Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΗΓΗΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

"Η ασταθής βεβαιότητα" της Διώνης Δημητριάδου



επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*

Jack Vettriano - The Singing Butle


Αποφάσισε να πάει. Όχι γιατί περίμενε να της συμβεί κάτι συνταρακτικό. Ούτε γιατί ένιωθε κάποια περιέργεια μέσα της, κάτι σαν έλξη προς το άγνωστο. Ο μόνος λόγος ίσως να ήταν ότι ήθελε να κάνει κάποια βήματα προς τα πίσω -κάτι που σπάνια της συνέβαινε- να γυρίσει με τη βία τον χρόνο ανάποδα, να προσποιηθεί, έστω, ότι ήταν σαν τότε. Έπειτα ήταν και η σύμπτωση.
Καθώς φυλλομετρούσε μια ποιητική συλλογή ψάχνοντας την ακριβή εκφορά κάποιου στίχου, που δεν θυμόταν καλά, σαν να έπαιξε το μάτι της και εκεί, στην άκρη της σελίδας, αχνά, ίσα που φαινόταν, ήταν η υπενθύμιση 25/6, στις 5 το απόγευμα, στο Μουσείο.
Πόσα χρόνια πριν άραγε να είχε κλειστεί αυτό το ραντεβού, με ποιον ή με ποιαν; Αδύνατο πια να θυμηθεί. Μόνο που ήταν 24 Ιουνίου, και το ραντεβού ήταν για αύριο. Αυτή η σύμπτωση ήταν που την ερέθισε. Όλα πια τα εκλαμβάνουμε σαν να είναι τυχαία. Αν, σκέφτηκε, αν…και σταμάτησε εκεί τη σκέψη της, που αναιρούσε το σύμπαν της λογικής της.
Ο χώρος ήταν οικείος, τουλάχιστον κάποτε, τότε που όλη η μέρα της ήταν μέσα στους δρόμους. Τότε που πολλά ραντεβού, άλλα σημαντικά και άλλα ανούσια, κλεινόντουσαν μπροστά από το Μουσείο. Ακόμα και με τις συμμαθήτριες από το σχολείο εδώ είχαν επιλέξει να βρίσκονται κάθε χρόνο, Μάη μήνα. Άσχετα, βέβαια, που αυτό το κράτησαν ίσα ίσα για δυο μόνο φορές. Συνεχόμενες. Μετά, η κάθε μία τον δρόμο της. Άλλες για καλό, άλλες, πάλι, ποιος ξέρει. Παρέμεινε κι αυτή μια λησμονημένη ημερομηνία, που καμιά σημασία πια δεν είχε. Άλλωστε γι’ αυτήν τέτοιου είδους συναντήσεις συνιστούσαν ένα αναγκαστικό μάλλον πισωγύρισμα, λειτουργούσαν σαν ενοχλητικές και πιεστικές εμμονές της μνήμης να συντηρήσει κάτι από καιρό χαμένο. Στην καλύτερη περίπτωση δημιουργούσαν μια αμηχανία. Συνειδητά, λοιπόν, είχε κόψει τέτοιες επαφές. Στο κάτω κάτω ό,τι πέρασε ανήκε πια στο παρελθόν. Αμετάκλητα.
Κοίταξε για λίγο γύρω της. Απόγευμα, λίγο συννεφιασμένος ο καιρός, λιγοστοί και βαριεστημένοι της φάνηκαν όσοι είχαν την έμπνευση να περάσουν τέτοια ώρα από το σημείο αυτό. Τι γύρευε επιτέλους αυτή εδώ, σ’ αυτό το μέρος, που κανένας δεν την περίμενε και, λογικά τουλάχιστον, δεν επρόκειτο να συναντήσει κάποιον;
Πέρασε την Πατησίων και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Βικτωρίας, άλλο αγαπημένο τόπο. Κάποτε. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, ας πιω ένα καφέ, ίσα ίσα για να μην παραδεχτώ πως κατέβηκα ως εδώ τελείως παράλογα.
Με τον καφέ χαλάρωσε λιγάκι και άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της. Ένα ζευγάρι, σιωπηλό  στ’ αριστερά της. Δύο ηλικιωμένοι παραδίπλα σκότωναν την ώρα τους, μάλλον από συνήθεια να συναντιόνται και να πίνουν το καφεδάκι τους εδώ κάθε απόγευμα. Γύρισε διακριτικά στα δεξιά της. Ένας άντρας, ηλικιωμένος κι αυτός, ήταν απορροφημένος σε κάτι που είχε μπροστά του. Έγραφε αργά και προσεκτικά, σταματούσε λίγο, συνέχιζε, διέγραφε αυτό που μόλις είχε γράψει. Κάποιο γράμμα ίσως, σκέφτηκε. Ξαφνικά εκείνος γύρισε, την κοίταξε και της χαμογέλασε. Αισθάνθηκε κάπως άβολα που την είχε πιάσει να τον παρατηρεί, αλλά ήταν τόσο φιλικό το βλέμμα του, που κι αυτή του χαμογέλασε. «Καλησπέρα», της είπε, κι αυτή ανταπέδωσε.
Ήταν η χαλάρωση, ήταν η στιγμή τέτοια, ποιος ξέρει τι άλλο έφταιγε, πάντως σε λίγη ώρα είχαν φέρει πιο κοντά τις καρέκλες τους και είχαν πιάσει κουβέντα. Όχι τίποτε σοβαρό, να για τον καιρό, που μάλλον πήγαινε προς τη βροχή και άρα θα έπρεπε να φύγουν σε λίγο, κάτι για το πώς ήταν κάποτε η πλατεία και πώς την είχαν καταντήσει τώρα. Τέτοια πράγματα, που συζητάει κανείς συχνά με αγνώστους, όταν το φέρει η στιγμή. Όταν ξαφνικά και απροειδοποίητα…
«Αν έπρεπε να καταγράψετε πέντε, δέκα σημαντικά γεγονότα της ζωής σας, ας πούμε για να τα βρουν κάποιοι και να σας θυμούνται, όταν εσείς πια δεν θα υπάρχετε, είστε έτοιμη να το κάνετε; Ξέρετε ποια είναι αυτά που σας καθόρισαν; Τα πιο σημαδιακά κατά την κρίση σας;»
Όχι, αυτή η ερώτηση είχε ξεφύγει από τα τυπικά της ως τότε κουβέντα τους. Τι την είχε ρωτήσει ακριβώς; Επανέλαβε την ερώτησή του περίπου με τα ίδια λόγια. «Ξέρετε, υπάρχουν πράγματα στη ζωή μας που ξεχωρίζουν για τη σημασία τους, ας πούμε μας οδήγησαν σε αποφάσεις που άλλαξαν την ως τότε δεδομένη πορεία μας. Για κάτι τέτοιο μιλώ. Τα γνωρίζετε; Τα έχετε ιεραρχήσει ως προς τη σημασία τους;»
«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;»
«Μα, για σας πρώτα και καλύτερα. Και ύστερα, για να αφήσετε γραμμένο το στίγμα σας. Φυσικά, για όποιον μπορεί να ενδιαφέρεται.»
Έσπρωξε προς το μέρος της ένα χαρτί και την παρότρυνε να το διαβάσει.
«Προσπαθώ να κάνω μια αρχή αλλά δεν προχωράει. Δείτε τι εννοώ.»
Διστακτικά πήρε στα χέρια της το χειρόγραφο. Διάβασε:
Κάποιοι μπορεί να το θεωρήσουν αυτό ημερολόγιο. Δεν είναι. Τουλάχιστον γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Άλλωστε δεν έχω πουθενά ημερομηνίες, ενδεικτικό της καταγραφής  σημαντικών γεγονότων που διαδραματίζονται μέσα σε μια μέρα. Θα μπορούσε να είναι ίσως μια σύντομη αυτοβιογραφία; Ούτε αυτό. Θεωρώ ιδιαίτερα κουραστικό να κάτσω να θυμηθώ τόσα και τόσα (ενδιαφέροντα αναμφίβολα για μένα, ίσως όχι για τους άλλους) που συναποτέλεσαν τη ζωή μου. Ίσως φοβάμαι και λίγο την ασθενική μου μνήμη, μήπως μπερδέψω πρόσωπα και πράγματα, μήπως άθελά μου αποσιωπήσω καταστάσεις οδυνηρές, που το μυαλό μου αυτοβούλως έθαψε. 
Σκόρπιες σκέψεις καλύτερα, κάτι σαν να αφήνομαι σε μια αυτόματη γραφή, όπως λέγαμε κάποτε τον τρόπο που εκφραζόντουσαν οι υπερρεαλιστές, σίγουρος (περισσότερο απ’ όσο ήταν εκείνοι) ότι το αποτέλεσμα θα συνιστά λογικό κείμενο.
Δεν ήξερε τι να του πει. Την είχε μια χαρά ξαφνιάσει με την κίνησή του να της εμπιστευθεί κάτι τόσο προσωπικό. Ούτε το όνομά τους δεν είχαν ανταλλάξει ακόμη, και αυτός…
Αλλά περισσότερο ένιωθε ότι δεν είχε κάτι να του πει. Αλήθεια. Αυτή δεν είχε ως τώρα ποτέ σκεφθεί να καταγράψει κάποια σημαντικά περιστατικά της ζωής της. Να καταγράψει; Ούτε με το μυαλό της δεν είχε ποτέ βάλει σε μια σειρά, αξιολογική ας πούμε, τα γεγονότα που στάθηκαν σημαδιακά γι’ αυτήν. Τη ζωή της το ίδιο.  Της ήταν αδύνατο να οργανώσει το παραμικρό, πόσο περισσότερο να…
Για ποιο λόγο άλλωστε να κάνει κάτι τέτοιο; Και μάλιστα να το κρατήσει και γραμμένο, λες και επρόκειτο κάποιος να το διαβάσει.

Ο άλλος σαν να κατάλαβε ότι την είχε ξαφνιάσει, ίσως και να τον παρεξήγησε για την τόση του οικειότητα. Μαζεύτηκε  και…
«δεν πειράζει, να, έτσι σκέφτηκα να σας το δείξω μήπως και με βοηθούσε η δική σας παρατήρηση, αλλά…μην ενοχλείστε, θα σας αφήσω να πιείτε τον καφέ σας με την ησυχία σας. Ξέρετε, όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο νιώθω την ανάγκη να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με τους άλλους». 
Σαν να κατάλαβε ότι με τη σιωπή της μάλλον τον είχε απομακρύνει. Ένιωσε λίγο περίεργα, γιατί αυτός φαινόταν καλοπροαίρετος. Και στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήταν και τόσο φοβερό να πιάνουν κουβέντα δυο άγνωστοι. Πήγε να αποκαταστήσει κάπως το διαταραγμένο κλίμα. 
«Ξέρετε, να, απλώς ξαφνιάστηκα με την ερώτησή σας. Δεν το έχω ποτέ σκεφθεί. Είναι που δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να σας βοηθήσω με τη δική μου παρατήρηση. Ας πούμε εγώ δεν θα έκανα ποτέ μια τέτοια σκέψη. Να καταγράψω γεγονότα της ζωής μου…όχι, αποκλείεται. Εσείς, όμως, φαίνεται να το έχετε ανάγκη, οπότε καλά κάνετε. Μάλλον.»

Την κοίταζε με το ίδιο φιλικό βλέμμα που την έκανε πριν λίγη ώρα να πιάσει κουβέντα μαζί του, δηλαδή με έναν άγνωστο. Δεν πρόλαβαν, όμως, να πουν τίποτε άλλο, γιατί κάποιες ψιχάλες, που άρχισαν να πέφτουν αραιά στην αρχή και γρήγορα πύκνωσαν, τους ανάγκασαν να σηκωθούν και να τρέξουν προς το εσωτερικό του μαγαζιού. 
Εκείνη τίναξε λίγο τη βροχή από τα μαλλιά της και ακούμπησε τον καφέ της στο τραπεζάκι, δίπλα από τον άλλο καφέ και λίγο πιο μακριά από τα βρεγμένα χαρτιά, που βιαστικά εκείνος είχε μαζέψει. Είχαν θεωρήσει μάλλον φυσικό να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι. Άλλωστε είχαν αφήσει μια κουβέντα στη μέση. 
Η αλήθεια είναι ότι τέτοιου είδους κουβέντες ποτέ δεν τελειώνουν στην ουσία, μια και η αοριστία του θέματος ή έστω η ασάφεια των απόψεων των συνομιλητών απομακρύνει από μια συμφωνία ή μια αμοιβαία υποχώρηση, ώστε να συναντηθούν σε κάποιο κοινό τόπο οι διαφορετικές αντιλήψεις. Έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση η κουβέντα ξεστράτισε πάλι σε ανούσιες, τυπικές παρατηρήσεις. Συστήθηκαν, βέβαια, κάτι που δεν είχαν κάνει εξ αρχής και βρέθηκαν με κάτι κοινό στη ζωή τους. Ήταν και οι δυο συνταξιούχοι (αυτή με πρόωρη), ζούσαν μόνοι από επιλογή έχοντας διατρέξει αρκετά χρόνια με γάμους ή συμβιώσεις. Ήταν άραγε αυτά αρκετά για μια μεταμόρφωση της περιστασιακής τους συνάντησης σε μια πιο μόνιμη σχέση; Ενδόμυχα και οι δύο μάλλον το απέκλεισαν, γιατί μετά από λίγη ώρα, αυτή πρώτη σηκώθηκε να φύγει, μια και η βροχή είχε σταματήσει έτσι ξαφνικά, όπως είχε ξεκινήσει. Τον χαιρέτησε ευγενικά, είπε δυο λόγια (χωρίς να τα αισθάνεται και τόσο) για αυτό που επιθυμούσε ο άλλος να γράψει, κάτι σαν «μακάρι να βρείτε τον τρόπο να καταγράψετε αυτά τα σημαντικά στη ζωή σας. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να βοηθήσω έστω και λίγο. Φταίει και η αρνητική μου στάση ως προς τέτοιου είδους καταγραφές. Το παρελθόν δεν είναι μπροστά μας, άρα το αφήνουμε και προχωράμε».
Πήρε με τα πόδια τον δρόμο για το σπίτι. Παλαιότερα αυτό το έκανε κατά κανόνα, τώρα πιο σπάνια. Αλλά είχε ξαφνικά τη διάθεση να περπατήσει, αφού και ο καιρός το επέτρεπε. Λίγη ψύχρα από τη σύντομη βροχή δεν στάθηκε ικανή να την αποθαρρύνει. Το περπάτημα, άλλωστε, δίνει και την ευκαιρία σε σκέψεις. Και μάλλον αυτό το είχε ανάγκη.
Χωρίς να το θέλει το μυαλό της γύρναγε στον άνθρωπο που πριν λίγο είχε αποχαιρετήσει. Πώς μπορεί κάποιος να επιθυμεί αυτό το γύρισμα στο παρελθόν; Πάντα της δημιουργούσε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, κάτι σαν σφίξιμο στην καρδιά. Πολύ συχνά μονολογούσε με πονάνε όλα αυτά, δεν θέλω να θυμάμαι. Ας αφήνει κανείς τα περασμένα στον παρελθόντα χρόνο, χωρίς να υποσκάπτει το μυαλό του ζητώντας ερμηνείες και εκδοχές. Δεν οδηγούν πουθενά. Εφόσον είναι αδύνατον νααλλάξεις τα γεγονότα, τι ωφελεί να τα κλωθογυρίζεις στο μυαλό σου; Ακόμη περισσότερο, γιατί να θέλεις να τα δεις και γραμμένα;

Λίγη ώρα αργότερα, στο σπίτι, πήρε να αποτελειώσει το βιβλίο που διάβαζε αλλά τα γράμματα πηδούσαν μπροστά της. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Σηκώθηκε, πήρε ένα χαρτί και με το στυλό της έγραψε τη φράση  
Κι αν έχει δίκιο;
Την κοίταξε για λίγο και συνέχισε: 
Σήμερα είχα μια περίεργη συνάντηση. Ξεκίνησα με μια παρόρμηση να προκαλέσω το τυχαίο, να πάω σ’ ένα ραντεβού χαμένο μέσα στον χρόνο και στη μνήμη μου. Και βρέθηκα να πίνω τον καφέ μου μ’ έναν άγνωστο, δυο ξένοι στη μέση του πουθενά, και να συζητώ για τη σπουδαιότητα που έχουν κάποια γεγονότα στη ζωή μας.
Ξαναδιάβασε τη σκέψη της και άφησε το χαρτί στο τραπέζι. Και μόνη η ιδέα να κάτσει να γράψει αυτό που σκεφτόταν της προξένησε ευθυμία. Γιατί να μην το συνεχίσει; Αλλά θα άντεχε να βάλει σε μια σειρά κάποια γεγονότα που  έζησε, να τα δει έτσι μπροστά της, γραμμένα στο χαρτί, και να τα αξιολογήσει; Όχι, όμως, τώρα. Ήταν κουρασμένη.
Πήγε για ύπνο με το μυαλό της στην αυριανή μέρα.

Στο μικρό καφέ της πλατείας ο άντρας μάζεψε τα χαρτιά του, τα δίπλωσε προσεκτικά και τα έβαλε στην τσέπη του. Μετά σηκώθηκε αργά, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Κατευθύνθηκε προς το φανάρι για να περάσει απέναντι. Λίγο πριν φτάσει στην άκρη του πεζοδρομίου, στάθηκε μπροστά στο καλάθι απορριμμάτων, έβγαλε τις προσεκτικά διπλωμένες σελίδες και τις πέταξε μέσα. Σαν πιο ξαλαφρωμένος πέρασε απέναντι και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Μια σκέψη του τον έκανε να χαμογελάσει Μπορεί και να έχει δίκιο.

Διώνη Δημητριάδου


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)

-----------------------------



*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

"Γεράκι στο κλουβί" της Ολβίας Παπαηλίου



επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*
                                                 notachryssina@gmail.com


Unknown French artist
1907

«Τί θα μπορούσε να γινότανε αλλιώς;», αναρωτιέμαι καμμιά φορά, μέσα στα όνειρα του ανάλαφρου ύπνου. Και κάποιες φορές, κάτι μου φαίνεται πως θα γινότανε ν’ αλλάξει.

Θυμάμαι κάποτε, είχαμε πάει με το θείο μου σε μία ζωοπανήγυρη: είχαμε πάρει μαζί και τον ξάδελφό μου τον Κώστα, ήταν δυο χρόνια από μένα μικρότερος. Και θα πουλούσαμε την κατσίκα τη Μόρφω, νομίζω (και για βοήθεια θαρρώ μ’ είχε πάρει, γιατί καλύτερα είναι δυο χέρια ακόμα). Κι ας ήμουν-δεν ήμουν οχτάχρονο, ήξερα ήδη να δένω τα ζώα μας. Είχαμε πάει με την παλιά του την κούρσα, την είχε φτιαγμένη με πίσω να έχει κλουβάκι: διπλό, μεγαλείο! Και κάτω φορτώθηκε η Μόρφω, στο πάνω κλουβί θα φορτώναμε κότες.

Εκεί, όταν φτάσαμε: κακό, φασαρία, μαλλί της γριάς μοσχομύριζε. Θα παίρναμε αργότερα, είπαμε: κι ο Κωστής καθότανε φρόνιμος, και η Μόρφω (η Μόσχω; δε θυμάμαι ακριβώς...). Ωραία ήταν όλα, φορούσα ενα ψευτοβραχιόλι, μου το ΄χε χαρίσει η γιαγιάκα μου. Μας λέγανε κάποιοι Τουρκόγυφτους, Αλανιάρηδες, Καρεκλάδες. Τα μαλλιά μου τα είχα κοτσίδα, συνήθως μασούσα τις άκρες. Και τα αυτιά μού τα είχαν τρυπήσει, αισθανόμουν ιδιαίτερα όμορφη. Το θείο μου, τον είχα αγάπη. Αυτός, ήταν άνθρωπος άγιος, φαινόταν: είχε τα μάτια του μπλε σαν τη θάλασσα, κι αυτό είναι σπάνιο φαινόμενο: λέγανε κάποιοι πως είχε τη Χάρη να βλέπει τα αυριομελλούμενα.
Εκεί, στο παζάρι των ζώων – πουλήθηκε η Μόρφω μας άκλαφτη, πήγαν κι οι κότες παρέα της, είχαμε κάνει καλά τις δουλειές μας. Όταν ήταν να φύγουμε ήρθε κάποιος μαζί μας: κι εγώ πια στην κούρσα δε χώραγα, με πήρε στα χέρια του ο θείος μου, με φόρτωσε στο πάνω κλουβί με το άχυρο, μου έδωσε όμως κροσσάτο προσκέφαλο, αν ήθελα λέει να καθήσω καλύτερα. Εκεί είχε αρχίσει το χάλασμα: στο άχυρο έκατσα, με την όμορφη φούστα μου (που ήταν φτιαγμένη από προίκας παλιάς τα υφάσματα, ίσως ένα σεντόνι με κλάρες). Είχε ο θείος μου βρει ένα φίλο παλιό, ένα τύπο περίεργο που είχαν πάει μαζί στο στρατό, αν θυμάμαι. Κι επειδή δεν εβάλαν αυτόν στο κλουβάκι, οργίστηκα. Σταματήσαμε κάπου στα Μέγαρα. Φανταζόμουν παλάτια και σπίτια φτιαγμένα θεόρατα: μας προσκάλεσε σε μια άθλια ταβέρνα, μα είχε αρχίσει ο Κωστής (και εγώ) να πεινάμε. Ήπιαν μπύρες, εμείς λεμονάδες. Ήπιε ο θείος μου κι άλλο, κι ακόμα. Ο Κωστής είχε βγει στην αυλή, για να παίξει. Εγώ φόραγα ωραία παπούτσια (περσινά, της ξαδέρφης της Νίτσας). Ήταν ξώφτερνα, με ένα λουράκι. Είχαν όμως και λίγο τακούνι και δε με βολεύανε. Είχα αρχίσει λοιπόν και βαριόμουνα, εκεί στο τραπέζι κι εγώ καθισμένη. Είχα και λίγο, να πούμε, τα νεύρα μου – γιατί δε μου είχε περάσει ο θυμός που με είχανε βάλει να κάτσω στα άχυρα: στο ταξίδι, κρυβόμουνα πίσω απ΄του θειού το κροσσάτο προσκέφαλο, και κουνούσα τα χέρια μου σαν ακόμα να χόρευα, σαν πουλί που θα πέταγε, σαν κορίτσι, σαν αλαφροΐσκιωτο. Χάζευα το ψευτοβραχιόλι μου, για να μη βλέπω το τί είδε ο κόσμος: μια Τουρκογύφτισσα σ’ ένα κλουβί βαλμένη, για τις κότες.

Ο θείος είχε αρχίσει και έβλεπε γυάλινα, τα μπλε του μάτια μου φαινόντανε σαν κόκκινα, και ύστερα τον πήρε ο ύπνος. Ο άλλος είχε ρίξει λεφτά στο τζουκμπόξ, και πατούσε κουμπιά με τραγούδια: μετά είχε αρχίσει αυτός, να χορεύει. Με ρώτησε τότε αν ήξερα να χορεύω νησιώτικα, τί τραγούδια μου άρεσαν. Με κέρασε ούζο. Μετά είχα βγάλει εγώ τα παπούτσια μου, του έδειξα τί μου είχανε μάθει να κάνω. Καλά τα τακούνια, μα ο χορός θέλει άφεσμα. Η φούστα-σεντόνι ανέμιζε μόνη της.

«Το ξέρεις πως είσαι ωραία;», το ήξερα. «Το ξέρεις ότι είσαστε φτωχοί σαν τους ζητιάνους, και χειρότερα;», (όχι, δεν ήξερα). «Ξέρεις πόσα λεφτά είναι, που μου χρωστάει ο θείος σου; Αν θέλω, φωνάζω νάρθουνε εδώ οι αστυνόμοι». Εγώ, είμαι άφωνη – ο θείος κοιμάται με το στόμα ανοιχτό, στην καρέκλα. Το ούζο δακρύζει σα σύννεφο μες στο ποτήρι, το πίνω. Θα το ξαναγεμίσει, αργότερα. Αφού μ’ έχει πάει πιο πριν να με πλύνει, στο μέρος. Από κείνη τη μέρα, θυμάμαι: δε μίλαγα πια, ούτε χόρευα. Είχα αρχίσει να πίνω, κρυφά, πριν τον ύπνο. Για χρόνια, θα λέω τη δικιά μου ιστορία αλλιώς: πως είχα περάσει την άδεια επαρχία με κάρο, με άμαξα – εικόνα από αργή ταινία. Η αλήθεια είναι αυτή που σας λέω: αλλά, τί άραγε γινόταν να γινότανε αλλιώς;

Ολβία Παπαηλίου, 2015




 Η Ολβία Παπαηλίου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε Συμβουλευτική και Αναλυτική Εικαστική Ψυχοθεραπεία στα πανεπιστήμια του Σέφηλντ και του Ληντς, και ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Ζει και εργάζεται στο Γιόρκσηρ. Κείμενά της έχουν βραβευθεί από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση ποίησης και λογοτεχνίας από την αγγλική, και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Οδός Πανός» και «Το Δέντρο». Έχει εκδόσει μια ποιητική συλλογή (Μόνιμο Ύδωρ - Ζωντανό Νερό, εκδόσεις Οδός Πανός, 2013). Ο θεατροποιημένος της μονόλογος "Η Χάρριετ πήγαινε όποτε τη φώναζαν" παρουσιάστηκε σε θεατραναλόγιο στην Αθήνα. Γράφει και δημιουργεί δρώμενα και εικαστικές παρεμβάσεις σαν μέρος της διαρκούς της έρευνας μεταξύ δημιουργικότητας και θεραπευτικής διαδικασίας (σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο). Μέρος αυτής της έρευνας και των διαδραστικών της διαδικασιών παρουσιάζεται στο ιστολόγιό τηςhttps://olviapapailiou.wordpress.com/ (at the corner of Grace and Rapture way, αλχημεία και έκ-σταση). Την ενδιαφέρει η Αλχημεία και η Δυναμική Ονειροπόληση όπως βιώνεται μέσα από την εμπειρία της διαρκούς τεχνοδημιουργίας.



 *Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

"ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΛΟΥΠΗ" της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ



επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com

                                        

Fred Hatt, drawing with energy




                                                                      
                           ΤΟΝ  ΕΛΕΓΑΝ  ΛΟΥΠΗ
  

 «ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ  ΣΧΟΛΕΙΟΝ»… Μισοσβησμένη η επιγραφή ψηλά στον τοίχο του παλιού κτηρίου. Από το μισάνοιχτο παράθυρο φαίνονταν  κάμποσα θρανία, λίγα βιβλία και τετράδια πεταμένα στο πάτωμα, σα ναυάγια που βούλιαζαν κάτω από ένα παχύ στρώμα σκόνης.
 Έρημη, χωρίς παιδικές φωνές, η αγκαλιά της μεγάλης αυλής. Mελαγχολικό το πανύψηλο  πεύκο, που είχαμε φυτέψει μικρό φυντανάκι, μ’ ένα κορμό σαν το δάχτυλο του χεριού μας. «Μαζί θα μεγαλώνετε. Να δούμε ποιος θα ψηλώσει πιο γρήγορα», μας έλεγε γελώντας ο δάσκαλος. Κι εκείνο πήρε όλα τα παιδικά μας όνειρα, τ’ ανέβασε ψηλά, σκαρφαλωμένα πάνω σε κλαδιά τεράστια και τ’ άφησε να λικνίζονται στον άνεμο.
    Πιο πέρα, εκεί που παίζαμε «κρυφτό», «κουτσό», «πινακωτή», «η ζώνη πάει περίπατο», θεριέψανε τ’ αγκάθια και τ’ αγριόχορτα. Μάταια έψαχνα  κάποιο ίχνος από τα περβολάκια, που μας είχε μοιράσει εκείνος  ο φωτισμένος  δάσκαλος. «Να φυτέψετε ό,τι θέλετε», μας είπε. Στο τέλος της χρονιάς θα βραβευτεί το καλύτερο. Το πρώτο ρόδο άνθισε στο δικό μου κήπο. Ένα ρόδο ροζ απαλό, σαν μαγουλάκι μωρού, που μοσχομύριζε. Από τότε, μου φαίνεται πως κάθε ευχάριστη στιγμή της ζωής μου μυρίζει ροδόσταμο.
Όταν γνώρισα τα σχολειά  της πόλης κατάλαβα πόσο τυχερά παιδιά ήμασταν εμείς, που κάναμε το μάθημα της Φυτολογίας έξω στην αυλή, καθισμένα πάνω στο ανθισμένο τριφύλλι.
              Έσπρωξα την κεντρική πόρτα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα . Κάθισα σ’ ένα καλοφτιαγμένο, από χέρι παλιού μάστορα, ξύλινο θρανίο. Από κείνα που είχαν φιλοξενήσει γενιές και γενιές μαθητών. Από τον απέναντι τοίχο με κοίταζε ο Καραϊσκάκης, η Μπουμπουλίνα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με μια ματιά γεμάτη πίκρα. Στη γωνιά, κοντά στη στέγη,  μια άδεια χελιδονοφωλιά περίμενε.
Δεν ξέρω για τα χελιδόνια, μα τα τελευταία παιδιά, τρία Αλβανάκια και δυο δικά μας, είχαν μεταναστεύσει oριστικά στη διπλανή κωμόπολη, πριν από πέντε χρόνια. Το σχολείο έκλεισε. Το χωριό γερνούσε.  Ένας  ένας οι παππούδες έφευγαν παίρνοντας μαζί τους σπίτια πετρόχτιστα, ανθισμένες αυλές, πανηγύρια, τραγούδια, παρέες και βεγγέρες στις γειτονιές.     
              Κοίταζα με συγκίνηση και χάϊδευα απαλά την επιφάνεια του θρανίου σαν να χαιρετούσα ένα παλιό, καλό φίλο, που είχα χρόνια να τον δω. Το μάτι μου έπεσε  σ’ ένα όνομα χαραγμένο πάνω στο ξύλο, ίσως με κάποιο κοφτερό μαχαιράκι: «ΚΩΣΤΗΣ- 1971».
Πάγωσα. Όπως και τότε. Όπως εκείνη τη μέρα. Ο Κωστής! Αυτό το όμορφο δωδεκάχρονο αγόρι. Ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Ο απουσιολόγος μας, που τον καμάρωναν μικροί και μεγάλοι στο χωριό.

        Γέλια , πειράγματα, φωνές γέμισαν την αίθουσα.
Σιωπή … άκουσα ξαφνικά την αυστηρή φωνή του δασκάλου. Που είναι ο Κωστής; Γιατί δεν ήρθε σήμερα;  Κανείς μας  δεν ήξερε. Το μάθημα άρχισε και προχωρούσε κανονικά, όπως κάθε μέρα, όταν ακούστηκαν φωνές και κλάματα μαζί με τον ήχο της καμπάνας που χτυπούσε πένθιμα. Ο δάσκαλος ξαφνιασμένος βγήκε έξω να μάθει τι συμβαίνει και μεις βρήκαμε την ευκαιρία να πεταχτούμε  στην αυλή. Από κει βλέπαμε τις γυναίκες να τρέχουν πάνω κάτω, να χειρονομούν απελπισμένα και να φωνάζουν κλαίγοντας.
«Ω  τη  γ-κακομοίρα συφορά».
«Ω  Παναγία μου και γιάντα δεν την ελυπήθηκες».
«Ώφου,  κρίμας το κοπέλι».
Ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ακούστηκε από τον απέναντι δρόμο και φάνηκαν τρεις χωροφύλακες σέρνοντας το Λούπη δεμένο με χειροπέδες. Στριφογύριζε σαν το ζώο  που πιάστηκε στην παγίδα, προσπαθώντας να ξεφύγει.
«Κρεμάσετέ τονε το γ-κερατά».
«Να τονε γδάρουνε ζωντανό», φώναξε μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Κάποιοι άλλοι άρχισαν να του πετούν πέτρες. Μα οι χωροφύλακες έτρεξαν γρήγορα, τον έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν.
            Ο δάσκαλος μπήκε μέσα κατάχλωμος. Μας μάζεψε στην αυλή και με φωνή που έτρεμε, μας είπε να πάμε στα σπίτια μας να ετοιμαστούμε.  Σε λίγες ώρες θα γινόταν η κηδεία του συμμαθητή  μας, του Κωστή. Έμεινα ακίνητη, άφωνη, σα μαρμαρωμένη.  Ο χρόνος σταμάτησε και μ’ ένα παγωμένο χέρι μ’ έσπρωξε απότομα στο κενό, σε μιαν άλλη πραγματικότητα που αγνοούσα κι ας ήταν τόσο κοντά μου. Εκείνη την αδιανόητη του θανάτου. Τρομακτική η  πτώση. Και η πύλη της Εδέμ,  μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, έκλεισε οριστικά πίσω μου.
             Μια μέρα στα μέσα του Μάη. Με ρόδα στις αυλές, μπουκέτα στα παιδικά μας χέρια, κι ένα ανθισμένο  μικρό φέρετρο, που ο επιτάφιος θρήνος  της μάνας έραινε, ως δρόσος πρωινή, με σπαραχτικούς δεκαπεντασύλλαβους.
              
             «Υγιέ μου, κανακάρη μου, θάρρος κι απαντοχή μου
               Πως εψυγομαράθηκες ρόδο και γασεμί  μου»

            « Παιδί μου, κανακάρη μου, κολτζέ και καντιφέ μου
              άνοιξε τα ματάκια σου και γλυκομίλησέ μου
             
              «Σαν το ξεπετασάρικο ήφηκες τη φωλιά σου
               Φως μου, μα  δεν επρόλαβες  ν’ ανοίξεις τα φτερά σου».
             
             Ποτέ δε θα ξεχάσω τα μάτια της. Αυτό το βλέμμα μόνο σε μια εικόνα    της Παναγίας  τό ’χα ξαναδεί. Δίπλα στον Εσταυρωμένο Γιο της.
Θυμήθηκα τότε αυτά, που μας είχαν πει στο σχολείο, για το γιο της χήρας της Ναϊν. Δεν μπορεί, έλεγα, θα την ακούσει ο Χριστός και θα περάσει κι απ’ το χωριό μας  να πει στον Κωστή  «νεανίσκε εγείρου».
 Ένα μονάκριβο γιο είχε κι η κερά Κώσταινα, η χήρα. Οι δικοί της την πάντρεψαν στα δεκάξι της, χωρίς τη θέλησή της. Βιάστηκαν, από φόβο μη χάσουν τον πλούσιο γαμπρό. Μα έζησε μαζί  του μόνο τρία χρόνια. Πέθανε από καρδιά, λέγανε, όταν εκείνη ήταν έγκυος. Ο Κωστής πήρε το όνομα του πατέρα του, που δε θα γνώριζε ποτέ. Από τότε, χήρα πια, ντύθηκε στα μαύρα, έβαλε το μαντήλι κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Το μοναχοπαίδι της ήταν ολόκληρη η ζωή της. Και τώρα η ζωή της, που κλείστηκε σε κείνο το λευκό φέρετρο,  όδευε αργά  στο στενό δρομάκι ανάμεσα στις ανθισμένες ελιές, με τη συνοδεία πάνδημης οδύνης και  οργής. Τα μοιρολόγια διακόπτονταν πότε πότε από αγριεμένες φωνές:
«Να μας τον αφήσουνε να τονε σφάξομε απάνω στο μνήμα σαν τ’ αρνί».
            Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Οι μεγάλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα κι όταν πλησιάζαμε εμείς τα μικρά, σταματούσαν απότομα τη συζήτηση κι άλλαζαν θέμα. Μας κοίταζαν προστατευτικά, σαν να ήθελαν να μας κρατήσουν μακριά από κάτι απειλητικό. Σαν να υπήρχε κάτι που προκαλούσε ντροπή, κάτι πιο τρομερό, ακόμη κι από τον ίδιο το θάνατο. 

            Εκείνο το βράδυ καθόμουν ζαρωμένη στην αγκαλιά της γιαγιάς μου και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να πάω για ύπνο. Νόμιζα πως έβλεπα σ’όλες τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού το αγριεμένο πρόσωπο του Λούπη  κι άκουγα το ηλίθιο γέλιο του.
«Έλα ,παιδί μου να κοιμηθείς . Έλα, νά ’χεις την ευκή μου. Μη φοβάσαι. Και πριχού να κοιμηθείς, κάμε με τη χέρα σου ένα σταυρό στο μαξελάρι . Ύστερα  να πεις
                       « Θέτω κάνω το σταυρό μου
                        άρμα έχω στο πλευρό μου.
                        Δούλος του Θεού λογούμαι
                        και κιανένα δε φοβούμαι ».

Κάθισε δίπλα  στο κρεβάτι και κρατώντας μου το χέρι, άρχισε να μου τραγουδά. Η γλυκιά φωνή της σιγά σιγά με ηρεμούσε. Χωρίς να το θέλω, έκλειναν τα μάτια μου, ενώ άκουγα από δω κι από κει κάποιους σκόρπιους στίχους.

                       «  Κανελλόριζα και άνθη της κανέλλας
                         Φούντα της μηλιάς….

                         Δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δεν την είδε
                         Μόνο η μα … μόνο η μάνα της…»

            Για πολλές νύχτες έβλεπα το ίδιο εφιαλτικό  όνειρο. Ο Κωστής με το αγγελικό πρόσωπο να χαμογελά όρθιος, μπροστά στον πίνακα. Ξαφνικά άρχιζε να παίρνει τη μορφή  μικρού φυτού. Στη θέση του κεφαλιού του άνθιζε ένα όμορφο λουλούδι, που εμείς το λέγαμε ήλιο. Ένα ηλιοτρόπιο. Τότε, μέσα από σκοτεινό σύννεφο ένας  λύκος άγριος,  με το στόμα ανοιχτό, ξεπρόβαλλε  αργά αργά πίσω του. Τα κατακόκκινα  μάτια του και τα σουβλερά του δόντια γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Ήθελα να φωνάξω μα δεν μπορούσα. Ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία και ο φόβος μου, που ξυπνούσα πάντα σ’ αυτό το σημείο, με γοερό κλάμα.

            Λούπης ήταν το παρανόμι του. Το πραγματικό του όνομα δεν το είχα ακούσει μέχρι τότε. Η γιαγιά μου έλεγε πως τον φώναζαν έτσι, γιατί δε χόρταινε ποτέ και κατάπινε το φαγητό που του έδιναν αμάσητο, «ωσά  ν-το λούπη». Πολύ αργότερα μαθαίνοντας στα Λατινικά το απόφθεγμα  «Homo homini lupus», δεν μπορούσα να πιστέψω τη σύμπτωση. Φαίνεται πως δεν είναι τελικά αθώες οι λέξεις. Ίσως, βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους, να προκαλούν τη μοίρα. 
 Ο λύκος, που έγινε lupus, ξαναγύρισε ως Λούπης. Με μια βασική διαφορά. Δε σκότωνε, για να επιβιώσει. Ήταν άνθρωπος.
             Έλεγαν πως γεννήθηκε λειψός στο μυαλό και πως γι’ αυτό έφταιγε ο πατέρας του που ήταν αλκοολικός. Άλλοι πάλι πως του έμεινε από βαριά αρρώστια, όταν ήταν μικρός. Συγγενείς άλλους  δεν είχε. Μετά το θάνατο των γονιών του έμεινε ολομόναχος. Ζούσε με το μεροκάματο που έπαιρνε από κάποιες αγροτικές δουλειές, όταν είχε διάθεση να δουλέψει.
 Γεροδεμένος  και δυνατός σα βουβάλι, μπορούσε να σηκώνει όλη μέρα ολόκληρα τσουβάλια γεμάτα ελιές και να τα φορτώνει στο φορτηγό, μόνο με το ένα χέρι. Μα τις περισσότερες φορές παρατούσε τη δουλειά, χωρίς να πει τίποτα σε κανένα κι έφευγε. Φορούσε τ’ αποφόρια και τα ρούχα όσων είχαν πεθάνει, μέχρι να γίνουν πάνω του λιγδιασμένα κουρέλια. Τ’ άλλαζε μόνο αν βρισκόταν κανείς να του δώσει άλλα.  Ο τρόπος που μιλούσε, προκαλούσε συχνά γέλια και πειράγματα.
«Α πάει Μανόλη χωγιό α πάει (θα πάω στου Μανόλη το χωριό)».
«Τώνε τώνε εμένα ε δίνουνε πάμα οι  μαϊμούνε (τρώνε τρώνε και σε μένα δε δίνουν τίποτα οι μαϊμούδες)».
Όμως , όταν τα πειραχτήρια του χωριού του έκαναν χοντρές πλάκες κι αγρίευε, τότε, κατά ένα περίεργο κι ανεξήγητο τρόπο,  η γλώσσα του λυνόταν και κατέβαζε  καντήλια και Αγίους με τις βρισιές του.  Η απαραίτητη επωδός πάντοτε, σε κάθε βρισιά, ήταν  «πουτάνεεες…».
            Μπορούσε να φάει απίστευτες ποσότητες φαγητού.  ΄Ελεγαν πως μια γειτόνισσα είχε ζυμώσει και δεν του έδωσε ξεφουρνιά, δηλαδή ένα κομμάτι ζεστό ψωμί. Νευριασμένος πήγαινε πάνω κάτω, περιμένοντας να σκοτεινιάσει. Μπήκε τότε μέσα στο φούρνο, που ήταν γεμάτος παξιμάδι και το έφαγε μονομιάς όλο. Δεν άφησε ούτε ψίχουλο. Την άλλη μέρα έλεγε γελώντας.
«Ένα κάτη μεγάλο εμπήκε λέει το φούνο Μαγιόρας (λένε πως ένας μεγάλος γάτος μπήκε στο φούρνο της Μαργιόρας)».
Τις νύχτες τριγυρνούσε στο χωριό σα φάντασμα κι έκλεβε ό,τι έβρισκε, ακόμη και πράγματα που του ήταν εντελώς άχρηστα.  Αν τον καλόπιανες, μπορεί και να σου επέστρεφε τα κλοπιμαία. Εκτός από τα γυναικεία εσώρουχα, που χάνονταν συχνά από τις απλώστρες των σπιτιών.
            Κάποιοι τον φοβέριζαν με την αστυνομία, όταν το παράκανε με τις παλαβομάρες του, μα οι περισσότεροι έδειχναν κατανόηση. Τι περιμένεις, χαζός είναι, λέγανε. Δεν έλειπαν όμως κι εκείνοι που για χάρη της  διασκέδασής τους, τον αποτρέλαιναν με τα πειράγματά τους. Όμως όλοι  τον θεωρούσαν ακίνδυνο. Κανείς δεν πίστευε πως μπορούσε να κάνει  κάτι τόσο φοβερό. Ως εκείνη τη μαύρη μέρα, που τους διέψευσε, με το χειρότερο τρόπο.
            Από τότε ο Λούπης εξαφανίστηκε από το χωριό.  Ξεχάστηκε μαζί με όσα έγιναν, όπως ξεχνιούνται όλα, όσο τραγικά κι αν είναι. Είπαν πως ήταν στη φυλακή ή σε κάποιο ίδρυμα.
            Μετά από πολλά χρόνια κι ενώ πίστευαν πως είχε πεθάνει, τον είδαν  ξαφνικά στο δρόμο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Γέρος πια, αγνώριστος βάδιζε με μεγάλη δυσκολία σέρνοντας το πόδι του. Ένα ράκος. Όμως το πρόσωπό του είχε  ακόμα την ίδια έκφραση του κυνηγημένου αγριμιού. Έφτασε στην πόρτα του μισογκρεμισμένου σπιτιού του  και  κάθισε στο κατώφλι. Κανένας δεν του μίλησε. Όλοι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, σα να ήταν αόρατος.
               Η κερά Κώσταινα γύριζε από τα χωράφι, όταν τον είδε απρόσμενα μπροστά της. Έγινε κατάχλωμη, όπως, όταν ξανανοίγει πολύ βαθιά πληγή κι αρχίζει να αιμορραγεί. Στηρίχτηκε στον τοίχο , για να μην πέσει κάτω. Η έκφραση του προσώπου της άλλαζε. Πότε φαινόταν στα μάτια της μια  τρομερή λάμψη θυμού αδικαίωτου, πότε η απελπισμένη αίσθηση του ανεπανόρθωτου και πότε ένα αίσθημα οίκτου γαλήνευε το πρόσωπό της. Λύγιζε, όπως η καλαμιά, που τη δέρνουν αντίθετοι άνεμοι.  Στεκόταν και  τον κοίταζε  ώρα πολλή, αμίλητη. Χωρίς θρήνου κραυγή  ή δάκρυ. Εκείνος  δεν τολμούσε να την κοιτάξει .Είχε ζαρώσει, λες κι ήθελε να εξαφανιστεί. Έτρεμε ολόκληρος.
 Οι γειτόνισσες τους  παρατηρούσαν κάνοντας  κύκλο γύρω τους, σαν βουβός χορός αρχαίας τραγωδίας. Κι ο χρόνος, ως Κορυφαίος, κάνοντας μικρά βήματα πίσω, άφησε χώρο να ξαναπαιχτεί, μες στην απόλυτη σιγή, το ξεχασμένο δράμα. Όλες κρατούσαν τη ανάσα τους προσμένοντας.
 Η κερά Κώσταινα στράφηκε, δίχως να  πει μια λέξη, και γύρισε  στο σπίτι της. Σε λίγο, την είδαν νά ’ρχεται πίσω κρατώντας ένα πιάτο φαγητό.
«Έλα, πάρε να φας» του είπε. Μα βλέποντας το χέρι του παράλυτο, κάθισε στο πλάι  και τον τάισε σαν  το μωρό.
« Άμα πεινάς νά ‘ρχεσαι στο σπίτι  να  σου δίνω ό,τι μου βρίσκεται».
 Κι ύστερα, όλες κατάπληκτες την άκουσαν να λέει φεύγοντας.
«Μάνα τον ήκαμε κι αυτό τον άχαρο. Ήντα να πω κι εγώ. Φταίει που γεννήθηκε ετσά παράορος ;  Δ ε γ-κατέχω. Ας τονε κρίνει ο Θεός».

            Ανάλαφρο φτερούγισμα μ’ έκανε να πεταχτώ  πάνω ξαφνιασμένη. Ένα χελιδονάκι μπήκε μέσα στο σχολείο, από το σπασμένο φεγγίτη. Έκανε δυο γύρους, αναγνώρισε άθικτη τη φωλιά του και κάθισε.
            Ευτυχισμένα χελιδόνια, πάντα μετ’ επιστροφής το μεγάλο σας ταξίδι. Ας ήταν έτσι και η δική μας αποδημία. Ας  ήταν να γύριζε πίσω, έστω για μιαν άνοιξη   και ο δικός μας « βίος ο δραπέτης…».
            Δεν ξέρω πόση ώρα βρισκόμουν εκεί.  Όταν βγήκα έξω αφήνοντας πίσω μου τόσες επώδυνες μνήμες, ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση. Ήταν η ώρα που μ’ άρεσε  να περπατώ στους εξοχικούς δρόμους του χωριού.                                             
Εκεί τη συνάντησα. Κρατούσε το καλαθάκι της μ’ όλα τα απαραίτητα. Ήταν Σάββατο και πήγαινε ν’ ανάψει το καντήλι. Την άλλη μέρα θα ήταν τα συναπαντήματα του παιδιού της.
Είχε ακόμα, παρά τα χρόνια της, την ίδια ψηλόλιγνη, αρχοντική  κορμοστασιά, το όμορφοκάμωμένο πρόσωπο με το στοχαστικό, καλοσυνάτο βλέμμα. Την έλεγαν Αγγελική, μα μετά το γάμο της με τον Κώστα, όλοι, όπως συνήθιζαν ,τη φώναζαν Κώσταινα.
 Μετά και του γιου της το χαμό έμεινε μόνη της.  Κι ας την ήθελαν οι καλύτεροι νέοι του χωριού. Κι ας την πολιορκούσαν με τα φλογερά τους βλέμματα. Κι ας της έστελναν το ένα μετά το άλλο τα προξενιά. «Τη γνώρισα γω την τύχη  μου» έλεγε. Μα δεν κλείστηκε στον εαυτό της  να θρηνεί τη μοίρα της. Πονετική και γλυκομίλητη έτρεχε πάντα, όπου είχαν ανάγκη  τη βοήθειά της. Όσοι είχαν κάποιο πρόβλημα ήξεραν πως θα εύρισκαν την πόρτα της ανοιχτή και την ίδια μ’ ένα χαμόγελο και μια καλή κουβέντα.  Όλοι οι ανήμποροι, οι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν κανένα να τους  συμπαρασταθεί, εύρισκαν καταφύγιο στο σπίτι της. Για ένα συχωρεμό, όπως έλεγε.
             Τώρα προχωρούσε στο στενό δρομάκι μέσα στο  λουλουδισμένο κάμπο. Χρώματα, ευωδιές, συναυλίες φτερωτών κι ένα μυρωμένο αεράκι της δρόσιζε το πρόσωπο. Παλιές, γνώριμες ελιές, βελανιδιές και κυπαρίσσια έσκυβαν να τη χαιρετήσουν. Ένα μικρό, κατακόκκινο σύννεφο έτρεχε ολομόναχο στον καθαρό ουρανό. Πονετικά του δειλινού η ώρα  έσταζε γαλήνη στην καρδιά της. Δεν μπορούσε να φανταστεί διαφορετικό τον Παράδεισο.  Όλα της φαίνονταν  καλά  και με σοφία καμωμένα. Η μόνη παραφωνία μέσα στην τόση ομορφιά, πίστευε πως ήταν  οι άνθρωποι. Αυτά τα αδύναμα  πλάσματα. Η σπορά του κακού. Κι όπως το συνήθιζε τελευταία, μονολογούσε.
  « Θε  μου, και γιάντα μας ήπεψες  εμάς τσ’ αθρώπους. Γιάντα μας ήβαλες  μέσα σε τουτονέ  τον όμορφο  κόσμο να τονε μαγαρίσομε».   

            Πλησιάζοντας στο νεκροταφείο είδε κάποιον να κάθεται πάνω στον τάφο. Ήταν ο Λούπης. Έκλαιγε με λυγμούς. Δίπλα στο σταυρό ήταν αφημένο ένα ματσάκι άγριες μαργαρίτες. Κάθισε σιωπηλά δίπλα του. Τα δάκρυά της, που νόμιζε πως είχαν στερέψει, έσταζαν πάνω στο μάρμαρο κι ενώνονταν με τα δάκρυα του φονιά του παιδιού της.
Ο ήλιος χαμήλωσε. Ένα χελιδόνι σπάθισε τις στιγμές στον αέρα και τις άφησε να πέσουν ακίνητες στα πόδια τους. -
            
  
         

  
                        
    


          Η  Ευαγγελία Πετρουγάκη γεννήθηκε στον  Ευαγγελισμό του Δήμου Μινώα-Πεδιάδος και  κατοικεί  στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι πτυχιούχος του κλασικού τμήματος, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.       
Η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Ενθύμιο φως», εκδόθηκε το 2009. Αθήνα, εκδόσεις Ταξιδευτής. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί , κατά καιρούς, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά ( «Ελλωτία», τ.6, Χανιά 1997,. «Κρητικοί Ορίζοντες», τ. 7, Ηράκλειο 1998,  περ. «Μπιλιέτο», Αθήνα  2008,  «Πνευματικοί Σταλακτίτες», Ηράκλειο 2009,  «Φηγός», Ιωάννινα, 2010,  «Κουκούτσι», τ. 8, Αθήνα, 2013 και στα ηλεκτρονικά περιοδικά «Κεδρισός» και «Ιδεόστατο»).    Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και έχουν περιληφθεί στην Ανθολογία «Χειραψία» (Έλληνες και Ούγγροι ποιητές των ημερών μας), δίγλωσση έκδοση, Βουδαπέστη,2008, και στην « Ανθολογία Κρητικής Ποίησης», έκδοση του Συμποσίου  Ποίησης και των εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2007. 
      Από το 2011  είναι συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης Διηγήματος Ηρακλείου και μέλος της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου. Επίσης είναι μέλος  του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας.
----------------------------


* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.


  




Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

"Ζωή σε δυο πράξεις" από τις ανέκδοτες "Κυριακές του Μπαμπά" της Ελένης Γκίκα





                   επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου


Toller Cranston "The Wishing Bouquet"



Ζωή σε δυο πράξεις


Νόρα με λένε…

Θυμάμαι όταν φτιάξαμε τη τζαμαρία ήτανε σα να μπήκε όλη η γειτονιά στο σπίτι. Ο μπάρμπα-Χρήστος ο μπακάλης πρώτα-πρώτα, για τον οποίο δεν μπορώ να πω και ότι μου έλειψε, ειδικά τις απόκριες. Κάθε πρωί τον έβλεπα μ’ άλλο καπέλο στη μόστρα. Στην αρχή, εκείνο της μάγισσας. Δεν με θυμάμαι παρ’ εκτός όπως η μάνα με περιγράφει: «θέλω μάγισσα!» Την άλλη μέρα ήθελα καουμπόης ή πιερότος. Την παράλληλα εκείνο που το φυσούσες και πεταγόταν σαν την κεραία του Μπίλυ της Μάγιας Μέλισσας. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν με έβλεπε κανείς όσο κι αν τα φορούσα.
Στηνόμουνα με τις ώρες τα πρώτα χρόνια στο μοναδικό παράθυρο ανεβασμένη στη μηχανή της μαμάς περιμένοντας. Φορώντας άλλοτε σάλι, φακιόλι, καπέλο, μάσκα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς περιμένοντας όλο και κάποιος να περάσει. Το στοίχημα ήταν για πόσο θα τον κέρδιζα. Ένα λεπτό; Δυο; Πέντε; κι αν του έπιανα την κουβέντα μπορεί και δέκα. Του μίλαγα ή μάλλον του έγνεφα, έκανα σχέδια, παντομίμες, έπαιζα ρόλους που κατά βάση αγνοούσε. Προσπαθούσε να μου μιλήσει, χειροκροτούσε ή χαμογέλαγε.
Με το που κάναμε την τζαμαρία τα πράγματα άλλαξαν. Αντί να βγω εγώ έξω μπήκαν εκείνοι μέσα: η μουγκή που τον πρώτο καιρό με τρόμαζε, αλλά μετά την συνήθισα, έμαθα ως και να ακούω και να την περιμένω κάθε πρωί στις δέκα για να ψωνίσει. Η θεία Κούλα που έτσι ή αλλιώς την λάτρευα. Μου έβαφε με μανό τα νύχια, ή τέλος πάντων αυτά τα υπόλοιπα «κοίτα πως τα ‘κανες!» Μεγάλωσα αρκετά μέχρι να μάθω ότι ακρωτηριασμός τελικά είναι το να τρως τα νύχια. Τον θείο τον Μίμη πρώτα τον άκουγα. Με τη σφυρίχτρα του και με τα γέλια του, με τα τραγούδια στον Νότη που θα τον κάνει αεροπόρο, χρυσοχόος έγινε, κανένας στη γειτονιά μας δεν έγινε εκείνο που προσδοκούσε. Ακόμα κι ο Στάμος ο κουτάλας που προς στιγμή φάνηκε ότι τα κατάφερε- ακολούθησε ένα τσίρκο της Αναλήψεως, «πήρα το πανηγύρι από πίσω» όπως μου είπε- κι αυτός γύρισε, τώρα έχει ένα μικρό ψιλικατζίδικο κι είναι αυλή- σπίτι.
Από τη γειτονιά, κατά συνέπεια κι από τη τζαμαρία μας, ελάχιστοι χάθηκαν. Λες κι είχε μέλι ή κατάρα άντε να άλλαξαν δρόμο, η Τασία, ο Κώτσος, η Ρούλα, η Αγγελικούλα ακόμα κι ο Λάκης της Σίτσας, έφυγε κι αυτός αλλά ξαναγύρισε. Το παιδί στη γωνία που θα τον έκοβε ένα φορτηγό κι ούτε κανείς θα τον έβλεπε έτσι όπως είχε κλειστεί στο χαρτόκουτο, κι αυτός επέστρεψε. Τον βλέπω στη μάντρα απέναντι από τότε που πέθανε η μάνα του. Η μάνα μου χαίρεται. «Ζούμε στην πιο όμορφη γειτονιά, στο κέντρο του κόσμου» μου λέει και διαβάζει πατερικά κείμενα τώρα που τα χέρια κουράστηκαν και δεν πλέκει πια. Θυμάμαι το βιβλίο εκείνης της Οζακίν της Τουρκάλας «Θα πρέπει να γεράσω εδώ;» για χρόνια το στόλιζα. Πίστευα ότι είχε όμορφο εξώφυλλο, ούτε που το θυμάμαι, αλλά τώρα που το ‘χασα το κατάλαβα.
Εδώ θα γεράσω.
Απ’ την καρέκλα μου άλλωστε βλέπω την πιο όμορφη άνοιξη. Την βουκαμβίλια που έχει απλώσει στην πόρτα, την εύθραυστη αγγελική που ξεκλάρωσε και το αναρριχώμενο, «σατανικό φυτό, θα μας ρίξει τους τοίχους», βλέπω ακόμα και τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, ροζ, μοβ, κίτρινες, κόκκινες, κι ό,τι ξεράθηκε, τον πατέρα μου να έρχεται Σαββατόβραδο φορτωμένος σοκολάτες και λουκουμάκια κι εκείνον τον τύπο, ντι-τι-τι τον φωνάζαμε. Κι ήταν σα να προανήγγειλε καλοκαίρι αφού υποσχόταν ότι θα σκότωνε τα κουνούπια.
Οι πιο όμορφες ώρες της τζαμαρίας ήταν όταν σκοτείνιαζε. Σπάνια ανάβανε φώτα. Ο δρόμος και το μπακάλικο απέναντι ήταν το θέατρο. Έβγαιναν τα παιδιά στο δρόμο αλλά συνήθως δεν μ’ άφηνες. Καθόμουν τότε για να μη με βλέπουν κατάχαμα. Να διαβάζω έτσι σκοτάδι δεν υπήρχε περίπτωση. Έκλεινα τότε τα μάτια και μόνο τους άκουγα. Τότε θαρρώ και με το νου μου πρωτάρχισα να γράφω. Έμενα όσο με άφηνες. Το υπέροχο, όμως, ήταν ότι η ιστορία που είχα αρχίσει, νύχτα και μέρα συνεχιζόταν…
Με λένε Νόρα, έλεγα, το «Κουκλόσπιτο» ακόμα το αγνοούσα. Νόρα από το θέατρο Νο, το Νόρα, πάντως σαν όνομα δεν ήταν της μόδας, το σίγουρο ήταν ότι το δικό μου, όμως, τόσο πολύ το μισούσα. Όπως κι αυτή τη μυγούλα στο τζάμι. Μυγούλα αισθανόμουνα. Είμαι μια σιωπηλή μύγα, της έλεγα και την παρακολουθούσα. Ώσπου κάποια στιγμή όταν άνοιξα την πόρτα βγήκε και χάθηκε. Ούτε τόλμησα.
Σκέφτηκα, τουλάχιστον μπορώ από δω να τα βλέπω και ν’ ανοιγοκλείνω άμα θέλω την πόρτα.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015    



Κι έτσι ξαφνικά, όταν θα μπαίνει η άνοιξη….

Κοντομάνικα φορούσε κάθε Πρωταπριλιά. Βρέχει- χιονίσει και την κορόϊδευαν. Μόλις άρχιζαν τα σχολεία φορούσε μποτάκια μαζί με την καινούργια ποδιά. Θ’ ανάψουν τα πόδια σου ντάλα τρύγο της φώναζε αλλά εκείνη βιαζόταν. Λαχταρούσε κι ας ήταν και καλοκαίρι σαν εποχή την επόμενη.
Η αγαπημένη της ήταν η άνοιξη. Για τις φρέζες, τα αναρριχώμενα τριαντάφυλλα, τ’ ασπρισμένα πεζούλια και για τις πασχαλιές. Για το χώμα που μύριζε αλλιώς, και φυσικά για τα κοντομάνικα.
«Για τις βόλτες το κάνεις», το ήξερε. Κυκλοφορούσε άλλωστε κι αυτό το ανέκδοτο πώς κοίταζε με λαχτάρα μέσ’ στο κατακαλόκαιρο το λευκό γούνινο βαφτιστικό της παλτό. «Και τώα; Το πατόν;» ρωτούσε με κάτι μάτια σαν πιάτα πριν απ’ τη βόλτα κρεμασμένα από την κρεμάστρα κι αυτά κι όλοι τους γέλαγαν.
Η άνοιξη πηδούσε πάντα απ’ τον κήπο κι ήταν κόκκινα βελουδένια τριαντάφυλλα εκατόφυλλα. Ποτέ της δεν το καλοκατάλαβε αν πρώτα χάθηκαν τα χρώματα ή πρώτα τ’ αρώματα. Η διαπίστωση έφτασε αργά όταν ο κήπος πρασίνισε, χρώμα ούτε για δείγμα, μοναδική παρηγοριά το ότι χάθηκαν απ’ όλες τις μάντρες οι αναρριχώμενες. Τώρα κάτι τριανταφυλλίτσες καχεκτικές ούτε που μύριζαν. Κι όσο για τα γαρίφαλα, ισχνά με πέντε όλο κι όλο φυλλαράκια και σκισμένο τον κάλυκα. Πού και πού όταν συναντούσε αυλές χωμάτινες έκανε ανάσταση. Μύριζε γιασεμί και νυχτολούλουδο κι άνοιγε αυτόματα μια ζωή καλειδοσκόπιο. Πατώ και κρυφτό και φωνές, τα κεράκια στα δέντρα. Φιόγκος και κόκκινο βελούδο «όμως, ζεσταίνομαι».
Ξαπλωμένη κοιτάζει τον ήλιο πια μέσα απ’ το τζάμι. Στην απέναντι μάντρα ένα λαθραίο μισό, να της θυμίζει του μπαμπά της τη σύγχυση: «ποιοι είστε εσείς ε; και ξεράνατε τη λεμονιά και γκρεμίσατε τη μάντρα;» ούτε το λαθραίο τελείωσε, ούτε τη μάντρα τη χτίσανε. Κι ο μπαμπάς πέθανε. Πες το «πέθανε!»
Όμως και πάλι θα βάλει το κοντομάνικο και θα αναζητήσει φρέζες κι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές στο καινούργιο του σπίτι. Κι ύστερα, να, έτσι να κλείσει τα μάτια και χάθηκε η συννεφιά και το παράνομο. Όλα ανθίζουν σαν πρώτα αφού κάποτε άνθισαν.
Όσο θα βλέπει τον ήλιο όλα θα είναι εκεί και γράφοντας θα ζεσταίνετε. Σήμερα ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη ό,τι υπήρξε θα το κάνει να ξαναϋπάρξει. Μέχρι να βρει τον τρόπο για να υπάρξει στα σίγουρα.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015


[από τις ανέκδοτες «Κυριακές του μπαμπά»]


Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 31 βιβλία της. Ανάμεσά τους Δι” εσόπτρου εν αινίγματι, Να τα μετράω ή να μη τα μετράω τα χρόνια, Το αίνιγμα του άλλου, Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου, Υγρός χρόνος, Εν αταξίαις εύτακτοι όντες, Πλήθος είμαι, Οι κούκλες δεν κλαίνε και Η αιώνια επιστροφή. Με το μυθιστόρημα Η γυναίκα της βορινής κουζίνας,  Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, τα παραμύθια Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας και Η ζωγραφιά που ταξιδεύει ξεκινά τη συνεργασία της με τις εκδόσεις «Καλέντη». Από τις εκδόσεις «Καλέντη» θα κυκλοφορήσουν, επίσης, το μυθιστόρημα «Λίλιθ», η ποιητική συλλογή «Άδεια Δωμάτια» και το παραμύθι «Η κοιλάδα με τα μυστικά».




Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Τέσσερα Διηγήματα της Κατερίνας Σημηντήρα


φωτο Κατερίνα Μπούζα


Ένα ταξίδι στη Φλώρινα

Ο κυρ Θωμάς ένας λεβέντης, ψηλός, σωματώδης άντρας, παρά τα 62 του χρόνια είχε ακόμα την δύναμη ενός ταύρου. Όμως εκείνο το καλοκαίρι του 1949 δεν αισθάνονταν καθόλου καλά, είχε ζαλάδες ,πονοκεφάλους, κουράζονταν και λαχάνιαζε εύκολα, είχε τάσεις για εμετό, όλο παραπονιόταν. Του έβραζαν τσάγια διάφορα, από όλων των ειδών τα βότανα αναμειγμένα με καθαρτικό, τον ξεμάτιαζαν, μα το λάδι δεν σκόρπιζε μέσα στο νερό, σημάδι πως το κακό το μάτι δεν ξορκιζόταν. Ήρθε ο παπάς τρεις φορές και διάβασε τρία ευχέλαια στη σειρά, ήρθε κι από το Άγιο όρος ένας καλόγερος στο βάλτο, καβάλα σε ένα γάιδαρο και έφερε ένα κομματάκι Τίμιο ξύλο και λάδι από την Ιερά μονή Παμμέγιστων Ταξιαρχών. Τον σταύρωναν στο μέτωπο κάθε πρωί μέσα σε χώρο λιβανισμένο ,μα τίποτα δεν ήταν ικανό να σταματήσει τον πόνο στα μηνίγγια, τις εξάψεις και τον κρύο ιδρώτα που τον έλουζε. Ώσπου μια μέρα, μια γυναίκα, μουσαφίρισσα από ένα άλλο χωριό, είπε πως ο άνδρας της είχε το ίδιο πρόβλημα και πως παρά τον πόλεμο, πήγε στην Φλώρινα γιατί το κλίμα εκεί ήταν το καλύτερο για πονοκεφάλους και γιατρεύτηκε. Έτσι αποφάσισε να πάει κι αυτός. Ξεκινώντας χαράματα, έφτασε νωρίς στο Βαρδάρη και με τα στρατιωτικά αυτοκίνητα του Εθνικού στρατού έφυγε για την Φλώρινα. Το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο, μες τον φόβο και την ταλαιπωρία .Ο περισσότερος δρόμος ήταν ανατιναγμένος από νάρκες. Έφτασαν μεσημέρι κι ήταν θεονήστικος τρεις μέρες, πεινούσε σαν λύκος . Μπήκε σε ένα μαγειρείο και έφαγε καλά, μα βγαίνοντας στο δρόμο με την βαλίτσα στο χέρι, του ήρθε μια ζάλη και μια κομμάρα. Μια αγωνία και ένα σφίξιμο στην καρδιά. Είδε ένα παγκάκι και κάθισε εκεί ολομόναχος και πέθανε.



 
φωτο Κατερίνα Μπούζα

Το μυγάκι


Ήταν μια μέρα συννεφιασμένη του Οκτώβρη και οι άντρες έσπερναν σιτάρι στα χωράφια . Η μάνα καθισμένη σε μια πέτρα απόμερα στην αυλή καθάριζε κρεμμύδια, μα ένα μυγάκι μπήκε στο μάτι της κι όσο το σκούπιζε τόσο δάκρυζε. Μια το μυγάκι μια τα κρεμμύδια αναγκάστηκε να σηκωθεί. Μπήκε στο σπίτι να δουν τα κορίτσια αν ήταν έντομο να το φυσήξουν. Ο Σωτήρης πάντα αδιάθετος πάλι δεν είχε πάει στο χωράφι ,ξάπλωνε στο μέσα δωμάτιο .Μόλις η Σοφία την είδε στην πόρτα τρόμαξε ,έχασε το χρώμα της και την τράβηξε με δύναμη προς έξω. Μα αυτή πρόλαβε να ακούσει τα βογγητά από την μέσα κάμαρα και φοβήθηκε, παραμέρισε με μια σπρωξιά την Σοφία , άνοιξε διάπλατα την πόρτα και είδε ολόγυμνο το στερνοπαίδι της καβάλα στο Σωτήρη. Δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ , ο Σωτήρης πετάχτηκε σαν ελατήριο , της έπιασε σφιχτά το μπράτσο και την κόλλησε στον τοίχο. «Μιλιά δεν θα βγάλεις όσο ζεις » της είπε. «Μιλιά μάνα αλλιώς πρέπει να πάμε να πέσουμε στο ποτάμι όλοι μας» την ικέτευσε η Σοφία. Η μικρή στεκόταν ολόγυμνη, κοίταζε αμήχανη μια τον ένα μια τον άλλο σαν να μην καταλάβαινε. Κι η μάνα κατέβασε την μαντήλα της ως την μύτη και δεν την ξανασήκωσε ως τον θάνατο.


 
φωτο Κατερίνα Μπούζα


Ποικιλίες αγκαθιών


Ο  Γιώργος Οικονόμου ήταν γυρολόγος  στα νιάτα του. Τριγυρνούσε στις γειτονιές των χωριών και πουλούσε στις γυναίκες από έρωτα μέχρι μπάντες ψευτοβελούδινες με μυστικούς δείπνους, που έρχονταν έλεγε με καράβια από τα Ιεροσόλυμα και ήταν αγιασμένες και ορκίζονταν στα κόκαλα του παππού του και για τα δύο.  Έντυναν με αυτές οι γυναίκες τους τοίχους, τους στόλιζαν και μετά γονάτιζαν και προσεύχονταν μυστικά στο Χριστό να τους συγχωρεθεί το αμάρτημα της μοιχείας. Έτσι ξελόγιασε και την Φανή που την έβαλε στο μάτι γιατί ήταν όμορφη, από οικογένεια με όνομα  στο χωριό. Τον παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, που ρώτησαν για αυτόν στα μέρη του και έμαθαν πως ήταν ένας φτωχοδιάβολος και πως από δέκα χρονών ήταν παραπαίδι σε έναν Εβραίο έμπορο υφασμάτων ονόματι Σαούλ στο Μπεζεστένι. Σπούδασε από μικρός την πονηριά των Εβραίων, ψυχολογούσε τους ανθρώπους, ανέτρεπε τους πρώτους ενδοιασμούς των γυναικών , χρησιμοποιώντας  την γοητεία του, λέξεις και πλάνες. Δεν χρειαζόταν πολλά ο Γιώργος, ένα μαγαζάκι ήθελε και μια πρώτη σιρμαγιά που αυτά τα είχε η Φανή  με το παραπάνω. Σπίτι διώροφο της δώσανε προίκα .Πάνω το σαλόνι και τα υπνοδωμάτια και κάτω η κουζίνα, ένας οντάς και το μαγαζί γωνιακό με μια μεγάλη τζαμαρία επάνω στον κεντρικό δρόμο του χωριού που ήταν ασφαλτοστρωμένος ,λείος , ανεμπόδιστος οδηγούσε στην μεγάλη πολιτεία. Γιατί οι υπόλοιποι  δρόμοι  ήταν στενοί και δαιδαλώδεις. Χωμάτινοι, όλο στροφές κι αδιέξοδα. Με βαθιά χαντάκια δεξιά και αριστερά, για να στραγγίζουν τα νερά της βροχής , όπου μέσα τους φύτρωναν κάθε άνοιξη πάντα οι ίδιες ποικιλίες αγκαθιών, πράσινες και αθώες στην αρχή, πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα το καλοκαίρι ,φούντωναν και μεγάλωναν άναρχα κι όσο η ζέστη γινόταν αφόρητη και το χώμα σκόνη τριφτή, σκλήρυναν σαν μεταλλικές καρφίτσες , κουρελιάζοντας σε κάθε φύσημα του αγέρα τα θεόρατα πλατύφυλλα λάπατα. Αλλά αυτός το κακό το χούι δεν το έκοψε, δεν άφηνε ευκαιρίες να του ξεφύγουν, ελεύθερες, χήρες  παντρεμένες, δεν λογάριαζε. Ήταν και το επάγγελμα τέτοιο, είχε να κάνει όλο με θηλυκά. Ξεδίπλωνε το τόπι και έριχνε το ύφασμα με μια μαεστρία  πάνω στον ώμο τους  μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη και ενώ τις κολάκευε, κολλούσε επάνω τους να τον νοιώσουν στητό και ντούρο  κι όταν αυτές δεν τραβιόταν, προχωρούσε σιγά ,σιγά ,πρώτα ένα χάδι στο λαιμό που κατέβαινε στο ντεκολτέ και στο στήθος. Η Φανή υπέφερε. Μετά την γέννηση των δύο κοριτσιών πριν προλάβουν αυτά να ξεπεράσουν την νηπιακή ηλικία αρρώστησε βαριά. Ένα είδος παραλυσίας. Έμεινε κατάκοιτη σε ένα ντιβάνι στο ισόγειο του σπιτιού για λίγα χρόνια ,ώσπου πέθανε, βλέποντας όλο αυτό το διάστημα της αρρώστιας της  να περνά  αγκαλιά με τις ερωμένες του από μπροστά της  και να τις ανεβάζει στο πάνω πάτωμα στο μεγάλο  κρεβάτι.


 
φωτο Κατερίνα Μπούζα



Σινεμά βιολέτα



Αυτή μόλις τελείωσε το λύκειο παντρεύτηκε. Ε, όλοι τότε οι γνωστοί μακάριζαν την τύχη της, γιατί ήταν και ωραίος άντρας και πλούσιος. Τι λούσα, τι ταξίδια, τι μεγαλεία, μέχρι και τουρμπάνι φορούσε. Η μάνα της έπαιρνε φίλες και γνωστές, κάθε Κυριακή μετά το εκκλησίασμα των Αγίων Πάντων και τις πήγαινε για καφέ στην μεζονέτα της κόρης της να παινευτεί. Την έπαιρνε από το Σάββατο τηλέφωνο «Αύριο μετά την εκκλησία να μας περιμένεις, θα έρθω με την Σούλα, την Μαρίκα και την Κατίνα. Να στρώσεις το τραπεζομάντιλο το κονκγολέζικο». Τώρα το τραπεζομάντιλο, αν και ήταν πολύ όμορφο πλεκτό σαν κοπανέλι ένα πράμα, με πάρα πολύ δουλειά, δεν είχε όμως καμιά σχέση με το Κονγκό. Πώς της είχε κολλήσει αυτηνής ανεξήγητο. Τόση πολύ δουλειά σιγά να μην έκαναν οι Κονγκολέζοι, αυτοί ούτε ρούχα φορούσαν στα ντοκιμαντέρ με κοπανέλια θα ασχολούνταν; Αυτό σίγουρα κινέζικο ήταν, μόνο οι Κινέζοι θα μπορούσαν να δουλέψουν έτσι σκληρά και με μισθούς πείνας για να μπορεί να αγοράσει και η κυρά Αφροδίτη δώρο στην κόρη της ένα τέτοιο κομμάτι. Τις έφερνε λοιπόν στο σπίτι και τις τριγύριζε στα δωμάτια «Κοιτάξτε τι ωραίες κουρτίνες, τι ωραία χαλιά». Άνοιγε μέχρι και τα ντουλάπια της κουζίνας να δουν μέσα. Πήγαιναν και αυτές από πίσω της ώσπου μια Κυριακή ανοίγοντας την πόρτα να τους δείξει το μπάνιο, πέσαν πάνω στο γαμπρό της την στιγμή που κατουρούσε ο άνθρωπος. Ύστερα μάθαμε πως την χώρισε. Πάντως δεν τις ξανάδαμε στη γειτονιά, λες και χάθηκαν από προσώπου γης.



 Κατερίνα Σημηντήρα






Η Κατερίνα Σημηντήρα γεννήθηκε στα Κύμινα Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2015)Δυτικά της Σαπφούς, Μανδραγόρας
(2013)Εξαίσιες ωδές μιας μυστικής πορείας, Όστρια Βιβλίο