Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Η διάλεξη του Άλκη Αλκαίου για τον Κώστα Καρυωτάκη το 1967 -



Γράφει  ο Μάνος Ορφανουδάκης
Πηγή: www.musicpaper.gr


alkis-alkaios1


Το musicpaper.gr  παρουσιάζει ένα εξαιρετικής σημασίας ντοκουμέντο που ίσως ρίξει λίγο φως στην πιο αινιγματική στιχουργική φυσιογνωμία της ελληνικής δισκογραφίας τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος για τον Άλκη Αλκαίο και την διάλεξή του το 1967 με θέμα τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Αφορμή της διάλεξης ήταν η άρνηση των θρησκευτικών αρχών της Πρέβεζας να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. Τίτλος της διάλεξης: «Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε». Παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον Ιανουάριο του 1967 στην Πάργα. Αργότερα κυκλοφόρησε σε βιβλίο και αποτελεί το πρώτο του έργο, που το υπέγραψε με το πραγματικό του όνομα: Ευάγγελος Λιαρός. «Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή.» μας πληροφορεί ο ίδιος σε απόσπασμα από σημείωμά του το οποίο διαβάστηκε τον Ιανουάριο του 2012 στην εκδήλωση βράβευσής του, από τον Σύλλογο Παργινών Αθήνας, στην Αθήνα. Στην αρχή της εισαγωγής μάς αναφέρει την καταφρόνηση που δέχτηκε ο Καρυωτάκης, παίρνοντας ξεκάθαρα αντίθετη θέση ο ίδιος. Φωτογραφίζει την αρνητική κριτική του Βασίλη Ρώτα, η οποία δημοσιεύθηκε όσο ζούσε ακόμα ο ποιητής, τον Φεβρουάριο του 1928 στα Ελληνικά γράμματα. Κριτική, η οποία με χαρακτηριστικές φράσεις όπως «ο τρόπος που θρηνολογεί είχε τη νοστιμάδα του, σαν το αναφιλητό που πιάνει γι' ασήμαντη αφορμή ένα μωρό παιδί» αναφερόμενος στη δεύτερη συλλογή του, Νηπενθή (1921) ή «ο «πόνος» του έχει γίνει τώρα τρόπος ζωής», μιλώντας για την τελευταία του συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927), ο Ρώτας προαναγγέλλει όλες σχεδόν τις «κοινωνικές» επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν αργότερα από στενή ιστορικό-υλιστική σκοπιά, όπως παρατήρησε ο καθηγητής φιλολογίας και επιμελητής του έργου του Καρυωτάκη, Γ.Π. Σαββίδης. Η εισαγωγή της διάλεξης μπορεί να χαρακτηριστεί σαν το προσωπικό μανιφέστο του ίδιου του 'Αλκη Αλκαίου. Σαράντα σχεδόν χρόνια πριν και, σκιαγραφώντας το ποιητικό και όχι μόνο πρόσωπο του Κώστα Καρυωτάκη, ο Αλκαίος ανακοινώνει τον δρόμο που θα βαδίσει και ο ίδιος. Κι αν ο αναγνώστης του 1967 θα το αναγνώριζε δύσκολα, για τον σημερινό μελετητή του έργου του κάτι τέτοιο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Μεταδίδοντας το φως που «έκαψε» τον Καρυωτάκη, «κινώντας την προσοχή των ανήσυχων και αφυπνίζοντας αποδειχτικά τους αδιάφορους, αναγκαστικά θα οδηγηθεί στον δρόμο που ακολουθεί ο φιλόσοφος-ποιητής. Σαν τέτοιος έχει αναπόφευκτα μέσα του μια μεγαλοφυή, απεριόριστη και φοβερή ικανότητα για πόνο "καθώς η μοίρα του τον θέλει να αναλάβει ολόκληρη την προβληματολογία για την ανθρώπινη ζωή σαν καθάριο προσωπικό πόνο και να κατοικήσει στην κόλαση", όπως πολύ εύστοχα έγραψε ένας σύγχρονος του Καρυωτάκη, ο μεγάλος στοχαστής νομπελίστας Έρμαν Έσσε στο βιβλίο του "Ο λύκος της στέπας" το 1927. 

alkaios-gia-karywtaki
Είναι αξιοσημείωτο, πως στα σαράντα σχεδόν χρόνια της συνεχούς παρουσίας του στην ελληνική δισκογραφία με μεγάλη πολιτισμική προσφορά και, έχοντας διαμορφώσει πια ένα ολόκληρο στιχουργικό ρεύμα, δεν έχει δώσει ούτε μία συνέντευξη και δεν έχει κάνει καμία δημόσια εμφάνιση. Κι αν για κάποιους η στάση του αυτή παραμένει ένα μυστήριο, χαρακτηρίζοντάς την ακόμα και καλλιτεχνική ιδιοτροπία, ο ποιητής έχει φροντίσει από το πρώτο κιόλας βήμα, του να δηλώσει τους λόγους ξεκάθαρα. Μάς γνωρίζει τον λόγο της απόλυτης στάσης του σε οποιαδήποτε δημόσια έκθεση. Αναφέρει πως "Τον καλλιτέχνη, είναι καλό, πρώτα να τον κρίνουμε από το έργο που μας άφησε κι ύστερα να ενδιαφερθούμε για τον κύκλο της ζωής του". Συμφωνεί και με την άποψη του Β.Βαρίκα πως «Όταν κανένας γεύεται τον ώριμο καρπό του δέντρου, θα ήταν κωμικό να προσφεύγει στην ανάλυση εδάφους, που το διέθρεψε. Το ίδιο άχρηστη και περιττή είναι και η γνώμη της ιδιωτικής ζωής του συγγραφέα, προκειμένου να χαρούμε και να εκτιμήσουμε την προσφορά του». Το ντοκουμέντο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού καταδεικνύει τη μοναδική συνέπεια στην πιστή τήρηση των αρχών, που ως νέος πρέσβευε, όταν σε ολόκληρο τον καλλιτεχνικό χώρο -και ιδιαίτερα στα πνευματικά ταβάνια του- δύσκολα θα βρούμε καλλιτέχνη, ο οποίος δεν έχει κάνει υποχωρήσεις, εκπτώσεις και γκρίζες συναναστροφές με οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα. Ακολουθεί απόσπασμα από τη διάλεξη: "Στην πρόσφατη λογοτεχνική μας παράδοση και την ίδια τη σύγχρονη, δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται μορφές του ποιητικού λόγου, που κάθε μια, με το δικό της τρόπο, επιτηδευμένο κι ανεπιτήδευτο, βάζει το λιθάρι της Νεοελληνικής ποιητικής ανοικοδόμησης. Κι όσο πλησιάζουμε προς τις μέρες μας, αν ρίξουμε έστω και μια φευγάτη ματιά στη σειρά των ποιητών και τη χρονολογική τοποθέτησή τους στη γραμματεία μας, θα σταματήσουμε, σχεδόν χωρίς καθόλου να το επιθυμούμε, στην πιο απελπισμένη ποιητική ψυχή του 20ου αιώνα, μέσα στον Ελλαδικό χώρο, που καθιερώθηκε πια, και θα μείνει άσβεστη, πικρά ειλικρινής κι αληθινά παραδεδεγμένη, απ’ όλους εκείνους, που όταν κρίνουν τους ποιητές, δεν παύουν να σκέφτονται σαν ποιητές. Ο Κώστας Καρυωτάκης — τι κι αν καταφρονήθηκε — έγινε η πραγματική βάση, πάνω στην οποία ερείδεται, απ’ άκρη σχεδόν σ’ άκρη, η σύγχρονη ποίηση και η σύγχρονη ιδέα. Όχι γιατί το λέμε εμείς. Όχι γιατί το λέει ο κριτικός ή μια μερίδα απ’ τους ειδήμονες. Αλλά για τον απλούστατο λόγο, ότι μονάχο το έργο του μιλάει. Κι ο Ουγκώ μάς πληροφορεί, πως μονάχα η φωνή των ειλικρινών και των μεγάλων, είναι καθάρια και πειστική. Και πρόθεσή μας δεν είναι να στολίσουμε τη φωνή του, αφού αυτόχρημα έχει πια διαμορφωθεί. Μόνο που, από ευγενικά αισθήματα και νεανική επιθυμία, και το σπουδαιότερο από προθέσεις πνευματικής και ανθρώπινης κατανόησης, φτιαγμένες μαζί, θελήσαμε, αύτη τη φωνή, στο πέρασμα του χρόνου, να την ξαναδυναμώσουμε, κινώντας την προσοχή των ανήσυχων και αφυπνίζοντας αποδειχτικά τούς αδιάφορους." 
* Διαβάστε ολόκληρη τη διάλεξη στο poiein.gr όπου και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά εδώ:  -

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

" Η πληγή είναι η πηγή της ποίησης "


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

1896 - 1928 





Η ποιητική του φυσιογνωμία


  • Ο ποιητής της  αμφισβήτησης και της υπαρξιακής αγωνίας

  • Εκφράζει τη συνείδηση του σύγχρονου καλλιτέχνη  ο οποίος απομακρύνεται από την καθησυχαστική σταθερότητα της παραδοσιακής κοινωνίας και έρχεται αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή ιδεολογική , κοινωνική και πολιτική κρίση.



  • Κεντρικά θέματα στην ποίησή του : η διάσταση τέχνης και κοινωνίας αλλά και ο ρόλος του ποιητή στο σύγχρονο κόσμο. Σχεδόν μόνιμη σύζευξη του ερωτικού συναισθήματος ή της αισθησιακής εμπειρίας  με το μοτίβο του θανάτου και της απώλειας.

  • Ανοίγει δρόμο προς τη νεωτερικότητα διαταράσσοντας τη μετρική αρμονία και τη γλωσσική καθαρότητα του στίχου

  • Ποιητικός τόνος μελαγχολικός, ειρωνικός, οργισμένος που ατενίζει φιλοσοφικά τον κόσμο και τους ανθρώπους.

  • Ποίηση ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας

  • Παρελθοντικοί χρόνοι  που εκφράζουν  την  ανάγκη  του για βιωματική  κατάθεση και επιμονή στη νοσταλγία  μιας   κατάστασης ευτυχίας που έχει πια περάσει και μόνο λύπη και μελαγχολία φέρνει πια. Αυτό είναι , βέβαια, εκφραστική επιλογή  όλων των ποιητών του μετασυμβολισμού, Λαπαθιώτη, Άγρα, Ουράνη κλπ .



ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων ( 1919) 


 Νοσταλγικός τόνος, τρυφερή μελαγχολία, ανεπαίσθητος αισθησιασμός.
 Εκφράζεται η αμφιθυμία του απέναντι στον έρωτα. Σκέφτεται ακόμη την πρώτη του αγάπη,  που τελείωσε άδοξα ,  την Άννα Σκορδύλη και αυτό διαφαίνεται στα ποιήματα της συλλογής. Για τον ποιητή όλοι οι έρωτες έχουν ημερομηνία λήξεως. 

 Το ποίημα « Μυγδαλιά», μια τρυφερή και θλιμμένη αλληγορία  διευρύνει την προοπτική των ερωτικών του ποιημάτων

Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω

πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.


Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει

κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...

Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·

όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...






Στο ποίημα « Νύχτα», στην τελευταία στροφή, το πάρκο των ερωτικών συναντήσεων μετατρέπεται σε κοιμητήρι χαμένων ερώτων

Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε

αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι

σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει

χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους

κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες

τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε

οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι

το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει.






Νηπενθή ( 1921 )

Ο τίτλος παραπέμπει στο ομηρικό «νηπενθές φάρμακον» ( Οδύσσεια, δ 221)

Τα ποιήματα της συλλογής αποσκοπούν, μάταια, να παρηγορήσουν τον ποιητή  για το πένθος της χαμένης αγάπης αλλά και για το βαθύ τραύμα της ύπαρξης. Θέματα  του ονείρου, της απώλειας, της φθοράς, το αίσθημα της νοσταλγίας και η σκιά της μελαγχολίας διατρέχουν τα ποιήματα της συλλογής .

Ο Μπωντλαίρ και  ο Πόε  φαίνεται να έχουν επηρεάσει σημαντικά τον Καρυωτάκη στη συλλογή αυτή. Ο ποιητής συντονίζεται  με το μπωντλαιρικό αίσθημα του πεπερασμένου, με το άγχος και την αγωνία του τέλους  που σημαδεύουν  την ερωτική σχέση , αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ποιητή.

Αρκετά ποιήματα της συλλογής  έχουν ως θέμα τους την ποίηση και τους ποιητές. Χαρακτηριστικά   τα  επτά ποιήματα  με τον γενικότερο , οξύμωρο ,  τίτλο    « πληγωμένοι θεοί», που μιλούν για τη μοίρα των ποιητών αλλά και  ορίζουν την ποίηση. Οι ποιητές καταφρονεμένοι, πληγωμένοι, ευάλωτοι ,τρωτοί ,βρίσκονται σ΄αυτό τον κόσμο αντιμέτωποι με ένα σύστημα αξιών όπου κυριαρχούν η φαύλη εξουσία, το χρήμα και η αναξιοκρατία .Ό,τι απομένει σ΄αυτούς για να τους δένει μ΄αυτόν τον κόσμο είναι η λύπη και ο πόνος , τα υλικά  με τα οποία «κατασκευάζουν» την ποίησή τους , μετουσιώνοντας τον πόνο σε τραγούδι που παλεύει να ξορκίσει το Κακό. «Αυτή η πληγή δεν κλείνει , ούτε μπορεί να κλείσει ,γιατί είναι η πηγή της ποίησης»
( Πολλά από αυτά  θα μπορούσαν να μελετηθούν παράλληλα με την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»  που διδάσκουμε στη Β΄Λυκείου )

Πληγωμένοι θεοί


Ποιητές



Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!

Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν...
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας...
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ' όλα τριγύρω τ' άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν





                                                                         Οι στίχοι μου



Δικά μου οι στίχοι, απ' το αίμα μου, παιδιά.

Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.

Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό,

αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο.
Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ,
ζώνη ναν τα 'χουν όταν θα νυχτώσω.

Τον ουρανόν ορίζουν, τη γη.

Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τι λείπει
και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοι
μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη

Το γέλιο του απαλότερου σκοπού,

το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου·
είμαι γι' αυτούς ανίδεος ρήγας που
έχασε την αγάπη του λαού του.

Κει ρεύουνε και σβήνουν και ποτέ

δεν παύουνε σιγά-σιγά να κλαίνε.
Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ·
Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε



                                                             
                                                                              Δον Κιχώτες


Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη

του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων

αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα

στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι

ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!



                                                                                    Ευγένεια



Κάνε τον πόνο σου άρπα.

Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πέ τονε τραγούδι.

Μη δέσεις την πληγή σου

παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
-- για μπάλσαμο -- και αφιόνια.
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου, πορφύρα.

Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»

μα κράτα το ποτήρι.
Κλότσα τις ημέρες σου όντας
θα σου 'ναι πανηγύρι.
Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
με λέγε το γελώντας.

Κάνε τον πόνο σου άρπα.

Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου.





Το 1922 είναι μια χρονιά που θα σημαδέψει τον Κώστα Καρυωτάκη. Θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη στα πληκτικά γραφεία της Νομαρχίας Αττικής όπου μετατέθηκε ο ποιητής . Γεννιέται  ένας έρωτας μεγάλος , ο οποίος όμως θα ματαιωθεί  όταν τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο ποιητής μαθαίνει πως πάσχει από σύφιλη, μια ανίατη στην εποχή της ασθένεια, η οποία τον στιγμάτισε και τον οδήγησε στην αποξένωση.
Έχει αποφασίσει να πορευτεί μόνος του στη ζωή και «απομακρύνεται» από την Πολυδούρη.

Το Σεπτέμβρη του 1922 δημοσιεύει  το ποίημα «Δέντρα» , αφιερωμένο στην Πολυδούρη και δείχνοντας  ξεκάθαρα πως έχει αποφασίσει να πορευτεί  μόνος στη  ζωή του


Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,

στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.

Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,

τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.

Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω

τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.





Ελεγεία και Σάτιρες ( 1927 )



Μια συλλογή - σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης, που ο ποιητής αποτυπώνει με ευαισθησία και ωριμότητα το αίσθημα της μοναξιάς, της αποξένωσης του ανθρώπου μέσα στο  σύγχρονο κόσμο. Ο έρωτας ιχνηλατείται μέσα από την απουσία του και η υπαρξιακή αγωνία διαπερνά όλα τα ποιήματα της συλλογής.

Η διάσταση τέχνης και κοινωνίας και ο ρόλος του ποιητή στο σύγχρονο κόσμο απασχολούν τον ποιητή και μέσα από τα ποιήματα  της συλλογής αυτής καταθέτει την οργισμένη απόγνωσή του.

 Η αστική υποκρισία και  ο αλλοτριωμένος άνθρωπος ,που απασχόλησαν τον Κ.Μπωντλαίρ στα Άνθη του Κακού,  αποτυπώνονται αιχμηρά και από τον Κώστα Καρυωτάκη στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες.


Τελευταίο ταξίδι 

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!

Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!



[ Θέλω να φύγω πια]



Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,

σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε

έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,

στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη

χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.





Ιδανικοί αυτόχειρες



Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν

τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.

Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε

τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,

σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,

ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..



Επίκλησις



Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.

Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ' απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.

Δωσ' μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!

Θα καταβάλω όλη τη θέλησή μου.
Σα μορφασμό θα πάρω στη μορφή μου
τη χαρά που στα στήθη έχουν οι άλλοι.

Και τότε κάποια πρόφαση θα μείνει

(σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη),
η ψυχή για να μη δειλιά μονάχη
και για να λησμονεί τη σκέψη εκείνη.

Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο,

ή τη γαλήνη, θέλω ν' αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξε με, ω Νύχτα αιώνων!



Το 1928 κατηγορήθηκε για διαρροή πληροφοριών προς τον τύπο · πληροφοριών που αφορούσαν τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος που προοριζόταν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ακολούθησε η τιμωρητική μετάθεσή του στην Πρέβεζα , τον Ιούνιο του 1928.
     Ο ποιητής ζει εκεί με συσσωρευμένες απογοητεύσεις , με τη μόνιμη απειλή της αρρώστιας του και κυρίως με μειωμένες ψυχικές αντιστάσεις. Έτσι στις 21 Ιουλίου 1928 αυτοκτονεί, φυτεύοντας μια σφαίρα στην καρδιά του και αφήνοντας πίσω του το ακόλουθο σημείωμα:

Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγῳδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι᾿ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ᾖρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές !!! εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέσῃ τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδὸς Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν᾿ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὠρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου.

Κι  ο ασυμβίβαστος ποιητής «λικνίζοντας την αιώνια θλίψη» του και «σέρνοντας την αιώνια πληγή» του πέρασε στην αθανασία που χαρίζει η αληθινή Ποίηση.




ΠΗΓΕΣ


  • Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ.Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης.εκδ.Καστανιώτης
  •  Χ.Ντουνιά, Κώστας Καρυωτάκης, Με τ΄όνειρο  οι ψυχές και με το πάθος , από το αφιέρωμα της εφημερίδας Καθημερινή
  • Νάσος Βαγενάς, Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη, εκδ.Ίνδικτος
  • Σπύρος Βρεττός, Κώστας Καρυωτάκης, Το εγκώμιο της φυγής, εκδ.Γαβριηκίδης 2006
  • Αφιερώματα περιοδικών: Το Δέντρο 175-176,  Νέα Εστία 1655