Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

ΗΧΟΣ ΛΕΠΤΟΣ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟΣ ΑΝΕΚΔΙΗΓΗΤΟΣ

Η τύχη του Σολωμικού έργου και η εξακολουθητική αμηχανία της κριτικής



Από την εποχή που δημοσιεύτηκαν τα «Ευρισκόμενα» (1859), με επιμέλεια του Ιακ. Πολυλά, μέχρι και τα χρόνια του Μεσοπολέμου, το έργο του Δ. Σολωμού της ώριμης περιόδου παρέμεινε ένα ερωτηματικό για την αθηναϊκή κριτική, προκαλώντας αξεπέραστη αμηχανία. Οι υπερθετικές κρίσεις για τον Σολωμό, από την εποχή του Παλαμά κυρίως και μετά, άφηναν, στην πράξη, έξω από το λογαριασμό τα συνθετικά έργα του ποιητή. Τα έργα αυτά συγκρούονταν με ένα εδραιωμένο από το μέσο του 19ου αιώνα στην Αθήνα κανόνα αληθοφάνειας, που με επιμέρους τροποποιήσεις κυριάρχησε για πολλά χρόνια στη νεοελληνική λογοτεχνική σκηνή. Το ενδιαφέρον της παρούσας εργασίας στρέφεται ακριβώς στην ερμηνευτική διερεύνηση των όρων εκείνων, σύμφωνα με τους οποίους τα ώριμα έργα του Σολωμού ουσιαστικά απορρίφθηκαν, είτε επειδή ήταν «αποσπασματικά» είτε επειδή ήταν «ανισόρροπα» ως προς την απαιτούμενη αρμονία μεταξύ φαντασίας και σκέψης, μορφής και περιεχομένου (αφού ο ποιητής δεν «τιθάσευσε» τη φαντασία του ή δεν «κατάκτησε» τη γλώσσα) είτε, τέλος, επειδή είχαν χάσει την επαφή τους με την πραγματική ζωή.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Περιεχόμενα

Κεφάλαιο 1: Το έργο του Σολωμού στην Αθήνα και η διαμόρφωση του κανόνα της αληθοφάνειας (1850-1880)
Κεφάλαιο 2: Ο Κ. Παλαμάς και το έργο του Σολωμού στο γύρισμα του αιώνα: από τη «οργίλη νηρηίδα» του 1884 στον Γ. Καλοσγούρο (1902) και στον Κων. Χατζόπουλο (1909-1910)
Κεφάλαιο 3: Η ένταση των αντιπαραθέσεων στην περίοδο 1910-1930: ο «πραγματικός» Σολωμός του Βάρναλη (1925) και η παράταση της αμηχανίας
Ευρετήριο ονομάτων


Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Ο Πίτερ Μάκριτζ για τον Διονύσιο Σολωμό




Το πνευματικό υπόβαθρο του Διον . Σολωμού.


Ο Σολωμός μελέτησε την περιορισμένη ελληνική λογοτεχνία που υπήρχε την εποχή εκείνη στη δημοτική. Αυτή περιλάμβανε:


α) βυζαντινά έμμετρα μυθιστορήματα του 14ου και 15ου αιώνα.
β) έργα τής κρητικής λογοτεχνίας του 16ου και 17ου αιώνα ( π.χ "Θυσία του Αβραάμ", "Ερωτόκριτος")
γ) λαϊκά στιχουργήματα
δ) τα έργα του Βηλαρά και του Χριστόπουλου
ε) ελληνικά δημοτικά τραγούδια ( το 1824 κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος της συλλογής του Κλοντ Φοριέλ )



Οι επιρροές απ' τα ελληνικά στα κείμενά του είναι περισσότερο γλωσσικές. Οι ιδέες που εκφράζει είναι βαθιά επηρεασμένες από την προσωπική επαφή του με την Ιταλία και με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και φιλοσοφία που διάβαζε. Σημειώνουμε:


α) Η θρησκευτική θεματολογία της ιταλικής ποίησης της εποχής του. Η Θεία Κωμωδία του Ντάντε, π.χ, περιγράφει ένα οραματικό ταξίδι στην Κόλαση κι από κει, μέσα από το Καθαρτήτιο, στον Παράδεισο. Η ποίηση θεωρείται σαν ένα θείο δώρο που είχε στενή σχέση με τη θρησκεία και την ηθική.


β) Ρομαντισμός ( Γουέρντσγουερθ, Κόλεριτζ, Βύρωνας, Σέλλεϋ, Κητς, Χάινε, Μαντσόνι, Λεοπάρντι, Ουγκώ, Πούσκιν κα ). Βασικές του ιδέες:


-- Η αρχαία Ελλάδα είχε εξιδανικευτεί από την ευρωπαϊκή διανόηση. Με την Επανάσταση του '21 βλέπουν την αναγέννηση του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους.


-- Η ελευθερία. Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα (ύλη ) και πνεύμα ( Θεό ). Μπορούσε, λοιπόν, ο άνθρωπος να φτάσει την ηθική τελειότητα υποτάσσοντας τις ορέξεις του σώματος στη λογική του, που θεωρούνταν ότι ήταν η αντανάκλαση του οικουμενικού ή θεϊκού λόγου. Η φύση, που σ' αυτή κυριαρχούν η αναγκαιότητα και το τυχαίο, θεωρούνταν το αντίθετο της ανθρώπινης ελευθερίας. Οι φυσικές δυνάμεις, εσωτερικές και εξωτερικές, εμποδίζουν την ηθική εξέλιξη. Πολλοί ποιητές θέλησαν στην ποίησή τους να παρουσιάσουν τους ήρωές τους να επιδίδονται σε πράξεις συνειδητής βούλησης, ελεύθερης από κάθε εξωτερική πίεση.


-- Η θέση του καλλιτέχνη: Σαν μάγος, ή προφήτης αντιλαμβάνεται αλήθειες κρυμμένες για τους άλλους ανθρώπους πίσω από το πέπλο του υλικού κόσμου.


-- Μεγάλη σημασία αποδίδεται στην επίδραση ενός έργου τέχνης πάνω στο θεατή ή τον αναγνώστη.


-- Το Ωραίο και το Υψηλό. Το Ωραίο ανυψώνει πνευματικά τον άνθρωπο. Το Υψηλό οριζόταν σα μια πνευματική κατάσταση που την προκαλούσε η ενατένιση τεράστιων και φοβερών φυσικών φαινομένων. Έτσι ο αναγνώστης αποκτά συνείδηση της δικής του σωματικής αδυναμίας και συνάμα της πνευματικής και ηθικής του ανωτερότητας απέναντι στη φύση. ( Στον Κρητικό, π.χ, το συναντάμε στην περιγραφή της τρικυμίας. )

-- Συνδυάζεται η ποίηση με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Η ποίηση ενσωματώνει τις θεϊκές ιδέες, την απόλυτη αλήθεια, την πεμπτουσία των πραγμάτων.

-- Οι υψηλοί στόχοι του ρομαντικού καλλιτέχνη. Προσπαθούν πάντα να ξεπεράσουν τα όρια:της φύσης, των προϋπαρχόντων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, τα όρια των ίδιων τους των δυνατοτήτων. Ίσως και γι'αυτό
-- Πολλοί ρομαντικοί ποιητές συνέθεσαν "αποσπάσματα". Μερικά ποιήματα τα δημοσίεψαν οι ίδιοι σε αποσπαματική μορφή επίτηδες. Ο Σολωμός φαίνεται πως ήθελα να αποφύγει την παγιωμένη μορφή.




2. Χρονολογία των έργων του.


Η πορεία του Σολωμού ως Έλληνα ποιητή χωρίζεται σε δύο περιόδους:
1) Στα δέκα χρόνια της μαθητείας που πέρασε στη Ζάκυνθο ( 1818-1828 )
2) Στην ώριμη περίοδο, απ'όταν εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα ως το τέλος ( 1828 -1857 )
Αμέσως μετά την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα η ποίησή του, θεματικά, μπήκε σε μια ρομαντική -μεταφυσική φάση. Βρίσκουμε να συναντιούνται το θεϊκό με το ανθρώπινο στοιχείο σε πολλά ποιήματα. Νιώθει την ανάγκη μιας πιο στέρεης φιλοσοφικής βάσης για τη δουλειά του και μελετάει συστηματικά τη γερμανική φιλοσοφία. Γράφει με το δεκαπεντασύλλαβο των δημοτικών τραγουδιών και της κρητικής αναγέννησης.




Λογοτεχνικές επιδράσεις στην ποίησή του.


Μικρές αναφορές βλέπουμε να υπάρχουν στον Ντάντε και στον Μαντσόνι. Συχνότερες στον Μίλτωνα και στο Βύρωνα.
Νεοκλασικοί και ρομαντικοί χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική μυθολογία, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα -αν και διαφορετικά: οι νεοκλασικοί περισσότερο στοχεύοντας στη μίμηση, οι ρομαντικοί λιγότερο, προσπαθώντας να τα ξεπεράσουν. Ο Σολωμός όμως δεν καταφεύγει στην ελληνική μυθολογία για να προσδώσει κύρος στην ποίησή του. Τον απασχολούσε περισσότερο η δημοτική ποίηση -κάτι που, άλλωστε αποτελεί μόδα της εποχής, ρομαντικό χαρακτηριστικό, μέρος μιας αντίδρασης στον καθωσπρεπισμό του 18ου αιώνα. Χρησιμοποιεί την εικονοπλαστική του δύναμη και στη δική του ποίηση. Τα μεγαλύτερα έργα του είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο.

Ο Σολωμός στέκεται ανάμεσα σε κλασικισμό και ρομαντισμό παλεύοντας να βρει το δικό του δρόμο. Ο Σολωμός σίγουρα ήταν ποιητής πάθους και ο τόνος της ποίησής του είναι πάντα εξηρμένος, αλλά το πάθος του ήταν για το υψηλό, το αιώνιο, το πνευματικό, το ιδανικό, το υπερβατικό. Ποτέ δεν έγραψε το είδος εκείνο της προσωπικής, εξομολογητικής ποίησης που χαρακτηρίζει τους περισσότερους ρομαντικούς, ούτε και αφέθηκε σε γαλήνιες αναπολήσεις και ρεμβασμούς.. Δεν έκφρασε την προσωπική του θλίψη και μελαγχολία, απέκλειε τον εαυτό του από την ποίησή του. Σύμφωνα με τη σολωμική αντίληψη, προορισμός του ποιητή ήταν η ηθική στήριξη των συμπατριωτών του, το κάθε ποίημά του έχει "υψηλό σκοπό", η ποίηση στέκεται κοντά στη θρησκεία όσον αφορά την πνευματική ανάταση του ανθρώπου.



Η επεξεργασία των κύριων θεμάτων του.


Η ποίηση του Σολωμού επικεντρώνεται γύρω από τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν φιλοσόφους και ποιητές μέσα στους αιώνες: ελευθερία, φύση, θρησκεία, θάνατος και έρωτας. Επειδή στα ποιήματά του η ελευθερία θριαμβεύει ενάντια στη φύση και η θρησκεία ενάντια στο θάνατο, θα εξετάσουμε τις τέσσαρες έννοιες ανά ζεύγη:


ι) φύση και ελευθερία


Μπορεί αρχικά, στον "Υμνο ", η ελευθερία να νοείται πρώτα ως πολιτική έννοια, αλλά στη μετέπειτα ποίησή του δε σταματά εκεί:Είναι κάτι για το οποίο ακατάπαυτα πολεμάει κανείς, είναι κατά κάποιον τρόπο, ο ίδιος ο αγώνας, γίνεται μια καθαρά πνευματική αξία. Ο Σολωμός δείχνει ότι πιστεύει, όπως ο Καντ και ο Σίλλερ, ότι η υπέρτατη εκδήλωση της ανθρώπινης ελευθερίας είναι όταν ελεύθερα διαλέγουμε να κάνουμε το καθήκον μας και μόνο.
Η φύση παρουσιάζεται ως θέμα παρά ως πηγή εικονοπλαστικής. Το πνεύμα του ανθρώπου κάνει αγώνα να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησής του από τον υλικό κόσμο. Παλεύει να αρθεί πάνω από τις επιταγές της φύσης. Όταν το καταφέρνει ο άνθρωπος, κατακτά την αυτογνωσία. Η αυτογνωσία είναι ένα σημαντικό ζητούμενο για τη φιλοσοφία της εποχής, αφού μια πλήρης γνώση του εαυτού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεια απελευθέρωσή του. Ο Σολωμός δεν είναι "φυσιολάτρης ποιητής. Γι'αυτόν η φύση ήταν και Παράδεισος και Κόλαση, αλλά, επειδή ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αυτές τις δύο όψεις, προτιμούσε ν' ατενίζει τη φύση με σκεπτικισμό, σα μια πιθανή απειλή για την πνευματική ελευθερία του ανθρώπου.



ιι) θάνατος και θρησκεία


Συχνά περιγράφει το θάνατο φανταστικών, ιστορικών ή γνωστών, προσώπων. Όλα τα μεγάλα έργα του τελειώνουν με θάνατο. Κατά το Σολωμό δε χρειάζεται να λυπόμαστε για τους πεθαμένους, αφού πηγαίνουν σε έναν κόσμο καλύτερο. Ένα θέμα του που εμφανίζεται συχνά:ο θάνατος ενός ατόμου συνδέεται άμεσα με την ανάσταση όλων των νεκρών στη Δευτέρα Παρουσία. Οι άγγελοι εμφανίζονται συχνά στην ποίησή του και συνδυάζονται με την τέλεια ομορφιά. Ο Σολωμός δεν είναι ένας αυστηρά θρησκευτικός ποιητής, όμως υπάρχει έντονο θρησκευτικό στοιχείο στα ποιήματά του ως μέρος μιας προσωπικής ανθρώπινης εμπειρίας.


ιιι) έρωτας και αγνότητα


Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι στενά δεμένοι τόσο στη ρομαντική ποίηση όσο και στην ελληνική λαϊκή παράδοση. Πολλές φορές στο Σολωμό υποβάλλεται η ιδέα πως αυτές είναι οι δύο δυνάμεις που κυριαρχούν στον κόσμο των ανθρώπων. Ενωμένες τις συναντάμε και στον Κρητικό, άλλωστε το θέμα του ποιήματος εν μέρει είναι η ανθρώπινη κι η θεϊκή αγάπη: Χάνει εκείνος τη γήινη αγάπη του για να του χαριστεί το όραμα της ουράνιας ευδαιμονίας, γιατί ο έρωτας για την αρραβωνιαστικιά του του έδωσε τη δυνατότητα περ' απ' αυτή να δει κάτι από το θεϊκό στοιχείο.
Στο Σολωμό ο έρωτας είναι πάντα αγνός. ( Αυτό συμβολίζει κι η συνηθισμένη εικόνα με τα τρεμάμενα λουλούδια ). Η αγνότητα του έρωτα του Κρητικού είναι αυτή που του δίνει το όραμα του θείου.
Ελευθερία, θρησκεία, αγνότητα. Αυτοί είναι οι σύμμαχοι του ανθρώπινου ενάντια στις δυνάμεις της φύσης που δρουν και μέσα και έξω απ' τον άνθρωπο, στον περιβάλλοντα κόσμο. Οι περισσότεροι ήρωες του Σολωμού έχουν εμπλακεί σ' αυτό τον αγώνα και, με το δικό τους τρόπο ο καθένας, βγαίνουν νικηφόροι.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Διονύσιος Σολωμός, Οκτώ Ιταλικά Ποιήματα (Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: ΟΚΤΩ ΙΤΑΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[ΤΟ ΓΑΡΓΑΡΟ ΝΕΡΟ ΚΗΛΑΪΔΙΣΤΑ ΦΛΙΦΛΙΖΕΙ]
Το γάργαρο νερό κηλαϊδιστά φλιφλίζει
και σας καλεί ναν το χαρείτε οι διψασμένοι.
Τί γάργαρο νερό… κελαρυστό, όπως βγαίνει
οχ τ’ ανθισμένο λειμωνάρι και δροσίζει
τες φρένες, την καρδία! Και σ’ όσους ευδορπίζει
το ξυλοκέρατο τα δείπνα, δεν τσου μένει
παρά στα νάματα να ερθούνε και την ξένη
βρωμιά να δγιούν πώς ύδωρ λάλον καθαρίζει!
Κοιτάχτε – ο δρόμος ανοιχτός! Εδώ ας γυρέψει
το πόδι σας πορεία… ’δώ πάνου ν’ ανεβείτε,
πριχού οχ τ’ άλογά του ο ήλιος ξεπεζέψει.
Φαρμακερόφιδο δεν μόλυνε το φρέαρ
ποτέ εισέ νιό χορτάρι μέσα. Ελάτε, δείτε
πώς γύρω γελάει ολόγυρα το αιώνιον έαρ!
[ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΙΛΟΥΝ]
     Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού,
     ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα

              Ψαλμοί 18, 2
Τα πάντα για τον Θεό μιλούν: των άστρων η
φανέρωση μιλάει· και της σελήνης·… μιλάει
τση ανεμοζάλης το μουγκρίδι, που απηχάει
βουητά νερών και θαλασσώνε. Πώς διαιωνί-
ζει του ήλιου ο τροχός το φως του κόσμου! Ονεί-
ρων λάμψες φέγγουσι χρωματιστές στα χάη
διηγώντας δ ό ξ α ν Θ ε ο ύ,  κι ανθρώπων δεν νογάει
το άλλως λάλο αχείλι τως πώς διακονεί
να ομολογήσει. Δρόμο ο γήλιος κάθε ημέρα
χαράζει και στον κάμπο κάμει όλον δήλο
το πρότυπο της αιώνιας του Ιδέας. Πέρα
η κτίσις πάσα αινεί τον Πλάστη· δάσα, κτήνη,
ο σάπφειρος των θόλων, του χορτιού το φύλλο…
Τ’ ανθρώπου μόνο ο νους αμίλητος θα μείνει;!
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΔΕ ΡΩΣΣΗΝ, ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΙΛΟΝ
Τα μεσημέρια, οπού του θέρους η άγρια λαύρα ψήνει
και γέρνουν τα λούλουδα οχ τον καψώνα χτυπημένα
κι οπού τα μυρωμένα του φτερά τ’ αγέρι κλείνει
κι αδρόσιστα τα χόρτα μνέσκουνε και μαραμένα,
και μόλις που τη σιγαλιά της φύσεως ξελύνει
του ρυακιού νερό ασημί που τρέχει ώσμε τα ’μένα
κελαρυστά, στο ξέθωρο χορτάρι, να καλλύνει
τσι πρασινάδες πώχουν μείνει, πές μου, Γιώργο: εμένα
το φίλο σου, μες στα χαριτωμένα τούτ’ απόσκια
θα τον αφήνεις, πές μου, νά ’ρχεται ολιγάκι… λίγο…
και να τρυγά το πράσινο και των μοσκιώ’ τα μόσκια;
Στα χόρτα τούτα ’δώ να κάθουμαι την άδεια δώ’ μου,
και δίπλα μου να κάθεσαι κι εσύ, σ’ αυτόν τον τρύγο,
τους ήχους να ρουφάς των εμπνευσμένων τραγουδιώ’ μου.
[ΑΟΙΔΟΙ ΣΥΝΑΜΙΛΛΩΝΤΑΙ ΜΕ ΑΟΙΔΟΥΣ ΚΛΕΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΤΙ]
      Δεύρο από Λιβάνου, νύμφη, δεύρο από Λιβάνου,
           Άσμα Ασμάτων 4, 8
Αοιδοί συναμιλλώνται με αοιδούς κλειώντας το μάτι
στο ψέμα (και άνθη γίνουνται της Άσκρας), πάνου
που εμέ φορμίγκων κρούσεις μού προσφέρουν κάτι
απ’ τους πανύψηλους τους κέδρους του Λιβάνου.
Ψαλμούς σαν του Δαυίδ θα πώ κι εγώ στα πλάτη
της γης, αλλά με τη λαλιά του ιταλιάνου·
στον πλάστη των αιθέρων ήδη φθάνουν –νά τοι! –
με τον καπνό πιωμένοι του γλυκού λιβάνου.
Γι’ αγγέλους πάντα θα μιλώ με στίχους… (Δίνεις,
όμως, σ’ ανθρώπους, που επαινούν της διαφθοράς τους
το μέλος, μέτρα τέλεια που θαν τα φάει η μήνις
τους;) Των ρημάτων μου, όσο αχνή κι αν βγαίνει η ρίμα,
βοηθός θε νά ’ν’ ο κτίσαντας ηχούς απλάστους,
για να μη χάνουμαι στην αρετή ή στο κρίμα.
Η ΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ
       Σαν από γέλιο εκεί να χορεύει η Φύση
Η Φύση χαμογέλασε και η Ζάκυνθος με χάρη
οχ των κυμάτων ήβγε την κοιλία. Μυρτιές και κλώνοι
κι αιθέρια πνεύματα απ’ τον κεστόν –από τη ζώνη
της Αφροδίτης ήτοι– τη στεφάνωσαν να πάρει
το κάλλος που τη ζώνει ολόγυρα. Χρυσό λογάρι
οι γελαστές συνθέτουν πέτρες, κάθε τση κοτρώνι
μειδιά· δεν έχει μαύρες ράχες πουθενά, κι οι κώνοι
των λόφων της ντυμένοι στέκουν με γλυκό χορτάρι.
Λαγκάδια έχει γερτά, βουνά με αγέρωχο κεφάλι·
στσί ροδαριές, στσ’ αμάραντους νερά καλά κυλάνε
και μουρμουρίζουν το σκοπό τση γης που τά ’χει οβγάλει.
Ψηλός αμή προβέλνει ο Έλατος, να καζαντήσει
χίλια το μάτι βλέμματα, τον κάμπο να κοιτάνε
και να θωρούν αχόρταστα τί μάγια σπέρνει η Φύση.
[ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΕΠΛΟΥ ΜΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΤΙΖΕΙ]
     Ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου και η λαιά
     σου ωραία, ως λέπυρον ροιάς μήλον σου.

              Άσμα Ασμάτων 4, 3
Πορφύρα πέπλου μιας παρθένας, που τον στίζει
πανάπαλο το φεγγαρόφωτο, είναι δώμα
του κάλλους του αβρού, των πόθων μετερίζι,
που από τα φλογερά σου χείλη επήρε χρώμα.
Μέσ’ απ’ το μέλος των λογιών θερμή αναβλύζει
πνοή, και οι ψυχές με της χαράς το πιόμα
μεθάν και σπαρταρούνε, ενώ άχραντους θερίζει
καρπούς και δρέπει άνθια το ερωτεμένον όμμα
των θόλων. Σαν το φλούδι του ροδιού έχεις χείλη
(τόσο άλικα!) που νιώθει μέσα του να πάλλει
η καρπερή του ήλιου δύναμη, όλη η ύλη
της ζωής. Με πίστη ακράδαντη όποιος το κοιτάζει
θε νά ’βγει σώος στο λαμπυρό τ’ ακρογιάλι,
όπου πάντα είναι πρωί και ουδέποτε βραδυάζει.
ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝ
Του παραδείσου ένοικος χαριτωμένος
αθώρητα κατέβη επί γης και σε εκείνη·
της κούρεψε το πλήθος των μαλλιών, να γίνει
των εγκοσμίων χλεύη, των απλάστων αίνος.
Από ’να ουράνιο γέλιο όλως φωτισμένος
απάντεχα ομπροστά της φτάνει και τση δίνει
το φως να λούσει την ειδή της, τη γαλήνη
για νά ’ν’καθάρια και η ψυχή της. Τόμου ασμένως
εκείνη ελάλειε: «Βρώμικο το χθόνιο χώμα
λασπώνει τη θωριά μου, ενώ η καρδία μου κλαίει
λυγμούς που μου λερώνουνε ψυχή τε και όμμα.»
«Παρθένε, φόβος Θεού σε πλάθει εσέ», τση λέει
ο καταβάς· ’σου παραστέκω εγώ – μην τρομα-
χτείς! Τέτοιος φόβος πρέπει πάντα να σ’ εμπνέει!»
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Τον αιώνιον ήλιον είδα, και προσηλωμένα
απάνω του είχανε τα μάτια τους χορείες
αγγέλων που έγραφαν φωτόβρυτες πορείες
στους ουρανούς ν’ απαλοφιληθούνε. Κι ένα
χαμόγελο έσκαγε οχ το φως στ’ αγαπημένα
τους χείλη κι όλες τους αβγάταινε τες θείες
εφέσεις, κι ένθερμοι έψελναν μες στες δροσίες
του παραδείσιου κήπου την αγάπη. Φρένα
δεν ήξερε ο χορός κι ο ζήλος πλέα των Χερουβείμ
που μοιάζαν μ’ εραστών λευκές ψυχές, και με άσματα
ανάκουστα αποκρίθηκε ο εσμός των Σεραφείμ.
Με ολάνοιχτα του λογισμού τα μάτια εγώ, έξω
εθώρουν ’κεί τ’ αγγελικά γλυκαγκαλιάσματα
ποθώντας ρίμες εναρμόνιες να συλλέξω.

Αγνώστου ποιήματος απόσπασμα [Carmen Seculare] Σολωμός Διονύσιος







Εκτύπωση
1.
Όξω ανεβοκατέβαινε το στήθος, αλλά μέσα
Aνθίζει με τους κρίνους του παρθενικός ο κόσμος.
Aυγή ’ναι κι’ άστραφτε γλυκά σα στην αρχή της πλάσης,
Kι’ εκράτουνε τα κάτασπρα ποδάρια στη δροσιά της.

2.
Kρατεί στο χόρτο τα κεριά, κεριά κομματιασμένα·
Oυρανός δένεται και γη στην όμορφη ματιά της.

3.
Δεν είναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δεν είναι·
Bρύσες απλώνει τα κλαδιά το δέντρο στον αέρα·
Mην καρτερής εδώ πουλί, και μη προσμένης χλόη·
Γιατί τα φύλλ’ αν είν’ πολλά, σε κάθε φύλλο πνεύμα.
Tο ψηλό δέντρ’ ολόκληρο κι’ ηχολογά κι’ αστράφτει
M’ όλους της τέχνης τους ηχούς, με τ’ ουρανού τα φώτα.

Σαστίζ’ η γη κι’ η θάλασσα κι’ ο ουρανός το τέρας,
Tο μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης,
Kι’ αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα,
Xίλιες χιλιάδες άσματα μιλούν και κάνουν ένα.
Στο δένδρο κάτου δέησην έκαμ’ η βοσκοπούλα·
T’ άστρα γοργά τη δέχτηκαν καθώς η γη τον ήλιο.
Tα Σεραφείμ εγνώρισαν το βάθος της αγάπης,
Kι’ ολόκληρ’ η Παράδεισο διπλή Παράδεισό ’ναι.
Ποιος είχε πει που σούμελλε, πέτρα, να βγάλης ρόδο;
...................................
Aλλά πού τώρα βρίσκονται τα κάτασπρα ποδάρια;
Πού ’ναι το στήθος τ’ όμορφο που τέτοιους κόσμους έχει;

Στ’ αμπέλ’ η κόρη κάθεται και παίζει με τ’ αρνί της.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1948) 

http://www.snhell.gr/lections/content.asp?id=64&author_id=47&page=anthology

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Ανδρέας Κάλβος, Διονύσιος Σολωμός, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης



της Νότας Χρυσίνα


Στην παρούσα εργασία αφού μελετήσουμε το ποίημα του Ανδρέα Κάλβου «Ο Ωκεανός», τα αποσπάσματα από το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» (Β΄ Σχεδίασμα) και τα αποσπάσματα από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Φωτεινός», θα εντοπίσουμε και θα σχολιάσουμε συγκριτικά τους τρόπους με τους οποίους τα τρία ποιητικά έργα διαχειρίζονται το θέμα της πατρίδας, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη, την ανταπόκρισή τους στις δύο βασικές τεχνοτροπικές τάσεις της επτανησιακής ποιητικής παράδοσης του 19ου αιώνα, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.
Η λογοτεχνική παραγωγή στα Ιόνια νησιά, από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου μέχρι περίπου το τέλος του 19ου αιώνα, ονομάζεται με τον όρο Επτανησιακή Σχολή.
Και οι τρεις ποιητές, τα έργα των οποίων θα μελετήσουμε στην παρούσα εργασία, ανήκουν στην Επτανησιακή Σχολή. Διαμορφωτικός παράγοντας της τεχνοτροπίας της επτανησιακής ποίησης του19ου αιώνα ήταν η προσπάθεια σύζευξης των δύο ισχυρών και αντιτιθέμενων ρευμάτων του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού. Ο νεοκλασικισμός ήταν λίγο παλαιότερος από την εποχή των Επτανήσιων ποιητών ενώ ρομαντισμός ήταν σύγχρονός τους.


Ωδή δεκάτη

[X]
Ο Ωκεανός α΄

Γη των θεών φροντίδα,
Ελλάς ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε,
νύκτα αιώνων.
β΄

Ούτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων,
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια.
γ΄

Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.
δ΄

Εχάθηκαν οι πόλεις,
εχάθηκαν τα δάση,
κι η θάλασσα κοιμάται
και τα βουνά· και ο θόρυβος
παύει των ζώντων.
ε΄

Εις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη· εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων.
ς΄

Αλλά των μακαρίων
στάβλων ιδού τα ηώα
κάγκελα οι Ώραι ανοίγουσιν,
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Ηλίου εκβαίνουν.
ζ΄

Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια πέταλα·
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσαι οι χαίται.
η΄

Τώρα εξανοίγει τ’ άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον
της γης η αυγή· και φαίνονται
τώρα των φιλοπόνων
ανδρών τα έργα.
θ΄

Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης· φεύγουσιν
όνειρα, σκότος,
ι΄

Ύπνος, σιγή· και πάλιν
τα χωράφια, την θάλασσαν,
τον αέρα γεμίζουσι
και τας πόλεις με κρότον,
ποίμνια και λύραι.
ια΄

Εις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας
λέων, τον φοβερόν
λαιμόν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει.
ιβ΄

Ο αετός αφήνει
τους κρημνούς υψηλούς·
κτυπάουσιν οι πτέρυγες
τα νέφη, και τον όλυμπον
η κλαγγή σχίζει.
ιγ΄

Έθλιψε την Ελλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρών, ή θέλημα
των αθανάτων.
ιδ΄

Η χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηριπομένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται.
ιε΄

Ωσάν επί την άπειρον
θάλασσαν των ονείρων,
ολίγαι, απηλπισμέναι
ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
με δίχως βίαν·
ις΄

Ούτως από του Άθωνος
τα δένδρα, έως τους βράχους
της Κυθήρας, κυλίουσα
την άμαξαν βραδείαν,
ουρανοδρόμον·
ιζ΄

Η τρίμορφος Εκάτη
εθεώρει τα πλοία,
εις του Αιγαίου τους κόλπους
λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα.
ιη΄

Συ τότε, ω λαμπροτάτη
κόρη Διός, του κόσμου
μόνη παρηγορία,
την γην μου συ ενθυμήθηκες
ω Ελευθερία.
ιθ΄

Ήλθ’ η θεά· κατέβη
εις τα παραθαλάσσια
κλειτά της Χίου· τας χείρας
άπλωσ’ ορθή, και κλαίουσα
λέγει τοιάδε·
κ΄

Ωκεανέ, πατέρα
των χορών αθανάτων,
άκουσον την φωνήν μου,
και της ψυχής μου τέλεσον
τον μέγαν πόθον.
κα΄

Ένδοξον θρόνον είχον
εις την Ελλάδα· τύραννοι
προ πολλού τον κρατούσι,
σήμερον συ βοήθησον,
δώσ’ μου τον θρόνον.
κβ΄

Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται
οι πατρικαί σου αγκάλαι·
η ελπίς μου εις την αγάπην σου
στηρίζεται όλη.
κγ΄

Είπε· κι ευθύς επάνω
εις τας ροάς εχύθη
του Ωκεανού, φωτίζουσα
τα νώτα υγρά και θεία,
πρόφαντος λάμψις.
κδ΄

Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησία
δείχνει του Αιγαίου.
κε΄

Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται·
άκουε των πλεόντων
το έια μάλα.
κς΄

Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
τα πτερωμένα αδράχτια
ελεύθερα εξαπλώνονται
εις τον αέρα.
κζ΄

Επί την λίμνην ούτως
αυγερινά πετάουσι
τα πλήθη των μελίσσων
όταν γλυκύ του έαρος
φυσάει το πνεύμα·
κη΄

Επί την άμμον ούτω
περιπατούν οι λέοντες
ζητούντες τα κοπάδια,
την θέρμην των ονύχων
έαν αισθανθώσιν·
κθ΄

Ούτως εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων
οι αετοί, το κτύπημα
των βροντών υπερήφανοι
καταφρονούσι.
λ΄

Πεφιλημένα θρέμματα
Ωκεανού, γενναία
και της Ελλάδος γνήσια
τέκνα, και πρωτοστάται
Ελευθερίας·
λα΄

Χαίρετε σεις καυχήματα
των θαυμασίων (Σπετζίας,
Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων,
όπου ποτέ δεν άραξε
φόβος κινδύνου.
λβ΄

Κατευοδοίτε! —Ορμήσατε
τα συναγμένα πλοία
ω ανδρείοι· σκορπίσατε
τον στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων.
λγ΄

Τα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε·
την κόμην πάντα ο θρίαμβος
στέφει των υπέρ πάτρης
κινδυνευόντων.
λδ΄

Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν
τα τρομερά πηδάλια,
και των ηρώων οι πρώραι
ιδού πετάουν.
λε΄

Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους
εχθρών απείρων· σκάφη,
ναύτας, ιστία, κατάρτια
η φλόγα τρώγει·
λς΄

Και καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα· την νίκην
ύψωσ’, ω λύρα· αν ήρωες
δοξάζονται, το θείον
φιλεί τους ύμνους.
λζ΄

Ωθωμανέ υπερήφανε
πού είσαι; νέον στόλον
φέρε, ω μωρέ, και σύναξε·
νέαν δάφνην οι Έλληνες
θέλουν αρπάξειν.

Oι Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα B΄ Σολωμός Διονύσιος

1.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»


2.
Tο Mεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:

H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.


Φωτεινός. Άσμα Πρώτον.

Φωτεινός ο Zευγολάτης [απόσπασμα]
Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
            ―Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...

―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα
να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.

[...]

Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη
ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν
και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.
Tο ρέμμα του Σαρακηνού, τ' άγριο Δημοσάρι
χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι
κ' ήταν σωρό τα κόκκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα
και στη Nεράιδα ασπρίζουνε γυμνά στην πρασινάδα.
Mόνος ακόμ' απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,
το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα,
κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Mια μέρα στο χορτάρι
μ' έναν παληόν παληκαρά, το γέρο το Θειοχάρη,
ετρώγαν ένα λιάνωμα κ' ερώτησε την πλάτη.
Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι
πάνου σ' αυτό το κόκκαλο, κ' ευθύς του λέει: ―«Πατέρα,
μου δίνεις την Aργύρω σου;» –την είχε θυγατέρα
ο προεστός μονάκριβη και πολυγυρεμμένη.
―«Nά 'ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»

Kαι τώδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.
Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος
κ' εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.
Eίδε οι καιροί πού 'σαν κακοί, φαρμακεμέν' οι χρόνοι,
ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία
εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμμία.
Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα!
Kανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της
        κ' έγινε ζευγολάτης.

Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ' άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
T' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του κομμένα
πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ' από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι·
ζυγό και σπάθη από φτελιά. K' ήθελ' από αγριλίδα
νά 'ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα
ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του αφέντρα
        στα χέρια του η βουκέντρα.

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ' επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τ' άσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
Πάνου σ' αυτό το είδωλο, σ' αυτόν τον ασπρομάλλη
ακράτητη όλ' η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη
κ' εκείνος μένει ασάλευτος σα βράχος που προσμένει
στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα ωργισμένη.
[...]

―K' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ' αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ' έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,
το διαβατάρικο πουλί σ' εμέ μονάχ' ανήκει
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι' αυτ' όθε θέλω θα περνώ κ' εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κ' είναι κι αυτή σπορά μου.
Kι ούτ' άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!

Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...

―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.
―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,
εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη·
εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω·
εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,
που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο
και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο·
αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,
μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

    ―Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω...
Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.

―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;

Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του.
K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση
εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του
με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του,
κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.

Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο
κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)


ΘΕΜΑΤΙΚΗ – ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ

Ο Σολωμός (1798-1857), καθώς είναι ο κορυφαίος επτανήσιος ποιητής, έγινε σημείο αναφοράς στην κατηγοριοποίηση των ποιητών σε ομάδες. Ο Κάλβος (1792-
1869) και ο Βαλαωρίτης (1824-1879) ανήκουν στους εξωσολωμικούς ποιητές δηλαδή στους ποιητές που δεν επηρεάστηκαν από το έργο του Σολωμού.
Κοινή θεματική της ωδής του Κάλβου «Ωκεανός», του αφηγηματικού ποιήματος του Σολωμού «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» καθώς και του ποιήματος του Βαλαωρίτη «Φωτεινός» είναι η πατρίδα. Ο Κάλβος όπως και ο Σολωμός εμπνέονται από την Ελληνική Επανάσταση και εξιστορούν γεγονότα που συνέβηκαν την εποχή τους. Στο ποίημα «Φωτεινός» ο Βαλαωρίτης άντλησε το θέμα του από την παλαιότερη ιστορία της Λευκάδας και συγκεκριμένα μιας εξέγερσης των Ελλήνων κατοίκων εναντίον του φράγκου δυνάστη στον 14ο αιώνα.
Η ιδεολογική τοποθέτηση του κάθε ποιητή επηρέασε τη θεματική του έργου του.  Ο Κάλβος και ο Βαλαωρίτης ασχολήθηκαν με την πολιτική, ο πρώτος συμμετέχοντας στο κίνημα των καρμπονάρων και ο δεύτερος ως βουλευτής μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.
Το θέμα του της ωδής του Κάλβου αναγγέλλεται επιγραμματικά στην πρώτη στροφή και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ωδής. « Γη των θεών…πατρίδα μου». Ο ποιητής συμπυκνώνει την ιστορία της σκλαβωμένης Ελλάδας περιγράφοντας τη μετάβαση «από το χάος της κοσμογονίας» στην επαναστατική επίτευξη της «ηρωογονίας» της εποχής του.
Ο Κάλβος έγραψε την ωδή «Ωκεανός» για να εξυμνήσει την ελληνική επανάσταση. Απευθυνόταν στους μορφωμένους Ευρωπαίους με στόχο την υποστήριξη του ελληνικού ζητήματος στο εξωτερικό.4 Στην ωδή του υμνεί την ελευθερία, την οποία παρομοιάζει με θεά, αλλά και πολλές άλλες αξίες, τις οποίες ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός συνέδεσε με παραδείγματα από τον κλασικό πολιτισμό.
Αυτές τις αξίες ο Κάλβος προσπάθησε να τις αποδώσει στους επαναστατημένους συμπατριώτες της εποχής του. «πρωτοστάται Ελευθερίας», «Ω ανδρείοι».
Χρησιμοποίησε ως πρότυπο τις ωδές του Πινδάρου, οι οποίες γράφτηκαν κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. προς τιμήν των νικητών των Ολυμπιακών και άλλων αγώνων. Οι ωδές του Πινδάρου χρησιμοποιούσαν τη μυθολογία για να τονίσουν τις ανθρώπινες αρετές, άδονταν με συνοδεία λύρας και οι νικητές των αγώνων στεφανώνονταν με δάφνινο στεφάνι. Στην ωδή υπάρχουν αναφορές στο αρχαίο μουσικό όργανο, τη λύρα, τα στέφανα από δάφνη, μυθολογικές και κλασικές μνείες που είναι διακοσμητικά του Ευρωπαικού νεοκλασικισμού. «τα ηώα κάγκελλα η Ωραι ανοίγουσιν, ιδού τα ακάμαντα άλογα του Ηλίου εκβαίνουν» «Πεφιλημένα θρέμματα Ωκεανού» «Εκάτη» «κόρη Διός», « κατακαύσατε στόλον βαρβάρων» «υπέρ πάτρης» « ω λύρα…ύμνους» «νέα δάφνη…αρπάξειν» «τον Όλυμπον η κλαγγή σχίζει». Ο Κάλβος χρησιμοποίησε το νεοκλασικιστικό περίβλημα στη σύνθεση των ωδών του απευθυνόμενος στο θαυμασμό που έτρεφαν οι Ευρωπαίοι για την κλασική αρχαιότητα και τις αρετές των αρχαίων Ελλήνων. στρ. α΄«Ελλάς, ηρώων μητέρα…», στρ. λγ «την κόμην..στέφει των υπέρ πάτρης…», στρ. λστ «ω λύρα», στρ. λζ «νέαν δάφνην…».
Ο Κάλβος έγραψε στη λόγια γλώσσα και επινόησε ένα αρχαιοπρεπές στροφικό σύστημα, η μετρική του οποίου είναι ιδιότυπη, τέσσερις εφτασύλλαβοι και ένας καταληκτικός πεντασύλλαβος. Το σχήμα είναι αρχαιότροπο.
Στοιχεία του αισθητικού πνευματικού κινήματος του ρομαντισμού είναι έκδηλα στις ποιητικές εικόνες που πλάθει ο Κάλβος με ρομαντικό υλικό: η νύχτα, τα άστρα, οι άνεμοι, ο θάνατος.  «ούτω εις το χάος…νυκτερινός …εμβόλια», « τα φώτα…των αστέρων λελυπημένα». Το «εγώ» του ποιητή φαίνεται στη α στροφή «γλυκεία πατρίδα μου».
Όπως ο Κάλβος έτσι και ο Σολωμός προσπάθησε να επιτύχει τη σύζευξη νεοκλασικισμού και ρομαντισμού αλλά στην ώριμη ποιητική του περίοδο(1828-1847) ο ρομαντισμός υπερίσχυσε στην ποίησή του.
Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» είναι το κορυφαίο ποιητικό σύνθεμα του Σολωμού με το οποίο ύμνησε και εκείνος την Ελληνική Επανάσταση και τον εθνικό αγώνα της ανεξαρτησίας. Αρχικά συνέλαβε το ποίημά του ως έπος. Το β΄σχεδίασμα γράφτηκε με λυρική διάθεση. Στο ποίημα γίνεται αναφορά στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους το 1825 και την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων την παραμονή των Βαΐων του 1826. Αναδεικνύει το ηθικό μεγαλείο των Ελλήνων αγωνιστών που οδηγούνται συνειδητά στη θυσία υπερβαίνοντας τα φυσικά και τα ψυχικά εμπόδια και κατακτώντας έτσι την πνευματική τους ελευθερία.8 «Άκρα του τάφου σιωπή…κι ο Αγαρηνός το ξέρει» & «Ο Απρίλης με τον Έρωτα…χίλιες φορές πεθαίνει» & «Στα μάτια και στο πρόσωπο…την όψη την φθαρμένη».
Η σολωμική ποίηση αναπτύσσεται με δύο ζεύγη αντιθέσεων: ελευθερία-φύση και θρησκεία- θάνατος. Οι ήρωες στο β σχεδίασμα των «Ελεύθερων πολιορκημένων» αντλούν από την πίστη τους στο θεό ψυχικό κουράγιο για να οδηγηθούν εθελούσια στον θάνατο, παραμένοντας με τη θυσία τους ελεύθεροι.
Τα στοιχεία του ρομαντισμού είναι έκδηλα σε ολόκληρο το ποίημα. Ο ποιητής μάς μεταφέρει στον κόσμο του μέσα από εικόνες που μοιάζουν ζωντανές. «Τα μάτια η πείνα εμαύρισε…ξέρει» Χρησιμοποιεί τη φύση για να εκφράσει συναισθήματα αλλά και να απευθυνθεί στο θυμικό των αναγνωστών του. «Ο Απρίλης με τον Έρωτα…πεθαίνει», «Στην πεισμωμένη μάχη…το φτωχό καλύβι».
Ο ρομαντισμός του Σολωμού συνδέεται με τον ιδεαλισμό του Hegel, ωστόσο δεν επικεντρώνεται στην έκφραση έντονων προσωπικών συναισθημάτων αλλά έχει υπερατομική στόχευση.
Η ποιητική γλώσσα του Σολωμού ήταν η δημοτική, αποκαθαρμένη από τα τοπικιστικά στοιχεία, αλλά με το λεξιλόγιο και τον πλούτο των εκφραστικών τρόπων της λαϊκής παράδοσης και με επιλεγμένα στοιχεία της λόγιας γλώσσας. «ποδάρι», «ονείρατα», «μνέω». Το μέτρο στο β΄σχεδίασμα είναι το ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και ο στίχος έχει ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή. «βασιλεύει-ζηλεύει».
Ο Σολωμός δεν ολοκλήρωσε το ποίημα. Έχουμε μια σειρά από «αποσπάσματα» από το β΄σχεδίασμα, που όμως αποτελούν λυρικές ενότητες με αυτοτέλεια και εσωτερική συνοχή.
Ο Βαλαωρίτης πραγματεύεται και εκείνος το θέμα της πατρίδας. Θέλησε να συμβάλει στην ενδυνάμωση του πατριωτικού αισθήματος με τη στιχουργημένη αφήγηση του διαρκούς αγώνα του ελληνισμού κατά του ξενισμού.11 Στον «Φωτεινό» δεν κοιτάζει την εποχή του σαν παρατηρητής όπως ο Σολωμός και ο Κάλβος. Το θυμικό του ποιητή παρουσιάζεται μέσα στο ποίημα με τέτοια ζωντάνια σαν να
προηγείται της σύλληψης του ποιήματος. Ο ήρωας του ο εβδομηντάρης Φωτεινός είναι αγρότης και παλιός πολέμαρχος. Στην εποχή της Φραγκοκρατίας ένα τυπικό αγροτικό επεισόδιο, το οποίο περιγράφεται στο ποίημα, γίνεται αφορμή για παραπομπή στο ανθρώπινο έπος. Αυτό είναι ο αγώνας του ανθρώπου, ο οποίος στέκεται στο κέντρο της φύσης, να υποτάξει τη μοίρα του και να υπερασπίσει την ελευθερία του από κάθε εξουσία και επιδρομή. «Πάρ’ ένα σβόλο…το φύτρο» & «Είδε οι καιροί…κ’έγινε ζευγολάτης» & «Κ’εκειός ο γερο-δράκοντας…να σώσει την πατρίδα»
Η ποίηση του Βαλαωρίτη παρουσιάζει έκδηλα ρομαντικά στοιχεία, επηρεασμένη από το δημοτικό τραγούδι και κυρίως από τον γαλλικό ρομαντισμό( έντονα πάθη, ηρωικές πράξεις, υπερβολική συσσώρευση εικόνων και καταστάσεων βίας). «Και δυο σκιάδες…βρύση», «Ολόρθος…όνειρά του».
Ο ποιητής ηθογραφεί έξοχα τον ήρωά του μέσα από τις εικόνες που πλάθει με τις λέξεις «κ’εκείνος μένει ασάλευτος…οργισμένη», «Έμενε ο Γέροντας βουβός…στον
Ξένο». Οι εικόνες του είναι τόσο ζωντανές που ο αναγνώστης εισχωρεί εύκολα στον κόσμο του ποιητή και «βιώνει» τα συναισθήματά του.
Η ποιητική γλώσσα του Βαλαωρίτη είναι η δημοτική εμπλουτισμένη από το δημοτικό τραγούδι. Ο στίχος είναι δεκαπεντασύλλαβος και έχει ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή. «Ολόρθος μένει ο γέροντας…εμπροστά του», «πλάτη-Ελάτη», «γέρος- θέρος». Ο Βαλαωρίτης δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το ποίημά του.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Κάλβος γράφει την ωδή του «Ωκεανός» με νεοκλασικιστικό περίβλημα με σκοπό να μεταφέρει στους Ευρωπαίους φιλέλληνες το μήνυμα ότι ο αγώνας των Ελλήνων είναι δίκαιος καθώς αυτοί είναι οι ενσαρκωτές και οι συνεχιστές των αξιών των αρχαίων Ελλήνων. Παράλληλα θέλει να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του στον δίκαιο και θεάρεστο αγώνα τους. Η ποίησή του είναι εμπλουτισμένη με ρομαντικά στοιχεία. Ο συναισθηματικός κόσμος του ποιητή γίνεται φανερός μέσα από τις εικόνες που πλάθει αλλά και τις έννοιες που μεταφέρει με την προσεκτική χρήση της λόγιας ποιητικής του γλώσσας.
Ο Σολωμός αν και επιχείρησε και αυτός τη σύζευξη των δύο αισθητικών ρευμάτων, του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» το συναίσθημα ξεχειλίζει. Το θέμα της πατρίδας συνδέεται με τον αγώνα για την ελευθερία που από εθνικός γίνεται ηθικός και ατομικός. Ο ποιητής πετυχαίνει να μεταδώσει στον αναγνώστη τον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει τη φιλοπατρία χρησιμοποιώντας εικόνες από τη φύση. Στον σκοπό αυτό συμβάλλει σημαντικά η χρήση της δημοτικής γλώσσας εμπλουτισμένης με λόγια στοιχεία αλλά και στοιχεία από την παράδοση.
Τέλος, ο Βαλαωρίτης στο ποίημά του «Φωτεινός» παρουσιάζεται αμιγώς ρομαντικός. Το συναίσθημα ξεχειλίζει μέσα από τις εικόνες που δημιουργεί και χρησιμοποιεί τον ήρωά του για να μιλήσει για την ελευθερία απέναντι στην εξουσία που επιβάλλεται πάντα με τη βία. Η ποιητική του γλώσσα είναι εμπλουτισμένη από το δημοτικό τραγούδι και την παράδοση και συνεισφέρει στη μετάδοση του πολιτικού οράματος του ποιητή για τον ξεσηκωμό του λαού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Λ. Βαρελάς, Α. Βογιατζόγλου, Ε. Γαραντούδης, Τ. Καγιαλής, Κ. Καρατάσου,
Κ. Κωστίου, Δ. Μέντη, Α, Νάτσινα, Γ. Πατερίδου, Ο. Πολυκανδριώτη, Ν. Ροτζώκος,
Γράμματα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία, Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος & 20ός
αιώνας) , Τόμος Α, εκδ. Ε. Α. Π, Πάτρα 2008.
2. Χ. Δανιήλ, Γράμματα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία (19ος – 20ος αιώνας),
Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος & 20ός αιώνας), εκδ. EAΠ,
Πάτρα 2008.
3. R. Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούργου &
Μ. Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.
4. P. Mackridge & Α. Πολίτης από Γράμματα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία (19ος –
20ος αιώνας), Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας (19ος & 20ός αιώνας), επιμ. Μ. Μπακογιάννης, εκδ. EAΠ, Πάτρα 2008.
5. Λ.Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 2007.

6. Α. Πολίτης, «Διονύσιος Σολωμός, ο ποιητής», στο Το μυθολογικό κενό Πόλις, Αθήνα 2000,σελ. 194-200.