Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γ. ΠΑΓΑΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γ. ΠΑΓΑΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Παγανός Γ. Δ., Αναζητήσεις στη σύγχρονη πεζογραφία. Κριτικά μελετήματα, «Δημήτρης Χατζής. Απόπειρα αποτίμησης»

Πηγή φωτο;http://bibliothiras.blogspot.gr/2014/03/blog-post.html


Πηγή:http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?Id=706&lan=1
Αθήνα 1984, Καστανιώτης, σσ. 75-76, 80-82
 
 
 
Κέρδισα αυτή τη μεγάλη ταπεινοσύνη να το ξέρω
πως δεν έχω τίποτα, δεν είμαι τίποτα. Και δεν 
έφυγα, δεν αποσύρθηκα και δεν αρνήθηκα. Κατόρθωσα
να μείνω πιστός και συγκινημένος θαυμαστής
αυτής της ανθρώπινης νίκης, όπου την
είδα, όπου τη βρήκα — στην κοινωνία, το πνεύμα,
την τέχνη.

(«Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ»)

Το έργο με το οποίο ο Δημήτρης Χατζής αξιώθηκε να πλουτίσει τα ελληνικά γράμματα, κατέχει πια μια από τις σημαντικότερες θέσεις στη σύγχρονη πεζογραφία μας. Μας ξανασυνδέει με την παράδοση που μας κληροδότησε η καλύτερη ρεαλιστική πεζογραφία μας· και η παράδοση αυτή ξεκίνησε από τον Γ. Βιζυηνό, συνεχίστηκε με τον Αλέξ. Παπαδιαμάντη και σταμάτησε στον Κων. Θεοτόκη, γιατί έσπασε κάπου στην πεζογραφία του μεσοπολέμου.        
                Ο Δημήτρης Χατζής δεν δένει μόνο την κομμένη εκείνη αλυσίδα, αλλά ανανεώνει την πεζογραφία μας μπολιάζοντάς την με νεότερες τάσεις. Δεν πρόκειται, φυσικά, για αισθητικούς πειραματισμούς που οδηγούν στην εκζήτηση και συρρικνώνουν το αναγνωστικό κοινό στο μικρό κύκλο «των μυημένων». Η ιδεολογική τοποθέτηση του συγγραφέα αποστρεφόταν τέτοιου είδους αναζητήσεις. Γι' αυτό ακριβώς ήθελε —και το κατόρθωσε— όλα τα κείμενά του να έχουν το δικό τους μήνυμα το καθένα, που να είναι προσιτό σε κάθε είδος αναγνώστη, χωρίς όμως και να ζημιώνεται το αισθητικό αποτέλεσμα. Και δεν ήταν μικρή η κατάκτηση.
                Στη δεύτερη και τελική —για τα δημοσιευμένα τουλάχιστον βιβλία— φάση της πεζογραφίας του Δημήτρη Χατζή ανήκουν τα σημαντικότερα έργα του: Το τέλος της μικρής μας πόλης. (Η πρώτη έκδοση έγινε το 1953 στη Ρουμανία και περιελάμβανε πέντε από τα εφτά διηγήματα· έλειπαν «Ο Τάφος» και «Ο Ντεντέκτιβ». Η δεύτερη έγινε το 1963 στην Αθήνα), Ανυπεράσπιστοι (πρώτη έκδοση 1965) και Το διπλό βιβλίο (πρώτη έκδοση 1976). Πρόκειται για ώριμα λογοτεχνικά έργα, που προσδιορίζουν ένα νέο ιδεολογικό και αισθητικό στίγμα του συγγραφέα τους σε σύγκριση με τα κείμενα της αγωνιστικής περιόδου. Συγκρινόμενα μεταξύ τους τα τρία αυτά βιβλία παρουσιάζουν μια προϊούσα εξέλιξη. Ενώ στον πυρήνα της θεματολογίας τους εξακολουθούν να υπάρχουν τα δύο βασικά θέματα, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος, ένας κριτικά κοινωνιολογικός προβληματισμός, σχετικός με την ελληνική πραγματικότητα, φαίνεται να αποσπά τον πεζογράφο από το μανιχαϊσμό της πρώτης περιόδου. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι η γραφή του βρίσκει το κανάλι να επικοινωνήσει με το αίσθημα και τη σκέψη του αναγνώστη.
                Ο λόγος του γίνεται καίρια λειτουργικός, ενώ η γνωριμία του με ό,τι γνησιότερο έχει να παρουσιάσει η λογοτεχνική μας παράδοση κατά την εικοσιεξάχρονη εξορία του, καλλιέργησε στο έπακρο την αισθητική του εμπειρία. Ανάμεσα στους παράγοντες που συνέργησαν στην καλλιτεχνική του ωρίμανση πρέπει να λογαριάσουμε και το χρόνο. Το διπλό βιβλίο π.χ. απέχει από τη Φωτιά τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η μεγάλη αύτη χρονική απόσταση από τις δραματικές εμπειρίες ευνόησε την καλλιτεχνικότερη ανάπλασή τους. Κι αν λογαριάσουμε ακόμη και τον ψυχολογικό παράγοντα, που οφείλεται είτε στην προσωπική περιπέτεια είτε στην προσφυγιά είτε στη νοσταλγία είτε στις ιδεολογικές διαφωνίες και αποκλίσεις είτε σε όλα αυτά μαζί, θα καταλάβουμε γιατί η πρόζα του Δημήτρη Χατζή είναι ποτισμένη με το καταστάλαγμα του πιο πικρού αισθήματος.
                Στη συλλογή Το τέλος της μικρής μας πόλης το πάθος καίει ακόμη. Αυτό φαίνεται στα σημεία των διηγημάτων, όπου απεικονίζει ο συγγραφέας τα ήθη των ανθρώπων εκείνων της μικρής γενέθλιας πόλης του, οι όποιοι είναι «τα στηρίγματα της κοινωνίας και της πατροπαράδοτης τάξης» ξεγυμνώνοντας, μαστιγώνοντας, σαρκάζοντας τη διαφθορά και την ανηθικότητα. Μέσω αυτής της κατηγορίας των ανθρώπων ο συγγραφέας λυτρώνεται από τα «οικεία δεινά» μεταθέτοντάς τα στο χώρο της τέχνης, αλλά υπηρετεί συγχρόνως και τον προγραμματικό του στόχο. Υπάρχει ακόμη και η κατηγορία των ανθρώπων που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής που δημιουργούνται, εξαιτίας των οικονομικών μετασχηματισμών στη μικρή πόλη. Γι' αυτούς τους παραιτημένους, τους νικημένους ανθρώπους ο συγγραφέας βρίσκει τους πιο λυρικούς τόνους, για να μεταγγίσει στην ψυχή του αναγνώστη του τον καθαρτήριο «έλεον» και να διδάξει.
                «Ο Σιούλας ο ταμπάκος» ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Το κλειστό σινάφι των ταμπάκων διαμόρφωσε και τη νοοτροπία του. Ήταν άνθρωπος «με την ψυχή του γεμάτη κλειστή περηφάνια, ατράνταχτη αυτάρκεια και αδυσώπητη καταφρόνια για κάθε καινούριο». Το δράμα για τη μικρή ομάδα αρχίζει με την εξάπλωση στην αγορά των βιομηχανικών προϊόντων. Το μικρό σινάφι πέφτει σε οικονομικό μαρασμό. Υποχωρώντας στην πίεση της οικονομικής ανάγκης ο Σιούλας ο ταμπάκος θα θάψει την περηφάνια του και θα ανακαλύψει τον άλλο άνθρωπο, τον παρακατιανό. Αυτό είναι το μήνυμα του διηγήματος.
                «Ο τάφος» περιέχει και τους δύο τύπους ανθρώπων. Τον Αντώνη Τσιάγαλο, που ανήκει στα «στηρίγματα της κοινωνίας και της πατροπαράδοτης τάξης», και το γείτονά του τον Σπούργο, «που και να μάθει δεν μπόρεσε πώς διαφεντεύουν οι άνθρωποι το βιός τους». Ο «φιλήσυχος» και «ευυπόληπτος» Τσιάγαλος δεν θα διστάσει να εξοντώσει το γείτονά του Σπούργο, για να ικανοποιήσει την απληστία του. Ο τελευταίος θα υποκύψει αδιαμαρτύρητα στη μοίρα του. Και το επιμύθιο: ο Τσιάγαλος όχι μόνο δεν πέτυχε στους σκοπούς του, αλλά έχασε και τη δυνατότητα, όταν ο ίδιος αισθανόταν την ερημιά του, να προσεγγίσει φιλικά τον άνθρωπο, που τόσο κατάτρεξε. Σχηματοποιημένο διήγημα, που προχωρεί όμως σταδιακά σε δραματική πύκνωση.
                «Σαμπεθάι Καμπιλής»· μια άλλη μορφή νικημένου σε ένα από τα ωραιότερα νεοελληνικά διηγήματα. Ο ομώνυμος ήρωάς του, ηγέτης της ισραηλιτικής κοινότητας στη μικρή πόλη, είναι μια μορφή που έρχεται κατευθείαν από την πανάρχαια ιουδαϊκή παράδοση. Ο αταλάντευτος αυτός υπηρέτης του άτεγκτου θεού του, χρησιμοποιώντας το πιο ισχυρό όπλο, το κεφάλαιο, κρατάει γερά τη μικρή κοινότητα στις αναχρονιστικές παραδόσεις της φυλής του· δεν θα διστάσει και να θυσιάσει ακόμη γι' αυτό το σκοπό το μοναδικό άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο από καθετί στη ζωή του, το νέο Γιοζέφ Ελιγιά. Και η συνέπεια αυτής της τακτικής ήταν να βρεθεί εντελώς απροετοίμαστη η μικρή κοινότητα στην Κατοχή και να συρθεί από τις φασιστικές ορδές στα κολαστήρια της Γερμανίας, όπου εξοντώθηκε με τον ηγέτη της επικεφαλής. Το παθητικότατο αυτό διήγημα μόνο με τον «Μοσκώβ Σελήμ» του Βιζυηνού θα μπορούσε να συγκριθεί.