Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 20 Ιουνίου 2023

Αγνωστα γράμματα του Σολωμού

 Πηγή: https://www.kathimerini.gr/culture 

Οι έξι επιστολές του μεγάλου ποιητή προς τον λόγιο Τζουζέπε Μοντάνι που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στη Φλωρεντία


ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΤΑΝΤΣΙ ΙΜΠΡΙ


Ησχέση του Διονυσίου Σολωμού με τον Κρεμονέζο λόγιο Τζουζέπε Μοντάνι δεν ήταν άγνωστη στους κριτικούς και στους βιογράφους τους· τη γνώριζαν μέσα από ένα γράμμα που είχε στείλει ο Μοντάνι στον νεαρό φίλο του όταν αυτός αναχωρούσε για τη Ζάκυνθο και μέσα από μερικές άλλες, έμμεσες, μαρτυρίες. Στο μοναδικό γνωστό έως πρόσφατα γράμμα, σταλμένο στις 23 Αυγούστου του 1818, προστίθενται σήμερα έξι άγνωστα, που έστειλε ο Σολωμός στον Μοντάνι μέσα σε περίπου μια δεκαετία, από το 1815-16 έως το 1826. Γράμματα τα οποία αναδεικνύουν μια στενή συναισθηματική σχέση, που διατηρήθηκε μεταξύ τους ακόμα και μετά την επιστροφή του Σολωμού στη Ζάκυνθο. Τα έξι γράμματα φυλάσσονται στην Εθνική Κεντρική Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας, όπου κι εναπόκειται το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του Μοντάνι (εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία το 1824 και παρέμεινε εκεί έως το τέλος της ζωής του, το 1833). Το ύφος είναι προσωπικό και φορές φορές μελαγχολικό, όπως στο γράμμα «της νύχτας των Χριστουγέννων» του 1815 ή του 1816, που αρχίζει ως εξής:

«Ψυχή μου! Σε σκέφτομαι συχνά, με μεγάλη χαρά: αλλ’ απόψε, αισθάνομαι μια μοναδική ηδονική τρυφερότητα στη σκέψη πως μια μέρα θα βρεθούμε μαζί σ’ εκείνο το νησάκι της περιπέτειας. Στο δείπνο, πριν από λίγο, μου φάνηκε πως είμαστε μαζί, κι όταν κατάλαβα πως ονειρεύομαι, έκλαψα: κλαίω ακόμα, και συντομεύω τον χρόνο με τις ευχές μου. Ναι, σε λίγα χρόνια θα δειπνούμε μαζί μια τέτοια βραδιά ιερής εορτής, που η παρουσία σου θα την κάνει για μένα ιερότερη».

Τα εν λόγω γράμματα δεν περιέχουν φιλολογικές κρίσεις, αλλά μαρτυρούν, για τα χρόνια που ο Σολωμός ζούσε στην Παβία, μια σταθερή επικοινωνία με λεπτομερείς πληροφορίες μεταξύ δύο προσώπων του ίδιου κοινωνικού περιβάλλοντος. Αφορούν, κυρίως, ανταλλαγές βιβλίων: «Να βρεθούμε το συντομότερο. Θα έχω τον Λαοκόοντα, και ό,τι σε περιμένει. Εν τω μεταξύ, αν έχεις το Κοράνι του Μωάμεθ, να μου το στείλεις αμέσως· μου μένουν από ‘κει μερικοί στίχοι που θέλω ν’ αντιγράψω» (Παβία, πριν από τις 20 Αυγούστου 1818)· αλλά και ενημερώσεις για την πρόοδο των μελετών τους: «Η δουλειά μου για τον ζωγράφο Ντιότι προχωράει καλά: θα διαπιστώσεις την επιρροή του δικού μας Τάσσο. Το ποίημα γίνεται δοξαστικό» (Παβία, 15-16 Μαΐου 1818)· ή ειδήσεις για κοινούς γνωστούς: «Ο Μπερέτα δεν σου γράφει επειδή με τις εξετάσεις που πλησιάζουν δεν του μένει ελεύθερο ούτε ένα τέταρτο της ώρας»· και, τέλος, πανεπιστημιακά κουτσομπολιά: «Σπεύδω εν τω μεταξύ να σου πω ότι ο Λόνγκι γελοιοποιείται όλο και περισσότερο. Αλαζονεία χωρίς όρια και ορατή τρικυμία εν κρανίω. Ξέρει για την αντιπάθειά μου και δεν τολμά να με πλησιάσει. Θα σου πω ιστορίες που θα σ’ εκπλήξουν και θα σε κάνουν να “σφίξεις τα χείλια και να σμίξεις τα φρύδια”».

Είναι, όμως, δύσκολο να προσδιορίσουμε τη συχνότητα της αλληλογραφίας μετά την επιστροφή του Σολωμού στην πατρίδα του. Ενα, όμως, από αυτά τα γράμματα, της 25ης Απριλίου του 1819, μαρτυρεί ότι η σχέση τους και τα συναισθήματά τους παρέμεναν αμετάβλητα: «Δεν θα έγραφα ούτε και σ’ εσένα, αν ο φίλος μας ο Λόνγκι [σ.σ. ο Πιέτρο Λόνγκι ήταν ένας συμφοιτητής τους] δεν μ’ έκανε να κλάψω μ’ ένα γράμμα του. Τι κάνει τις μέρες σου πικρές, Τζουζέπε μου; Σ’ εξορκίζω στ’ όνομα εκείνων των γλυκύτατων ωρών που περάσαμε στον χώρο μελέτης μας, εκεί πάω για ώρες κάθε μέρα να ξαναβρώ τις δυνάμεις μου· σ’ εξορκίζω ν’ απευθυνθείς σ’ εμένα αν σε βασανίζουν οικονομικές δυσκολίες. Αν έχω μόνο εκατό τσεκίνια, τα μισά είναι δικά σου, επειδή, Τζουζέπε μου, είμαι ο φίλος σου κι όχι ένας τυχαίος φίλος».

Εκείνη την περίοδο ο Μοντάνι είχε εγκαταλείψει την έδρα της Φιλοσοφίας στη Σχολή του Λόντι ‒η έδρα θα καταργηθεί τον Σεπτέμβριο του 1819‒ και δεν είχε άλλα μέσα επιβίωσης. Θα βρει, ωστόσο, καταφύγιο, λίγο αργότερα, στην πόλη Βαρέζε και στο σπίτι του Βιτσέντζο Ντάντολο.

«Ελα στη Ζάκυνθο»

«Στο δείπνο, πριν από λίγο, μου φάνηκε πως είμαστε μαζί, κι όταν κατάλαβα πως ονειρεύομαι, έκλαψα: κλαίω ακόμα».

Αξιοσημείωτο είναι ένα άλλο, μεταγενέστερο, γράμμα, της 12ης Ιανουαρίου του 1826, με το οποίο ο Σολωμός προτείνει στον Μοντάνι μια θέση εργασίας στη Ζάκυνθο, ως δάσκαλος των παιδιών του θείου του: «Εσύ, λοιπόν, αγαπητέ μου Τζουζέπε, θα ‘ρθεις στη Ζάκυνθο. Φρόντισα να με παρακαλέσει σχετικά ο θείος μου, ο κόμης Νικόλαος Μεσσάλας, και κανόνισα να έρθεις στη Ζάκυνθο για να διδάξεις τα παιδιά του». Είναι ενδιαφέρον ότι, δέκα χρόνια μετά, η επιθυμία να ξαναβρεθούν με τον Μοντάνι στη Ζάκυνθο παραμένει ζωντανή στον Σολωμό, έτσι που να του δίνει μια συγκεκριμένη ευκαιρία για τη μετεγκατάστασή του.

Τα έξι γράμματα που ξαναβρέθηκαν προσφέρουν τη δυνατότητα να εξεταστούν από κοντά οι σχέσεις τους και προσκαλούν για νέες σκέψεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο ορισμένες πλευρές της ζωής του Κρεμονέζου λογίου, που ήταν άγνωστες μέχρι σήμερα στους βιογράφους του, όσο και το ζωντανό πολιτιστικά και πολιτικά περιβάλλον της Παβίας, στο οποίο ανήκαν οι δύο φίλοι.

 Ευχαριστούμε τον ιστορικό Νίκο Ε. Καραπιδάκη για τη µετάφραση του κειµένου από τα ιταλικά στα ελληνικά.





Σάββατο 1 Απριλίου 2023

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ [ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ ] /[ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γʹ]

 



Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχουςανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.5Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.10Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,που ’χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.15Αλαφροΐσκιωτε καλέ, γιά πες απόψε τί ’δες·νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,20μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.


___

στ. 1-4
Ο Έρωτας εχόρεψε με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις όλη βρίσκεται μες στη γλυκιά της ώρα.
Εις τ’ ουρανού την πλατωσιά και στα κρυφά του βάτου
ανάκουστοι κιλαϊδισμοί και λιποθυμισμένοι.
*
Στου ροδισμένου . . . μες στον πυκνό κρυψιώνα
ανάκουστοι κιλαϊδισμοί και λιγοθυμισμένοι.
*
Και φέρνουν οι αέρηδες, χορτάτοι νεραντζάνθη,
ανάκουστους κιλαϊδισμούς και λιποθυμισμένους.
*
Σε γη, σε κύμα, σε γιαλό,
με ρόδο, με γιοφύλλι,
(πόδι, Κυρ Έρωτα, χρυσό)
τώρα που έστησες χορό
με τον ξανθόν Απρίλη.

Στη φράχτη μες τη φουντωτή
χαριτωμένη τώρα,
οπού δροσιές και μόσχους κλει,
κι η φύσις ηύρε την καλή
και τη γλυκιά της ώρα.
*
Δροσιές και μόσχους κλει κι αυτός
ο βάτος φουντωμένος
και μέσ’ ακούστηκε γλυκός
ανάκουστος κιλαϊδισμός
και λιποθυμισμένος.
*
Και βλέπω τα τρισεύγενα στήθη ανθισμένο βάτο,
που π’λάκια κλει π’ ακούν χαρά μες στη γλυκιά της ώρα,
και θά βγουν μ’ ήχους όμορφους και λιγοθυμισμένους.


στ. 5-9
Ενώ ’ξουθ’ ωραιότατα νερά χαριτωμένα
πέφτουνε μες στην άβυσσο . . . .
και χαίρονται το μόσχο της και δίνουν τη δροσιά τους
μ’ όλα τα πλουσιοπάροχα καλά της νερομάνας·
και τα νερά σπουδάζουνε και κάνουν σαν αηδόνια.


στ. 7
και παίρνουνε το μόσχο της για τη δροσιά π’ αφήνουν

Εις χωριστό χειρόγραφο ευρίσκονται οι εξής δύο στίχοι: *
Νεράκι π’ αηδονολαλείς και ρες μ’ ασπούδα στ’ άνθη,
σου δίνουμε το μόσκο τους για τη δροσιά π’ αφήνεις.


στ. 11-14
Αλλά στης λίμνης το νερό π’ ασάλευτό ’ναι κι άσπρο,
ασάλευτ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον έπαιξε χρυσή πεταλουδούλα,
που βώδισε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
*
που πέρασεν ευωδικιά νύχτα στον άγριο κρίνο
*
οπού ’χε στ’ αγριόκρινου τους μόσκους ξενυχτήσει
*
που μέσα στον αγριόκρινο γλυκά ’χε ξενυχτήσει*


στ. 11-14
Η αρχαιότερη μορφή των στίχων 11-14 εις τούτο το Γ΄ Σχεδίασμα ήταν: *
Λευκό βουνάκι πρόβατα που σειέται και βελάζει
και μες στης λίμνης τα νερά στρωτά, γλυκά, καθάρια,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
*
στης έρμης λίμνης τα νερά ολόστρωτα καθάρια


στ. 15
Γιά πες, αλαφροΐσκιωτε, στη λίμνη απόψε τί ’δες
*
Εσύ ’σκιον έχεις αλαφρό, και πες απόψε τί ’δες


στ. 19
Στη λίμνη κλει κάτι λευκό διπλώνοντας το φεγγάρι
*
Κάτι λευκό κι ατάραχο τυλίζει το φεγγάρι


στ. 19-21
Εκεί που η λίμνη φούσκωσε στο στρογγυλό φεγγάρι,
συχνά το φως του φεγγαριού κάτι λευκό τυλίζει,
κι εβγήκε κόρη θεϊκιά και φεγγαροντυμένη.
*
σε κάτι απάνου ατάραχο, π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
εσυχνανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ολόλαμπρη στο φως του.
*
κι όμορφη βγαίνει κορασιά και θεϊκιά στο φως του.
*
κι όμορφη βγαίνει κορασιά στημένη μες στο φως του.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Απόσπασμα Νεκρολογίας Διονυσίου Σολωμού για τον Ούγκο Φώσκολο

 Αναδημοσίευση από:https://www.huffingtonpost.gr/entry/exorkismos-sten-anomia-solomos-eletes_gr_5a7e93dbe4b0c6726e1388aa



«Άμοιρε φίλε! Πονεμένον σε βλέπω να έρχεσαι, για να με ξαναϊδής, μα ο πόνος είναι ο πιο πιστός σύντροφος του καθενός μας εδώ στη γη, και ο θάνατος, πίστεψέ με, είναι το πιο καλό απ’ όλα. Εγώ έφτασα πια, ότι έκλεινα τα πενήντα δύο μου χρόνια, κι είναι πάνω από σαράντα που νιώθω να καίη μια φλόγα μέσα στο στενό στήθος, που πολέμησε πολλές φορές με ορμή να απλωθή. Αν δε φοβόμουν μήπως τέτοιες ώρες έρθη και με ταράξη η έπαρση, θα ’λεγα πως η φλόγα αυτή ήταν η Δικαιοσύνη.

Παιδί σαν ήμουν αυτή μ’ έσπρωχνε στη Ζάκυνθο να βυθίζομαι σε συλλογή στα ερημικά τ’ ακρογιάλια και τα βουνά. Αυτή μ’ έσπρωξε στην Ιταλία, και μέσα στο σπιτάκι μου συγκεντρώθηκα στη μοναξιά μου. Συχνά με βρήκε η αυγή πάνω στα χαρτιά εκείνων, που θέλησαν με το στοχασμό να δώσουν βοήθεια στους θνητούς, κι ούτε οι κακοτυχίες τους, ούτε οι κακίες του κόσμου, που διάβαζα σε κείνα τα χαρτιά, δε μ’ έκαμαν να χάσω το θάρρος μου. Κι αφού, με το διάβασμα, μου φαινόταν πως δυνάμωνε η φλόγα εκείνη, όλος χαρά με την ελπίδα να είμαι κι εγώ ένας από κείνους, παράτησα τη μοναξιά μου. Πρόβαλα στη δύσκολη κι ακατάπαυτη αναταραχή της ζωής και κοίταξα με προσοχή.

-Και είδα, ω, είδα εκείνο που φώναζε το στόμα της Σοφίας: ”Τα ματωμένα χέρια των πατέρων έσπειραν την αδικία που τώρα πια η γη δε δίνει άλλη σοδειά”.

-Είδα να χτυπιούνται συμφέροντα, ιδέες και σπαθιά, κι αυτό να μη σταματά ούτε στιγμή, και τους νόμους ν’ αντιμάχονται τα εγωιστικά συμφέροντα, και τα εγωιστικά συμφέροντα ν’ αντιμάχωνται τους νόμους, και την αυθαιρεσία των νόμων να γεννά την τυραννία, και την αυθαιρεσία της γνώμης να γεννά την ασυδοσία, κι ύστερα-
-είδα έναν λαό που είχε παντού τη φήμη του ευγενικού, που έλεγε πως ήθελε τον κόσμο ελεύθερον και βγήκε έξω με το λεπίδι, και η λύσσα του μακελειού έγινε γι’ αυτόν ξεφάντωση.

-Είδα έναν άνθρωπο, που είχε ανεβή γοργά πάνω απ’ όλους τους άλλους, να γκρεμίζεται με τέτοια χλαπαταγή, ώστε να την πάρη και να την ξαναλέη ο αντίλαλος των αιώνων (αναφέρεται στη Γαλλία και τον Ναπολέοντα). Νόμιζα πως η χρήση του λόγου έπρεπε ν’ αντιζυγιάζη την εξουσία εκείνου που κυβερνά και τις γνώμες εκείνου που υπακούει, κι άρχισα να τον χρησιμοποιώ.

-Κι είδα από τη μια μεριά τους ισχυρούς να σκιάζωνται και να ταράζωνται,

-κι είδα από την άλλη καμιά εκατοστή τιποτένιους που μου στρωθήκαν πεισματικά στο δρόμο λιμασμένοι, και σα λυσσασμένοι για έπαινο, κι επειδή σκληρά εγώ τους τον αρνιόμουν, με μίσησαν τόσο που σε λίγο θα γελούν από τη χαρά τους.

-Είδα την τρέλα να παίρνη τη μορφή της φρονιμάδας στα σπίτια μέσα, στους δρόμους, στις αγορές, στα πανεπιστήμια, στα παλάτια, στις καλύβες, και τη στενοκεφαλιά να καμαρώνη και την καλωσύνη να την περιγελούν και την κακία να τη φοβούνται και τον πλούτο να τον λατρεύουν,

-είδα το βρωμερό το ψέμα και την αχαριστία και την προδοσία, κι έβαλα τις φωνές.

-Είδα τα γράμματα (τ′ αγιασμένα γράμματα) να μην καταφέρνουν τίποτ’ άλλο στους περισσότερους παρά ν’ αλλάζουν αντικείμενο στα πάθη τους, και ωστόσο να τα θρέφουν οι λόγιοι με μικρολογίες, με αγυρτείες και με τις αιώνες έχτρητες. Και παντού μια ταραχή, ένα στρίμωγμα, μια φασαρία, ένα κακό, μια φαγωμάρα που σαστίζουν το μυαλό οποιανού κάθεται και τα συλλογίζεται.

-Κοίταζα τον ήλιο, τον υπέρτατο λειτουργό της φύσης, και θωρώντας τη φωτοπλημμύρα που σκόρπιζε πάνω στις πολυάνθρωπες πολιτείες και στις ερημιές, έλεγα πώς ήταν η εικόνα της άγιας Ελευθερίας, όπως τη θέλησε ο Θεός».

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Διονύσιος Σολωμός "Η τρελή μάνα" - Λεύκιος Ζαφειρίου "Η μάνα του Πατή,ΙΙ"

 Μια συγκλονιστική συνομιλία του νεότερου ποιητή, της γενιάς του' 70 ή γενιάς της αμφισβήτησης Λεύκιου Ζαφειρίου με τον γενάρχη Σολωμό! Συγκεκριμένα "Η τρελή μάνα" του Σολωμού εμφανίζεται στο ποίημα του Ζαφειρίου θρηνώντας τα νέα δεινά και το χαμένο γιο. Η μνήμη επιστρέφει τον θρήνο μέσα από τον αντίλαλό της μέσα στα χρόνια!


Η τρελή μάνα
[ή]
Το κοιμητήριο

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

[19]


1

Τώρα που η ξάστερηνύχτα μονάχουςμας ηύρε απάντεχα,και εκεί στους βράχους5σχίζεται η θάλασσασιγαλινά.

2

Τώρα που ανοίγεταικάθε καρδίαστη λύπη, ακούσετε10μίαν ιστορία,που την αισθάνονταιτα σωθικά.

3

Σε κοιμητήριοείναι στημένα15δύο κυπαρίσσιααδελφωμέναπου πρασινίζουνεμες στους σταυρούς.

4

Όταν μεσάνυχτα20καταβουίζουνοι ανέμοι, αν τα ’βλεπεςπώς κυματίζουν,έλεες πως κράζουνετους ζωντανούς.

5

25Δύο αδέλφια δύστυχακοιμούνται κάτουτον ανεξύπνητονύπνον θανάτου,κι έχασε η μάνα τους30τα λογικά.

6

Τα μαύρα! επαίζανεεκεί όπου στέκειο πύργος, κι έπεσετ’ αστροπελέκι,35κι άψυχα τ’ άφησετα θλιβερά.

7

Ροδοστεφάνωτα,ασπροεντυμένα,τα κατεβάσανε40αγκαλιασμέναμέσα εις την ύστερηαλησμονιά.

8

Δεν άκουες βάβισμαχαμένου σκύλου·45πουλιού δεν άκουεςλάλημα, ή χείλου,ή κλωνοφλίφλισμανα πνέει τερπνά.

9

Νερομουρμούρισμα50οπού αναβρύζεικαι τσ’ επιτύμβιεςπέτρες δροσίζειμόλις αντίσκοβετη σιγαλιά.

10

55Θανής δεν έμνεσκανάλλα σημείαπάρεξ του λίβανουη μυρωδίαοπού εχυνότουνε60στην ερημιά.

(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) *
11

Στέκει, μυρίζεταιεις τον αέρα,και συλλογίζεται—μαύρη μητέρα!—65σαν κάτι να ’θελενα θυμηθεί.

12

Στον τοίχο σύρριζασκύφτει, κοιτάει,γλυκολυπούμενη70χαμογελάεικατά τα εντάφιαχόρτα πικρά.

13

Κατά τα σύγνεφα,κατά τ’ αστέρια,75τρεμομανιάζονταςρίχτει τα χέρια,και κλαίει και ρυάζεταιτρομαχτικά.

14

Της πέφτουν έπειτα80και ληθαργίζει,και πάλε αρχίναενα τριγυρίζειτο περιτείχισμαπασπατευτά.

15

85Γύριζε, γύριζε,τέλος εμπαίνειστο σημαντρήριοκαι τ’ ανεβαίνειτα ίχνη αλλάζοντας90σπουδαχτικά.

16

Ήτον στην άλαλητη μοναξίαστρογγυλοφέγγαρηφωτοχυσία,95σαν τη λαμπρόπλαστηπρωτονυχτιά·

17

όμως η δύστυχη,ξεφρενωμένη,κοιτάζει ολόγυρα100τετρομασμένη,πράχνει τα σήμαντρα,κράζει σφιχτά.

18

«Γλήγορα ας φύγουνεαπ’ τα λαγκάδια105κεια τα φριχτόταταπυκνά σκοτάδια·αχ! με πλακώνουνεμες στην καρδιά.

19

»Γλήγορα ας φύγουνε,110δεν τα πομένω,μοιάζουνε, μοιάζουνεμε το σχισμένορούχο που σκέπασετα δύο παιδιά.»

20

115Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανε120φριχτά φριχτά.

21

«Από την έρημηΑναφωνήτρα,που ’ναι εις τους δύστυχουςπαρηγορήτρα,125είχαν δυο ξέμετρατα δυο παιδιά·

22

»τα ’χω στον κόρφο μουκαι τα φυλάω·με αυτά τα ξέμετρα130θε να μετράωτα δυο τους μνήματακαθημερνά.»

23

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,135γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά, φριχτά.

24

«Βραχνό το ψάλσιμο·140τα κεριά αχνίζουν·του νεκροκρέβατουτα ξύλα τρίζουν·αργά τα σήμαντρακαι τρομερά.

25

145«Ναι, ναι, απεθάνανε·μέσα στο σκότοτα κατεβάσανε—ακούω τον κρότο—τα κατεβάσανε150βαθιά, βαθιά.»

26

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίαςγκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίας155αποκρινόντανεφριχτά φριχτά.

27

«Γιατί τινάζετεπάνω τους χώματα;Μη, μη σκεπάζετε160τα μικρά σώματαπου αποκοιμήθηκανγλυκά, γλυκά.

28

»Αύριο θα κόψουμεκάτι λουλούδια,165αύριο θα ψάλουμεκάτι τραγούδιαεις την πολύανθηΠρωτομαγιά.»

29

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα170της εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά φριχτά·

30

175γκλαν γκλαν παράδερνεμε τα γλωσσίδια,κι εματαρχίναε,κι έλεε τα ίδια,ώς οπού εβράχνιασε180θανατερά.

* * *
31

Νά, που δροσόβοληαύρα ξυπνάει,και ψιθυρίζονταςμοσχοβολάει185από τα αρώματατα αυγερινά·

32

στα φύλλα επέρναεκαι της καρδίας,σαν τα κινήματα190της φαντασίας,που ζωγραφίζουνετην ευτυχιά·

33

εκείν’ η δύστυχητραβάει την άχνα,195βαθιά τα αισθάνθηκεμέσα στα σπλάχνααχ! κι εκατέβηκεστην ερημιά.

* * *
34

Με λύπη εγκάρδια200εθεωρούσεόλα τα μνήματακαι τα μετρούσεμε τ’ αργό κίνηματης κεφαλής.

* * *
___
στ. 29-30
κι έμεινε η μάνα τους
στη συφορά.
στ. 36
ελεεινά.

στροφή 7
Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:*
Σιωπή τα σήμαντρα
οπού τα κλάψαν,
σιωπή τα σύνεργα
οπού τα θάψαν,
σιωπή τα ψάλματα
τα λυπηρά.

στροφή 14
Νά μπει, αλλά μάταια—
πισθοδρομίζει,
και παίρνει απέξωθε,
και τριγυρίζει
το περιτείχισμα
πασπατευτά.

στροφή 17
στ. 97-98
Και αυτή από λύπηση
Τετυφλωμένη

στροφή 24
Βραχνό το ψάλσιμο
του καλογήρου,
αχνά τα εντάφια
κεριά τριγύρου·
αργά τα σήμαντρα
και τρομερά.

Διονύσιος Σολωμός "Ο Λάμπρος" 







Λεύκιος Ζαφειρίου

Η μάνα του Πατή,ΙΙ



Κύλησε ο καιρός σαν τροχός
ποδηλάτου στην άσφαλτο
κι ο Πατής ερχόταν
στα μεσοδιαστήματα των αστραπών
οι επίδεσμοι κρέμονταν
απ' το σπασμένο κεφάλι του
βγαλμένα τα μάτια του 
κύκλοι και πίσω άλλοι
κύκλοι και στο βάθος αντηχούσε
η σιωπή όπως η πέτρα
σ' άδειο πηγάδι
στον κάμπο της Παναγιάς
της Πετούντας- κι η μάνα του
τσίριζε - γιέ μου!
Τα μαλλιά της πέφτανε στο πρόσωπο
πίσω απ' τα μαλλιά
δυό μάτια υγρά
οι βολβοί τους έτοιμοι να πεταχτούν 
απ' τις κόχες- τι γύρευε
η τρελή μάνα του Διονύσιου
Σολωμού στους δρόμους
της Λευκωσίας,
γιε μου! τσίριζε και έτρεχε
πίσω από' να σύννεφο
η μορφή του Πατή τότε
που λεχώνα τής τον έφερναν 
στο χαμόσπιτο - η μπόχα διαπερνούσε
την ατμόσφαιρα κι η λάμπα
στο ξύλινο τραπέζι
έριχνε παράξενες σκιές στο ταβάνι
που σε τρόμαζαν...

Επάλληλοι κύκλοι οι κραυγές της
πάνω απ' τις πέντε κορφές του βουνού
κι η Κύπρος ασύνορη μνήμη φονικού
στην άκρη της Μεσόγειος.


Σχεδόν μηδίζοντες, Λευκωσία, Τα τετράδια του Ρήγα 1981