Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Γιώργος Σεφέρης, Μέρες (αποσπάσματα)

Αύγουστος 1936. Αίγινα, οικία Φλώρου

Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότατο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι — αδιάφορο, χαραχτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα.
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33]
* * *
Τετάρτη, 5 Ιανουαρίου [1938]. Αθήνα

Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει.
Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα μ' εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί.
Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει ν' αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός — αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα.
Δεν πιστεύω σ' αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων — πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ' από χιλιάδες χρόνια, σ' αυτή τη γλώσσα.
Γι' αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα.
Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934-14 Δεκέμβρη 1944
[πηγή: Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες, φιλ. επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Τάκης Καγιαλής, ερευν. συνεργ. Σάκης Σερέφας, Ερρίκος Σοφράς, Ίκαρος, Αθήνα 2008, 142-143]
* * *
Κυριακή, 26 Οκτώβρη 1941
[...]
Γύριζε [ο Νίκος Γκάτσος], το χειμώνα του '36, σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το «Με τον τρόπο του Γ.Σ.». Κατά κακή του τύχη —μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό— τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στην τσέπη του το χειρόγραφο:
— Ρε, τι σου 'κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής, ε;
— Μα, κύριε αστυνόμε, δεν το 'γραψα εγώ αυτό, το 'γραψε ο κ. Σ. που είναι πρόξενος.
— Πρόξενος, ε; Τέτοιους προξένους έχουμε· γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου.
Ευτυχώς βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας:
— Σ' αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν.
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 - 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 146]

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Γιώργος Σεφέρης


1.
Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ΄ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν΄αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.
Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.
Τ΄άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ΄ασφοδίλια.
Μες στ΄ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ- πέρα
θέλαμε να βρούμε τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένo.

**********************
2.
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ΄άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ΄αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.
Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ΄ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ΄άσπιλα φτερά
των κύκνων που μας πληγώναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας
της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας
που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αυτά τ΄ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

********************
3. Αστυάναξ
Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες κι έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.
Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.
Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιόν θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

***********************
4.
Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια,
ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.
Δεκέμβρης 1933 - Δεκέμβρης 1934

***********************
5. Φυγή
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας,
δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

***********************
6. Παιδί
Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα
γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή
για τα μικρά παιδιά;
μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα
γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου
ήταν κι εκείνο πράσινο
με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων
όταν μέσα στη ζεστασιά τού χειμώνα
ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου
δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί΄
έτσι γνώρισα το κορμί μου.

7.
Υστερόγραφο
Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους
δε βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.
Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε νά ειμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας·
πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν’ ανασάνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ’ ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης-
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.



8. Το φύλλο της λεύκας
Έτρεμε τόσο που το πήρε ο άνεμος
έτρεμε τόσο πώς να μην το πάρει ο άνεμος
πέρα μακριά μια θάλασσα
πέρα μακριά
ένα νησί στον ήλιο
και τα χέρια σφίγγοντας τα κουπιά
πεθαίνοντας την ώρα που φάνηκε το λιμάνι
και τα μάτια κλειστά
σε θαλασσινές ανεμώνες.
Έτρεμε τόσο πολύ
το ζήτησα τόσο πολύ
στη στέρνα με τους ευκαλύπτους
την άνοιξη και το φθινόπωρο
σ’ όλα τα δάση γυμνά
θεέ μου το ζήτησα.
*
9.[Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές…]
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.

Ο Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη, γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά το 1914 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στα δεκαοκτώ του χρόνια έφυγε για να σπουδάσει νομικά στο Παρίσι. Μετά τις σπουδές του ακολούθησε τη διπλωματική καριέρα, γι’ αυτό έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την Ελλάδα. Με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων το 1941 ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, στη Νότιο Αφρική, στην Αίγυπτο και την Ιταλία έως το 1944. Στα ελληνικά Γράμματα εμφανίστηκε το 1931 με τη συλλογή Στροφή και ακολούθησε η επόμενη συλλογή με τον τίτλο Στέρνα (1932). Ακολούθησαν οι συλλογές Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄ (1940) και τον ίδιο χρόνο το Τετράδιο Γυμνασμάτων, ενώ αργότερα το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ, Κίχλη, Τρία κρυφά ποιήματα και Τετράδιο Γυμνασμάτων.
Το 1947 τιμήθηκε με το Έπαθλο Παλαμά και το 1961 με το Βραβείο Foyle και είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε το 1963 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η κηδεία του στις 22 Σεπτεμβρίου 1971 στην Αθήνα μετατράπηκε στην πρώτη μαζική εκδήλωση κατά της δικτατορίας.



Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Γιώργος Σεφέρης , Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας




" Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας"

" Το ταξίδι του Σεφέρη έγινε το 1950, την αυγή της εποχής του μαζικού τουρισμού , σε μια περίοδο που ελάχιστοι Έλληνες μπορούσαν να ταξιδέψουν και ίσως ακόμη πιο λίγοι γνώριζαν για τα μνημεία της Καππαδοκίας. Οι Τρεις μέρες όμως δεν είναι ένας προχωρημένος τουριστικός οδηγός, όπως αυτοί που θα γραφτούν μετά την έλευση του Σεφέρη , αλλά ένα οδοιπορικό όπως εκείνα που γράφονταν από τους περιηγητές των προηγούμενων αιώνων. Είναι μια μοναδική περιγραφή του τοπίου και των μονόπετρων εκκλησιών της περιοχής, μια αποτίμηση της μεσοβυζαντινής ζωγραφικής και συνάμα και πολύ περισσότερο είναι ένα δοκίμιο για την ελληνική παράδοση , ένας ύμνος στην παράδοση του δημοτικισμού...

Ο Σεφέρης ήταν ο διαβασμένος ταξιδιώτης , ο σοφός περιηγητής` θυμίζει λίγο τους δυτικοευρωπαίους ευγενείς και λόγιους που περνάνε από τα μέρη της Μικράς Ασίας κάνοντας το μεγάλο γύρο της Ανατολής. Στο δρόμο τους εκείνοι ανακάλυπταν τα σπαράγματα του αρχαίου κόσμου. Εκείνος φαίνεται ότι στα μνημεία της Καππαδοκίας ανακαλύπτει το Βυζάντιο και την τέχνη του ,ή όπως λέει ο ίδιος " τα αφιερώματα στο θεό ενός σβησμένου κόσμου"..."(1)



" ...Από την πρώτη στιγμή της δημοσίευσης του το ταξιδιωτικό χρονικό του Γιώργου Σεφέρη απέκτησε εμβληματικό χαρακτήρα. Ως κείμενο αναστοχασμού συμπυκνώνει το πνευματικό κλίμα που συνδέθηκε με τον κύκλο των Μerlier και καθόρισε τη φιλοσοφία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών: η Μικρά Ασία γίνεται μια άσκηση πνευματική , μια πρόκληση ανάκτησης του χαμένου κόσμου μέσα από τη γνώση, την κατανόηση , τη μέθεξη στη γοητεία του. Αυτή η άσκηση δεν εκτρέπεται ποτέ σε αγοραίο συναισθηματισμό, εχθρότητα, ευτελή ρητορεία , αλλά λειτουργεί ως κάθαρση ελέγχοντας τη θλίψη και το συναίσθημα της απώλειας δια της εμμονής στους κανόνες του λόγου και της επιστήμης που υπόσχεται μια πιο ουσιώδη και πνευματική ικανοποιητική ανταπόδοση : την αναπαλλοτρίωτη γνώση των πραγμάτων..."(2)


"...η μοίρα τον οδήγησε κάποτε να περιπλανηθεί στην πολύπαθη γη των πατέρων του (των Ελλήνων) στη μακρινή Καππαδοκία. Από το τριήμερο αυτό ταξίδι μάς άφησε ένα οδοιπορικό , Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας, βιβλίο εξαντλημένο - που ξανατυπώνεται τώρα - αλλά στην αναδημοσίευσή του στους δυο τόμους των Δοκιμών , ο Σεφέρης κάνει μια μικρή αλλαγή στον τίτλο. Τα λόγια του:"...πρόσθεσα εδώ, στον τίτλο, τη λέξη " πετροκομμένα", ντόπια λέξη που θα ευχόμουν να μη χαθεί".
Μιλάει ο ποιητής... Ο Σεφέρης δεν λησμόνησε ποτέ - στην κυριολεξία σεβάστηκε - το σολωμικό " υποτάξου " στη γλώσσα του λαού . Ο λαός , κλειδοκράτορας της γλώσσας και ποιητής ο ίδιος , είναι και ο παραδοσιακός δάσκαλος όλων των ποιητών . Ο ποιητής Σεφέρης δεν το παράβλεψε αυτό ποτέ στη δουλειά του. Ακολούθησε το " υποτάξου" του Σολωμού και, τελικά, έμαθε πως η τέχνη - κάθε τέχνη ( και η λαϊκή τέχνη των μοναστηριών της Καππαδοκίας) - δεν είναι παρά μια ατελείωτη υποταγή.."(3)


" Μοναδικός οδηγός μου σ΄αυτό το ταξίδι στάθηκε, από κάθε άποψη , το έργο του Guillaume de Jerphanion, de la Compagnie de Jesus: Les Eglises Rupestres de Cappadoce, Παρίσι....και τρία πλούσια λευώματα με φωτογραφίες , σχέδια και χάρτες) Είναι ένα καταπληκτικό μνημείο γνώσης , κριτικής διάνοιας και χριστιανικής πίστης` δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι έσωσε πραγματικά τις εκκλησίες της Καππαδοκίας. Σ΄αυτό ανήκει η κριτική και ιστορική αφετηρία των σκέψεων που διατυπώνω και σ΄αυτό πρέπει να στραφεί κανείς αν θέλει να τις ελέγξει. Το αναφέρω γράφοντας : ο οδηγός μου` ειδικές παραπομπές δεν κάνω` μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις σημειώνω σημειώνω μέσα σε παρένθεση τον αριθμό του παρεκκλησιού που παραπέμπει στο χάρτη του...(4)


"Προς Κόραμα,
Σάββατο , 15 Ιουλίου 1950

Πήραμε το πρωινό μας κάτω από τις λεύκες του χτεσινού καφενέ και ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί για τα Κόραμα...
Καθίσαμε μια στιγμή στο πεζούλι...της ταράτσας. Μπροστά μας το τρελό τοπίο απλωνότανε σαν ένας δίσκος με ακατανόητα παιχνίδια. Πέτρες κάθε λογής και κάθε διαμόρφωσης από τα στοιχεία της φύσης ή από τα χέρια των ανθρώπων. Τρύπιες πέτρες , φαγωμένες από τα νερά, λαξεμένες κούφιες από μέσα , με πελεκητά πορτοπαράθυρα. ...Θυμόμουν σπίτια ξεκοιλιασμένα από τη γνώριμη αδιαντροπιά πρόσφατων καταστροφών. Φθορά από τη μοίρα της γης, φθορά από τη μοίρα των ανθρώπων. Τα χειμωνιάτικα νερά γεμίζουν τις ρωγμές των βράχων , παγώνουν, διαστέλλονται και τους σπάζουν. Οι άνθρωποι ξεχύνονται κάποτε κοπάδι σαν την ακρίδα και ξεκληρίζουν τα πάντα. Άκουες πάλι να γυρίζει στο πλευρό σου η ρόδα της ζωής και του θανάτου.

Στην καρδιά του καλοκαιριού , κι ο αγέρας ήταν δροσερός και ζωοδότης...Το φως που δυνάμωνε έδινε στους κώνους και στα βαριά παραπετάσματα των βράχων βαφές αλαφριές γκρίζες, ρόδινες ή χρυσές. Ο ουρανός είχε ένα θαυμάσιο μαβί. Λίγο πιο πέρα , τ΄απομεινάρι ενός μικρού θόλου προστάτευε ακόμη με τρυφερότητα , όπως θα το είχες κάνει με την παλάμη σου, τη ξεβαμμένη στόριση ενός Αϊ - Γιώργη Καβαλάρη . Αραιά , όπου βρισκόταν λίγο χώμα, αυτό το άσπρο χώμα της Καππαδοκίας, αχλαδιές, κολοκυθιές, βερυκοκιές, αμπέλια. Όχι μεγάλη βλάστηση εδώ στα Κόραμα...
Μολαταύτα , το βαθύ κίτρινο από τα βερύκοκα δίνει μιαν αλλιώτικη ζωή στον εντάφιο τούτο τόπο.

Άναψα ένα τσιγάρο και συλλογίστηκα παράξενα:
" Αφού μπορείς ακόμη να φυσήξεις ένα σπίρτο, ο κόσμος όλος είναι δικός σου".

Έπειτα η σκέψη γλίστρησε ανεξέλεγκτα και ψιθύρισε:
Βασίλειος ο Διγενής και θαυμαστός Ακρίτης,
των Καππαδόκων το τερπνόν και πανθαλές τε ρόδον,
ο της ανδρείας στέφανος, η κεφαλή της τόλμης.

....Η τρωγλοδυτική ζωή πρέπει να ήταν ένα πολύ βαθιά ριζωμένο ορμέφυτο σ' αυτά τα μέρη....την τρωγλοδυσία την επέβαλαν οι συνθήκες τούτου του σταυροδρομιού κάθε επιδρομής, κάθε αρπαγής, κάθε επίδρασης. Το βλέπεις καθαρά όταν προσέξεις στα παχιά τοιχώματα τις χοντρές χαραματιές , σε σχήμα Γ, φτιαγμένες για να δέχονται το δοκάρι που ασφάλιζε τις σφαλισμένες τους πόρτες. Ακόμη περισσότερο όταν σου δείξουν τις υπέρογκες μυλόπετρες που κυλούσαν για να κλείσουν τις εισόδους των μοναστηριών. Μεγάλα μοναστήρια..."(5)



" Η Εκκλησιά των Σπαθιών είναι λαξεμένη στο πλευρό της ρεματιάς, λίγο παραπάνω από την κοίτη ενός ξεροπόταμου. Αν γυρίσεις και κοιτάξεις πίσω σου, καθώς μπαίνεις, βλέπεις στην άλλη όχθη, ένα σύμπλεγμα από χαλασμένα λαξέματα που υποβαστάζουν ένα ανάερο τοίχωμα δείχνοντας τις πόρτες και τα παράθυρα του ατζιόρνο. Η αρχιτεκτονική μορφή του " εγγεγραμμένου σταυρού". Νάρθηκας δεν υπάρχει πια. Τέσσερις χοντρές κολόνες , βαριά κεφαλάρια, τετράγωνες ογκώδεις βάσεις: ολόκληρο το σύστημα δίνει το συναίσθημα του βάρους. Η αριστερή κολόνα εμπρός και η δεξιά πίσω λείπουν , οι άκρες των τόξων κρέμονται στον αέρα. Δεν υπάρχει εικονοστάσι. Στην κόγχη του ιερού, βλέπεις το βράχο γυμνό με δυο -τρεις παχιές ουλές πέρα για πέρα, σαν το αποτύπωμα ενός σπαθισμένου μετώπου. Στις τοιχογραφίες πολλά άσπρα ξεφλουδίσματα` τα χρώματα σκούρα` κάμποσα πράσινα και καφετιά: ίσως ο καιρός να τα σκοτείνιασε πολύ. Ολόκληρο το έπος της ζωής του Χριστού ξετυλίγεται γύρω σου σε κύκλους..." (6)



"...To οδοιπορικό εμπεριέχει μια συμβολική χειρονομία, στήνει μια γέφυρα ανάμεσα στους δυο λαούς.
" Δεν αισθάνομαι μίσος. Το πράγμα που κυριαρχεί μέσα μου είναι το αντίθετο του μίσους , μια προσπάθεια να χωρέσει ο νους μου το μηχανισμό της καταστροφής", σημειώνει λίγους μήνες μετά την περιπλάνησή του ο ταξιδιώτης, όταν προσπερνά τα αποκαϊδια της πυρκαγιάς στη Σμύρνη. Φράση άξια να μνημονευτεί - ανήκει σε κάποιον που κατέχει το προνόμιο της δημιουργίας: ο συγγραφέας δεν δουλεύει μόνο με την μνήμη - σαν ασκητής. Διαλέγεται με τον γραπτό πολιτισμό , καταφεύγει στη λογιοσύνη των άλλων, χειρίζεται την ιστορική πληροφορία - με τον δικό του τρόπο, και πάλι . Ως δημιουργός μετουσιώνει την πρώτη ύλη , μεταποιεί το πράγμα: το τραγικό διαδραματίζεται εντός του, αλλά συγχρόνως κείται έξω έξω από αυτόν - έχει μεταγγιστεί στις φλέβες της ποίησής του .
Είναι η ελευθερία του ποιητή.

Στα μέσα του 20ου αι. ο Γιώργος Σεφέρης , ψυχή εκ γενετής ξενιτεμένη, επιστρέφει στον πραγματικό χώρο , προσεγγίζει σωματικά τη γενέτειρα , και γράφει το οδοιπορικό από αυτοψία: εκπατρισμένος αλλά πολίτης του κόσμου"(7)



1.Άννα Μπαλιάν , " Αφιερώματα στο Θεό ενός σβησμένου κόσμου
2.Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Η Καππαδοκία του Γιώργου Σεφέρη
3.Ζήσιμος Λορεντζάτος, Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας, Πρόλογος
4. Γιώργος Σεφέρης, Σημείωμα
5,6Γιώργος Σεφέρης , Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας
7.Ιωάννα Πετροπούλου, Το εφόδιο του ποιητή(Επίμετρο)

Τα κείμενα και οι φωτογραφίες βρίσκονται στην τέταρτη έκδοση του οδοιπορικού του Γιώργου Σεφέρη Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας που εκδόθηκε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και την εφημερίδα Τα Νέα
Πηγή

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Γιώργος Σεφέρης






Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ
Ασίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου
παγονιού
Μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώυτας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Ομηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, Θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα~
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
"Ασίνην τε... Ασίνην τε..."
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι~
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-
στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα-
ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι:
"Ασίνην τε Ασίνην τε...". Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της
Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχττκά σε τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την υφή του πάνω
στις πέτρες.

Ασίνη, καλοκαίρι '38 - Αθήνα, Γεν. '40