόμενες πτυχές ενός πολυδιάστατου προσώπου.
Ο αφηγητής συμπονά τον Ρωσότουρκο και καταλαβαίνει τη διττή-του φύση και συμμερίζεται τον πόνο του απάτριδος που δεν τον δέχονται ούτε οι ομογενείς-του Τούρκοι ούτε οι ομόθυμοί-του Ρώσοι. Έτσι ο Σελήμ βιώνει μια περιθωριοποιήμενη ζωή, στην οποία η επιλογή-του συγκρούεται με τη φύση-του.
Ο Βιζυηνός πρωτοπορεί καθώς έρχεται πιο κοντά στη μεταμοντέρνα προβληματική των τελών του 20ού αιώνα και των αρχών του 21ου. Ο άνθρωπος συχνά έχει να επιλέξει ανάμεσα στο φυσικό και στο επιλεκτό, ανάμεσα στο γεννάσθαι και στο γίγνεσθαι. Ο Σελήμ γεννήθηκε Τούρκος, πράγμα βέβαια που δεν αποτελεί φύσει κατάσταση αλλά μια κοινωνική σύμβαση. Στη διάρκεια της ζωής του ήρθε πιο κοντά με ένα άλλο έθνος και επέλεξε μια άλλη κοινωνική σύμβαση, πράγμα που την εποχή εκείνη αλλά ακόμα και σήμερα μπορεί να θεωρηθεί προδοσία. Κι όντως ο Βιζυηνός φτάνει στα όρια της εθνικής συνείδησης και της διεθνιστικής κοσμοαντίληψης, κατά την οποία δεν υπάρχουν έθνη αλλά πολιτισμοί.
Ο ήρωάς-του, ίσως αντι-ήρωας, αφού γίνεται συμπαθής και σκιαγραφείται με αγάπη, είναι ένα από τα αρχέτυπα του διχασμένου ανθρώπου. Έρχεται έτσι από το παρελθόν να σταθεί δίπλα σε σύγχρονα υβριδιακά όντα, που μοιράζονται ανάμεσα στο φύλο και στο γένος, ανάμεσα στο είμαι και στο φαίνεσθαι, ανάμεσα σ’ αυτό που δόθηκε εθνικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά και σ’ αυτό που επιλέχθηκε αργότερα.

Πατριάρχης Φώτιος

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

"Πίστομα" Θεοτόκης Kωνσταντίνος




Πηγή:http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=82&author_id=11


  Όταν ύστερα από την αναρχία πού'χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Mαγουλαδίτης Aντώνης Kουκουλιώτης.
      Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Tο πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
      O άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Kι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
      Eγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό'σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
      Aλλά ο Kουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:
      "Mη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Eίναι το παιδί τούτο δικό σου; Nαι; Mα όχι δικό μου! Mε ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"
      T' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.
      "Aντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Tο φταίσμα μου είναι μεγάλο. Mα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θά'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε. Kοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."
      Kαθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Eτσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:
      "Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T' όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"
      Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Kι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Mα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.
      Tην άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
      "Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού'χουν αρπάξει, καθώς μού'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."
      "Tον σκότωσες!"
      Tην ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.
      Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.
      Kαι φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
      Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Tο σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. K' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.
      Kι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
      "Bάλ'το πίστομα μέσα".
(από τα Διηγήματα [Kορφιάτικες ιστορίες], Kείμενα 1982)
Κερκυραίος βγαλμένος από το κλίμα του Πολυλά και του Μαβίλη ο Θεοτόκης, αφού δέχτηκε λογής άλλες επιδράσεις από τα πολλά του διαβάσματα, τελικά πέρασε στον σοσιαλισμό: ύστερα από παραμονή δυο χρόνων στη Γερμανία γυρίζει στην Ελλάδα, το 1909, αποφασισμένος να αφιερωθεί στην πολιτική του τόπου του. Από τότε αρχίζει να δημοσιεύει τα πιο σπουδαία έργα του. Η τιμή και το χρήμα (1912, στον Νουμά), Κατάδικος (1919), Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα (1920), Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (1922), του οποίου η συγγραφή, με το χαρακτηριστικό ιδεολογικό του περιεχόμενο, φαίνεται να τον απασχόλησε επί μακρά σειρά ετών. Τα περισσότερα έργα του Θεοτόκη έχουν κοινωνική κατεύθυνση, κλείνουν δηλαδή ένα κήρυγμα· τούτο όμως δεν ελαττώνει την λογοτεχνική τους αξία, που είναι σημαντική: δεν πρόκειται για μια κατασκευή που πάει να αποδείξει κάτι, όπως στην περίπτωση του Αρχαιολόγου του Καρκαβίτσα, αλλά είναι λογοτεχνικές επιτεύξεις ενός συγγραφέα, που έχει πεποιθήσεις κοινωνικές και τις εκφράζει μέσα από τον μύθο του. Στα τελευταία του έργα, το ταλέντο του έχει καλλιεργηθεί στην πληρότητά του· διάλογος, περιγραφή, ψυχολογία, γλωσσικό όργανο, όλα συντελούν στη διαμόρφωση δυνατών και συναρπαστικών πεζογραφημάτων.
 Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 556-557.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Ο ιδιότυπος συγγραφέας Φραντς Κάφκα


Ο δημιουργός της «Δίκης» και το σκοτεινό καφκικό του σύμπαν

Λίγοι συγγραφείς έχουν εξερευνήσει την ανθρώπινη προσπάθεια για γνώση και ασφάλεια όσο ο τσέχος Φραντς Κάφκα, ένας από τους μεγαλύτερους και λιγότερο κατανοητούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα, παρά τους τόνους σελίδων και τις εκτενείς αναλύσεις του έργου του.
Η ιδιομορφία των μυθιστορημάτων και το περιχαρακωμένο λογοτεχνικό του σύμπαν, που αφορά λες μόνο στον συγγραφέα τους, στέκει ορόσημο στην ιστορία της γραφής: κανείς άλλος δεν κατάφερε να δημιουργήσει αυτό το ονειρικά παράξενο κλίμα παραδοξότητας και παραλογισμού, το οποίο διαποτίζει το έργο του τσέχου δημιουργού.


Παρά ταύτα, η αισθητική αξία του έργου του συνιστά ένα μείζον λογοτεχνικό γεγονός που δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάσει καθοριστικά, έστω και εκ των υστέρων, την πορεία της μυθιστοριογραφίας. 



«Χάρη στον Κάφκα κατανόησα πώς ένα μυθιστόρημα μπορεί να γραφεί κι αλλιώς», συνήθιζε να λέει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για τον άνθρωπο που δεν ήταν συγγραφέας πλήρους απασχόλησης, αλλά πτυχιούχος νομικής που εργαζόταν σε ασφαλιστική εταιρία το πρωί και έγραφε στον ελεύθερο χρόνο του τα βράδια! 



Και βέβαια αν δεν ήταν ο φίλος του, Μαξ Μπροντ, που δεν σεβάστηκε την επιθυμία του συγγραφέα να καταστραφεί το σύνολο του έργου του μετά τον πρόωρο θάνατό του από φυματίωση, κανείς δεν θα γνώριζε τον λογοτέχνη που άλλαξε την ιστορία της γραφής, με το σκοτεινό και απειλητικό του σύμπαν: η «Δίκη», ο «Πύργος» και η «Αμερική» θα παρέμεναν για πάντα εκεί που τα προόριζε ο συντάκτης τους, στο καφκικό σκοτάδι…



Πρώτα χρόνια






Ο Φραντς Κάφκα γεννιέται στις 3 Ιουλίου 1883 στην Πράγα, την πρωτεύουσα της Βοημίας, τμήματος τότε της Αυστροουγγαρίας, μέσα σε εύπορη οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, αν και την παιδική του ηλικία θα τη στοίχειωνε ο θάνατος των δύο αδερφών του, όπως βέβαια και η θυελλώδης σχέση του με τον πατέρα του. 



Ο ευκατάστατος υφασματέμπορος ονειρευόταν μια άλλη ζωή για τον γιο του και δεν κατάλαβε ποτέ το όνειρό του να γίνει συγγραφέας, όπως εξάλλου έκανε και η στοργική μητέρα του, η οποία όμως δεν συμμεριζόταν επίσης τη δημιουργική πλευρά του ευαίσθητου νεαρού. 






Ο ίδιος άλλωστε ο Κάφκα, στα εκτενή του «Ημερολόγια», που καλύπτουν μια περίοδο 13 ετών (1910-1923), αποδίδει τα προβλήματα στην προσωπική και ερωτική του ζωή στην ταραγμένη σχέση με τον αυταρχικό του πατέρα: «Υπέφερα πολύ με τις σκέψεις μου», σημειώνει κάπου με νόημα. Παρά ταύτα, από τη σχέση αυτή δεν μπόρεσε να ξεφύγει ποτέ, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του κοντά στους γονείς του.



Ο Κάφκα φοίτησε σε γερμανόφωνο γυμνάσιο της Πράγας, ένα ιδιωτικό σχολείο για τα παιδιά της ανώτερης τάξης της πόλης, και διακρίθηκε στις σχολικές επιδόσεις, παρά τις περιπέτειες που είχε με τη σχολική εξουσία στη ζωή του. Μετά την αποφοίτηση, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Πράγας με σκοπό να σπουδάσει χημεία, έπειτα όμως από μόλις δύο εβδομάδες αποφάσισε να αφιερωθεί στα νομικά. 



Η ακαδημαϊκή αυτή αλλαγή ευχαρίστησε πολύ τον δεσποτικό πατέρα του, ο οποίος του επέτρεψε να παρακολουθήσει μαθήματα τέχνης και λογοτεχνίας ταυτοχρόνως με τις σπουδές του. Το 1906 θα βρει τον Κάφκα με το πτυχίο νομικής ανά χείρας, με τον νεαρό ασκούμενο δικηγόρο να κάνει την πρακτική του σε δικηγορικό γραφείο για έναν χρόνο…



Εργασιακές περιπέτειες






Αφού τελείωσε με τη νομική προπαρασκευή, βρήκε δουλειά σε μια ιταλική ασφαλιστική εταιρία στα τέλη του 1907. Το εξαντλητικό ωράριο ωστόσο του στερεί τη δυνατότητα να γράφει και ο ίδιος βυθίζεται στη θλίψη και την απελπισία. Στη συγκεκριμένη φίρμα άντεξε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο και στα ημερολόγιά του μνημονεύει με χαρά τη στιγμή της παραίτησής του. 



Κατόπιν έπιασε δουλειά στο Ινστιτούτο Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων του Βασιλείου της Βοημίας, σε μια θέση στην οποία θα παραμείνει για τα επόμενα 10 χρόνια. Η εργατικότητα και η νοημοσύνη του γρήγορα θα τον μετατρέψουν σε δεξί χέρι του αφεντικού, αν και ο ίδιος δεν είχε ποτέ επιδιώξεις για καριέρα στον χώρο. Το μόνο που ήθελε ήταν χρόνο για να γράφει και η συγκεκριμένη θέση του το παρείχε αυτό. 






Ο Κάφκα θα παραμείνει στο Ινστιτούτο μέχρι το 1917, όταν ένα νέο ξέσπασμα της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε από την παιδική του ηλικία θα τον αναγκάσει να πάρει μια μακρά αναρρωτική άδεια. Από τη συγκεκριμένη θέση θα παραιτηθεί οριστικά το 1922, όταν η εύθραυστη πια κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να εργαστεί…



Έρωτας και υγεία






Παρά το γεγονός ότι η δημόσια εικόνα του ήταν αυτή ενός ιδιαιτέρως κοινωνικού ανθρώπου, εύκολου στις συναναστροφές και πολύ αγαπητού στους κύκλους του, η προσωπική του ζωή ήταν βουτηγμένη στο περίπλοκο των σκέψεών του και την ατολμία που ένιωθε να αφιερωθεί πλήρως στη γραφή. Ταυτοχρόνως, οι ανασφάλειές του άφησαν το στίγμα τους στην ερωτική του ζωή, όπως και η απροθυμία του να κάνει το μεγάλο βήμα. 






Την ώρα λοιπόν που πάντα έψεγε τον εαυτό του γιατί δεν ακολούθησε τον προορισμό του, το γράψιμο, την ίδια απροθυμία επέδειξε και στη σχέση του με τη σύντροφό του, Felice Bauer, την οποία αρραβωνιάστηκε δύο φορές πριν το ζευγάρι τραβήξει τελικά χωριστούς δρόμους το 1917, όταν και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο για την πάθησή του.






Επόμενος σταθμός στην προσωπική του ζωή, η Dora Dymant, την οποία γνώρισε όταν η υγεία του είχε πάρει πια την κάτω βόλτα. Παρά ταύτα, οι δυο τους ερωτεύονται παράφορα και περνούν ένα διάστημα κοινής ζωής στο Βερολίνο, στην προσπάθειά του συγγραφέα να ξεφύγει από την επίδραση της δυναστικής οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο, αν και πλέον μαστιζόταν από κατάθλιψη, ημικρανίες, κρίσεις άγχους και αϋπνία. Τα δεινά της υγείας του θα φέρουν το ζευγάρι και πάλι στην Πράγα, με τον ίδιο να νοσηλεύεται σε σανατόριο της Βιέννης λίγο αργότερα, σε μια ύστατη προσπάθεια να απαλλαγεί από τη φυματίωση. 






Στο σανατόριο είναι που θα αφήσει ο μεγάλος τσέχος λογοτέχνης την τελευταία του πνοή, στις 3 Ιουνίου 1924. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Πράγα για να ταφεί στο εβραϊκό κοιμητήριο της πόλης, δίπλα στους γονείς του…



Εργογραφία






Γενικότερα, η ζωή του Φραντς Κάφκα υπήρξε απλή, χωρίς πολλές μετακινήσεις και συναισθηματικές διακυμάνσεις. Λίγες μέρες μάλιστα πριν από τον θάνατό του, παρακάλεσε τον καλό του φίλο Μαξ Μπροντ να κάψει τα αδημοσίευτα χειρόγραφά του, εντολή που ευτυχώς εκείνος παράκουσε και έσωσε έτσι τον κορυφαίο σήμερα λογοτέχνη από την αφάνεια. 



Ο Μπροντ είναι που επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε μετά τον θάνατο του συγγραφέα τους: «Η Δίκη» κυκλοφόρησε το 1925, «Ο Πύργος» το 1926 και η «Αμερική» το 1927. Και πάλι όμως έπρεπε να έρθουν οι γάλλοι σουρεαλιστές, όπως ο Αντρέ Μπρετόν, αλλά και μια σειρά ακόμα από θαυμαστές του έργου του (όπως οι Καμί και Σαρτρ), το οποίο ήταν γνωστό μόνο στους στενούς λογοτεχνικούς κύκλους της Γερμανίας, για να γίνουν τα μυθιστορήματά του ανάρπαστα στη Γαλλία αρχικά και κατόπιν στον κόσμο ολόκληρο. 






Κι αυτό γιατί παρά το γεγονός ότι ο Κάφκα δημοσίευσε μια χούφτα κειμένων του εν ζωή, όπως τη μνημειώδη «Μεταμόρφωση» (1916), την «Αποικία των Τιμωρημένων», τον «Αγροτικό Γιατρό», αλλά και «Το γράμμα στον πατέρα» (1919), η εβραϊκή του καταγωγή μπήκε στο στόχαστρο των Ναζί ήδη από νωρίς: η Γκεστάπο κατέσχεσε τα γερμανικά χειρόγραφά του από το σπίτι της συντρόφου του στο Βερολίνο (τα οποία δεν έχουν ανασυρθεί μέχρι σήμερα), ενώ από το 1935 απαγορεύτηκε η δημοσίευση των έργων του. Όσο για τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να βεβαιώσουν την ύπαρξη τόσο του λογοτέχνη όσο και του έργου του, όπως οι τρεις αδελφές του, φίλοι και συγγενείς, έμελλε να βρουν όλοι τραγικό τέλος στα ναζιστικά κολαστήρια. 






Τα αρχεία του καταστράφηκαν, η βιβλιοθήκη και πολλές από τις επιστολές του χάθηκαν διά παντός και λίγο έλειψε να μην έπαιρνε καν μυρωδιά η ανθρωπότητα για τον μεγάλο τσέχο λογοτέχνη! Ο οποίος παρέμεινε παραγωγικός και λογοτεχνικά δραστήριος παρά τη ραγδαία επιδείνωση της υγείας του. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να συμβεί διαφορετικά για τον συνεπή αυτό εραστή της γραφής; Όπως το ήθελε άλλωστε και ο ίδιος: «Ό,τι δεν είναι λογοτεχνία, με κάνει να πλήττω και το μισώ γιατί με ενοχλεί ή με εμποδίζει έστω και μόνο στη φαντασία μου. Έτσι, δεν έχει νόημα για μένα η οικογενειακή ζωή, εκτός από τη θέση του παρατηρητή, στην καλύτερη περίπτωση»…






Κι αν η αξία κάποιων πραγμάτων μετριέται -δυστυχώς- με το χρήμα, αξίζει να σημειωθεί ότι το χειρόγραφο της «Δίκης» πουλήθηκε το 1988 έναντι 1,98 εκατ. δολαρίων, ποσό-ρεκόρ εκείνη την εποχή για χειρόγραφο σύγχρονου έργου… 

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ. "Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ"


«Η μεγάλη χίμαιρα» είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με έναν γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Είναι η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται κι ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στον φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου. 
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Αρθρογράφος: Άννα Καρτάλη


Την ‘Μεγάλη Χίμαιρα’  την έγραψε ο Καραγάτσης το 1936, ως η ‘Χίμαιρα’. Αργότερα μετονομάστηκε σε ‘Μεγάλη Χίμαιρα’.

Όλο το έργο χαρακτηρίζεται από μια τραγικότητα που την εκλαμβάνουμε από τον πόνο και τη συγκίνηση που μας μεταδίδει σε όλη του την έκταση.
Η κεντρική ηρωίδα είναι η Μαρίνα. Η Μαρίνα, γαλλίδα στη καταγωγή, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Έλληνα ναυτικό Γιάννη Ρείζη. Είναι απογοητευμένη από τη μέχρι τότε ζωή της, οπότε, βλέποντας τη μεγάλη χίμαιρα, νιώθει πως αυτό το πλοίο είναι το μόνο μέσον που θα την οδηγήσει στην ελευθερία. Παντρεύεται με τον Γιάννη και πηγαίνουν στην Ελλάδα, στη Σύρο. Ζει μαζί με τη πεθερά της, η οποία συνεχώς την αποδοκιμάζει.

Μέσα στο έργο αναλύεται εκτενώς η ερωτική συμπεριφορά της. Η Μαρίνα ζει τον απόλυτο έρωτα με τον άντρα της, αλλά υπάρχει και η ερωτική επιθυμία για τον κουνιάδο της. Είναι μια γυναίκα που θέλει συνεχώς την επιβεβαίωση ότι αποτελεί το αντικείμενο του ερωτικού πόθου.
Όταν το καράβι τους βουλιάζει, τα οικονομικά προβλήματα διαφαίνονται και η οικονομική καταστροφή είναι πλέον αναπότρεπτο γεγονός. Στην συνέχεια, η Μαρίνα καταρρέει ψυχολογικά και οδηγείτε στην κατάθλιψη, ειδικά όταν πεθαίνει η άρρωστη κόρη της. Ακολουθούν οι ενοχές, η κατάρρευση και το τέλος με τον επιτηδευμένο θάνατό της.
Αν ψάξουμε σε λεξικά ή στον παγκόσμιο ιστό, τι σημαίνει χίμαιρα, θα ανακαλύψουμε πως είναι μια αφηρημένη αλλά ενδιαφέρουσα έννοια. Χίμαιρα, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ήταν ένα φοβερό τέρας. Σήμερα, χαρακτηρίζουμε ως χίμαιρα κάτι ανέφικτο ή φανταστικό, αυτό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Σαν χίμαιρα, λοιπόν, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ένα μεγάλο πόθο μας, μα ακατόρθωτο και παράνομο, που μας τρομάζει και πρωταγωνιστεί μέσα στα όνειρά μας.
Πόσοι δεν έχουν όνειρα; Όνειρα είχε και η Μαρίνα, είχε κάθε δικαίωμα να τα πραγματοποιήσει και να κάνει λάθος, μα οι επιλογές της επηρέασαν και τους ανθρώπους που είχε δίπλα της.
 Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται ο ανθρώπινος προβληματισμός. Η μοίρα, άραγε, προκαθορίζει τη ζωή; Ή οι επιλογές μας είναι ο κύριος ένοχος των συνεπειών που ακολουθούν; Οι επιλογές που κάνουμε, αφήνουν πάντα ένα σημάδι μέσα μας και πρέπει ορισμένες φορές να έχουμε επίγνωση για τη κάθε μας πράξη.
 Η Μαρίνα έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια που σίγουρα την επηρέασαν. Αργότερα, καθώς μεγάλωνε, αγάπησε μα και αγαπήθηκε, μίσησε και μισήθηκε. Δεν αντιμετώπισε τη ζωή της με σύνεση, μα ακολούθησε το ψέμα και τα πάθη. Στο τέλος όμως, η αλήθεια, της το ανταπέδωσε. Συνειδητοποιώντας και η ίδια, πως η ζωή της ήταν μια Χίμαιρα που ακολούθησε για να σωθεί, αλλά την οδήγησε σε λάθος προορισμό.
Την εποχή που γράφηκε το έργο, χαρακτηρίστηκε από έντονο σεξουαλισμό και αντιμετωπίστηκε ως άσεμνο από τους κριτικούς αλλά και από το αναγνωστικό κοινό. Μετά από τόσα χρόνια, όμως και ενώ τα όρια στη λογοτεχνία έχουν ξεπεραστεί, βλέπουμε το έργο αυτό με άλλη ματιά. Είναι ένα τέλειο ψυχογράφημα που μας περιπλανά σε έναν άλλο χρόνο. Επιπλέον, μας δίνει πληροφορίες για τα ήθη και έθιμα του νησιού καθώς και τον χαρακτήρα τον ανθρώπων της εποχής. Ο Καραγάτσης με την μοναδική του τέχνη και την εξαιρετική γραφή του μας μεταδίδει στο έπακρο τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Δεν είναι μόνο συγγραφέας, μα σκηνοθέτης και φωτογράφος, καθώς ταξιδεύοντας στις εικόνες που ξετυλίγονται μέσω τις γραφής του, μεταφερόμαστε σαν ηθοποιοί, στο σκηνικό της πλοκής του έργου, παίζοντας και εμείς τον δικό μας ρόλο.

Αποσπάσματα από το βιβλίο 


Οι μέρες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου είναι θερμές, καφτερές, γεμάτες τυφλωτικό ήλιο, φως αδυσώπητο. Ο μπάτης δεν κατορθώνει ούτε να ρυτιδώσει τη θάλασσα. Τα μελτέμια δεν έχουν δύναμη ν’ απλώσουν τα φτερά τους. Τη νύχτα αναδίνονται απ’ το πέλαγο οσμές αρμυρές, ανασαιμιές ασάλευτου νερού, που θυμίζουν ιδρώτες οργασμού. Τα βράχια του νησιού αναβρύζουν την πύρη της μέρας, τυραννώντας τα πλεμόνια και τα νεύρα. Κάτω στην πολιτεία, το γλέντι ξεσπάει με τραγούδι, χορό, μεράκι, καημό κι έρωτα. Τρέχει το κρασί γεννώντας παθιασμένη δυσθυμία κι όχι ανάλαφρο κέφι. Τα κορμιά σμίγουν σε παράταιρα αγκαλιάσματα. Βράζουν οι ψυχές. Η ζωή, στο διάβα της, παρασέρνει το άβουλο ανθρώπινο κοπάδι, το εξουθενωμένο απ’ την οργή, τη ζήλεια και το πάθος. Και το φεγγάρι φωτίζει τη νεκρή θάλασσα, τον πυρωμένο βράχο και την ηδονόφιλη πολιτεία με τις ψυχρές αχτίδες του, σαν μια πελώρια ειρωνία του γλαυκού ουρανού προς τη χρυσογάλανη γη.
Είναι το καλοκαίρι…
Για τη Μαρίνα το κρεβάτι είναι πλατύ, η νύχτα ατελείωτη.


Μ. Καραγάτσης 


Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908- 14 Σεπτεμβρίου 1960)
Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908- 14 Σεπτεμβρίου 1960) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908 και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας (Τρίκαλα, Πύργος, Αίγιο, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Κρήτη), λόγω του ότι ο πατέρας του ήταν διευθυντής τράπεζας. Οι μετακινήσεις αυτές, σε συνδυασμό με την ψυχασθένεια της πρωτότοκης αδελφής, που έκανε τους γονείς να στρέφουν όλο τους το ενδιαφέρον σ’ εκείνη, αλλά και την αυστηρή συμπεριφορά του πατέρα του, δημιουργούν αίσθημα αποξένωσης στον Καραγάτση (φτάνει μέχρι την έμμονη ιδέα ότι είναι νόθος γιος), αίσθημα που διακατέχει και τους περισσότερους πρωταγωνιστές των αφηγημάτων του. Πεθαίνει τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου, μετά από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας, και κηδεύεται την ίδια μέρα. Τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει: «Ας γελάσω»  Στον τάφο του χαράσσεται μια φράση του ήρωά του Κωστή Ρούση («Από το ημερολόγιο του Κωστή Ρούση», Το μεγάλο συναξάρι):

«Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου». 


 Μυθιστορήματα


.Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.

. Χίμαιρα. Αθήνα, έκδοση του περ. Νέα Εστία, 1936 (και αναθεωρημένη έκδοση με τίτλο Η μεγάλη Χίμαιρα,  Αθήνα, Μαυρίδης, 1953).
. Τα στερνά του Γιούγκερμαν. Αθήνα, Πυρσός, 1941.
. Λειτουργία σε λα ύφεσις· Ξυλογραφίες Λουκίας Μαγγιώρου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
.Νυχτερινή ιστορία. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
. Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου. Αθήνα, Αετός, 1944.
. Ο μεγάλος ύπνος. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
. Ο κόσμος που πεθαίνει· Αίμα χαμένο και κερδισμένο· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ίκαρος, 1947.
. Βασίλης Λάσκος. Αθήνα, Αετός, 1948.
. Τα στερνά του Μίχαλου. Αθήνα, Αετός, 1949.
. Άμρια Μούγκου (Στο χέρι του Θεού). Αθήνα, Ίκαρος, 1954.
. Ο θάνατος κι ο Θόδωρος·  Αθήνα, Έχιδνα, 1954.
. Ο κίτρινος φάκελλος. Αθήνα, Εστία, 1956.
. Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
. Το 10. Αθήνα, Εστία, 1964.
. Ο μικρός Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Εστία, 1973.
. Στρατής Μυριβήλης - Μ.Καραγάτσης - Άγγελος Τερζάκης - Ηλίας Βενέζης, Το μυθιστόρημα των τεσσάρων. Αθήνα, Εστία, 1979.




Διηγήματα - Νουβέλες



. Το συναξάρι των αμαρτωλών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1935.
. Η λιτανεία των ασεβών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1940.
. Το χαμένο νησί· Φανταστική νουβέλα· Ξυλογραφίες Γ.Βελισσαρίδη. Αθήνα, Αετός, 1943.
. Το μπουρίνι· Ξυλόγραφίες Λουίζας Μοντεσάντου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
. Ο τρελός με τα κουδούνια. Αθήνα, Γλάρος, 1944.
. Πυρετός. Αθήνα, Δημητράκος, 1945.
. Το νερό της βροχής. Αθήνα, Αετός, 1950.
. Η μεγάλη λιτανεία. Αθήνα, Εστία, 1955.


Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

"Ο πύργος του Ακροποτάμου"Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος, 1868-1920




Ο Κώστας Χατζόπουλος ανήκει στις κορυφαίες μορφές των Ελληνικών Γραμμάτων και στους πρωτοπόρους αγωνιστές της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στη χώρα μας. Με το λογοτεχνικό έργο του

-έμμετρο και πεζό- έφερε καινούργιους τόνους στη νεοελληνική λογοτεχνία.



Το ηθογραφικό του αφήγημα "Ο Πύργος του Ακροπόταμου" κυκλοφόρησε το 1915. Χαρακτηρίζεται από το βαθύ κοινωνικό στοιχείο και τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας. Διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη της Δυτικής Στερεάς. Αγκαλιάζει μικροαστικά και αστικά κοινωνικά στρώματα, διαγράφει αδρά την εικόνα της ζωής στην επαρχία, αλλά και το γενικότερο κοινωνικό κλίμα της χώρας στην εποχή της βασιλείας του Γεωργίου Α΄. Αφορά τη διάλυση της οικογένειας ενός έπαρχου, η οποία συντελείται στο φόντο μιας πρωτόγονης ζωής του πληθυσμού που βολοδέρνει στην
απερίγραπτη φτώχεια και στην απάνθρωπη εγκατάλειψη, όπου το ρουσφέτι και η συναλλαγή καθορίζουν τα πάντα. Ο ίδιος ο έπαρχος και η μοίρα του είναι ένα ζωντανό σύμβολο της εξαχρείωσης των πολιτικών ηθών. Ο Κ. Χατζόπουλος μας υποβάλλει ακόμα, σε δεύτερο πλάνο, το δράμα της ελληνικής επαρχίας που ρημάζεται από τη ληστεία, αλλά και από τ’ αποσπάσματα των στρατοχωροφυλάκων που γυρίζουν στην ύπαιθρο, πλιατσικολογούν το φτωχό λαό και προσπαθούν να σκοτώσουν κανένα φυγόδικο για ν' αποκτήσουν γαλόνια...



Μέσα σ' αυτήν την ατμόσφαιρα και μ' επίκεντρο τη διάλυση μιας μικροαστικής οικογένειας, ο Κ. Χατζόπουλος ζωντανεύει το δράμα της ζωής των φτωχών κοριτσιών του λαού. Οι τρεις κοπέλες του
έπαρχου Κρανιά, με μοναδικό υλικό εφόδιο την αμφίβολη σταθερότητα της υπαλληλικής θέσης του πατέρα, αρχίζουν τα όνειρα και τις φιλοδοξίες της οικογενειακής τους αποκατάστασης από τα πλουσιόπαιδα και τους αξιωματικούς των στρατιωτικών αποσπασμάτων.



Ο γάμος όμως είναι εμπορική επιχείρηση και ο θάνατος των γονιών τους, που τις οδηγεί στην έσχατη φτώχεια, τις αναγκάζει να περιορίζουν τις απαιτήσεις τους στους επιλοχίες και τους λοχίες, για να
καταλήξουν να γαντζωθούν κάπου -ακόμα και στο μονόχνωτ

Χατζόπουλος Κωνσταντίνος


Ο πύργος του ακροπόταμου (απόσπασμα)

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Δ΄.

Οἱ ἀδερφάδες ξαναμείνανε μονάχες στὸν πύργο κ' ἡ ζωὴ ἐκεῖ μέσα ξαναβρῆκε τὸν παλιὸ ρυθμό της. Ὁ βρόντος τοῦ ἀργαλιοῦ δὲν εἶναι φόβος τώρα νὰ ταράξῃ τὴν ἡσυχία κανενός· τρίζει μονότονα, ἀκατάπαυτα ἀπὸ τὴν αὐγὴ θαμπὰ ὥς βαθιὰ τὴ νύχτα, ἡ βελόνα τρυπᾷ, μουδιάζει τὰ δάχτυλα κ' ἡ Παναγιούλα ξανάπιασε τὰ τρεξίματα στὴν πόλη. Δὲ ντροπιάζει κανέναν τώρα. Ἡ γενιὰ τοῦ Κρανιᾶ δὲ θέλει νὰ ξέρῃ πιὰ ἀπὸ τὶς νυφάδες τῆς πόλης κοντὰ στὸν ποταμό. Κλείστηκε κατσουφιασμένη καὶ πληγωμένη στοὺς ραγισμένους τοίχους τῆς κούλιας.
Μὰ κ' ἡ ζωὴ ἕνα γῦρο δὲν ἀλλάζει τὸ σκοπό της. Ὁ ἥλιος φέγγει ὅπως πρῶτα πάντα, ἡ ἄνοιξη ἔρχεται καὶ φουντώνει τὸν κάμπο κ' ἰσκιώνει τὸν ὄχτο τοῦ ἀκροπόταμου. Ὁ κόσμος παντρεύεται κι ἀρρεβωνιάζεται. Ἕνας ἀνθυπίατρος ἀπὸ τὸ κάστρο παντρεύτηκε μὲ τὴ δεύτερη τὴ Ζωριοπούλα, ἕνας ἔμπορος ἀπὸ τὸν τόπο ἀρρεβωνιάστηκε τὴν Εὐανθία Τελατίνη. Τὰ μηνύματα φτάνουνε σὰν περιγέλασμα στὴν κούλια.
Ἡ Φρόσω σκύβει τὸ κεφάλι καὶ δὲ μιλεῖ, ἡ Μαριὼ ὅμως δὲν τὸ βαστᾷ. Ἡ ὀργή της δὲν ξεσπᾷ μόνο φαρμάκι στὴ γειτονιά, δὲ γίνεται γκρίνια μόνο μέσα στὴν κούλια, μὰ σκορπίζεται κι ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο. Βουνὰ καὶ κάμπους, οὐρανὸ καὶ γίς· ὅσα βλέπει τὸ μάτι κι ὅσα φανταζεται ὁ νούς. Γυρεύει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μιὰν ἐκδίκηση κ' ἕνα σεισμὸ ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς γίς. Κι ὅσο δὲν τὰ λαβαίνει, ἡ ψυχή της διψᾷ νὰ πνίξῃ, νὰ ρημάξῃ, νὰ βουλιάξῃ ἡ ἴδια. Κι ὅσο δὲν τὸ μπορεῖ οὔτε αὐτό, ξεθυμαίνει στὴν ὀρφανὴ τῆς πλύστρας τοῦ πατέρα, ποὺ γυρίζει ἀδειανὴ ἀπὸ τοὺς δικούς, στὴν Κούλα, ποὺ τὰ παρμένα της δὲ δουλεύουνε γλήγορα, κι ἅμα δὲ βρίσκει ἄλλη καμιὰ ἀφορμή, σὲ κατάρες κι ἀναθέματα ἐκεῖνων, ποὺ θὰ χαροῦνε ὅσα πλέκει κι ὅσα ράβει.
«Τὴν ἀδικιά, τὴν ἀδικιὰ ποιός θὰ τὴ γδικηθῇ στὸν κόσμο;» φωνάζει ἀδιάκοπα.
Καὶ σβήνει μπρὸς ἀπὸ τὸ κόνισμα τὸ καντήλι, ποὺ ἀνάβει ἡ Φρόσω, σὰ βρίσκεται μιὰ σταλιὰ λάδι στὸ ροῒ τῆς κούλιας, καὶ στένει καυγά, ὅταν παίρνῃ τὸ μάτι της τὴ λειτουργιά, ποὺ στέλνεται στὴν ἐκκλησιά:
«Δὲν ἔχω κάνα κρῖμα νὰ μοῦ συχωρεθῇ· τὴν ἀδικιὰ ποιός θὰ τὴ γδικηθῇ στὸν κόσμο!»
Ἡ Φρόσω σωπαίνει γιὰ νὰ μὴν ἀκούῃ ἡ γειτονιὰ καὶ δίνει τοῦ παπᾶ τὸ δίφραγκο μαζὶ μὲ τὸ πουκάμισο τῆς ἀδερφῆς, νὰ τὸ διαβάσῃ στἅγιο Δῆμα· κι ὅταν οἰκονομήσῃ δεύτερο, ἀνοίγει τὴν ἁγιὰ Μαρίνα ὄξω στἀμπέλια, μήπως ἡ χάρη τῆς βοηθήσῃ τὴ συνονόματη.
Κ' ἡ Φρόσω εἶχε χαμένη τὴν ἐλπίδα, ὡστόσο πίστευε στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ πίστευε ἀκόμα καὶ στὸ σόϊ. Ἂν ἔχασε ὁ ἀδερφὸς ἐδῶ, ἡ πόλη αὐτὴ δὲν εἶναι κι ὁ κόσμος ὅλος κι ὁ φτόνος δὲν εἶναι σ' ὅλον τὸν κόσμο ὁ ἴδιος.
Τὴν ἴδια γνώμη ἔχει κ' ἡ Σακαμπέσαινα, ποὺ ἅμα ξαναφέρνῃ ἡ Παναγιούλα τίποτε ψιλά, βάζει καὶ κείνη τὴν τέχνη της νὰ ξαναφέρῃ τὴ Μαριὼ στὰ σέστα της. Χαρὰ μεγάλη καρτερεῖ τὴν κούλια· τὸ διάβασε στἄστρι τοῦ βραδιοῦ καὶ τὸ κομπόδεσε. Ἢ θησαυρὸ ἢ πλούσια νύφη θὰ βρῇ ὁ Γεσίλας σύντομα στὸν καιρὸ κι ἀλαργινὰ στὸν τόπο. Λίγο ὑπομονὴ μονάχα. Ποιός τοὺς φταίει; Πήγανε καὶ στείλανε τῆς Ζωριοῦς τὴ Χαραλάμπαινα. Δὲν ἐρχόντανε σ' αὐτή, νἄρριχνε τῆς κόρης νἄπαιρνε τὰ σοκάκια γιὰ τὸν καπετάνιο.
Μὰ ἡ Μαριὼ δὲν ἤθελε νἀκούσῃ τίποτε. Ἡ προσβολή, ποὺ ἔγινε στὸ γένος τοῦ Κρανιᾶ ἐδῶ στὸν τόπο, εἶναι ἀνεξιλέωτη. Μόνο σὰν ἔρθῃ κάποτε κανένα δεκάρικο ἀπὸ τὸν ἀδερφό, δὲ σβήνει λίγες μέρες τὸ καντήλι καὶ παγαδιάζει καὶ τὸ ἀνάθεμα σ' ὅλον τὸν κόσμο.
Ἀφοῦ δὲν ξαναφάνηκε ὁ ψάλτης στὸ βελούχι κι ἂς ἔλειψε τὸ σκιάχτρο τοῦ Γεσίλα, ἡ Κούλα ξανάρριξε τὴ ματιὰ στοὺς ὑπαξιωματικούς.
Μὰ οἱ ὑπαξιωματικοὶ μόνο ἀριὰ καὶ ποῦ καθίζουνε τώρα στὸ βελούχι. Περνοῦν ἀπὸ τὸ δρόμο φρεσκοαλλασμένοι καθὼς πάντα καὶ στρίβουνε πέρα κατὰ τὶς ἐλιές.
Ὁ Φωτούλας Τυλιγάδας δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ξαναμαζέψη. Τὰ βασιλικὰ καὶ τὰ περιπλοκάδια ἀνθοῦνε σὰν πάντα στὴ φρετζάτα ὁλόγυρα, οἱ ἀγγουριὲς καρπίζουνε στὶς βραγιὲς πίσω ἀπὸ τὴν κούλια κ' ἡ ποταμιὰ δὲν ἔπαψε νὰ κατεβάζῃ τὸ μαΐστρο.
«Ἐκεῖ δὲ βλέπεις;» τοῦ λέει ὁ Κελεμένης, ὁ παπατζὴς τοῦ βελουχιοῦ, καὶ δείχνει ἔρημα τὰ παράθυρα τῆς κούλιας.
Ἔρημα ἐκεῖνα, ρημαγμένο καὶ τὸ βελούχι. Τίποτε μαθητούδια ἂν ξεπέφτουν πιὰ νὰ χαρτοπαίξουνε μεσημεριάτικα κι ἀποβραδὶς μοναχὰ οἱ δασκάλοι βγαίνουνε νὰ δροσιστοῦν.
Ὅμως μιὰ νέα γενιὰ δασκάλων. Ὄχι πὼς δὲ μιλοῦνε γιὰ γραμματικὴ κι αὐτοί, ἢ πὼς δὲν ἀναθεματίζουν τὸν Ψυχάρη, μὰ δὲν τὸ θαρροῦν κι ὁλότελας ἀταίριαστο μὲ τὸ σοβαρὸ ἔργο τους νὰ ρίχνουνε καὶ καμιὰ ματιὰ πρὸς τὰ παράθυρα τῆς κούλιας, νὰ τρῶνε στὴν ἀστροφεγγιὰ κάνα κοτόπουλο καὶ νὰ ξεκρεμοῦν καὶ τὸ μπουζούκι κάποτε.
Ἡ Κούλα δυνάμωσε τὸ φτιασίδι στὰ μάγουλα κ' ἔβαλε ὄλη τὴν παλιὰ τέχνη της στὰ σγουρά. Τὴ φορὰ αὐτὴ δὲ θὰ τῆς γλυτώσῃ ἕνας ἀπὸ τοὺς δασκάλους. Ὅποιος ἀπ' αὐτοὺς, ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ρίξῃ τὰ μάτια στὰ παράθυρα. Ἂς εἶναι ἀκόμα καὶ κεῖνος ὁ κοντακιανὸς καὶ κοντολαίμης, ποὺ δὲ βγάζει ἀπὸ ψηλά του τὸ παλτὸ κι ἂς σκάζῃ γάϊδαρος ὄξω στὸν ἥλιο τοῦ Μαγιοῦ. Ἡ γραβάτα του εἶναι ξεφτισμένη καὶ βρώμικη καὶ τὸ καπέλο, ποὺ μιὰ φορὰ εἴτανε σταχτί, τὸ φορεῖ ἀνάποδα πάντα, μὰ σ' ὅλ' αὐτὰ τὸν συμμορφώνει στὸ φτερό, φτάνει μόνο νὰ τονὲ λάβῃ στὰ χέρια της.
Ἐκεῖνα, ποὺ δὲν παίρνουνε συμμόρφωση, εἶναι τὰ μάτια του, ποὺ ἀλληθωρίζουνε, καὶ τὰ κανιά του, ποὺ δὲν εἶναι ὁλόϊσα ὅπως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μὰ κι αὐτὰ εἶναι ψιλοδουλειὲς γιὰ τέτοιες ὥρες, ποὺ ὁ καθρέφτης τοῦ ἐφέδρου ἄρχισε νὰ δείχνῃ καὶ τῆς Κούλας, ὅ,τι τρόμαξε ἄλλοτε καὶ τὴ Μαριώ.
Ἡ Κούλα ρίχνει τὴ ματιὰ στὴ Φρόσω, στὴ Μαριὼ καὶ τρομάζει κι αὐτή, βλέπει τὴν κοιλιασμένη κούλια νὰ φοβερίζῃ νὰ σωριαστῇ ἀποπάνω της κάθε στιγμή, σὲ κάθε δυνατὸ φύσημα τοῦ ἀέρα καὶ νοιώθει ρῖγος μέσα της. Ὁ μόνος στοχασμός της εἶναι πῶς νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ ἐκεῖ ἀποκάτω, πῶς νὰ βρεθῇ μακριὰ πρὶν ἔρθῃ ἡ ὥρ' αὐτή. Ὁ καιρὸς βιάζει, δὲν εἶναι νὰ χάνῃ οὔτε στιγμή.
Κι ὁ δάσκαλος μὲ τὸ μακρὺ παλτὸ ζουρλάθηκε. Μόλις σκολάσῃ τὰ παιδιὰ καὶ νάτος, ἴσια στὸ βελούχι. Δὲν ξεκολλᾷ τὰ μάτια του ἀπὸ τὴν κούλια.
Ἡ Κούλα ξανάπιασε τὴ θέση της στὸ μπαλκόνι. Ἡ καρδιά της ξανάβρισκε ὅλη τὴν παλιὰ ὁρμή. Ἡ ἄνοιξη, ποὺ χυνότανε στὴν ἀκροποταμιὰ μὲ τἄνθη στὶς ἐλιές, τοὺς μαβιοὺς ἴσκιους καὶ τὸν κοῦκο, σὰ νὰ ἔβγαινε ὅλη, νὰ χυνόταν ὅλη ἀπομέσα της. Στιγμές, δὲν ἤξερε κι αὐτὴ γιατὶ τῆς φαινότανε πὼς μοιάζει περσότερο μ' ἡλιόγερμα παρὰ μ' ἀπριλιάτικη λαμπράδα· ὡστόσο δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψῃ, τῆς ἄρεσε νὰ πλέῃ γλυκὰ στὸ πλάνεμα καὶ πολεμοῦσε νὰ κρατήσῃ ὅσο μποροῦσε μακρήτερα τὴν ἀνοιξιάτικη λαχτάρα μὲ τὰ τριαντάφυλλα στὸν κῆπο, μὲ τὰ γαρύφαλα καὶ τὰ ζαμπάκια στὸ μπαλκόνι.
Ἔδενε μ' αὐτὰ ἕνα ὁλόδροσο μπουκέτο κάθε πρωῒ κα τὄστελνε τοῦ Τυλιγάδα μὲ τὴν Παναγιούλα. Κ' ἔπειτα τὸ καμάρωνε, ποὺ τὸ ἔβλεπε νὰ ξεχωρίζῃ μέσα στἄλλα μυρουδικά, ποὺ στολίζανε τὰ τραπέζια τοῦ βελουχιοῦ. Περίμενε τὸ δάσκαλο.
Κι ὁ δάσκαλος δὲ χόρταινε νὰ τὸ μυρίζῃ. Κ' ἡ Κούλα ἀπὸ τὸ παράθυρο δὲν μποροῦσε νὰ μὴ σκάζῃ κι αὐτὴ στὰ γέλια σὰν τοὺς συναδέρφους του ἐκεῖ γύρω. Ἡ μύτη τοῦ δασκάλου βαφότανε κίτρινη ἀπὸ τὰ ζαμπάκια καὶ γυρνοῦσε τἀλλήθωρα μάτια μέσα στὶς κόχες τους γιὰ νὰ δῇ τὴ μύτη καὶ νὰ τὴ σκουπίσῃ.
Μὰ ἡ καρδιά του εἴταν ἀνεξίκακη σὰν ὅλων τῶν δασκάλων. Τὰ γέλια δὲν τὸν πειράζανε, μήτε τὰ πρόσεχε. Πρόσεχε μόνο νὰ κλέψῃ τὴν ὥρα, ποὺ δὲν τὸν κοίταζε κανένας, γιὰ νὰ βγάλῃ ἕνα γαρύφαλο ἢ ἕνα ρόδο ἀπὸ τὸ μπουκέτο καὶ νὰ τὸ βάλῃ στὴν κουμπότρυπα.
«Ψυχή μου νέος!» δὲ βαστιότανε νὰ μὴ στοχαστῇ πολλὲς φορὲς ἡ Κούλα καὶ νὰ βαρυθυμήσῃ μιὰ στιγμὴ μὲ κεῖνο ποὺ ἔβλεπε.
Μὰ πάλι, ὅταν ἐκεῖνος, παραφυλάγοντας ξανὰ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν τὸν ἔβλεπε κανένας, ἔφερνε πεταχτὰ τὸ ἄνθος στὰ χείλη του, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα ἔρριχνε κλεφτὴ ματιὰ στὰ παράθυρα τοῦ πύργου, ἡ θλίψη τῆς Κούλας σκορπιζόταν πάλι.
«Ἀπὸ τὁλότελα καλὸς κι ὁ δάσκαλος», ἔλεγε μέσα της μελαγχολικά.
«Ἀπὸ τὁλόλελα καλὲς καὶ τοῦτες», παρηγοριόταν ἄλλο τόσο μελαγχολικὰ κι ὁ Τυλιγάδας, ἐκεῖ ποὺ μάζευε τὶς μίζερες δεκάρες τῶν δασκάλων.
Κ' οἱ ματιές τους συναπαντιόντανε θλιμμένες.
Μὰ ἦρθε ὁ Ἀλωνάρης, ἔκλεισε τὸ σκολειὸ κι ὁ δάσκαλος πάει νὰ ξεκαλοκαιριάσῃ στὸ χωριό του.
Τὸ βελούχι κι ὅλος ὁ κόσμος ρήμαξε γιὰ τὴν Κούλα. Ἡ καρδιά της τρέμει ὅσο νἀρθῇ ὁ Αὔγουστος νὰ μάθῃ, νὰ σιγουρευτῇ πὼς δὲ μεταθέσανε τὸ δάσκαλο.
Καὶ δὲν τονὲ μεταθέσανε.
Μὰ ὁ χινόπωρος, ποὺ τὸν ξανάφερε δροσερὸν κ' ἡλιοκαμένον, ἔφερε καὶ τὰ σύννεφα καὶ τὶς βροχές. Καὶ μὲ τὰ πρῶτα βοριαδάκια τὸ βελούχι ἔκλεισε.
Μοναχὴ παρηγοριὰ τῆς Κούλας μένει τὸ πέρασμα τοῦ καλοῦ της ἀπ' τὸ δρόμο. Μὰ πόσες φορὲς τὴν ἡμέρα μπορεῖ νὰ περνᾷ ὁ δόλιος δάσκαλος; Καὶ μήπως εἶναι κιόλας τόσο εὔκολο τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν κούλια, ὅταν ἀρχίσουν οἱ βροχὲς τοῦ σαραντάμερου κι ἀναγλιτσιάσῃ ὁ ὄχτος τοῦ ἀκροποτάμου;
«Ἀγάπη, ποὺ νὰ σκιάζεται τὶς λάσπες, ποιός τὴν εἶδε, ποιός τὴν ἄκουσε!» θυμώνει μέσα της ἡ Κούλα, ὅταν περνοῦνε μιαδυὸ μέρες κι ὁ δάσκαλος δὲ φαίνεται.
Μὰ ὅταν τὸν ξαγναντίζῃ βουτηγμένον ὣς τὰ γόνατα στὴ λάσπη, πιτσιλισμένο ἴσια μ' ἀπάνω μὲ τοὺς ὤμους τὸ μακρὺ παλτό, ὅταν τὸ βούλιαγμα, ποὺ βλέπει νὰ κάνῃ τὸ πόδι του στὶς λοῦμπες, τὸ σκόντομά του στὸν ὄχτο ἐδῶ, τὸ γλύστρημά του παρακεῖ στὴ γλίνα τῆς βγάζουνε στὸ φόρο πὼς ἡ ματιά του χωριστὰ ἀπὸ ἀλλήθωρη εἶναι κιόλας καὶ κοντόβλεπη, λύπη γεμίζει τὴν καρδιά της καὶ δὲν ξέρει ποιόν νὰ πρωτοκλάψῃ: τὸ δυστυχισμένον, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ξεκολλήσῃ ἀπὸ τὸ βοῦρκο κάτω στὸ δρόμο, ἢ τὴ δική της μοῖρα, ποὺ τὴν ἔρριξε σ' αὐτόν;
Ἀπελπισμένη, σωριάζεται σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ κλαίει. Ἡ θυγατέρα τοῦ Θώμου Κρανιᾶ, ἡ ἀδερφὴ τοῦ ἀξιωματικοῦ, ἡ Κούλα ἡ ὄμορφη νὰ καταντήσῃ νὰ ξεπέσῃ σὲ κεῖνο τὸ παράλλαμα;
«Ποτέ, ποτέ!» τῆς λέει μιὰ φωνὴ μέσα της, σὰ νὰ ζητᾷ νὰ τὴ βοηθήσῃ νὰ πάρῃ μιὰν ἀπόφαση.
Μὰ ἡ σκεπὴ τῆς κούλιας εἶναι μισοανοιχτὴ ἀποπάνω καὶ κατεβάζει τὴ νοτιὰ φιὸ στὴν πλάτη της· οἱ ὦμοι τουρτουρίζουνε μὲ τὸ μαγνάδι τοῦ τσιτιοῦ, ποὺ εἶναι ντυμένοι, ἡ Φρόσω βήχει κάτω ἀπὸ τὸ κατώγι, ἡ Μαριὼ δέρνει στὴν ἄλλη κάμαρα τὴν Παναγιούλα, ποὺ τὴν ἔπιασε νὰ καίῃ τὸν κλώστη γιὰ νὰ σγουράνῃ καὶ κείνη τώρα τὰ μαλλιὰ μπροστὰ στὸ μέτωπο, κι ὁ Γεσίλας οὔτε γράφει οὔτε ἀκούεται. Δὲν πείσμωσε μόν μὲ τὸ Ζωριὰ καὶ μὲ τὸν Τελατίνη, δὲν ἔρριξε μαύρη πέτρα πίσω μοναχὰ στὴν πόλη κοντὰ στὸν ποταμό, μὰ καὶ στὴν κούλια τοῦ πατέρα του.
Χωρὶς νὰ καταλάβῃ κ' ἡ ἴδια, ἡ Κούλα βρέθηκε στὸ παράθυρο κοιτάζοντας ἂν πέφτῃ σὲ ξαστεριὰ ἢ σὲ σύννεφα ὁ ἥλιος, ποὺ ἔρριξε μιὰ λάμψη θλιβερὴ στὴν κάμαρα: Νὰ σταματοῦσε κάνε ἡ βροχή, νὰ στεγνώσῃ ὁ τόπος λίγο καὶ νὰ δῇ τὸ δάσκαλο νὰ περάσῃ σὰν ἄνθρωπος. Ἔτσι νὰ πάρῃ δύναμη νὰ κατεβῇ στὸ δρόμο καὶ νὰ πέσῃ στὰ πόδια του, νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ τὴν πάρῃ μιὰν ὥρα ἀρχήτερα ἀποδῶ, μακριὰ ἀποδῶ, ὅπου θέλῃ, ἂς εἶναι καὶ στὸ σύνορο τοῦ κόσμου, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς, μόνο μακριὰ ἀποδῶ, ὄξω ἀπὸ τὴν κούλια.
Κι ὅταν τὴν ἄλλη μέρα τονὲ βλέπῃ νὰ ξαναπερνᾷ, κρεμιέται στὸ παράθυρο καὶ τοῦ χαμογελᾷ, κατεβαίνει κάτω στὴν αὐλόπορτα καὶ τοῦ σφυρίζει ἕνα γλυκόλογο, τοῦ νεύει νἀρθῇ πίσω ἀπὸ τὸ φράχτη.
Μὰ ἐκεῖνος δάσκαλος. Φοβᾶται καὶ τὸν ἴσκιο του. Δὲν ἀποφασίζει νὰ ζυγώσῃ κι ἂς εἶναι σούρωπο κι ἂς μὴν περνᾷ ψυχὴ στὸ δρόμο. Ὅλο καὶ κοντοστέκεται, μὰ δὲν τολμᾷ νἀρθῇ στὴν πόρτα, ὅλο καὶ ρίχνει φοβισμένες ματιὲς στὸ παράθυρο. Κ' ἔτσι τὴν ἄλλη μέρα καὶ ξανὰ τὴν ἄλλη, ὅσο ποὺ στὸ τέλος ἔγινε ἄφανατος.
Δὲν ξαναπέρασε.
Ἡ Κούλα πάει νὰ τρελλαθῇ. Μὴν ἀρρώστησε, μὴν τονὲ μεταθέσανε; Χίλια βάζει ὁ νούς της. Ρώτησε τὰ παιδιά, ποὺ γυρίζαν ἀπὸ τὸ σκολειό. Ἐδῶ 'ναι καὶ στὴν ὑγειά του ὄχι καὶ καλήτερα. Σήμερα ἄργασε τοῦ ἑνοῦ ἀπ' αὐτὰ τὶς ἀπαλάμες μὲ τὴ λούρα.
Ἡ Κούλα ἀπελπίζεται. Ἄλλο δὲν μένει παρὰ νὰ τοῦ γράψῃ μὲ τὴν Παναγιούλα.
«Ἀγάπη μου, χρυσό μου, μάτην σὲ ἀναμένω καὶ ἀπορῶ τὸ διατὶ διέκοψες…», ἀντίγραψε ἀπὸ τὸ παλιό, χιλιοσκεσμένο ἐπιστολάριο τῆς κούλιας, ἔκλεισε μέσα δυὸ πανσέδες μαζὶ μὲ τὰ δάκρυά της κ' ἔδωσε τὸ γράμμα.
Δὲν εἴταν πρώτη φορὰ ποὺ θὰ ἔκανε καὶ τέτοια ὑπερεσία ἡ Παναγιούλα, μὰ τὴ φορὰ αὐτὴ δὲν τὴ βρῆκε ἡ Κούλα πρόθυμη.
«Δὲν ξέρει», εἶπε, «σὲ ποιὸν ἀπ' τοὺς πολλοὺς δασκάλους νὰ τὸ δώσῃ. Μακρὺ παλτὸ φορούσανε πολλοὶ ἀπὸ δαύτους».
Τῆς Κούλας τῆς ἔπεσε λιγάκι δύσκολο νὰ περιγράψῃ τὰ καθαυτὸ χαραχτηριστικά του.
Τέλος ἡ Παναγιούλα κατάλαβε καὶ δέχτηκε. Κι ἄργησε νὰ γυρίσῃ τὸ βράδι αὐτό, ἀπάντηση ὅμως δὲν ἔφερε.
Τοῦ κάκου στάλθηκε καὶ ξαναστάλθηκε μὲ νέο γράμμα· δὲν μπόρεσε νὰ ξαναβρῇ τὸ δάσκαλο.
Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ ἡσυχία κ' ἡ Κούλα, δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ μάτι. Νευρίκιασε κι αὐτή· δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν γκρίνια τῆς Μαριῶς. Λόγο κι ἀντίλογο. Ἄδικα τὴν παρακαλεῖ ἡ Φρόσω νὰ μὴν τὴ συνερίζεται, γιατὶ δὲν εἶναι στὰ καλά της. Ἴσια τὰ πᾶνε τώρα κι οἱ δυό. Κι ὁ ἄνεμος τῆς ποταμιᾶς τὴν ἀπονευρικιάζει. Τώρα θὰ πέσῃ ἀπάνω της ἡ κούλια καὶ θὰ τὴ θάψῃ. Δὲ βλέπει μέσο λυτρωμοῦ, κάθε δρόμος νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν κούλια εἶναι κλειστός.
Μιὰ γνώριμή της κατοικοῦσε κοντὰ στὸ σκολειό. Εἴταν τὸ τελευταῖο βῆμα, λείπαν ὅμως τὰ ποδήματα, ἔλειπε φόρεμα τῆς προκοπῆς. Στὸ τέλος ἄφησε τὴ ντροπὴ στὴν ἄκρη, βρῆκε μιὰ πρόφαση καὶ κίνησε καὶ πῆγε ἕνα δειλινό.
Ἡ γνώριμή της τὴν καλοδέχτηκε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ καθήσῃ στὸν καναπέ. Ἡ Κούλα προτίμησε ὅμως μιὰ καρέκλα κοντὰ στὸ παράθυρο καὶ κάθησε περιμένοντας.
Νάτος τέλος ὁ φίλος βγῆκε ἀπὸ τὸ σκολειό. Καθὼς τὴν εἶδε ξαφνικά, κοκκίνησε. Ὁ συνάδερφός του, ποὺ περνούσανε μαζί, τῆς χαμογέλασε, μὰ ἐκεῖνος δὲν ξαναγύρισε νὰ κοιτάξῃ.
Ἡ Κούλα φρένιασε. Περίμενε, περίμενε ὅσο ποὺ πῆρε νὰ νυχτώνῃ. Δὲν ξαναπέρασε κανεὶς ἀπὸ τοὺς δασκάλους.
Γύρισε στὴν κούλια μὲ ἀπελπισιὰ θανατερή:
Τί τοῦ ἔκαμε; σὲ τί τοῦ ἔφταιξε; Ποιά εἶναι ἡ ἀφορμὴ ποὺ τὴν περιφρονᾷ; Δίχως ἄλλο θὰ τονὲ βάλανε στὰ λόγια, θὰ τοῦ τὴν κατηγορέσανε. Σὰν καὶ θἄχῃ νὰ κάμῃ τίποτες ἄλλο ὁ κόσμος! Ποιός νἄναι μόνο, ποιά νἄναι κείνη, νὰ τὴν ἤξερε νὰ τὴν ξεσκίσῃ μὲ τὰ νύχια της!
Μπαίνοντας στὴν αὐλόπορτα τῆς κούλιας, ἀπάντησε τὴν Παναγιούλα. Ξετραχείλωτη, ξυπόλυτη, ἀνασκουμπωμένη πότιζε τὸν κῆπο. Τὰ χείλη, ποὺ ὁ βοριὰς τἀποκοκκίνιζε ἀντὶ νὰ τὰ γαλαζιώνῃ, οἱ καστανὲς πλεξίδες της, ποὺ ζητούσανε νἀγγίξουνε τὶς φτέρνες, τὰ γεμάτα μάγουλα, ποὺ δὲν τὰ σούρωνε ἡ ἀναφαγιά, καὶ τὰ μεγάλα μαῦρα μάτια της, ποὺ ἀστράφτανε σὰν πυρωμένα, φουρκίσανε τὴν Κούλα.
Γιατί; Δὲν τὸ ρωτᾷ. Μανία θολὴ καὶ σκοτεινή, ὁρμὴ τυφλή, καθὼς ἐκείνη ποὺ ἔσπρωχνε μιὰ φορὰ τὴ μεγαλήτερη ἀδερφή της νὰ ξερριζώνῃ τὰ δικά της μαλλιά. Κ' ἡ Παναγιούλα τῆς πάτησε κι αὐτῆς ἀπόψε μὲ τὰ ξερά της μιὰ διπλῆ βιολέτα, ποὺ εἶχε φυτεμένη δίπλα στὸ πηγάδι.
Ἡ ὀρφανὴ τῆς πλύστρας ἀπὸ τὴ λασπόπολη δὲ μιλοῦσε στὶς βρισιές, δὲ μουρμούριζε στοὺς χτύπους. Συνήθισε ἀπὸ μικρή. Ἡ δυστυχία τῶν ἀδερφάδων πάντα σ' αὐτὴ ξεθύμαινε καὶ μάλιστ' ἀπὸ τὸν καιρό, ποὺ πήρανε καὶ στερευόνταν οἱ δικοὶ κ' οἱ φίλοι. Τὰ βραδινὰ τρεχάματα τῆς Παναγιούλας δὲν πάψανε, τώρα μάλιστα τρέχει πιὸ πρόθυμα κι ἀργεῖ περσότερο τὴ νύχτα νὰ γυρίσῃ.
Ἡ Μαριὼ χτυπᾷ καὶ καταριέται, ἡ Κούλα δίνει τώρα χέρι κι αὐτή, μὰ ἡ Παναγιούλα δείχνει μιὰν ἀπάθεια ἀξήγητη. Ἡ μέρα τοῦ θεοῦ ὄξω κ' ἡ ζωὴ μέσα στὴν κούλια σὰ νὰ μὴν ἔχουνε γι' αὐτὴ ὕπαρξη πραματική, ἡ δική της ζωὴ σὰ νἀρχίζῃ μὲ τὸ σούρουπο, σὰ νὰ εἶναι ὁ δρόμος κ' ἡ νυχτιά.
Ἡ κούλια ὑποτάζεται στὸ θέλημά της, γιατὶ κ' ἡ ὕπαρξη τῆς κούλιας ὅσο πάει καὶ δένεται περσότερο καὶ κρέμεται ἀπὸ τοὺς βραδινούς της δρόμους. Ἡ Φρόσω δύσκολα πιὰ μπορεῖ καὶ ρίχνει τὴ σαΐτα, ἡ Μαριὼ ὅλο κι ἀπονευρικιάζει καὶ φτείρεται ντύνοντας τὸν ξένον κόσμο, ἡ Κούλα ἔχασε καὶ κείνη κάθε ἐλπίδα. Πολλὲς φορὲς χτυπᾷ στὸ κάστρο ἡ ἀποχώρηση, κάποτε κιόλας τὸ σιωπητήριο κ' οἱ ἀδερφὲς στὴν κούλια, σκυμμένες στὸ ξεσπιθισμένο τζάκι τους, δὲν εἶναι σίγουρες ἀκόμα πὼς δὲ θὰ πλαγιάσουνε νηστικὲς κι αὐτὴ τὴ νύχτα.
Μιὰ τέτοια νύχτα ἀπὸ τὶς πολλές, κρύα καὶ σκοτεινὴ στὸ δρόμο καὶ στὴν κούλια, ἡ Παναγιούλα δὲ γύρισε κεῖ ὁλότελα. Τὴν ἄλλη μέρα μαθεύτηκε ἀπὸ τὴν πόλη πὼς ἔγινε ἄφαντος κι ὁ δάσκαλος.
Ἡ Κούλα λιποθύμησε.
«Τοὺ σιγαλὸ ποτάμ', ἡ πουμπιεμένη, ἡ μούλα!» φώναξε ἡ Μαριὼ κ' ἔτρεξε γιὰ ξίδι στὴ γειτονιά.
Ἡ Φρόσω μοναχὰ δὲ μίλησε. Ἡ φωνής της εἶχε χάσει ἀπὸ καιρὸ τὴ δύναμη.
Ὁ Γεσίλας, ποὺ κυνηγοῦσε στὸ ἀναμεταξὺ μετρητὲς χιλιάδες σ' ἄλλες φρουρές, βρῆκε τέλος μερικὲς κ' ἦρθε νὰ δείξῃ κι αὐτὲς καὶ τὴ γυναίκα του τῶν ἀδερφάδων καὶ τῆς πόλης κοντὰ στὸν ποταμό. Μὰ ἡ Φρόσω εἴτανε πεσμένη πιὰ στὸ στρῶμα μὲ τὸν ἴδιο σφάχτη καὶ τὸ βήχα τοῦ πατέρα.
Οἱ ἀδερφὲς θελήσανε νὰ κρατήσουν τοὺς νιόγαμπρους νὰ κατοικήσουν ὅλοι μαζὶ στὴν κούλια. Ἡ νύφη ὅμως τρόμαξε ἀπο τοὺς ραγισμένους τοίχους κι ἀπὸ τὸ βήχα τῆς Φρόσως καὶ βίασε τὸ Γεσίλα καὶ πιάσανε γλήγορα σπίτι ἀλλοῦ, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλης. Οἱ ἀντραδέρφες δὲ θἀπαιτούσανε βέβαια νὰ τοὺς ἔρχεται συχνὰ ἀπὸ τόσο μακριά, ἔτσι ὅπως εἴταν κιόλας μὲ τὴν κοιλιὰ στὸ στόμα.
Ἡ Φρόσω ἔλπιζε νὰ δῇ τὸν κληρονόμο τῆς γενιᾶς πρὶ νὰ πεθάνῃ. Νόμιζε μάλιστα πὼς αὐτὸ τῆς κρατοῦσε ἀκόμα τὰ μάτια ἀνοιχτά.
Καὶ τὴν ἡμέρα, ποὺ χύμησε ἡ Μαριὼ στὴν πόρτα πρωῒ πρωῒ μὲ τὸ μήνυμα πὼς ὁ κληρονόμος ἦρθε ἀρσενικὸς καὶ παχουλός, μπόρεσε κι ἀνακάθησε στὸ στρῶμα κ' ἡ θολὴ ματιά της πῆρε μιὰ λάμψη ξαφνική.
«Ἀντίφκιαστα τὰ μάτια τ' Γισίλα· οὕλου τἀθάρ' τοὺ Κρανέϊκου· δὲν πῆρι τίπουτ' ἀπ' αὐτή».
Ἡ Μαριὼ δὲ μελετοῦσε ποτὲ τὄνομα τῆς νύφης. Ὄχι μόνο ἀπὸ τότε, ποὺ δὲ στρέχτηκε νὰ ξεκαινουργώσουνε τὴν κούλια καὶ νὰ καθήσουνε μαζί, δὲν εἶχε μάτια νὰ τὴ δῇ, μὰ κι ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ πάτησε στὴν κούλια, τῆς φάνηκε πὼς μπῆκε μέσα σὰν ἐχτρός.
«Κὶ στοὺ σβιρκάκη τ' ἕνα λόϊδου μαλλιὰ κατσαρουμένα, στριφτά, ἀπαράλλαχτα σὰν τ' πατέρα. Κι ὅπους φταρ'νίσ'κε κεῖ πὄπεσε κὶ τἄφ'σαμι κὶ σ'ναχώθ'κι, γιὰ νὰ σιγυρίσουμ' ἰκείνι π'ρέκαζι, εἶπα κι ἄϊκ'σα τοὺ μακαρίτ'», ξακουλούθησε ἡ Μαριώ.
Ἡ ματιὰ τῆς Φρόσως ξανάλαμψε. Ὄξω ἔλαμπε κι ὁ ἥλιος στὴν ποταμιὰ κ' ἔρριχνε τὸ φέγγος του καὶ μέσα στὴν κάμαρα.
Ἡ Φρόσω τὸν κοίταξε ἄφωνη μιὰ στιγμή. Ἔπειτα κάνοντας νἀνασηκωθῇ καλήτερα μουρμούρισε:
«Τί λές; Δὲ θὰ μπορέσου νὰ βγοῦ; Μέρα θϊοῦ χαρὰ ὄξω».
«Σήκου πρῶτα μέσα σ'ν κάμαρ', κι αὔριου πᾶμι μαζί», τῆς εἶπε ἡ Κούλα, ποὺ δὲ βιαζότανε καὶ τόσο νὰ δῇ τὸν ἀνιψιό.
Κ' ἡ Κούλα εἶχε γελαστῆ στὶς ἐλπίδες της ἀπὸ τὴ νύφη.
Ἡ Φρόσω δοκίμασε ἄδικα νὰ σταθῇ στὰ πόδια της. Τὸ εἶδε κ' ἡ ἴδια πὼς ἔπρεπε νὰ περιμείνῃ, ὅσο νὰ μπορέσῃ νἀρθῇ ὁ ἀνιψιὸς σ' αὐτή.
Ἅμα σαράντισε, τὸν ἔφερ' ἕνα δειλινὸ ἡ μικρὴ ξυπόλυτη ὑπερέτρια, μὰ ἀποπίσω ἦρθε κ' ἡ μάννα.
Μὲ τὴ βοήθεια τῆς Κούλας μπόρεσε ἡ Φρόσω καὶ τὸν κράτησε λίγες στιγμὲς στὴν ἀγκαλιὰ μισοἀποκοιμισμένον. Στήλωσε τὸ βλέμμα γελούμενο στὸ μικρὸ προσωπάκι καὶ περίμενε νἀνοίξουνε τὰ μάτια, νὰ τὰ δῇ.
Μὰ μόλις μισανοίξανε, τὸ μωρὸ ἔβαλε φωνή.
Ἡ μάννα του ἔτρεξε.
«Μπὰ μπὰ! Ἄκ' ζάβια! Τ' θειὰ σκιάζισι, μουλέ; − Νὰν το χαροῦ!»
Κ' ἡ Φρόσω ἔκαμε νὰ σκύψῃ:
«Σήκουσ' του λίγου, μουρή», εἶπε τῆς Κούλας.
Μὰ ἡ μάννα χύμησε καὶ τοὺς ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια τὸ παιδί.
Ἡ Μαριὼ δὲν μπόρεσε νὰ κρατηθῇ
«Τί θὰ σ' τοὺ φᾶμι, μουρή; Τί ξένες εἴμαστι;» φώναξε κι ὥρμησε ἀπάνω της.
Ἡ νύφη κάτι θέλησε νὰ πῇ, μὰ ἡ Μαριὼ τὴν πῆρε ἀπὸ μπροστά. Τὴν ἔκαμε νἁρπάξῃ τὸ παιδὶ νὰ φύγῃ γλήγορα, ἐνῷ ἡ Μαριὼ φώναξω κατόπι της στὴ σκάλα:
«Δὲ σ' ἔμαθι, μουρή, οὐ ἄντρας σ' ποιές εἴμαστι; Μ' ἂν εἴταν ἄντρας, ἂν εἴταν ἀδιρφός!»
Ἡ Φρόσω ἔγυρε στὸ μαξιλάρι καὶ μισόκλεισε τὰ ματια, σὰ νὰ μὴν ἄκουσε τίποτ' ἀπ' αὐτά. Ἕνα μισὰ πικρό, μισὰ εὐτυχισμένο χαμόγελο σάλεψε γιὰ στιγμὲς στὰ χείλη της.
Τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε ὁ Γεσίλας καὶ βριστήκανε καὶ μαλλώσανε μὲ τὴ Μαριώ. Καὶ δὲν ξαναπάτησε στὴν κούλια.
«Τί κάθεσαι; τί ἀργεῖς;» μουρμούρισε ἀπομέσα ἡ Φρόσω ποὺ τὴ φτάσανε οἱ φωνὲς στὸ στρῶμα της.
Μὰ ἐκεῖνος ποὺ ἔκραξε δὲν ἔφτανε κι ἂς ἀρχίσανε νὰ τὸν κράζουνε μέσα τους κ' οἱ ἀδερφὲς γιὰ νὰ γλυτώσουνε κι αὐτὲς κ' ἡ ἴδια ἡ Φρόσω. Εἶχε φυράνει πιά, εἶχε ἀπομείνει ἕνας ἴσκιος διάφανος, ἀσάλευτος σὲ μιὰν ἄκρη. Μόνο τὰ μάτια φέγγαν ἀσφάλιστες, μελανές, πυρωμένες τρύπες στὸ στεγνωμένο σκέλεθρο.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔκραξε ἄργησε νἀρθῇ. Μὰ ὅταν πιὰ τὸν ἔνοιωσε πὼς εἴταν ὄξω ἀπὸ τὴ πόρτα, ζήτησε νὰ δῇ τὸν ἀδερφό.
Στείλανε καὶ τὸν φέρανε.
Σὰ μπῆκε, βρῆκε τὴν ἑτοιμοθάνατη γυρτὴ στὴν ἀκαλιὰ τῆς Κούλας καὶ μπροστὰ σκυμμένες τὴ Μαριὼ καὶ μιὰ γειτόνισσα καὶ τῆς κρατούσανε τὰ χέρια.
Μιὰ δεύτερη γειτόνισσα ἔστεκε στὴν πόρτα.
Ὁ Γεσίλας γονάτισε κεῖ μπροστὰ κι αὐτός.
«Νάτος, ἦρθε», εἶπε τῆς Φρόσως ἡ γειτόνισσα καὶ τῆς ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ δῇ τὸν ἀδερφό.
Ὁ Γεσίλας ἔπιασε τὸ χέρι της κ' ἔτσι μείνανε κρατώντας τὴν ἑτοιμοθάνατη μόνο τὰ τρία ἀδέρφια.
Ἐκείνη μπόρεσε καὶ σήκωσε τὰ μάτια.
«Φρόσω, ἐγὼ εἶμαι, ὁ Γεσίλας», μίλησε ὁ ἀδερφός.
«Δὲν τονὲ βλέπ'ς; δὲ γνωρίζεις; δὲν ἀκούς; Ἦρθε νὰ σ' σ'χωρεθῇ», ἔβγαλε ἡ Μαριὼ φωνὴ πνιχτή, σὰ νὰ τῆς ἔσφιγγε κάποιος τὸ λάρυγγα.
Μὰ ἡ γειτόνισσα τῆς ἔκλεισε τὸ στόμα. Κ' ἡ Μαριὼ σώπασε.
Τὰ μάτια τῆς Φρόσως μέναν ἀκίνητα, καρφωμένα στὸν ἀδερφό. Σὰ νὰ μὴν τονὲ γνώρισε ἀλήθεια, δὲ δοκίμασε νὰ τοῦ ἁπλώσῃ τὰ χέρια.
Τέλος σὰ νὰ κουραστήκανε τὰ βλέφαρα νὰ μένουν ἀνοιχτά, κάμανε νὰ κλείσουνε. Δὲν μπορέσανε καὶ μόνο τὰ μαυράδια τῶν ματιῶν στρίψανε σὰν ὁλόγυρα ἀπὸ τὶς ἴδιες κόρες τους, στραβώσανε, θολώσανε καὶ μείνανε πάλι ἀσάλευτα. Δὲν ξεχωρίζαν πιά. Τὸ κεφάλι ἔγυρε στὸν ὦμο τῆς Κούλας κι ἄρχισε τὸ στερνὸ ρουχαλητό.
Ἡ Μαριὼ σωριασμένη ἐμπρός της ἔκλαιγε πνιχτά. Τὴν πῆραν ἀποκεῖ κ' ἡ γειτόνισσα, ποὺ ἔστεκε στὴν πόρτα, πῆγε καὶ σήκωσε τὴν Κούλα, ποὺ εἶχε ἀποκάμει νὰ βαστᾷ τὴν ἀδερφή.
Ἡ Μαριὼ συνῆρθε, κράτησε τὰ δάκρυα κ' ἦρθε καὶ ξανάπιασε τὸ χέρι τῆς Φρόσως.
Ξαναπεράσανε πολλὲς στιγμές.
Κρατοῦσε τώρα τὴν ἑτοιμοθάνατη ὁ Γεσίλας, ὅταν τὰ μάτια ξαναδώσανε μιὰ τελευταία ἀναλαμπή. Καρφωθήκαν στὸ ἄδειο, πρὸς τὸ παράθυρο, ἀπόθε χυνότανε τὸ φῶς τοῦ δειλινοῦ, ποὺ ἔγερνε μελιχρὸ στὴν ποταμιὰ κι ἀντηχοῦσε τὸ βούϊσμα τῶν πουλιῶν, ποὺ τραγουδοῦσαν ἐκεῖ ἀπόξω στὴ μελικοκκιὰ.
Τὰ χείλη τῆς Φρόσως σαλέψανε καὶ ψιθυρίσαν κάτι.
Οἱ ἀδερφές, ποὺ τῆς κρατούσανε τὰ χέρια, νομίσανε πὼς ξαναζήτησε τὸ Γεσίλα.
Ἡ γειτόνισσα πῆρε τὴ θέση του και κεῖνος ἦρθε κ' ἔσκυψε μπροστά της ἀνάμεσα στὶς δυὸ ἀδερφές.
«Ἐδῶ 'μαι, δές με!» μουρμούρισε καὶ τῆς φίλησε τὸ χέρι.
Μὰ τὰ μάτια τῆς ἀδερφῆς δὲ γυρίσανε πιὰ σ' αὐτόν. Σβήσανε ἀνοιγμένα πλατιά, ἄφεγγα πιά, πηγμένα, στηλωμένα στὸ ἄδειο.
ΤΕΛΟΣ