Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Οδυσσέας Ελύτης "Σολωμοῦ συντριβὴ καὶ δέος"

 



Ἀπὸ: «Τὰ ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας»

Ἀναδημοσιεύουμε ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ είσαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998.


Μισόβγαινε ἀπ' τὸν ὕπνο ἡ πολιτεία. Τῶν καμπαναριῶν αἰχμὲς
Κοντοὶ σημαιῶν καὶ κάτι πρῶτα πρῶτα τριανταφυλλιὰ
Στοῦ μικροῦ παραθύρου σου — ποὺ ἀκόμη φώταγε — τὸ μαρμαράκι
Ἄ κεῖ μονάχα νὰ 'ταν
Ἕνα κλωνάρι μὲ δαφνόκουκα νὰ σοῦ ἄφηνα γιὰ καλημέρα
Ποὺ τέτοιας νύχτας τὴν ἀγρύπνια πέρασες. Καὶ τὴ γνωρίζω
Πάνω σ' ἄσπρα χαρτιὰ πιὸ δύσβατα κι ἀπ' τοῦ Μεσολογγιοῦ τὶς πλάκες

Ναί. Γιατί σ' εἶχε ἀνάγκη κάποτε τὰ χείλη σου χρύσωσε ὁ Θεὸς

Καὶ τί μυστήριο νὰ μιλᾶς κι οἱ φοῦχτες σου ν' ἀνοίγονται
Ποὺ κι ἡ πέτρα νὰ ποθεῖ ναοῦ νέου να' ναι τὸ ἀγκωνάρι
Καὶ τὸ κοράλλι θάμνους λείους νὰ βγάνει γιὰ ν' ἀπομιμηθεῖ τὸ στέρνο σου

Ὄμορφο πρόσωπο! Καμένο στῆς λαλιᾶς ποὺ πρωτάκουσες τὴν
ἀντηλιὰ καὶ ἀνεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ πρώτη
Σὲ μιὰ γῆ μπλέ τῆς βιολέτας μ' ἄγριες χαῖτες τρικυμίας
Ὄστρακα κι ἄλλα τοῦ ἥλιου εὑρήματα νὰ γυαλίζει καταγίνονταν
Ὡσὰν τὰ ἐκμαγεῖα τοῦ νοῦ σου νὰ μὴν εἶχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη ἀπ' ὅλες τοῦ θυμοῦ τῶν θεῶν τὶς ἀστραψιὲς
Ἤ γιὰ λίγο νὰ μὴν εἶχε ἀπὸ δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει τὸ Ἀκοίταχτο!
Ἀλλ' ὁ λέων περνάει σὰν ἥλιος. Οἱ ἄνθρωποι μόνο ἱππεύουν
Κι ἄλλοι πεζοὶ πᾶνε• ὥσπου μέσα στὶς νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Κεῖνα ποὺ σκυφτὸς ἐπάνω στὸ γραφεῖο μου ζητοῦσα νὰ διασώσω ἀλλ' Ἀδύνατον. Πῶς ἀλλιῶς. Ποὺ καὶ μόνο ἡ σκέψη σου γινωμένη ἀπὸ
καιρὸ οὐρανὸς
Καὶ μόνο ἡ σκέψη σου μοῦ 'κάψε ὅλα τὰ χειρόγραφα
Καὶ μιὰ χαρὰ ποὺ ἡ δεύτερη ψυχή μου
Πῆρε σκοτώνοντας τήν πρώτη, κίνησε μὲ τὰ κύματα νὰ φεύγει
Ὁ ἄγνωστος ποὺ ὑπῆρξα πάλι ὁ ἄγνωστος νὰ γίνω
Φοβερὰ μαλώνοντας οἱ ἄνεμοι
Ἐνῶ τοῦ ἥλιου ἡ λόγχη πάνω στὸ σφουγγαρισμένο πάτωμα ὅπου
Σφάδᾳζα
μ' ἀποτελείωνε.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης, «Σολωμού συντριβή και δέος»



Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά 
Στου μικρού παραθύρου σου –που ακόμη φώταγε– το μαρμαράκι 
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα 
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ’ του Μεσολογγιού 
τις πλάκες 

Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν’ ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να ’ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’ απομιμηθεί 
το στέρνο σου

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες
την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα 

Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ’ άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζεικαταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας 
Φύση βγάνει περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές 
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ’ ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν 
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω
 αλλ’ 
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από
καιρό ουρανός 

Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη, κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου 
Σφάδαζα
μ’ αποτελείωνε.

 (Από τη συλλογή «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», εκδ. Ίκαρος, 1991. Συγκεντρωτική έκδοση «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2008)

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Οδυσσέα Ελύτη, «Σολωμού συντριβή και δέος»


Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου —που ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού
τις πλάκες
Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί
το στέρνο σου
Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες
την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια
Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω
αλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη από
καιρό ουρανός
Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα
μ' αποτελείωνε.

Από τη συλλογή Τα ελεγεία της Οξώπετρας (1991)
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 557-558]

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης, «Σολωμού συντριβή και δέος»


Μισόβγαινε απ’ τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου –που ακόμη φώταγε– το
μαρμαράκι
Α κει μονάχα να ’ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ’ άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ’ του Μεσολογγιού
τις πλάκες
 
Ναι. Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός 
Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν’ ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να ’ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν’ απομιμηθεί το
στέρνο σου
 
Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την
αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ’ άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει
καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ’ όλες του θυμού των θεών τις
αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ’ ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται.
Παρόμοια
 
Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να
διασώσω αλλ’
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινωμένη
από καιρό
ουρανός Και μόνο η σκέψη σου μου ’καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη, κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα
όπου
Σφάδαζα
μ’ αποτελείωνε.

 (Από τη συλλογή «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», εκδ. Ίκαρος, 1991. Συγκεντρωτική έκδοση «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2008)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/oi-poiites-gia-ton-solomo/ ]

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΙΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ

                                                                                       
 Του  Ιωάννη  Ψάρρα


                         …που έφτασα στο σημείο να ονειρεύομαι
 για τον άνθρωπο
                                μια καινούργια Σαρακοστή, όπου να νηστεύει όλους τους
                                καρπούς της επικαιρότητας και να μη συντηρείται παρά
                                μόνον από τη στοιχειακή έννοια των πραγμάτων και τη
                                μεταφυσική τους προέκταση.
                                                                                  ‘Ιδιωτική οδός.’
                                                             
Μπορεί να είναι βλάσφημον και ανίερον να μιλά κανείς ή και να γράφει για το Ιερό.
Το φρονιμότερον είναι η σιωπή.
Οι λέξεις είναι εφευρέσεις των ανθρώπων, νεκρές εν πολλοίς για μια τέτοια επαφή και δεν αγγίζουν καν την ουσία.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων   την περιγράφουν.
Δεν λέω ότι δεν βοηθά η περιγραφή του , ως ενημέρωση ίσως, ως υπενθύμιση , ως κινητοποίηση ,ως σκούντημα στον ώμο ότι υπάρχει κι αυτό , κυρίως αυτό.
 Το Ιερόν βιώνεται, βιώνεται εν σιωπή.
Δεν έχει μορφή. Η μορφή είναι απόρροια του Ιερού, το περικλείει και το συσκοτίζει.
Η ΄ρύπανσή΄ του επήλθε από τις επιχωματώσεις.
Το Ιερόν είναι η πρωταρχική πηγή, η ουσία του καθενός στον Κόσμο, το κέντρο απ΄ όπου απορρέουν όλα, η σε απομωνομένη ενότητα οντότης εντός ημών.
Η έννοια ,το βίωμα της ενότητας και της σύνθεσης.
Φαίνεται όμως ότι έχουν χαθεί ή έχουν λησμονηθεί όλα αυτά από τον κόσμο.
Φαίνεται σαν ο κόσμος να θέλει να ζει άδοξα, ανίερα ,στις παρυφές των πραγμάτων,να μη νοιάζεται να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο αφηρημένο και στο συγκεκριμένο,ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο.
Φαίνεται σαν να μην έχει την αίσθηση ότι υπάρχει αυτή η απόσταση,ή σα να μη θέλει
να καταβάλει το μόχθο και το χρόνο για να κτίσει τη γέφυρα ανάμεσά τους ή σα να μην ξέρει ότι καμμιά φορά χρειάζεται μιαν απόφαση μόνον: Να ζήσω Ιερά.
Ήγουν : να διακινδυνέψω. Τι ;
Την άπασα ιστορία μου,την ιστορία του γένους μου.
Να κατα-στραφώ και να μεταμορφωθώ.(Ως συνώνυμα μου φαίνονται αυτά.)
Να φτάσω στα άκρα την ποιότητα της φύσης μου.
Να είμαι και να πράττω οικοιοθελώς και δια βίου το Ωραίον, το Αγαθόν και το Αληθινόν. Δηλαδή την τριαδική έκφραση του Ιερού.Τις ιερές ποιότητες του Ιερού.
Να υπενθυμίσω στον εαυτό μου τα αγαθά έργα των αιώνων,να μετάσχω στο ωραίον του κόσμου και ως δίκαιος να ετυμηγορήσω υπέρ της αληθείας.
Να με χαρώ γι αυτό που είμαι: κομιστής φωτός, εκπάγλου ομορφιάς θνητός, κάτοικος εξωτερικού  αιώνες τώρα.

 

‘ΚΑΤΟΙΚΗΣΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ που ‘βγαινε από την άλλη, την
πραγματική, όπως τ’όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου.
Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί
να τηνε βλέπω.
Τόσο λίγη έμοιαζε΄ τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς
σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες.
 Άλλαζα θέση τ’ Ακοίμιστα και την Ερημική ν’ αξιωθώ να φκιάνω λοφους καστανούς, Μοναστηράκια, κρήνες.
Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο.
Μά ‘ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα.
Κι έπιασα σιγά-σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την
καλύψω τη χώρα που αγαπούσα.
 Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
Ή  κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει’
                                                    ‘Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ’


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
 Η φύση από μόνη της δεν επαρκεί για να πιστοποιήσει την ιερότητά της.
Γι αυτήν την πιστοποίηση της ιερότητας της φύσης και του κρυμμένου μυστηρίου της ζωής υπάρχει ο άνθρωπος.
Και από τους ανθρώπους  όχι ο οποιοσδήποτε του είδους τους, παρά μόνον ένας:
Ο ποιητής.
Αυτός ιερουργεί ,αυτός αναδεικνύει,υπενθυμίζει και τεκμηρώνει το ιερόν της φύσεως.
Και μέσον αυτού αποδεικνύεται  η ιερότης της ανθρωπίνης φύσεως καθώς και όλων των όντων.
Ο ποιητής είναι το κατ΄εξοχήν ον ,που συνδέει το όντως ον με τα πράγματα.
Το είναι με το γίγνεσθαι.
Είναι η γέφυρα.
Οι λέξεις με τις έννοιες που αναδύουν   μέσω της ποίησης γεφυρώνουν ,το άκτιστον με το κτιστόν του κόσμου τούτου.
Ο ποιητής είναι αυτός που πράττει.
Φέρει σε ενσάρκωση τον Λόγον και τον τοποθετεί εντός της κοινότητας των ανθρώπων.
Διατηρεί τη μνήμη του Ιερού εντός της ιστορίας ,όντας ο ίδιος εκτός κατά την έμπνευσή του και εντός της κατά την καταγραφή και έκδοση της ποίησης.
Η εν σιωπή σύλληψη από τον ποιητή της ιερής- καθ΄εκάστην -στιγμής της μεγάλης έκρηξης και του αναπόφευκτου της αιωνιότητας τον καθιστά –εν πλήρει ταπεινότητι- τον μέγα οδηγό των ψυχών.
Κομιστής αυτός του ανεσπέρου φωτός, αποκαλύπτει και δωρίζει στους ανθρώπους τη χάρι και τους απεγκλωβίζει σιγά-σιγά από την ιστορική τους αυταπάτη: αυτή του φόβου του θανάτου.
Είναι ο κατ΄εξοχήν λυτρωτής και ελευθερωτής από αυτό το αρχαίο κακό.

                                                    

ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ
‘ Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο. 
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος, 
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι. 
Ώ λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο, 
Χειμώνα ελάχιστε, 
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς 
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει  πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου’.
                                                          ‘ ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ’
και στα ‘ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ’, τονίζει:
Να γιατί γράφω.Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν τη έχει ο θάνατος.Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται.
Η ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον που είναι ο Θεός.Γι αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω , που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τπυς δρόμους και ‘φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου’.
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει¨ να γιατί πρέπει να γράφουμε.Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο,τέτοιον που τον βρήκαμε¨
Τον κόσμο της φθοράς που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση.’
Κάθε ποιητής έχει μια εμμονή.Καταπιάνεται με κάτι συγκεκριμένο,εστιάζεται σ΄αυτό είναι ο φακός του ,που συγκεντρώνει το άπλετο φως που τον περιβάλλει.   
Μ΄αυτή όμως και μέσον αυτής της εμμονής και εστίασης,επικεντρώνεται πρώτα ο ίδιος στην πηγή που τον γέννησε και μετά την προβάλλει προς τα έξω.Θέλει επίμονα να φανερώσει τι του αποκαλύφθηκε,ζητά συντρόφους να τα πει ,να δείξει.
Ο ποιητής δεν υπήρξε ποτέ μόνος.Ακόμα και αν αναφέρεται σ΄αυτό.
Ο ποιητής ευρίσκεται πάντοτε εν κοινωνία.Στη διαδρομή του πολλοί τον συνέδραμαν ώστε να του γνωσθεί το ά-λογο.Κοινωνώντας ο ίδιος με το αόρατο,κοινωνεί μετά τους άλλους.

Ο ποιητής διάγει βίον ιερέως και μύστου όλων των απανταχού και ανά τους αιώνας θρησκειών που εφηύρε η ανθρωπότητα.
Και λόγω αυτού τούτου του ιερατικού του παρόντος και της συλλογικής αρχετυπικής ιερουργικής μνήμης που τον διαπερνά,καταγράφει δια του λόγου και συμβολικά τα πραγματικώς πραγματικά συμβάντα των Κόσμων.

Η θέση του ποιητή είναι στο καθαρό ενορατικό πεδίο της ανθρωπότητας.
Είναι στον ενδιάμεσο χώρο. Ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη.
Βιώνοντας ο ίδιος ότι είναι πνεύμα ύλη,χωρίς το διαχωρισμό τους ή την αυταπάτη της σχέσης ότι είναι  χωριστά,καταξιώνεται να παραμένει στον ενορατικό χώρο – του δίδεται η Χάρις γι αυτό- χώρο όπου συλλαμβάνει τη σιγή,τα ‘κβάντα’ του Λόγου και κάνοντάς τα ποίηση τα ενσωματώνει στον κορμό του κόσμου.

Ειλικρινά δεν έχει για τον ποιητή μεγάλη σημασία αν διαβάζεται η ποίηση.
Αυτό επιτέλους πρέπει να κατανοηθεί και να λυθεί.
Ούτε τον ίδιον πρέπει να απασχολεί αυτό ούτε κανέναν.
Αν διαβάζεται καλώς.Αν όχι, πάλι καλώς.
Ο ρόλος του ποιητή είναι μεσάζων.
Ως μεσολαβητής οφείλει να επιτελέσει το έργο του.
Τίποτε άλλο.
Εκτός του ότι οφείλει με κάθε τρόπο να εκδίδει τα ποιήματα.
Τα ποιήματα οφείλουν να κατατίθενται ως γραπτό κείμενο και βιβλίο.
Να μη μένουν στα συρτάρια.
Η εκπομπή τους ουσιαστικά αρχίζει και το ιερό επανατροφοδοτεί τη γήινη ύλη,αφ΄ης στιγμής τυπωθούν και γίνουν βιβλίο.
Κι ας βγεί ένα μόνον αντίτυπο.
Και ας μη το διαβάσει κανείς.
Ο ποιητής είναι ένα ιερό ον και ως ιερό ον δεν έχει καμμία προσκόληση στο αποτέλεσμα.
Γράφει ο Ελύτης στα ‘ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ’:
‘Ο ποιητής πρέπει να ‘ναι γεναιόδωρος.Το να μην θέλεις να χάσεις ούτε στιγμή από το υποτιθέμενο ταλέντο σου, είναι σα να μην θέλεις να χάσεις ούτε δραχμή από τους τόκους του μικρού κεφαλαίου που σου δόθηκε.Αλλά η Ποίηση δεν είναι Τράπεζα.
Είναι η αντίληψη που ίσα-ίσα αντιτίθεται στην Τράπεζα.Εάν γίνεται γραπτό κείμενο, μεταδοτό στους άλλους , τόσο το καλύτερο.Εάν όχι, δεν πειράζει.Εκείνο που πρέπει να γίνεται και να γίνεται αδιάκοπα ,ατέρμονα, χωρίς την παραμικρή διάλειψη, είναι η αντιδουλικότητα, η αδιαλλαξία, η ανεξαρτησία. Η Ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας’.

ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
 ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα
στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.Λείψανα παλιών άστρων και γω-
νιές αραχνιασμένες τ’ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεν-
νήσει ο νους του ανθρώπου.Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα
πληρώνοντας η Χτίσις θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και
το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του,σημάδι ότι καιρός να λα-
βουνε τα όνειρα εκδίκηση.Και μετά θα μιλήσει,να πεί: εξόριστε
Ποιητή ,στον αιώνα σου ,λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο
ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων
και Στρατηγών.
-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των
δικών τους πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα
στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.Αλλά πριν, ιδού θα γίνουν οι ωραίοι
που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλπποι και Ροβέρδοι. Θα φορε-
σουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί
τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δε-
λεάσουν τα γύναια.Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν.
Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα
παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς.Και θα αγαναχτήσει το κορμί της
πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει.Και θα γίνει κατήγορος η
πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε
μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά
την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόριστε Ποιητή,
στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου
Αστικού μας Κώδικα.
-Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέ-
τρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά
Λεοντάρια.
-Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλή-
ρωση των Ζευγαριών.
-Βλέπω ψηλά μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών.

Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ουρανού
σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.Αλλά
πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης.
Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερ-
νήτες, κηρύσσοντας πολέμους.Όπου θα χορτασθούνε  ο Χωροφύλακας
και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπρά-
ξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου.Και μεγάλα πλοία
θ’ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώ-
στες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζεί στην οσμή των πτω-
μάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ανοίγει στα
μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι
της Αναστάσεως.
-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία
στην καθαρότητα των ουρανών.
-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
-Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα.

Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα
φρίξει.Ταραχή θα πέσει στον Άδη,και το σανίδωμα θα υποχωρή-
σει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενά-
ξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατά-
δικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα
αδειάσουν όλα τα εργοστάσια , και μετά πάλι με την επίταξη θα γε-
μίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και
χιλάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση.Και θά’ρθουνε χρόνια χλωμά και
αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θά ’χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της
ευτυχίας. Και θά’ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια.
Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία
της καταιγίδας από τ’ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας,θα γυρίσει για
να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια.Και τον πρώτο λόγο του ο στερ-
νός των ανθρώπων θα πει, να ψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο
πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγεί. Και πάλι θα λατρέψει τη
γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς του ετάχθη.
Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους
αιώνες των αιώνων!
                                                              ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ’

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ

Θυμάμαι. Καλοκαίρι του 1979.Σέριφος.
Έχω στήσει τη σκηνή στην είσοδο ενός ορυχείου.
( Η Σέριφος ήταν γνωστή για την εξόρυξη μεταλλευμάτων ,αλλά και για την πρώτη εν Ελλάδι απεργία μεταλλορύχων το1916, λόγω των απάνθρωπων και εξευτελιστικών συνθηκών εργασίας).
Μπροστά από το όρυγμα υπήρχε μια μικρή παραλία.
Μαζί μου τότε είχα πάρει δύο βιβλία.
Το ‘Ελευθερία αρχή και τέλος’,του Κρισναμούρτι, τότε είχε πρωτοβγεί με το εξώφυλλο με το γλάρο –τώδωσα μετά ή χάθηκε στις μετακομίσεις των καιρών- και τους ‘Προσανατολισμούς’ του Οδυσσέα Ελύτη.
Θυμάμαι,ήταν πρωί , μόλις είχε χαράξει.Έκανα μια βουτιά και βγήκα.Ξάπλωσα στην παραλία κοιτώντας προς το πέλαγος.Είχα δίπλα μου το βιβλίο.
Όπως το διάβασα –για ώρα-μπορώ να πω ξανά και ξανά,ένοιωσα ,το ψέλλισα κιόλας,το πόσο τα ποιήματα ανταποκρίνονταν στο νοιώσιμο της στιγμής μου και του χώρου.Είχα την αίσθηση μιας ανάτασης και μιας καθαρότητας σε πλήρη αρμονία με τον εαυτό μου και το περιβάλλον.
Δεν θα μπορούσα εγώ τουλάχιστον να κάνω μπάνιο μόνον ή να βλέπω τη θάλασσα.
Ήθελα και θέλω την ποίηση.Να μου μετουσιώσει την ύλη ,να μου γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στην ψυχή μου και  τον κόσμο.
Για μένα ο κωδικός επαφής μου –της ουσιαστικής επαφής μου –με τον Κόσμον ,είναι η ποίησις.
Και είμαι ευτυχής γιατί το βίωσα-ερημίτης ων και νεανίας-χωρίς τη διανοητική επικάλυψη των μετέπειτα χρόνων μου.Έν πλήρει αγνότητι, απονήρευτος.
Τη Σέριφο δεν τη ξέχασα ποτέ ,όπως και το βιβλίο.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η αρχή της ουσιαστικής ζωής μου.
Ο προσανατολισμός και η ελευθερία μου.
( Μετά από καιρό καταλαβαίνει κανείς τι έζησε).
Το βιβλίο, και αυτό δεν είναι τυχαίο, έχει από τότε ανάμεσα στις σελίδες του άμμο και φύκια.Συνειδητά τα άφησα, ως ιερά.
Τώρα , με την ευκαιρία αυτή της αναφοράς στο ιερό και στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη,η συγκίνηση επανέρχεται μαζί με έναν επαναπροσανατολισμό της ζωής μου.
Χωρίς πολλά-πολλά, θαρραλέα και συνειδητά επανέρχομαι και επανεστιάζομαι στο ιερό εντός μου.Στην αλήθεια.΄Ανθ’ ημών η αγάπη΄,όπως θα έλεγε –εκ του πλησίον- ο Οδυσσέας.
Ποιός είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε
ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ: ‘Σώμα του καλοκαιριού’
Και στο:’Σχέδιο για μιαν εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου’:
Μπροστά στη ράχη της Σέριφος , όταν ανεβαίνει ο ήλιος , τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία. Ο νους ξεπερνιέται από μερικά κύματα και λίγες πέτρες, κάτι παράλογο ίσως¨ παρ’ όλ’ αυτά ικανό να ξαναφέρει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις.
Επειδή τι άλλο θα του ήτανε χρήσιμο να ζήσει;
Αν του αρέσει να ξεκινά λάθος είναι επειδή δεν θέλει να ακούσει.
Ερήμην του, το Αιγαίο, λέει και ξαναλέει εδώ και χιλιάδες χρόνια, με το στόμα του φλοίσβου σ’ ένα μήκος ακτών απέραντο: α υ τ ό ς  ε ί σ α ι!’


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ  ΙΕΡΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Ο Οδυσσέας Ελύτης,συνειδητά, μέσω της Ελληνικής γλώσσας, της Αιγηίδος,του βιώματός του,της φαντασίας του ,της σκέψης του, συν της μεγάλης του αγάπης για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη,ευθυγράμμισε,εναρμόνισε και συνέθεσε εντός του, τον κόσμο του αφηρημένου με το συγκεκριμένο,το άλογο με το λογικό,το χώρο των ιδεών του Πλάτωνα με την Αριστοτελική ανάλυση, το σουρρεαλισμό με την ακρίβεια και τη γεωμετρία,την έκφραση της ψυχής μέσα στην καθημερινότητα, κι όλα αυτά με μια διαρκή και παρατεταμένη προσπάθεια να υπενθυμίσει και να επαναφέρει το ιερό στους Έλληνες κατ’ αρχάς και στην οικουμένη αργότερα, να το γειώσει και να εγκαταστήσει μια πηγή φωτός διαχρονική και αιώνια, που θα επανατροφοδοτείται εσαεί, λόγω της αγκυροβόλησης της ποίησής του, από τα αρχετυπικά ενεργειακά πεδία του σύμπαντος και που θα επαυξάνει την έντασή της και την  ισχύ της, κάθε φορά που θα μνημονεύεται,θα μελετάται ή απλώς θα αναγιγνώσκεται.
Πάλι από τα ‘ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ’:
‘ΚΑΠΟΤΕ ΟΤΑΝ ΕΓΡΑΨΑ ότι ‘βουτώντας στη θάλασσα μ’ ανοιχτά μάτια είχα την αίσθηση ότι έφερνα σ’επαφή το δέρμα μου μ’εκείνο το λευκό της μνήμης που με κυνηγούσε από κάποιο χωρίο του Πλάτωνα’, το περάσανε για Κινέζικα.Κι όμως είναι μέσα στα πιο καθαρόαιμα ελληνικά που ο τιμονιέρης βρίσκει το ζύγι στο πλεούμενό του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έβρισκε ο Ικτίνος στον Παρθενώνα.
Είναι σ’ αυτά που οι ενέργειες π.χ. ενός μεγάλου πολιτικού εγγίζουν την καθαρότητα του πλέον ευγενικού μαρμάρου.Είναι σ’αυτά όπου το πιο υψηλό ερωτικό αίσθημα φτάνει ως τη στιφή γεύση του μαύρου σταφυλιού.Κάτι που δίνει λαβή να πιστεέψει κανείς ότι οι ποιητές παίζουνε με τις λέξεις ενώ στην πραγματικότητα εάν το καλοσκεφθείς, σοβαρεύονται κατά τι περισσότερο απ’ ότι το επιτρέπει η συνομιλία μπροστά σε μιαν οθόνη κλειστή, χωρίς κανέναν ορίζοντα.
Το Αιγαίο δεν έχει οθόνη, δεν απέκτησε ποτέ.
Είναι από ύλη ή πνεύμα ( δεν έχει σημασία )οδηγημένα στο ουσιώδες.
Το παν – για ότι πιθανόν το ακατάλυπτο αντιπροσωπεύει- είναι η διαύγεια. Η δυνατότητα να βλέπεις μες απ’ το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο και το πολλοστό επίπεδο μιας και μόνης πραγματικότητας, το μονοδιάστατο και συνάμα πολύφθογγο σημείο της μεταφορικής τους σημιολογίας’
Επανέφερε με πλήρη συνείδηση την ιερή τέχνη και με ενάργεια ξεδίπλωσε τον έρωτα για τη ζωή αυτού και του άλλου κόσμου χωρίς τον επίπλαστο , δαιμονικό και αυθάδη διαχωρισμό τους.
Η ιερή τέχνη διέπεται από όλα τα ανωτέρω συν την βιωμένη συνέχεια της συνειδητότητας,από της απαρχές της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα,και την προβολή και διατήρηση  αυτής της συνέχειας στο μέλλον .
 Ενιαίος ως ύπαρξη ο Οδυσσέας Ελύτης καταθέτει έναν οδοδείκτη, μια πνευματική διδασκαλία ως μέγας σύγχρονος διδάσκαλος που προτείνει, κάνει νύξεις και ως σοφός περιμένει και τον τελευταίο κουρασμένο προσκυνητή να προσέλθει.

 

ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΤΡΕΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ ΤΟΥ
 ΕΙΜΑΙ ΤΟΥ ΟΛΙΓΟΥ και του ακριβούς.Δεν υπήρξα ποτέ του τρίτου προ-
σώπου.Τρέφομαι από το δυσ   και το ευ που κατά περίσταση προσφέρω.
Αρνούμαι όμως τροφή στους χορτάτους που ζητούν ολοένα κι άλλη, κι άλλη
πείνα. Θά ‘τανε σαν να επεδίωκα να ιδιοποιηθώ τα ίδια μου τα υπάρχοντα.
Κατά τ’ άλλα, συχνάζω εκεί όπου η θολούρα , ως κι ο καπνός του τσι-
γάρου μου ακόμη, εξουδετερώνεται απ’ το θαλασσάκι που φυλάγει καλού-
κακού για χάρη μου στο βορειοδυτικό της ντουλαπάκι η Παναγία η
Παντοχαρά.

Όμως η εύνοια δεν είναι πάντοτε μια συγγενής που συμπίπτει να σε αγαπά.
Και περνά πολύς καιρός έως ότου υπερχειλίσουν τα φρεάτια του νου σου¨
και το συμπίλημα που δημιουργείται απ’ όλων των λογιών τις κακοδαιμονίες
αποξηρανθεί και το πάρει ο αέρας.Έτσι απλά¨ όπως ο ύπνος παίρνει ένα μι-
κρό αγόρι πάνω στα σανά.Και με το τρίτο του αυτί τους παλμούς μιας άλ-
λης, πιό δικής του γης, κρυφίως εγγράφει.Οπόταν , τι ωραία να τρέχει το
χέρι σου πλάι σ’ ένα τοιχάκι γεμάτο λέξεις που προεξέχουν, έτσι που ν’ αρ-
πάζεται της λαλιάς σου η αγράμπελη.Τα πάντα είναι ζήτημα μυελού οστέων
της φαντασίας. Πως; Το άτυπτον ύδωρ του Κάβο-Μαλιά νά ‘ναι συνάμα και
πέτρα πελεκητή του πατρός Πινδάρου.Κάτι τέτοιες στιγμές είναι σαν να μη
μιλάς πλέον εσύ, αλλά τα συστατικά της πατρίδας σου, της ονομαζομένης
γης. Και ο συνειρμών, συνειρμείτω.

                                                                ‘ Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ’

Η ΟΔΟΣ
Πιστεύω ότι ο Οδυσσέας Ελύτης δείχνει μίαν οδό.
Την οδό που μέσω της τέχνης επαναφέρει τον άνθρωπο στα ουσιώδη της ζωής και την ενσυνείδητη απομάκρυνσή τους από την αποιεροποίηση της .
Ο Οδυσσέας Ελύτης οφείλει να μελετηθεί και να ειδωθεί ως διδάσκαλος που διδάσκει μέσω της τέχνης της ποιήσεως.
Το ξαναλέω : πρόκειται για μια πνευματική διδασκαλία και όπως κάθε τι το αληθινό σιγά-σιγά αποκαλύπτεται και όχι σε όλους ,αλλά σ΄εκείνους που μοχθούν.
Η διδασκαλία του Οδυσσέα Ελύτη δεν γίνεται επαρκώς κατανοητή ,αν ο μαθητής δεν έχει   επενδύσει το νοητικό του πεδίο με τη γνώση της Ελληνικής γλώσσας.
Η φυλή των Ελλήνων είναι κατ’ αρχάς τυχερή που γεννήθηκε ένα τέτοιο ον στον  τόπο αυτόν, αλλά το ον αυτό είναι άκρως απαιτητικό – ορθώς- και της ζητά ,αν θέλει να ενώσει τα αντίθετα και να σταματήσει τους με διάφορους τρόπους ‘εμφυλίους’ της, καθώς και αν θέλει να αναβιβασθεί και   να επεξεργασθεί το νου και τη σκέψη της, να επαναβαπτισθεί στα αρχετυπικά ύδατα της γλώσσας.
Ας μελετηθεί η ‘Ιδιωτική Οδός’, όχι ως ατομική κατάσταση ,αλλά ως να αφορά το Ελληνικό έθνος στο σύνολό του.Η ποίησή του επαναφορτίζει τις έννοιες,αποκωδικοποιεί το μυστήριο,λειτουργεί ιαματικά και θεραπεύει τις μολυσμένες συνειδήσεις.Χρειάζεται η ποίησή του να μελετηθεί όχι μόνον υφολογικά ή φιλολογικά ,αλλά μυστικά και αποκρυφιστικά και έχω την αίσθηση όχι κατά μόνας, αλλά σε ομάδες που θα συναντιούνται επί τούτου και ας αφεθεί μετά κανείς σε ένα ενύπνιον ,σ’έναν έρωτα,σ’ ένα νωχελικό βάδισμα σε κάποιο νησί του Αιγαίου, να του αποκαλυφθεί το θείον και το ιερόν του κόσμου τούτου.
Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που μόχθησε πολύ,ένα πλάσμα που εξέλαβε τον κόσμο ως φως,που και το ενσωμάτωσε εντός του, που τον χάρηκε και  ως καινόν δοχείον δέχθηκε τις ενοράσεις και τα κελεύσματα και που αξιοποιώντας το τάλαντο που του εδωρήθη-ευτυχώς-   το προσέφερε και ο ίδιος δωρέα στους γηγενείς.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν γνώστης της θεικής του καταγωγής, του έργου που είχε κληθεί να υπηρετήσει και του χρόνου που είχε για να το φέρει εις πέρας.
Βίωνε την άλλη πλευρά,δεν έκανε του χάρου χειροφιλήματα, πήγε με τη χαρά,τον έρωτα, τη γεωμετρία της ψυχής.Και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο.Η τάση προς την τελειότητα διεγείρει πάντοτε τις ατέλειες του καθενός και η μάχη είναι τιτάνεια.
Καθαγιάζοντας ο ίδιος εαυτόν ,δια της τέχνης του ωθεί εμάς πλέον προς το δικό μας καθαγιασμό.Ο ίδιος μετουσίωσε και αγιοποίησε την ύλη,-την ύλη του-μέσω της ποίησης.Μας έδειξε το καθαρό αίσθημα. 
‘Δυστυχώς, η ανθρωπότητα παράγει πολύ αίσθημα και ολίγο πνεύμα.
Και το πολύ τρώει το λίγο.
Δεν το λέω σχετλιαστικά¨ το λέω με λύπη. Επειδή το πολύ σπαταλιέται και συσσωρεύεται σε τόσο μεγάλες ποσότητες που καταντά ν’ αποκλείει κάθε προσέγγιση προς το Ουσιώδες.
 Και το δάκρυ, το πιό ιερό πράγμα, με το να θολώνει τα μάτια (και τον νου) γίνεται η αιτία που συγχέουμε στην τέχνη την ομιλία
σε πρώτο πρόσωπο με την ιδιωτική περίπτωση του δημιουργού.
 Έτσι, μοναδικό μας κριτήριο απέναντι σε κάθε δημιούργημα έφτασε νά’ναι η ‘συγκίνηση’ και μόνον. Είναι όμως έτσι; Αυτό είναι σωστό;
Προσωπικά, δεν θυμάμαι ποτέ να δοκίμασα συγκίνηση απέναντι στον Παρθενώνα ή την Ιλιάδα, στις ψηφιδογραφίες της Ραβέννας ή τον Σολωμό. Δόνηση, ναι. Δέος, ναι¨ αν όχι και απορία: πως γίνεται, πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος τόσο από τη φύση του υπό , να φτάνει σ’ ένα τέτοιο υπέρ;
Να ευθειάσει ή να καμπυλώσει τις γραμμές στο μάρμαρο, στη γλώσσα, στους ήχους, με τόση ακρίβεια που να υπακούουν και να μας παραδίνονται τα στοιχεία του κόσμου όπως θα θέλαμε να είναι, όπως τα ζητά η ψυχή μας και όπως όλες οι πιθανότητες δείχνουν ότι θα μπορούσαν να είναι.
Αλλά το ίδιο, υπό τον όρο της υψηλής ποιότητας, παρατηρούμε σε μια πιο μικρή κλίμακα: στ’ αρχαικά ειδώλια και τον Αρχίλοχο, στις λαικές Βαιφόρους και τον Θεόφιλο, στην Παραπορτιανή και το Ρόδον το
Αμάραντον.
Πνεύμα που για να το εισδεχθείς πρέπει να κάνεις άλμα πάνω από τη συγκίνηση.
Και νά’χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη.
Από ‘κει μιλάει ο κόσμος.Από ‘κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό.
Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο.
Μυρίζει έρωτα η εκκλησία.
Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ.’              
                                                                                ‘Ιδιωτική Οδός’
Απαλλοτρίωσε το φόβο του θανάτου δι εαυτόν και παρέδωσε το χώμα αμόλυντο.
Οι συνεχείς αναφορές του στην Παναγία,με διάφορους τρόπους ,είναι καλό να ειδωθούν και από τη σκοπιά της προσομοίωσης της με τη γη και την ύλη-μητέρα στο αμόλυντο και καθαρό της στοιχείο.
 ‘Και την ύλη , επίσης, όπως την εννοούσα. Όχι ως καταναλωτής αλλά σαν μύστης αισθήσεων’.
                                                                                                      ‘ Ιδιωτική Οδός’ 
Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια μυητική διαδικασία και μια πρόταση μεταμόρφωσης.
Απαιτεί πεπαιδευμένο ον ,στο σώμα ,στα συναισθήματα ,στο νου.
Δεν χαρίζεται και είναι και επικίνδυνη για τους αμύητους.Είναι πυρ και κατακαίει τον απροετοίμαστο,ακόμα κι αν την διαβάσει φυσιολατρικά, ως τον ποιητή του Αιγαίου παραδείγματος χάρι.
Λέει ο ίδιος και απαντάει για τον χαρακτηρισμό του ως ‘ποιητής του Αιγαίου’.
‘Στην Ελλάδα ο χαρακτηρισμός «ποιητής του Αιγαίου» δεν είναι άστοχος, αλλά παρερμηνεύεται.
Κι αυτό γιατί έχουμε τη συνήθεια να παίρνουμε τα πράγματα «ξώπετσα».
Επειδή ο κόσμος , όταν ακούει «ποιητής του Αιγαίου», πιστεύει ότι είναι ένας φυσιολάτρης, ένας άνθρωπος που βλέπει σαν τουρίστας τη θάλασσα και τα νησιά ,που κάνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που θά’καναν οι καρτ-ποστάλ των νησιών. Δεν είναι καθόλου αυτό.
Είναι μια τρισχιλιόχρονη παράδοση, που περνά μέσα από το Αιγαίο-κι εγώ ειδικά ,επειδή κατάγομαι από τη Λέσβο,όπου γεννήθηκε η λυρική ποίηση της Σαπφώς κι έχω ζήσει σ’όλα τα νησιά( όπου π.χ. στην Πάρο ήταν ο Αρχίλοχος και στην Αμοργό ο Σημωνίδης)΄έχω άμεση σχέση της συνέχειας.
Και όταν μιλώ για το φως , για τη θάλασσα,για τους ανέμους ,αυτά αναλογούν σε άλλα πράγματα βαθύτερα,που βρίσκονται σ’ ένα υπερβατικό επίπεδο.Είναι δύσκολο για τον αναγνώστη,ακόμη και τον μυημένο, με πρώτη ματιά να τα δει αυτά,αλλά με τον καιρό σιγά-σιγά βλέπω ότι η νεότερη γενιά τα αισθάνεται. Δηλαδή φορτίζω-όπως είπε ένας κριτικός- με ηθικές δυνάμεις τα φυσικά στοιχεία, και αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη συμμρετρία την απλή.Γι’ αυτό αντιδρώ λιγάκι στον τίτλο «ποιητής του Αιγαίου». Ουσιαστικά όμως είμαι,γιατί δεν τό ΄κανα επίτηδες. Δεν ξύπνησα ένα πρωί και είπα: είμαι ο ποιητής του Αιγαίου. Έτσι είναι η εμπειρία μου. Γιατί έζησα κα μεγάλωσα στα νησιά’.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι μυστικιστής και αποκρυφιστής ποιητής ταυτόχρονα που συνεχίζει την παράδοση των μυστικών ποιητών της Ανατολής και μέσω του σουρρεαλισμού και της Ελληνικής παιδείας συνδέεται με τους αποκρυφιστές ποιητές της δύσης.
Γεφυρώνει την ορθολογική δύση με την ‘άλογη’ ανατολή και αυτό το έπραξε ως Έλλην.
Όπως οφείλει να το πράξει και κάθε Έλλην,καταμεσίς του Αιγαίου ,κατακαλόκαιρο.
 Και πάλι στα:’ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ:
ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ τη συναντάς κι από το δρόμο που πας να την αποφύγεις.
Ίσως μάλιστα τότε , το χτύπημά της στον ώμο σου να μοιάζει πιο πειστικό.
Ένας άνθρωπος που ξυπνά τα χαράματα μπροστά σ’ένα λιμανάκι μωβ κι εύχεται να μην έχει μάθει ποτέ του γράμματα-τι θαύμα! Κατεβαίνει στο βραχάκι να λύσει τη βάρκα.Σε λίγο, η ία ράχη του βουνού κοκκινίζει.Όπου νά ‘ναι θα φανεί ο Κούρος και πίσω του , οι γραμμές των άλλων νησιών, το ξεφόρτωτο τρεχαντήρι, ένας Προφήτης Ηλίας.Ύστερα, θα σβήσουν όλα και θα μείνει το μελαχρινό καθάριο πρόσωπο με τα μεγάλ μάτια, που είναι ο ψαράς με το πανέρι του, ο σημερινός σου γείτονας αλλά, και ο παντοτεινός Αλιέας των θησαυρών –και των ανθρώπων.’
 Και ας μη λησμονηθεί ότι ο Οδυσσέας Ελύτης , επιμελώς έφερε σε μορφή στα Νέα Ελληνικά την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Ο Οδυσσέας Ελύτης επετέλεσε τον σκοπό του, το εφ’  ω ετάχθη  του επί της Γης.
Με την Ποίησή  του εξύψωσε την ύλη σε θεότητα εξαγνίζοντάς την και αναδεικνύοντας το Φως της .
Παράλληλα δια του Λόγου και των λέξεων της Ελληνικής γλώσσας, αγκυροβόλησε το Ιερόν στις καρδιές.
Στις καρδιές μας. 
‘Είναι ανοιχτή για τον καθένα μας η ιδιωτική του οδός. Και όμως΄ την ακολουθούν ελάχιστοι.
Μερικοί, μόνον όταν συμβεί μία ή δύο φορές στη ζωή τους να είναι ερωτευμένοι.
Κι οι υπόλοιποι ποτέ. Είναι αυτοί που αποχωρούν μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τους συνέβη. Και είναι κρίμας. Είναι κρίμας αυτός ο ισόβειος εγκλεισμός στην κιβωτό της Ανάγκης, με καθηλωμένες τις αισθήσεις σε υπηρετικό επίπεδο. Και νά ‘φταιγε μόνον η έλλειψη παιδείας;
Εδώ κι ένας αμπελουργός ή ένας ψαράς, εάν είναι αυθεντικοί, φτάνουν από την άποψη της συνειδητοποίησης των δρωμένων στον ίδιο βαθμό που φτάνει και ο ποιητής.
Μυριάδες ανεπαίσθητες δονήσεις από την πυρωμένη γη ή το πρωινό πέλαγος επενεργούν επάνω τους, με αποτέλεσμα ο ψυχισμός τους να δέχεται και να αποταμιεύει εγχαράξεις ανώνυμα θεικές.
Κάτι άλλο λοιπόν συμβαίνει¨ που σφραγίζει την ψυχή και σ’ εμποδίζει να πάρεις θέση απέναντι στο δίλημμα που δεν έπαψε ποτέ να θέτει με τον πιο απλό τρόπο η ζωή και στο πρακτικό και στο θεωρητικό επίπεδο. Ή παραμένεις με τις πέντε σου αισθήσεις αγύμναστες και τον ψυχικό σου κόσμο εκτεθειμένο σε συμβάντα επιφανείας που απλώς καταγράφεις, οπόταν, μείον τη διαφορά της ποιότητας, τοποθετείσαι στην ίδια παράλληλο με τα λαικά τραγούδια και τ’ αναγνώσματα των εβδομαδιαίων περιοδικών¨ ή αποδέχεσαι , κατ΄αρχήν, την ύπαρξη μυστηρίου, οπόταν θέτεις υπό αμφισβήτηση τα εξαγόμενα κάθε πρωτοβάθμιας εμπειρίας και εισχωρείς με μια βαθιά τομή στην πραγματικότητα , επιδιώκονταςν’ α να σ υ ν θ έ σ ε ι ς  το φαινόμενο της ζωής βάσει των στοιχείων που σου προσκομίζουν, η αποδεσμευμένη από κάθε προκατάληψη σκέψη,αφ΄ενός ¨ και αφ’ ετέρου, οι ασκημένες , όπως ένα λαγωνικό , αισθήσεις που ενίοτε αν είσαι τυχερός τις βλέπεις να επιστρέφουν από τα πεδία όπου τις είχες εξαπολύσει, κρατώντας στα δόντια τους θηράματα της ίδιας σπουδαιότητας μ’ αυτά που κατά καιρούς έχουν επιτύχει να «χτυπήσουν» οι θρησκείες’.
                                                                                               ‘Ιδιωτική Οδός’
και:
‘ένα κλειδί γυρίζει κι απ’ τις δυο μεριές
ή
που κλείνεσαι ο ίδιος
ή
που σ’ όλους ανοίγεσαι’
‘ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ’

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
 Ολόκληρο το έργο του Οδυσσέα Ελύτη
Φίλιππου Σέρραρντ: Το Ιερό στη ζωή και στην τέχνη, Ακρίτας
Φίλιππου Σέρραρντ: Η μαρτυρία του ποιητή, Ίνδικτος
Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου: Οδυσσέας Ελύτης-Ένα Όραμα του Κόσμου, Παπαδήμας
Άρης Μπερλής: 5 (+ 2) Δοκίμια για τον Ελύτη, Ύψιλον
Δημήτρης Γαβαλάς: Η εσωτερική διαλεκτική στη «Μαρία Νεφέλη»,Κώδικας
Χριστιάνα Νικοκάβουρα: Ελύτης και Γιούνγκ,ένας διάλογος, Ελλ. Γράμματα
Γιούνγκ: Το πνεύμα στον άνθρωπο την τέχνη και τη λογοτεχνία, Ιάμβλιχος
Κώστας Αξελός: Ανοιχτή Συστηματική, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Πλωτίνου: Εννεάδες
Περιοδικό: ‘Η Λέξη’:Το Αιγαίο, τεύχος 169
Α΄ δημοσίευση του δοκιμίου:’Το Ιερό στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη’ στο βιβλίο:‘ Τέχνη και Μυστικισμός’, εκδ. ‘Αρχέτυπο’, Δεκ. 2002