Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Γιώργος Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός»


Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και την Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
            τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
            Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
            τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
            το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
            νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
            χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

                        Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

Τώρα που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη: «... εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).
στη χάση: εννοεί του φεγγαριού.
σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).
μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής την περιμένουν (οι επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα επανέρχεται στους στίχους 45 και 51.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ. του ποιητή).
Αραπιά... Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει σ’ αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.
Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της Ελλάδας.
γκαμούζα: βουβάλι.
θάλασσες του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.
κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.
δόλο κι απάτη: όπως και στο Μακρυγιάννη, Β΄, σελ. 258 «και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).
πραμάτεια: εμπόρευμα.
αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.
τουμπελέκι: είδος τυμπάνου.
μνησιπήμων: αυτός που θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση των δυστυχιών.
μνησιπήμων πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων, στ. 179 «στάζει δ’ ν γ’ πνωι προ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).
οι ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.

Ο Γιώργος Σεφέρης στην Αίγυπτο τα χρόνια του πολέμουΟ Νομπελίστας μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έζησε στην Αίγυπτο - με μικρά διαλείμματα απουσίας - στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από το 1941 έως το 1944 όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους Έλληνες πάροικους, αξιωματούχους Έλληνες και Άγγλους, αλλά και να ανακαλύψει την πνευματική πλευρά της ελληνικής κοινότητας.
Ο Γιώργος Σεφέρης, διπλωματικός τότε υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, έφτασε στη γη του Νείλου το Μάιο του 1941, μαζί με την κυβέρνηση Εμμ. Τσουδερού, παραμένοντας εκεί μέχρι το 1944.

Κατά την άφιξή του στο Πορτ Σάϊντ στις 16 Μαϊου 1941 ο Γιώργος Σεφέρης, όπως ο ίδιος περιέγραψε (Μέρες Α’ Γεννάρης 1941 - 31 Δεκεμβρίου 1944, Αθήνα, Ικαρος, 1977) εντυπωσιάστηκε από την ανυπαρξία βουνών:

«Η πιο χαμηλή χώρα που είδα ποτέ μου. Κανένα βουνό στον ορίζοντα. Τα ψηλότερα που βλέπεις, καθώς πλησιάζεις είναι τα καράβια και τα σπίτια. Συλλογίζομαι τον Καβάφη, τέτοια είναι η ποίησή του. Πεζή σαν τον απέραντο κάμπο μπροστά μας. Δεν ανεβοκατεβαίνει. Περπατά. Τον καταλαβαίνω καλύτερα τώρα και τον εκτιμώ γι’ αυτό που έκανε».

Ο Γιώργος και η Μάρω Σεφέρη εγκαταστάθηκαν στο Κάιρο, αλλά έκαναν συχνά εξορμήσεις στην Αλεξάνδρεια. Για την Αλεξάνδρεια, η οποία του θύμισε τα παιδικά χρόνια στη Σμύρνη ο ίδιος έγραψε: «Μέσα σ΄ αυτή την πόλη δεν μπορείς να πάψεις να συλλογίζεσαι τον Καβάφη μαζεύοντας σιγά-σιγά τις εντυπώσεις του από τα μικροπράγματα. Πρέπει να πάει κανείς στην Αλεξάνδρεια για να καταλάβει πως δούλεψε ο Καβάφης...Είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να βρει αλλού μία τέτοια “αίσθηση της λιμνάζουσας διάλυσης, της ματαιότητας, της ανθρώπινης προσπάθειας και του αισθησιακού μηδενισμού”.

Στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής, ένιωθε, όπως ανάφερε, σαν να βρισκόταν σε μία γωνιά του μεγάλου ελληνικού κόσμου.
«Η Αίγυπτος μου έδωσε την Αλεξάνδρεια», έγραψε, ενώ για το Κάιρο, το οποίο ήταν ο τόπος που εργαζόταν θα γράψει μόνο πριν την αναχώρησή του.

Στο Κάιρο ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους του πνεύματος, το Νίκο Νικολαϊδη, τον οποίο αποκάλεσε “κληρικό του πνεύματος” και την Ελλη Παπαδημητρίου. Επίσης γνωρίστηκε με τον Φώτη Αγγουλέ, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και μιλούσε συχνά σε ακροατήριο.

Συχνά απευθυνόταν και σε μαθητές Γυμνασίου. Με αίτημα του Γυμνασιάρχη Φτυαρά, ο οποίος εφάρμοζε καινοτόμα συστήματα, μίλησε σε μαθητές και μαθήτριες του Γυμνασίου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας για τους ποιητές Αντωνίου και Ελύτη. Στις 14 Μαρτίου 1944 μίλησε πάλι σε μαθητές για το Σικελιανό.
Στις 16 Μαϊου 1943 έδωσε την περίφημη διάλεξη για το Μακρυγιάννη στο “Ριάλτο” της Αλεξάνδρειας και την επανέλαβε στις 19 Μαϊου στο Κάιρο. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έδωσε διάλεξη σε Κάιρο και Αλεξάνδρεια για τον Παλαμά.

Την περίοδο που έζησε στην Αίγυπτο ασχολήθηκε με την έκδοση των “Ακριτικών” του Σικελιανού. Στο Κάιρο ολοκλήρωσε και την πρώτη έκδοση των “Δοκιμών” (1944). Η έκδοση έγινε από την Ελένη Γεωργαλά και την Ελλη Κυριαζή.

Όταν πλησίασε ο καιρός επιστροφής στην Ελλάδα άρχισε να βλέπει με συμπάθεια το Κάιρο. «Τώρα που λιγοστεύουν οι μέρες εδώ, κοιτάζω για πρώτη φορά με συμπάθεια το Κάιρο. το μεγάλο ποτάμι, καθώς περνώ το γιοφύρι, με συγκινεί, με συγκινούν αυτά τα μεγάλα πανιά που φαίνονται πίσω από τις πρασινάδες στην άκρη των δρόμων του Ζαμαλέκ, σαν φανταστικά δέντρα φυτεμένα σ’ ένα ανυποψίαστο πάρκο».