Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Μικρό σχόλιο για το σκάνδαλο Novartis

Ο Σεφέρης έγραφε προφητικά για το φαρμάκι των φιδιών που πλήττουν τη ζωή μας. Εμείς οι πολίτες είμαστε οι γάτες τ' Άι- Νικόλα. Εμείς...



Γιῶργος Σεφέρης - Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα

Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.

«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ -
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.

Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».

«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι». 

«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Γιώργος Σεφέρης, Μέρες (αποσπάσματα)


Αύγουστος [1936]. Αίγινα, οικία Φλώρου
[...]
Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονώτερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά δεν είναι ο τόπος μας αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό. Ωστόσο νομίζω πως αυτό το συναίσθημα, συνειδητό ή όχι — αδιάφορο, χαραχτηρίζει όσους από τους ανθρώπους μας των εκατό τόσων τελευταίων χρόνων αξίζει να τους λογαριάσει κανείς. Οι μεγάλοι κολυμπητάδες, που αγωνίστηκαν, όσο κρατούσαν τα μπράτσα τους, να φτάσουν και να ιδούνε από πιο κοντά αυτό το σκληρό νησί του Αιόλου, την άλλη Ελλάδα. [Όλοι τους βούλιαξαν...]
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 33]


Τετάρτη, 5 Ιανουαρίου [1938]. Αθήνα
Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει.
Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό. Ό,τι από την Ελλάδα μ' εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί.
Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει ν' αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός — αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα.
Δεν πιστεύω σ' αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων — πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ' από χιλιάδες χρόνια, σ' αυτή τη γλώσσα.
Γι' αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα.
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 95]



Κυριακή, 26 Οκτώβρη 1941
[...]
Γύριζε [ο Νίκος Γκάτσος], το χειμώνα του '36, σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το «Με τον τρόπο του Γ.Σ.». Κατά κακή του τύχη —μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό— τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στην τσέπη του το χειρόγραφο:
— Ρε, τι σου 'κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής, ε;
— Μα, κύριε αστυνόμε, δεν το 'γραψα εγώ αυτό, το 'γραψε ο κ. Σ. που είναι πρόξενος.
— Πρόξενος, ε; Τέτοιους προξένους έχουμε· γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου.
Ευτυχώς βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας:
— Σ' αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν.
[πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 - 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 146]

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Η Δήλωση Σεφέρη


    Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
    Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
    Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
    Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
    Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
    Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
    Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
    Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.



Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Τρεις Γυμνοπαιδίες: Ερίκ Σατί – Erik Satie » LesTrois Gymnopédies» / Στιγμιότυπα μιας πνευματικής επικοινωνίας Γιώργου Σεφέρη – Ερίκ Σατί

Ερίκ Σατί/ Erik Satie 1866-1925
Είναι εντυπωσιακό πως ένας Γάλλος πιανίστας σε ηλικία μόνο 22 ετών γνώριζε την Ελληνική Ιστορία και μάλιστα την ετήσια γιορτή των Σπαρτιατών,  διάρκειας δέκα ημερών  «Γυμνοπαιδίαι». Στην τελετή γυμνοί έφηβοι χόρευαν και πάλευαν προς τιμή του Απόλλωνα.
Ο Ερίκ Σατί  μόλις 22 ετών το 1888, δουλεύει πιανίστας στο καμπαρέ «Μαύρος Γάτος» της Μονμάρτρης και συνθέτει τρία έργα για πιάνο, διάρκειας 10 λεπτών,  Les Trois Gymnopédies  ακούστε τις.
Ο ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης ακούει τη σύνθεση του Ερίκ Σατί το 1935 και γράφει τις  δικές του Γυμνοπαιδιές: α) Σαντορίνη β) Μυκήνες. Διαβάστε – Ακούστε τη ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ ΕΔΩ και τις ΜΥΚΗΝΕΣ ΕΔΩ
 Το 2002 η Πολίνα Ταμπακάκη παρουσιάζει τη μελέτη της με θέμα [«ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΕΣ» ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ – ΕΡΙΚ ΣΑΤΙ]. Διαβάστε μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση για το εξαιρετικό βιβλίο της κας ΤαμπακάκηΕΔΩ.

[Μεταγραφή – Παρτιτούρα για κιθάρα  Erik Satie:Γυμνοπαιδία Νο2.(του Δημήτρη Ζαφειρέλη)]

Tο έργο του Ερίκ Σατί «LesTrois Gymnopédies» το αγάπησαν αρκετοί συνθέτες και μουσικοί, λογοτέχνες, ποιητές συγγραφείς. Στην Ελλάδα εκτός από το Γιώργο Σεφέρη που έγραψε τη «Σαντορίνη» και τις «Μυκήνες» ακούγοντας Γυμνοπαιδιές,  έγιναν μεταγραφές για κιθάρα από τον Δημήτρη Ζαφειρέλη (προφανώς και από  άλλους ) αλλά και από το συνθέτη Νίκο Ξυδάκη που συμπεριέλαβε το θέμα στις συναυλίες του «Συνέβη στην Αθήνα».
Ο Ερίκ Σατί εκτός από την Ελληνική λέξη «Γυμνοπαιδίες» χρησιμοποίησε λίγο αργότερα (1893) και τη λέξη ΓΝΩΣΗ (Gnossiennes) για μια επόμενη σύνθεσή του (θα επανέλθουμε όμως για το θέμα αυτό).
ΜΕ ΓΝΩΣΗ – ΕΛΠΙΔΑ – ΔΥΝΑΜΗ – ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΜΕΛΩΔΙΚΑ – ΠΟΙΗΤΙΚΑ- ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΟ 2013
ΠΡΟΣΘΗΚΗ 23/7/2014 ΕΔΩ
Στα 22 του χρόνια, ο Σατί συνθέτει τρία έργα για πιάνο (που έμελλε να γίνουν τα πιο γνωστά του), «Les Trois Gymnopédies», ανακαλώντας την ετήσια γιορτή των Σπαρτιατών, «Γυμνοπαιδίαι»· επρόκειτο μάλλον για το τελευταίο στάδιο της αγωγής στη Σπάρτη, όπου γυμνοί έφηβοι και γυμνά παιδιά εκτελούσαν γυμναστικές ασκήσεις, αναπαριστώντας ρυθμικά κινήσεις της πάλης. Την πρώτη και την τρίτη από τις «Gymnopédies» του Σατί ενορχηστρώνει μερικά χρόνια αργότερα, το 1897, ο αγαπημένος του φίλος, και ήδη δημοφιλής, Κλωντ Ντεμπυσύ (ο οποίος θεωρούσε ότι η δεύτερη δεν μπορεί να ενορχηστρωθεί).

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Οι σύντροφοι του Γιώργου Σεφέρη



μια ημερολογιακή ανάλυση πάνω στην λέξη "σύντροφοι"

της Νότας Χρυσίνα

Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει σε πολλά ποιήματά του για τους συντρόφους του άλλοτε ενδυόμενος το προσωπείο των συντρόφων του Οδυσσέα στο ποίημα "Οι σύντροφοι στον Άδη" από την πρώτη του ποιητική συλλογή "Στροφή" στην οποία μιλούν κάνοντας έναν φιλοσοφικό απολογισμό όπως ο χορός της τραγωδίας, άλλοτε στους "Αργοναύτες" ένας αφηγητής- σύντροφος  αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ιστορία τους  και να ιστορήσει τα κατορθώματά τους που τώρα πια έγιναν τραγούδι απρόσωπο κι αυτοί ξεχάστηκαν, άλλοτε στο ποίημα "Ένας λόγος για το καλοκαίρι" γίνονται η αιτία για έναν εσωτερικό απολογισμό με αφορμή την πολιτική κατάσταση που έχει αλλάξει την ομορφιά του καλοκαιριού και της ξενοιασιάς σε φθινόπωρο, άλλοτε στο ποίημα "Αλληλεγγύη" οι σύντροφοι έγιναν μοιραίοι τον συντροφεύουν τα μάτια τους και τον καταδιώκουν σαν Ερινύες, άλλοτε στο ποίημα "Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους" ο ποιητής εκφράζει την αγανάκτησή του και την απογοήτευση που οι σύντροφοι ανίδεοι ή και απλοικοί χαλούν ό,τι φτιάχνει με κόπο όποιος αγωνίζεται να οδηγήσει το πλοίο που λέγεται Ελλάδα κι έχουν την μοίρα του Ελπήνορα του συντρόφου του Οδυσσέα, άλλοτε οι σύντροφοι στο "Τρία κρυφά ποιήματα" τον τρέλαιναν και ευχόταν να έμεναν μακριά με τις μεγαλοστομίες τους που μεγέθυναν τα μικρά και τα έκαναν μεγάλα εμποδίζοντας ίσως αυτόν που προσπαθεί ρεαλιστικά να πετύχει το εφικτό άλλοτε στο "Τετράδιο γυμνασμάτων Β" σε έναν παραληρηματικό λόγο τους αποκαλεί μασκαρεμένους που χορεύουν πάνω σε χαλάσματα και τους προφητεύει σαν την Κασσάνδρα και σαν τον Ορέστη, την Ηλέκτρα και τον Οδυσσέα. Πάντα είναι το τραγικό πρόσωπο του δράματος και πάντα ο Οδυσσέας που περιπλανάται από ποίημα σε ποίημα γυρεύοντας τους συντρόφους του. Κι αυτοί πάντα τον κοιτάζουν με μάτια απορημένα με μάτια έτοιμα να τον καταδικάσουν με μάτια που έγιναν πέτρα. Στο τέλος ο ποιητής αρκείται στον ρόλο του προφήτη και τους ορμηνεύει για το κακό που θα ξαναγυρίζει χωρίς ποτέ να σταματάει γιατί οι σύντροφοι στον Άδη καταδιώκουν τον ποιητή που όπως ο ήρωας του Ομήρου ή των τραγωδών είχε δικό του προορισμό κι αυτόν τον έχουν προδιαγράψει οι Μοίρες ακόμη κι αν οι σύντροφοι σε συντροφεύουν το ταξίδι το ολοκληρώνεις μόνος.

 

Οι σύντροφοι στον Άδη

νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Αφού μας μέναν παξιμάδιατί κακοκεφαλιάνα φάμε στην ακρογιαλιάτου Ήλιου τ’ αργά γελάδια
5που το καθένα κι ένα κάστρογια να το πολεμάςσαράντα χρόνους και να παςνα γίνεις ήρωας κι άστρο!
Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,10σα φάγαμε καλάπέσαμε εδώ στα χαμηλάανίδεοι και χορτάτοι."Στροφή"

Δ΄. 
Αργοναύτες

Καὶ ψυχὴεἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴνεἰς ψυχὴναὐτῇ βλεπτέον:5τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη. *
Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζανούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτωνπου δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή10δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιοχωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρεςίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτιαανασαίνοντας με ρυθμό15και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτιαόταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιέςκατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλωνπου γαβγίζουν.20Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν έλεγανεἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγανκαι τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγουμέσα στο ηλιόγερμα.Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα25που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούςκλαίγανε τα χαμένα τους παιδιάκι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντροκαι δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.30Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινάμε κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέριατη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς35με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρηςμε τ’ αυλάκι του τιμονιούμε το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους40δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι. *
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
"Μυθιστόρημα"

Ένας λόγος για το καλοκαίρι

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρισαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένειγεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδιαστο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε5στην εποχή των ματιών που κοιτάζουνστον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φωςσφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοιστις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριέςκαθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν10χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμεστη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρούτο διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου15που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσατην παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστουςαπαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,20σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντάσε βούρλα και σε καλάμια νησιάπου είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει25ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντάστη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μουσαν είμαι κουρασμένος — δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρικαι τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό30τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώταμάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίριλίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου35λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχήσκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνωμιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανάφέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή40με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδησφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδεςσε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένασκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο λιγοστεύουνκολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια45τα πρόσωπα της άλλης φυλής.
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνοδοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμούχτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μαςπήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε50βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουνμας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνέςάδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοισκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.55Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρικύματα της άμμου φεύγοντας ώς τον τελευταίο κύκλοένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτοςμάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιοχέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό60χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχήςχαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά·τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.
Φθινόπωρο, 1936
"Τετράδιο Γυμνασμάτων"

Αλληλεγγύη


Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξωμε δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμααπό το μέρος που φυσά ο αγέραςακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών5είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτιαμήπως άλλαξε κανείς ποτέ του.
Τί γυρεύετε; τα μηνύματά σαςέρχουνται αλλαγμένα ώς το καράβιη αγάπη σας γίνεται μίσος10η γαλήνη σας γίνεται ταραχήκαι δεν μπορώ να γυρίσω πίσωνα ιδώ τα πρόσωπά σας στ’ ακρογιάλι.
Είναι εκεί τα μεγάλα μάτιακι όταν μένω καρφωμένος στη γραμμή μου15κι όταν πέφτουν στον ορίζοντα τ’ αστέριαείναι εκεί δεμένα στον αιθέρασα μια τύχη πιο δική μου απ’ τη δική μου.
Τα λόγια σας συνήθεια της ακοήςβουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε20μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σαςμοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.
Έχασε πια το χρώμα αυτός ο κόσμοςκαθώς τα φύκια στ’ ακρογιάλι του άλλου χρόνουγκρίζα ξερά και στο έλεος του ανέμου.
25Ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτιαευκίνητα και ακίνητα σαν τον αγέρακαι τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι ο θεός μου.
"Ημερολόγιο Καταστρώματος Α"

Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους


Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους·πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών·γι’ αυτό σωπαίνουν5ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουνπαρὰ δῆμων ὀνείρων, παρὰ δῆμων ὀνείρων. *
Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξωκι α φωνάξω—Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή10σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίαςή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.
Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστεραγιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς15για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνοςοι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγγουςκαι το φλασκί των ανέμων αδειάζει.Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει·20ξυπνώσαν το χρυσόψαρο κολυμπώνταςμέσα στα χάσματα της αστραπής,κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ’ ανθρώπινα σώματα,κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας25στην αξεδίψαστη γηςσυγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,θα ’λεγες είναι φορτωμένοι σ’ ένα παμπάλαιο κάροκατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια,οι αγάπανθοι τ’ ασφοδίλια των νέγρων:30Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία;
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπηέπειτα έρχεται το αίμακι η δίψα για το αίμαπου την κεντρίζει35το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι·εκείνο το σπίτι περιμένειμ’ ένα γαλάζιο καπνόμ’ ένα σκυλί γερασμένο40περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι·είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·45ακριβέ μου Ελπήνωρ!* Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!Ή, δεν τους βλέπεις;—«Βοηθήστε μας!»—Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
Τράνσβααλ14 Γενάρη 1942
"Ημερολόγιο Καταστρώματος Β"

Γ΄

Οι σύντροφοι μ’ είχαν τρελάνειμε θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρεςκαι τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα—καλύτερα να μέναν μακριά.5Πού θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι;Όμως η μέρα εκείνη που άρχισεμπορεί δεν έσβησε ακόμημε μια φωτιά σ’ ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλοκαι μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού.
"Τρία κρυφά ποιήματα"

«Νότες» για ένα ποίημα *

[α΄]

Ελικοβλέφαρη χαμογελούσαβαθύζωνη μέσα στην τραγική γαλήνη—

[β΄]

Κι αν τραγουδώ ανάμεσα στα σκέλεθρακαι στις ψυχές που σώσανε το λάδιμόνος στον έρημον αυλόγυροενός μοναστηριού των χρόνων της τουρκοκρατίας5κοιτάζοντας ακίνητες καμπάνες που ωριμάζουν—

[γ΄]

Με το κοντύλι μου έγραψα το μυστικό κρεβάτικι ήταν τριγύρω τ’ αναμμένα βάτα που έγλειφαν τα μέληίσκιοι φιδιών τυλίγανε τα μελαψά λαγόνιακαι στης κοιλιάς τη λίμνη κολυμπούσε κόκκινο ένα χέλι—

[δ΄]

Σύντροφοι που χορεύετε μασκαρεμένοισε μια κορφή που πάτησε τόσες φορές ο χαλασμόςπαίζοντας με χρωματιστές κορδέλεςχορεύοντας, κοιτάχτε, το γαϊτανάκι—

[ε΄]

Κι ο γήλιος τρυπώντας τις φυλλωσιέςπετάει στο χώμα χρυσά τσεκίνιααπόκριση στην προσφορά του καθενός μας—

[στ΄]

Όπως τα ζαρωμένα πρόσωπα γερόντωνπέφτουν σαν προσωπίδες σ’ ανοιγμένους λάκκους—

[ζ΄]

Η αγάπη το γαληνεμένο σπίτι του ανθρώπου.
(ΜΕΓΚ ΤΣΟΥ, 17)

[η΄]

Ο σταυραϊτός εδάγκωσε μια ρώγα κι άλλη ρώγακαι κάρφωσε τα νύχια του στην άγονη κοιλιάκι είδα μέσ’ απ’ τα σύννεφα να χύνεται μια φλόγαπου έσβησε με το ματωμένο κύμα στην ακρογιαλιά.

[θ΄]

Αντάρης: το βυσσινί σκυλόδοντο της Αφροδίτης.

[ι΄]

Άδεια πελάγη, άδεια καράβια, κεφάλια αδύναμα,ψυχές πιασμένες στο δίχτυ της μεγάλης αράχνης—

[ια΄]

Και την άκουσες την αυγή να ουρλιάζει·«Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα»,όχι μονάχα στην κυψέλη των θησαυρισμένων τάφωναλλά κι εδώ στις γειτονιές με τους ακοίμητους κινηματογράφους,5στο περιβόλι της πολιτείας που το κατάπιε η νύχτα,στο Σύνταγμα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη:Πόσα λεπτά σιωπής κοστίζει μια ζωή;«Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα»·μονάχα το αίμα θα ποτίζει τη ζωή και τ’ αηδόνι,10έτσι όπως τραγουδά τον πόθο του πίσω απ’ τις κλειδωμένες γρίλιες(αφηρημένος, σκυμμένο το κεφάλι περνάει στο δρόμο ένας καταδικασμένος σε θάνατο από όλους)για τα παιδάκια που αύριο θα ’ρθουν να παίξουν με καινούριες κουδουνίστρες—

[ιβ΄]

Ή χρώματα σε φορεσιές θεατρίνων που μόλις θυμόμαστεκάποτε λάμπουν—

[ιγ΄]

Περνώ μπροστά σε εικόνες που χαλνώ·το μεγάλο εικονοστάσι—

[ιδ΄]

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα.
Μάης – Ιούνιος 1946

"Τετράδιο Γυμνασμάτων Β"



Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ- ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ (ΜΤΦ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ)

Αναδημοσίευση: http://licithos.blogspot.gr/2014/09/blog-post_23.html



Ω αδερφοί μου αντίμαχοι που κρατάτε στα μάτια
Τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της
Πού να σας έχω αφήσει
Με τα βαριά σας χέρια μες στο λάδι το νωθρό
Μες στις παλιές σας πράξεις


Με τόση λίγη ελπίδα που κι ο θάνατος
Φαίνεται να'χει δίκιο
Χαμένοι μου αδερφοί
Εγώ πηγαίνω προς τη ζωή έχω την όψη ανθρώπου
Για ν' αποδείξω πως ο κόσμος έγινε στ' ανάστημά μου.

Και δεν είμαι μόνος
Χίλιες εικόνες από εμένα πληθαίνουν το φως μου
Χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα
Να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος
Σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
Γυμνό νερό γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα
Έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλι με τα χείλια μας ενωμένα
Οι πρώτες ανθισμένες ζέστες
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό
Το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας

Εύφορη αυγή
Στην κορφή του κάθε χόρτου βασίλισσα
Στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού
Του κυμάτου της ταραγμένης άμμου
Της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας
Έξω από τον εαυτό μας.

(μτφ. Γιώργος Σεφέρης)

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Σεφέρης: Πελεκούν και καίνε τον τόπο σαν το πεύκο

Γεώργιος  Σεφέρης
1900–1971



Όταν μια χώρα στενάζει από έλλειμμα πολιτικής και με ταχύτητα φωτός οδηγείται από τους «δημοκράτες» στον όλεθρο· όταν ορισμένως ουκ ολίγοι διανοούμενοι, και μάλιστα υπό τον αστερισμό της φιλοσοφίας, δίνουν γη και ύδωρ και αναλαμβάνουν το ρόλο του απολογητή της «αθώας» εξουσίας· όταν τα πάντα πλακώνει η σκλαβιά και τα σκιάζει η φοβέρα, τότε για να ατενίσει κανείς με λιγότερες ψευδαισθήσεις το παρόν και το μέλλον χρειάζεται μάλλον να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, καταπώς λέει και ο Χάιντεγκερ. Αυτή η οπισθοβασία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι απόσυρση, λόγω απόγνωσης, από το παρόν, αλλά μια αστείρευτη στοχαστική και ποιητική πηγή λόγου, που διαμεσολαβεί εποπτικά και προφητικά το παρόν Μας. Από τούτη την πηγή προέρχεται το ποίημα του Σεφέρη: Ο Τελευταίος Σταθμός που έχει πολλά να μας πει. Για τον ποιητή ο τίτλος υπαινίσσεται τον τελευταίο του σταθμό πριν την επιστροφή· για τον Νέο Ελληνισμό του παρόντος τι μπορεί να υποτυπώνει; Μήπως τον τελευταίο σταθμό πριν τη μετατροπή της ελλαδικής γης σε «τόπο βοσκής για τις γκαμούζες»; (Σεφέρης)



Ο Τελευταίος Σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
          ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
          Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.



Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος

ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
          τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
         Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι.
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
          ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.



Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις,  φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
          τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και νά ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
          νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
 στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.


Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

            Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

                            § 1
Βασικά γνωρίσματα της σεφερικής ποίησης
                                                  
  • Ο Σεφέρης ανήκει στη γενιά του ’30 και ευθύς με την πρώτη του ποιητική συλλογή επιχειρεί ένα νέο προσανατολισμό στη νεοελληνική ποίηση.
  • Ο νέος αυτός προσανατολισμός σχετίζεται με τον λεγόμενο ποιητικό μοντερνισμό.
  • Κύριο γνώρισμα αυτού του μοντερνισμού είναι ο χαρακτήρας της ποιητικής γραφής.
  • Τα ποιήματα δηλαδή δεν γράφονται πλέον στον παραδοσιακό έμμετρο στίχο, αλλά σε ελεύθερο.
  • Συνακόλουθο αυτής της γραφής είναι να μην υπάρχει στο ποίημα μέτροομοιοκαταληξίαισοσυλλαβία στίχων,  ισόστιχες στροφές.
  • Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη όχι σπάνια εκφέρεται με αποφθεγματικές αποστροφές, δίνοντας έτσι καθολικότερη ισχύ σε γνώμες που διαφορετικά θα μπορούσαν να μείνουν αναξιοποίητες.
  • Επίσης παρατηρείται στα ποιήματά του μια αίσθηση πολυφωνίας, ώστε να εμπλουτίζεται η ποιητική αφήγηση, αλλά και να έχει συγκεκριμένη  απεύθυνση. 
  • Η πολυφωνία συνήθως εκδηλώνεται ή με ορισμένα πρόσωπα που έχουν θέση σε συγκεκριμένα ποιητικά επεισόδια ή με στίχους και φράσεις από άλλους δημιουργούς.
  • Πρόκειται κατ’ ουσία για λεκτικά ή φραστικά θραύσματα, τα οποία δεν λειτουργούν μεμονωμένα μέσα στο ποιητικό κείμενο, αλλά ενσωματώνονται στη νοηματική ροή του και διανοίγουν τον ορίζοντά του σε δοκιμασμένες ποιητικές ή διανοηματικές εμπειρίες άλλων δημιουργών.   
                                                                       
                                                            § 2
 Ερμηνευτική  Προσέγγιση



          Ι. Εισαγωγικά:

  • Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
  • Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
  • Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
  • Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί  εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο εξομολογητικός τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα τα χρόνια του πολέμου που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
  • Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία του πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
  • Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής: βίαιος εκπατρισμός,  πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα και το γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη κυβέρνηση, η θλίψη του για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η αίσθηση του γενικού παραλογισμού και της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος πόλεμος.
  • Ο Σεφέρης δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
  • Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των μανάδων που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από εκτελέσεις, κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
  • Παρ’ όλα αυτά στον Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις στιγμές που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
  • Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και δραματικότητας. 
  • Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά θέματα υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό ένα κεντρικό άξονα.
  • Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
  • Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν πολλές λέξεις.
  • Το  ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά πρόσωπα.
  • Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
  • Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα λόγια: άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
  • Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του σκέψης και του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του: (εσωτερικός) διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
  • Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο ποιητικός λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.
  •  Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.
  • Στ. 6 και 44: φωνή-έκφραση του Μακρυγιάννη.
  • Στ. 23: Βιργίλιος.
  • Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμέμνων (στ. 179-180).
  • Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.
  • Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο, την ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει κλιμακούμενες δραματικές εντάσεις.   
  • Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
  • Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή καταστάσεις.
  • Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
  • Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.
     
           ΙΙ. Ερμηνεία:


  • Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της επικείμενης επιστροφής.
  • Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται εξομολογητικός σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία με τον εαυτό του.
  • Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει στο τέλος της και του δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά με εμπειρίες και εκτιμήσεις του.
  • Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.
  •  Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής, είναι φεγγαρόλουστη.
  •  Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει να ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών πολιτικών.
  • Φεγγάρι και αλφαβητάριο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του αυτές τις δύο έννοιες.
  • Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία και στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής ικανοποίησης και ψυχικής ευφορίας.
  •  Και αυτά συγκριτικά με τις τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν οι πολιτικοί και οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλειά τους.
  • Η δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.
  • Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.
  •  Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική όψη των πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας πραγματικότητας.
  • Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να τον εξαπατά; Αυτό μάλλον αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του αρέσουν.
  • Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν  αισθηματολογικές στιγμές.
  • Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην Ελλάδα ως σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους βλέμμα κρύβεται ο σκοταδιστικός τους ρόλος.
  • Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν οι πολλοί.   
  • Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.
  • Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει τον νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και υπολογισμούς.
  • Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.
  • Το ίδιο και η λέξη φεγγάριαυποδηλώνει περιόδους ζωής που ξαναζωντανεύουν μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και ρεμβασμό (στ. 8) είτε από χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).
  • Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.
  • Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική ή την αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του ανθρώπου.
  • Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του χρέους που οφείλει ο ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια αναγκαστικής εξορίας.
  • Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η επιστροφή λογίζεται ως είδος συναλλαγής προς ίδιον όφελος.
  • Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.
  • Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς που υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να τις ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.
  • Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.
  • Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.
  • Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική διάθεση:
  • Παρεμβάλλεται  η σιωπήη οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει  περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.
  • Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.
  • Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε κρυφά από την Ελλάδα.
  • Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που προηγήθηκε. Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να συμβεί, προκειμένου να μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.
  • Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας έμπιστος, μέσα στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που υποτίθεται αποτελούσαν την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα είδε και έζησε.
  •  Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων συναλλαγών.
  • Ο ποιητής δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν  στην ξενιτιά και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να πράξουν στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
  • Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
  • Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να ταξινομήσει  τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση αυτές να απαντήσει σε εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά εγείρονται μέσα του κατά την εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό σώμα.
  • Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
  • Στ. 31-48:  στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης απαντά, αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση.
  • Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και ανεστιότητας με κοινό παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
  • Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική εξάπλωση του Ελληνισμού σε αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
  • Συγχρόνως, όπως αφήνει να διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται σύγκορμα από το φόβο μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων παραγόντων οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής. 
  • Αλλά ποια είναι η αληθινή ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
  • Στ. 39-42: οι εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους  αγωνιζόμενους στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
  • Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα, αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να εμπνέονται από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
  • Ο ίδιος ο ποιητής γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava: « … διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ· είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
  • Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους συντρόφους «πληγήσαν τις αράπικες μύγες».
  • Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
  • Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες, μπορεί να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους χαρακτηρισμούς του γι’ αυτούς.
  • Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα, με παραδειγματική παραστατικότητα.
  • Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ. 48-49), για απληστία (53), έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία (50-51), για καθετί που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.   
  • Για τον στίχο 45 χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και Λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον κυνηγά η σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν αδίστακτα να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που άλλοι έχυσαν για την πατρίδα».
  • Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις περιστάσεις και με τους πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47, 52-53).
  • Στους στ. 54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή ειρωνεία.
  • Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή, ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του.
  •  Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του πανικού που παρατηρείται συνήθως, όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.
  • Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε, μπερδεύονται, ρητορεύουν:
  • Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις (=για να ξορκίσουν).
  • Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται στον κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και σιγουριά. Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
  • Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε ρητορικές–ιδεοληπτικές εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις οποίες προβάλλει ως περισσή αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για την ικανότητα και το ταλέντο της.
  • Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των ανθρώπων (στ. 60);
  • Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής οδηγείται σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική κατάληξη της έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους προηγούμενους στίχους.
  • Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού όντος, αλλά η μόνη του δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους;
  • Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης ουσίας, της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα επιτάσσουν.
  • Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
  • Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις, από κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς συμπεριφορές, προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
  • Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.
  • Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους ανθρώπους:
  • τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα στη δίνη του πολέμου οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των επιτήδειων τους μεταποίησαν σε εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο αγοροπωλησίας.
  • Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί απέναντι στους ανθρώπους της κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας, της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που μας παρουσίασε στην προηγούμενη ενότητα.
  • Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης πατρίδας:
  • ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υποτελείς τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να την καίνε σαν το πεύκο.
  • Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική: επιτείνει τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και ακέραιου ανθρώπου.
  •   Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν στην πράξη τα παραπάνω λόγια του ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά με τα Δεκεμβριανά και αργότερα με τον Εμφύλιο.
  • Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ. 82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
  • Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
  • Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και περισσότερο στοχαστικός.
  •  Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
  • εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας καλοπροαίρετης συνομιλίας.
  • προχωρεί ασταμάτητααπλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής· νέα έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
  • Το αποκορύφωμα αυτής της ερημωμένης κατάστασης είναι ο καημός της συμφοράς (στ. 87-88).
  • Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.
  • Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να αναφέρεται σε ήρωες:
  • Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης ποιητικής ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την άλλη πλευρά των αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της φθαρμένης ή διεφθαρμένης δημόσιας ζωής. 
  • Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
  • Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική κατάσταση.
  • Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.
  • Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και δεν αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αδυνατούν συνήθως να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της οδύνης, της φρίκης και του παραλογισμού.
  • Στον τελευταίο στίχο, ο οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο ενεστώτα: στ. 1: μ’ αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν,  ο ποιητής εκφράζει μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
  • Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις φοβερές εμπειρίες του πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην πολεμική δίνη καταλήγει σε «άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».
  • Ο Μ. Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής».