Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Ο χαμένος κρίκος στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης γράφει για την έκδοση των ποιημάτων του έλληνα υπερρεαλιστή, αυτών που βρίσκονται ανάμεσα στα «παλαιά» και στην «Υψικάμινο» και τα οποία βρέθηκαν σχετικά πρόσφατα. Μόνο τώρα μπορούμε να δούμε καθαρά όλες τις φάσεις της πορείας του
  
Ο χαμένος κρίκος στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ 
1934 
Προϊστορία ή Καταγωγή 
Εκδόσεις Αγρα, 2014, 
σελ. 192, τιμή 15 ευρώ

Ο Εμπειρίκος εμφανίστηκε στα γράμματά μας αιφνιδίως τον Μάρτιο του 1935 με την αιρετική Υψικάμινο. Η έκδοση αυτή ήταν, όπως μπορούμε να κρίνουμε σήμερα, ένα είδος λογοτεχνικού και πολιτικοκοινωνικού happening, πράξη επαναστατική, υπαγορευμένη εν πολλοίς από την υπερρεαλιστική ομάδα της παρισινής Place Blanche στην οποία ο ποιητής μαθήτευσε «με πάθος νεοφωτίστου». Είχε προηγηθεί, τέλος Ιανουαρίου 1935, η διάλεξη του ιδίου για τον σουρεαλισμό, γεγονός που ξάφνιασε τους λίγους ακροατές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν «εναντίον», όπως μαρτυρεί  ο  Ελύτης. Τον Μάρτιο του 1935, ταυτόχρονα σχεδόν με την Υψικάμινο, κυκλοφορεί επίσης ένα μείζον νεοελληνικό νεωτερικό κείμενο, τοΜυθιστόρημα του Σεφέρη, που (αρχικά τουλάχιστον) έφερε σε αμηχανία τους θαυμαστές της Στροφής και της Στέρνας. Ωστόσο γρήγορα, καθώς αναγνωρίστηκαν τα κύρια στρώματα του Μυθιστορήματος, δηλαδή η Μικρασιατική Καταστροφή και η αρχαιοελληνική μυθολογία, η συλλογή κατανοήθηκε κάπως και τα πράγματα ηρέμησαν. Αντίθετα, ηΥψικάμινος παρέμενε terra incognita, τόπος απροσδιόριστος και «εχθρικός» για  αναγνώστες και κριτικούς. Οπως πιστεύουμε, ένας λόγος που συνετέλεσε στη διαπόμπευση της Υψικαμίνου από κριτικούς της τάξεως του Μυριβήλη ήταν και το γεγονός ότι τα 63 πεζόμορφα ποιήματά της  δεν είχαν κανέναν εθνικό, ελληνοκεντρικό ή μυθολογικό χρωματισμό. Επιπλέον το λογοτεχνικό παρελθόν του Εμπειρίκου, σε αντίθεση με το παρελθόν του Σεφέρη, ήταν ολωσδιόλου άγνωστο. Η καταγωγή του Μυθιστορήματοςμπορούσε να εντοπισθεί, ενώ η Υψικάμινος, με αδιάγνωστο το  παρελθόν του δημιουργού της και χωρίς ερμηνευτικά κλειδιά, χλευάστηκε. Ομοια και χειρότερα χλευάστηκε και ο Νίκος Εγγονόπουλος, όμως αυτός έζησε να δει την αναγνώριση του έργου του. Αντίθετα ήρθαν τα πράγματα για τον Εμπειρίκο. Παρά το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της  Γενιάς του Τριάντα αναγνώριζαν και ομολογούσαν την αξία του Εμπειρίκου, ο ίδιος ούτε τιμήθηκε ούτε επιβραβεύτηκε ενόσω ζούσε. Η ελληνική Πολιτεία ουδέποτε τον τίμησε. Ισως καλύτερα!

Καθαρότερη και ισχυρότερη

Σήμερα και μετά την έκδοση πολλών σημαντικότατων έργων του Εμπειρίκου η θέση του μέσα στη νεοελληνική λογοτεχνία είναι καθαρότερη και ισχυρότερη. Ωστόσο το λογοτεχνικό παρελθόν του  τον Μάρτιο του 1935 (όταν και πρωτοεμφανίζεται) ήταν αδιάγνωστο. Πώς και από πού εμφανίστηκε αυτός ο «Υψικάμινος»; Αργότερα ο ίδιος κάνει λόγο για την επαφή του με τον υπερρεαλισμό, για τη χρήση της αυτόματης γραφής (όσο αυτό μπορεί και ισχύει), για τη φύση των ποιημάτων που παράγονται μετά την Υψικάμινο. Τα ποιήματα αυτά, λέει, τα μετά την Υψικάμινο, δεν τα παρήγαγε η αυτόματη γραφή, όλα τους όμως είναι λουσμένα στο φως του υπερρεαλισμού. Αυτά τα κείμενα (Αι Γενεαί Πάσαι, η Οκτάνα κ.ά.)  συνιστούν μιαν άλλη κατηγορία ποιημάτων του Εμπειρίκου, την τέταρτη, την τελευταία. Η πρώτη κατηγορία της παραγωγής του Εμπειρίκου συστήνεται από κείμενα που βρίσκονται στιςΕπιστολές του (2009) ή έχουν παρουσιασθεί σποραδικά αλλού (βλ., λ.χ., «Το Βήμα», 3.12.2001). Εχουν συνταχθεί κυρίως στη δεκαετία του Είκοσι και είναι, θα λέγαμε, ποιήματα παλαμικής τάξεως. Υπάρχουν όμως ανάμεσά τους και χαριτωμένα σονέτα που απηχούν παλαιότερες φωνές (Σολωμό, Μαβίλη, Λαπαθιώτη, Καρυωτάκη κ.ά.). Τέλος, ο Εμπειρίκος (και είναι αυτό που σήμερα μας ενδιαφέρει) πολύ συχνά αναφέρεται σε μια άλλη κατηγορία ποιημάτων, γραμμένων πριν από την Υψικάμινο, που ο ίδιος χαρακτηρίζει προ-υπερρεαλιστικά ή μη-υπερρεαλιστικά. Παράγονται με βάση τον ελεύθερο συνειρμό (όχι με την αυτόματη γραφή), κατ' αναλογία με το θέαμα που προσφέρει η ροή του διάσημου καταρράκτη της Ελβετίας! Ο Εμπειρίκος δείχνει υπερήφανος γι' αυτά τα ποιήματα, αλλά δεν φαίνεται να τον ικανοποιούν αρκετά. «Καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου, δεν με ικανοποιούσαν. (...) Ενώ διέφεραν από τα άλλα στη μορφή, δεν διέφεραν αρκετά στην ουσία ("Αμούρ-Αμούρ")». Αυτά είναι τα ποιήματα που εκδίδουμε σήμερα, τα ευρισκόμενα ανάμεσα στα «παλαιά» ποιήματα της δεκαετίας του Είκοσι και στηνΥψικάμινο. Είναι ο χαμένος κρίκος της εξελικτικής πορείας του Εμπειρίκου. Βρέθηκαν μαζί με άλλα κείμενα μόλις πριν από λίγα χρόνια.

Σε τρεις φάσεις

Η παρούσα συλλογή που φέρει τον διπλό τίτλο 1934 και Προϊστορία ή Καταγωγή γράφεται σε τρεις φάσεις. Η πρώτη (1933) περιλαμβάνει 23 ποιήματα, ανάμεσα στα οποία το ήδη δημοσιευμένο «Θέαμα του Μπογιατιού»,  το οποίο σε ανύποπτο χρόνο έχει εκθειάσει ο Ελύτης. Το 1933 είναι πολύ σημαντικό έτος για τον Εμπειρίκο. Συναντά για πρώτη φορά τον Μπρετόν, αρχίζει ψυχανάλυση, έρχεται σε ρήξη με τον πατέρα του, παραιτείται από τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Συντάσσει τη (λανθάνουσα)  συλλογή «Σκηνές μελλοντικών γεγονότων ή ο θρίαμβος του ιστορικού μας υλισμού», ποιήματα της οποίας υπάρχουν και στις φάσεις του 1933 και του 1934. Συντάσσει δύο κομμουνιστικά μανιφέστα και, το σημαντικότερο, γνωρίζεται με τον Ν. Καλαμάρη. Του αφιερώνει δύο ποιήματα και τον μυεί στον υπερρεαλισμό. Ο  Νίκης, που έχει ήδη  έντονη παρουσία στα γράμματα και έχει ασχοληθεί με τον Καβάφη, είναι αυτός που πιθανότατα συστήνει τον Αλεξανδρινό στον Εμπειρίκο. Ο Νίκης διαβάζει τα ποιήματα του  φίλου του και μοιάζει να τα εγκρίνει σημειώνοντας  στο τέλος κάθε ποιήματος ένα «Ν»!


Η εκδοχή του 1934 περιλαμβάνει 39 ποιήματα, από τα οποία επτά (7) προέρχονται από το corpus του 1933. Το 1934 συμβαίνει η ρήξη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας με τον υπερρεαλισμό, γεγονός που επηρεάζει τον Εμπειρίκο. Ωστόσο και στη συλλογή του 1934, όπως την ονομάζει, ανευρίσκονται  επαναστατικά ποιήματα. Αυτή είναι η κεντρική συλλογή που ήταν έτοιμη να εκδοθεί το 1934 (εξ ου και ο τίτλος), όπως δείχνουν και τα χρονολογημένα το 1934 σχέδια του Γουναρόπουλου τα ετοιμασμένα για αυτόν τον σκοπό. Η έκδοση των προ-υπερρεαλιστικών ποιημάτων ματαιώνεται από την ορμητική εμφάνιση τηςΥψικαμίνου, η οποία, όπως συνάγεται, θα πρέπει να γράφεται (παράλληλα με τα  πρώτα μέρη της Ενδοχώρας) στο τέλος του 1934. Ενδεχομένως αυτό να γίνεται στο Παρίσι, με την άμεση επίδραση της υπερρεαλιστικής ομάδας στην οποία εντάσσεται τώρα ο ως τότε μοναχικός επαναστάτης Εμπειρίκος. Τέλος, το 1971 ο ποιητής δοκιμάζει να ανασυστήσει τη συλλογή του 1934 με τον τίτλο Προϊστορία ή Καταγωγή. Από τα 15 ποιήματα της τα 13 προέρχονται από τα ποιήματα του 1934. Η νέα απόπειρα παραμένει ημιτελής - ο ποιητής είχε απολέσει, στο μεταξύ, μεγάλο μέρος από το corpus των παλαιών προ-υπερρεαλιστικών ποιημάτων.


Διαβάζοντας σήμερα αυτά τα ποιήματα σκεφτόμαστε  πως, αν αυτή η συλλογή (ο χαμένος κρίκος) είχε δημοσιευθεί το 1934, η εικόνα του Εμπειρίκου θα ήταν διαφορετική. ΗΥψικάμινος θα είχε την προϊστορία της. Ο ποιητής, όμως, καλώς κατά τη γνώμη μας, έπραξε διαφορετικά και ακολούθησε αυτόν τον δρόμο.  Επίσης, αντιπαραβαλλόμενα τα επαναστατικά ποιήματα του Εμπειρίκου, τα συνταγμένα το 1933/34, με τα δημοσιευμένα τότε ανάλογα ποιήματα του Ν. Κάλας, που εξακολουθούν να θαμπώνουν πολλούς, κάνουν τα ποιήματα του τελευταίου να φαίνονται απλοϊκά και «δασκαλίστικα». Και ως προς αυτό το σημείο η ιστορία γράφηκε διαφορετικά και ενδεχομένως καλύτερα που γράφηκε έτσι. Γεγονός παραμένει πως μπορούμε σήμερα πια να δούμε καθαρά τις τέσσερις φάσεις της καθόλου ποιητικής πορείας του Εμπειρίκου και να μελετήσουμε το όλον Σχέδιο.



Καβαφική καταγωγή
Ορισμένα θέματα του Εμπειρίκου που θα εμφανιστούν μετά την Υψικάμινο ευρίσκονται εν σπέρματι στα ποιήματα του 1933 και 1934. Παράδειγμα, το παρακάτω ποίημα που γράφεται και αφιερώνεται στη μνήμη του Κ. Π. Καβάφη έναν χρόνο μετά τον θάνατό του.

Υπερωκεάνειος πλους 
ή Πλους υπερωκεανείου

Εις μνήμην του Κ.Π. Καβάφη που πήγε πέρσι για πάντα στην Ιθάκη

Από σταβέντο φάνηκε τ' ωραίο νησί
Μα το βαπόρι μας δεν πόντισε. Θα πάμε
πολύ μακρύτερα. Γι'αυτό μια νάρκη
χαρακτηρίζει την ώρα αυτή.

Κι όταν εξαντληθούνε τα βιβλία
Και μάθουμε τους χάρτες της πορείας
Οταν εξαντληθούν οι ψίθυροι και το φεγγάρι
Και φτάσουμε στον τόπο της προσέγγισης
Θα κατεβούμε να χαρούμε το λιμάνι
Θα κατεβούμε ν' αγοράσουμε gold flakes
«Και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής»
Διά την συνέχεια του πηγαιμού μας.
Κι ελπίζω να 'ναι το ταξίδι μακρινό
«Γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις»
«Τώρα που μάθαμε  και μεις οι Νέες Υόρκες τι σημαίνουν».
Αθήνα, 14.8.1934

Η γνωστή σύνθεση της Ενδοχώρας «Στροφές στροφάλων», συνταγμένη στη διετία 1935-1936, δείχνει με ποιον τρόπο μετασχηματίστηκε και ενσωματώθηκε  στο ποίημα αυτό η ιδέα της «Ιθάκης». «Χαίρε που δεν αφέθηκες να γοητευθής απ' τις σειρήνες / Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες». Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το ποίημα του 1934, με τους ενσωματωμένους και πειραγμένους καβαφικούς στίχους, μοιάζει να προοιωνίζεται τον μεγάλο υπερωκεάνιο πλου, τον Μεγάλο Ανατολικό. Κοντολογίς, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο ηδονικός Μέγας Ανατολικός έχει καταγωγή καβαφική!

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Η εικόνα της Αιγύπτου στο αρχαιοελληνικό μυθιστόρημα

Δεν είναι ευρέως γνωστά, αλλά υπήρξαν και έπαιξαν τον ρόλο τους στην εξέλιξη του μυθιστορήματος των βυζαντινών χρόνων και της νεότερης εποχής. Ο λόγος για τα λεγόμενα αρχαιοελληνικά μυθιστορήματα, μυθοπλαστικά αφηγήματα της όψιμης ελληνιστικής περιόδου, με κυρίαρχα τα στοιχεία της περιπέτειας και του ερωτικού πάθους: Χαρίτων Αφροδισιεύς, Τα περί Χαιρέαν και Καλλιρόην, Ξενοφών Εφέσιος, Εφεσιακά ή Των κατ' Άνθειαν και Αβροκόμην εφεσιακών λόγων βιβλία ε΄, Λόγγος, Δάφνις και Χλόη, Αχιλλέας Τάτιος, Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα, Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά.




Εκτός από το μυθιστόρημα του Λόγγου, που διαδραματίζεται στη Λέσβο, όλα τα υπόλοιπα και κυρίως εκείνα του Χαρίτωνα και του Ηλιόδωρου τοποθετούνται στην Αλεξάνδρεια, η οποία αποτελούσε κέντρο του ελληνισμού κατά τον πρώτο και δεύτερο μεταχριστιανικό αιώνα. Εκεί καταφεύγουν οι ήρωες για να ανασυγκροτηθούν, εκεί εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της δράσης.

Για την εικόνα της Αλεξάνδρειας και γενικότερα της Αιγύπτου στο αρχαιοελληνικό μυθιστόρημα μίλησε ο κλασικός φιλόλογος και λογοτέχνης Γιώργης Γιατρομανωλάκης, συστηματικός μελετητής του αρχαιοελληνικού μυθιστορήματος, στις 28 Νοεμβρίου 2013, στο Αιγυπτιακό Μορφωτικό Κέντρο (Πανεπιστημίου 6, Σύνταγμα, 3ος όροφος).

Βασισμένα, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, σε παλιές αιγυπτιακές λαϊκές ιστορίες, τα μυθιστορήματα αυτά δίνουν γλαφυρές περιγραφές της Αιγύπτου της εποχής τους, της πόλης της Αλεξάνδρειας και των εθίμων και ηθών των κατοίκων της συμπληρώνοντας προς τα πίσω την εικόνα αυτού του μεγάλου κέντρου του ελληνισμού που έχει συνδεθεί με την ποίηση του Κ. Π. Καβάφη και την πεζογραφία του Στρατή Τσίρκα.

Η εκδήλωση εντάσσεται στη σειρά εκδηλώσεων της 3ης Πολιτιστικής Αιγυπτιακής Εβδομάδας « Αιγυπτιακό Πανόραμα». Τον ομιλητή προλόγισε ο μορφωτικός ακόλουθος της Πρεσβείας της Αιγύπτου Χισάμ Νταρουίς.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Η γενεαλογία του μυθιστορήματος


Λέγεται ότι «όταν πεθαίνει κάτι, αρχίζουν να φτιάχνουν την ιστορία του». Ετσι και σήμερα, καθώς πιθανολογούν ήδη κάποιοι το τέλος του μυθιστορήματος, η προσοχή στρέφεται στις απαρχές του είδους. Στη χώρα μας μεταφράζεται για πρώτη φορά στα νέα ελληνικά η μυθιστορηματική εκδοχή του Τρωικού Πολέμου που έγραψε ο Δίκτης ο Κρητικός, ένας από τους πρώτους έλληνες λογοτέχνες που έκαναν καριέρα στο εξωτερικό, ήδη από τον 3ο μ.Χ. αιώνα, ίσως και νωρίτερα. Το έργο του Δίκτη «Εφημερίδα του Τρωικού Πολέμου», καθώς και το συγγενές «Περί του Τρωικού Πολέμου» του Δάρητα του Φρυγός,διασωθέντα αμφότερα μόνο στη λατινική μετάφρασή τους, θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα βιβλίο με εισαγωγή και μετάφραση από τα λατινικά του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, στις εκδόσεις Αγρα.
Για να αντιληφθεί κανείς ποια κενά συμπληρώνονται στο δένδρο της γενεαλογίας του μυθιστορήματος από την αρχαιότητα ως σήμερα, πρέπει να έχει υπόψη του «δύοπαράλληλες γραμμές», όπως παρατηρεί ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Γιατρομανωλάκης. «Στους ελληνιστικούς χρόνους παράγεται ένα καινούργιο είδος, το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, το οποίο από την Ελλάδα θα περάσει στην Ιταλία,όπου θα παραχθεί το "Σατυρικόν" του Πετρώνιου, και μετά θα πάει στη μεσαιωνική νουβέλα και στον Βοκκάκιο, για να περάσει στο ελισαβετιανό μυθιστόρημα και να φθάσουμε στο σύγχρονο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Εχουμε, λοιπόν, μια εξέλιξη μέσω της λατινικής γραμμής. Στην Ελλάδα έχουμε μια άλλη γραμμή: αυτό το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα φαίνεται να βουλιάζει και να χάνεται στο Βυζάντιο, όπου όμως επανέρχεται στον 12ο αιώνα,στην εποχή των Κομνηνών, από την οποία έχουν διασωθεί τέσσερα έργα. Μετά, τον 13ο και τον 14ο αιώνα, έχουμε τα μεσαιωνικά, ερωτικά μυθιστορήματα ("Βέλθανδρος καιΧρυσάντζα", "Ιμπέριος και Μαργαρώνα" και άλλα). Από εκεί και πέρα, έχουμε την ελληνική εκδοχή των χρονικών, ενώ το ελληνικό πια μυθιστόρημα θα επανεμφανισθεί, με την επίδραση κυρίως της Δύσης, τον 19ο αιώνα, ως ιστορικό μυθιστόρημα». Εν τούτοις, όπως σημειώνει ο Tomas Hagg στο βιβλίο του «Το αρχαίο μυθιστόρημα»«στην ουσία, και ο όρος roman και ο όρος novel μόνο αναχρονιστικά μπορεί να ισχύσουν για την αρχαία γραμματεία... Η αρχαιότητα δεν έπλασε ποτέ ειδικό όρο για τα "μυθιστορήματά" της».
* Κλείνουν οι κύκλοι
Μέσα στο 1996, λοιπόν, κλείνουν αρκετοί κύκλοι του αρχαίου ελληνικού μυθιστορήματος, που έμεναν ως τώρα ελλιπείς. Από τα πέντε σωζόμενα μυθιστορήματα της ελληνιστικής εποχής, είχαμε ως τώρα σε νεοελληνικές μεταφράσεις τα τέσσερα (και αυτά σε εκδόσεις των τελευταίων ετώνΩ παραδείγματος χάριν, ο Αχιλλέας Τάτιος μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1990). Το τελευταίο, που είναι συγχρόνως το βαρύτερο από τα πέντε μυθιστορήματα, ως προς τον όγκο και ως προς το ύφος, δηλαδή «Τα Αιθιοπικά» του Ηλιόδωρου, μεταφράζεται στην πλήρη μορφή του για πρώτη φορά τώρα, από την Αλόη Σιδέρη, με εισαγωγή και επιμέλεια Γιώργη Γιατρομανωλάκη, και θα εκδοθεί ως το τέλος του χρόνου στις εκδόσεις Αγρα. Επειτα, κλείνει ο κύκλος των μυθιστορημάτων που γράφηκαν αμέσως μετά και έχουν διασωθεί σε λατινική γλώσσα, ενώ πιστεύεται ότι αρχικά είχαν γραφεί στα ελληνικά. Αυτά είναι «Η ιστορία του Απολλώνιου, βασιλιά της Τύρου», αγνώστου συγγραφέως, που τοποθετείται στον 3ο αι. μ.Χ. και κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες σε μετάφραση Στ. Παναγιωτάκη, στις εκδόσεις Πατάκη, καθώς και τα δύο τρωικά μυθιστορήματα του Δίκτη του Κρητικού και του Δάρητα του Φρυγός, που θεωρούνται κείμενα του 3ου αι. μ.Χ. ή και πρωιμότερα.
Η «Ιστορία του Απολλώνιου», όπως σημειώνει ο μεταφραστής Στ. Παναγιωτάκης, «δενείναι τυπικό παράδειγμα του αρχαίου μυθιστορήματος. Παρ' όλο που μοιράζεται πολλάστοιχεία πλοκής με το ελληνικό μυθιστόρημα (έρωτας, θαλάσσιες καταιγίδες, πειρατές,νεκροφάνεια, σωτήρια επέμβαση θεότητας), τα τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα και δίνει το προβάδισμα σε άλλα, όπως στην πατρική και ταυτόχρονα πολιτική εξουσία, στη μόρφωση των κεντρικών ηρώων, στα αινίγματα». Παρ' ότι ιδιάζουσα περίπτωση, η «Ιστορία του Απολλώνιου» γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο μεταγενέστερο αναγνωστικό κοινό και αποτέλεσε πηγή αμέτρητων μεσαιωνικών και αναγεννησιακών μεταφράσεων και διασκευών σε πολλές χώρες. Από την άλλη πλευρά, ο Δίκτης και ο Δάρης με τα τρωικά μυθιστορήματά τους ανήκουν στην παράδοση των ιστορικών και μυθολογικών μυθιστορημάτων. Ηταν, κατά τον κ. Γιατρομανωλάκη, «οι πρώτοι έλληνες λογοτέχνες που μεταφράζονται στην Ευρώπη, κάνουν καριέρα στην Ευρώπη και επηρεάζουν τη δυτική λογοτεχνία σε πολύ μεγάλο βαθμό, αφού η Δύση δεν διαβάζει αρχαία ελληνικά αλλά λατινικά. Συνεπώς, την ιστορία του Τρωικού Πολέμου οι Δυτικοί την μαθαίνουν από εκεί.Μεγάλοι συγγραφείς της Δύσης, όπως ο Βοκκάκιος, ο Τσόσερ, ο Σαίξπηρ και ο Μπενουά ντε Σεν Μορ, επηρεάζονται από εκεί και έτσι έχουμε τη μετάδοση της τρωικής ιστορίας στηΔύση». Τέλος, κλείνει ο «τρωικός κύκλος», καθώς εκδόθηκε ακόμη από το ΜΙΕΤ «Ο πόλεμος της Τρωάδος», ένα μεσαιωνικό έργο του 14ου αιώνα, ανώνυμου γαλλομαθή Ελληνα, που βασίστηκε στο περίφημο «Le roman de Troie» του Μπενουά ντε Σεν Μορ, το οποίο βασίστηκε με τη σειρά του στο έργο του Δίκτη.
* Από την εποχήτων Κομνηνών
Από τη βυζαντινή αναγέννηση του είδους, παρουσιάζονται φέτος για πρώτη φορά στα νέα ελληνικά τα δύο από τα τέσσερα μυθιστορήματα που έχουν διασωθεί από την εποχή των Κομνηνών. Είναι το «Υσμίνη και Υσμινίας» του Ευστάθιου Μακρεμβολίτη και το«Ροδάνθη και Δοσικλής» του Θεόδωρου Πρόδρομου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά από τον φιλόλογο Κώστα Πούλο, στις εκδόσεις «Νέα Σύνορα». Τα βυζαντινά μυθιστορήματα, όπως και τα πρότυπά τους, διαδραματίζονται σε κόσμους ειδωλολατρικούς και ακαθόριστα αρχαίους ή σε κόσμους της όψιμης αρχαιότητας. Στην εποχή τους διαβάζονταν πολύ, αλλά, όπως υπενθυμίζει ο κ. Πούλος, οι μεταγενέστεροι κριτικοί και φιλόλογοι τα αντιμετώπισαν με απόλυτη περιφρόνηση, ενώ ο Κάρολος Κρουμβάχερ είχε γράψει για το «Υσμίνη και Υσμινίας» του Μακρεμβολίτη ότι «το όλον είναι μίμησις επί το χονδροειδέστερον καιακαλαισθητότερον της ουχί πολύ καλαισθητικής διηγήσεως του Αχιλλέως Τατίου περί της Λευκίππης και του Κλειτοφώντος. Η δε φράσις του Ευσταθίου είναι ό,τι αλλόκοτον ηδυνήθη να παραγάγη το Βυζάντιον ποτέ». Το αποτέλεσμα παρομοίων κριτικών και άλλων νεότερων ερευνητών, όπως του Μπ. Ε. Μπέρι, ήταν να μείνουν αυτά τα μυθιστορήματα σχεδόν άγνωστα ως σήμερα, οπότε επανεξετάζονται υπό νέο φως. Ο μεταφραστής των πρόσφατων εκδόσεων, πάντως, δηλώνει ότι όντως «ο λόγος φαίνεται τραχύς, με εμφανή την πρόθεση της παρωδίας, ενώ η αντιστοίχησή του με νεοελληνικούς λεκτικούς τρόπους απαιτεί, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, κατευναστικές παρεμβάσεις, πάντα με γνώμονα τη συμβατότητα με το γλωσσικό/αισθητικό κριτήριο του σημερινού αναγνώστη». Ας σημειωθεί, τέλος, ότι αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη του Ρόντρικ Μπίτον «Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού μεσαίωνα», στις εκδόσεις Καρδαμίτσα, οπότε θα έχουμε μια πλήρη εικόνα και ίσως μια καλύτερη αποτίμηση των βυζαντινών μυθιστορημάτων.
* Κυριαρχούν οι γυναίκες
Οσον αφορά το περιεχόμενο, οι γυναίκες κυριαρχούν. Ηδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν γεννήθηκε το μυθιστόρημα και αποτέλεσε ένα εντελώς νέο λογοτεχνικό είδος ­ το τελευταίο που παρήχθη στον ελληνικό χώρο ­, η γυναίκα ήταν ο μοχλός των εξελίξεων. Παραδείγματος χάριν, ακόμη και αυτός ο ωκύπους Αχιλλέας δεν φονεύθηκε στο πεδίον της μάχης, όταν ο Πάρης στόχευσε την αχίλλειο πτέρνα του, αλλά σκοτώθηκε ευρισκόμενος σε... «ραντεβουδάκι», σε κάποιο ιερό του Απόλλωνα, όπου υποτίθεται ότι επρόκειτο να συναντήσει την Πολυξένη, κόρη του Πριάμου. Αυτά, σύμφωνα με τη μυθιστορηματική εκδοχή του Τρωικού Πολέμου που μας μεταφέρει ο Δίκτης ο Κρητικός, ο οποίος, όμως ­ δέον να αναφερθεί ­, ήταν σε πολλά σημεία με το μέρος των Τρώων. Για να επανέλθουμε στο ζήτημα των γυναικών από μια άλλη σκοπιά, το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα ήταν και το πρώτο λογοτεχνικό είδος που απευθυνόταν κατ' εξοχήν στις γυναίκες ­ πράγμα που ως ένα βαθμό ισχύει ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με τον Hagg, «είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι το μυθιστόρημα ήταν το πρώτο μείζον λογοτεχνικό είδος που υποστηρίχθηκε κυρίως από τις γυναίκες. Το ηρωικό έπος ήταν χαρακτηριστικά αντρικό είδοςΩ οι θεατρικές παραστάσεις της κλασικής Αθήνας απευθύνονταν πρωταρχικά στους άντρες. Αντίθετα, το μυθιστόρημα μπόρεσε να φθάσει πιο μακριά, στα σπίτια των ανθρώπων, και να διαβαστεί ατομικά ή ομαδικά». Βεβαίως, η ιδανική γυναίκα που παρουσιάζεται στα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα και στα βυζαντινά παράγωγά τους είναι μάλλον προϊόν αρσενικής φαντασίας: ωραία, αγνή, πιστή μέχρι θανάτου.
Τα πρωτότυπα κείμενα έχουν εκδοθεί σε κριτικές εκδόσεις, όλες εκτός Ελλάδος. Η μόνη κριτική έκδοση των τελευταίων χρόνων που έγινε από έλληνα φιλόλογο ήταν του Α.Παπανικολάου, στα «Εφεσιακά» του Ξενοφώντα του Εφέσιου, και εμφανίστηκε στις εκδόσεις της Λειψίας, ενώ στο παρελθόν ο Κοραής ήταν ο πρώτος που είχε κάνει κριτική έκδοση των «Αιθιοπικών» του Ηλιόδωρου. Βέβαια τα τελευταία χρόνια είχαμε και καθαρά επιστημονικές εργασίες, όπως την έκδοση του Τάτιου με 200 σελίδες εισαγωγή και εκτενή σχόλια από τον Γ. Γιατρωμανωλάκη, αλλά αυτές είναι άλλου επιπέδου δουλειές.

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

«Πόρτα» Γιατρομανωλάκη στο Υπουργείο Πολιτισμού




Ο καθηγητής κλασικής φιλολογίας Γιώργης Γιατρομανωλάκης αρνήθηκε το βραβείο για την μετάφραση του βιβλίου του  "Ιεροί Λόγοι" του Αίλιου Αριστείδη. Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης ευχαρίστησε την επιτροπή λέγοντας " «Ευχαριστώ πολύ τους κυρίους και τις κυρίες που διάβασαν και βράβευσαν το βιβλίο μου, ωστόσο να μου επιτραπεί για λόγους προσωπικού γούστου και αυτοσεβασμού να μη δεχτώ τη μοιρασιά».
Η λέξη "μοιρασιά" παρερμηνεύθηκε από τους συνήθεις καλοθελητές που έσπευσαν να προβάλουν τον δικό τους εγωισμό στον κύριο Γιατρομανωλάκη, ο οποίος σε δήλωσή του συμπλήρωσε με νόημα πως  " Η άρνησή μου να δεχθώ το βραβείο δεν σχετίζεται με την αξία όσων βραβεύθηκαν και συν-βραβεύτηκαν [....] Ούτε εύκολο είναι, ούτε και ευχάριστο να αποποιείται κάποιος μια βράβευση. Ας το δοκιμάσουν οι επικριτές μου, όταν έρθει η ώρα τους, και θα καταλάβουν."
Ωστόσο, η άρνηση να παραλάβει το βραβείο ας γίνει η αφορμή να διαβάσουμε το εξαιρετικό αυτό πόνημα που μας πρόσφερε ο καθηγητής Γιατρομανωλάκης. 
Ο συγγραφέας κάνει μία σύγκριση των ενυπνίων του αρχαίου συγγραφέα Αίλιου Αριστείδη με τα οράματα του Μακρυγιάννη.
Αριστερά, ο αρχαίος ρήτορας Αίλιος Αριστείδης σε άγαλμα της Ρωμαϊκής εποχής και δεξιά πορτρέτο του Στρατηγού Μακρυγιάννη σε μεγάλη ηλικία

Οι «Ιεροί λόγοι» του ρήτορα Αίλιου Αριστείδη (117-180/181 μ.Χ.) αποτελούν, ίσως, το πιο παράδοξο και το πιο προκλητικό κείμενο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Συνίστανται από 130 ενύπνια και οράματα που αποστέλλονται από την προστάτη και θεραπευτή θεό Ασκληπιό στον φιλάσθενο, πλην φιλόδοξο και φανατικό για την τέχνη της ρητορικής, Αριστείδη. Ο ίδιος ο Ασκληπιός είναι που προτρέπει τον ρήτορα, ως άλλος θεϊκός εκδότης, να δημοσιεύσει τα όνειρα αυτά, μαρτυρία και δοξολογία των ποικίλων ευεργεσιών του.
Συντεταγμένοι οι Ιεροί Λόγοι ολωσδιόλου διαφορετικά από τους πολλούς ρητορικούς, πανηγυρικούς, εγκωμιαστικούς και επιδεικτικούς λόγους του Αριστείδη, συνιστούν εντέλει ένα άκρως προσωπικό και εγωκεντρικό κείμενο, γραμμένο από έναν ιδεοληπτικό χαρακτήρα και θεόληπτο άνθρωπο, ο οποίος, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει τον Στρατηγό Μακρυγιάννη στα Οράματα και Θάματα. Επιπλέον το ονειρικό υλικό των Ιερών Λόγων και ο συχνά παρατηρούμενος ελεύθερος συνειρμός στην εκφορά τους, παραπέμπουν σε μιαν οιονεί υπερρεαλιστικής τάξεως ποιητική, Κατά την άποψή μας οι Ιεροί Λόγοι μπορούν, επίσης, να αναγνωσθούν και ως ένα «ατελές» ρομάντζο, αυτοβιογραφικής φύσεως, μέσα στο οποίο συμβαίνει η τελική «ένωση» του Αριστείδη με την αγαπημένη του ρητορική. Οι καθ’ύπνους εκφερόμενες εντολές και οδηγίες του προστάτη Ασκληπιού και το σώμα του ρήτορα εθεράπευσαν και την τέχνη του ελάμπρυναν.
Μαζί με τους Ιερούς Λόγους μεταφράζεται το χαριτωμένο εγκώμιο του Αριστείδη Εις Αιγαίον Πέλαγος, που προσφέρεται σε ξεχωριστή έκδοση μαζί με το βιβλίο.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Ο παππούς μου και το Κακό, του Γιώργη Γιατρομανωλάκη


Πηγή: www.anogi.g
της Ιωάννας Μπισκιτζή

«Τη φοβερή ιστορία του παππού μου την έχω αρχίσει εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια. Τρόπος του λέγειν. Αλλά αν δεν είναι εκατόν πενήντα , σίγουρα είναι εκατό και παραπάνω. Για την ακρίβεια την ξεκίνησα  από τις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Παρ’ όλον που αυτές τις δύο τάξεις ούτε που τις είδα ποτέ μου. Καθώς ήμουν ανέκαθεν αδύναμος και φιλάσθενος, τις τάξεις  αυτές τις πέρασα σπίτι. […] Το ωραιότερο είναι πως ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο παππούς μου».

Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης(καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) γράφει για τον παππού του και το Κακό, μια μοιραία δυάδα της ζωής του, «εκθέτει» αυτοβιογραφικά την ιστορία του, κάνει τέχνη(αυτή της συγγραφής) και μετατρέπει αυτή την «έκθεση» σε ένα ταξίδι μαγικό, όπου ο χρόνος είναι σχετικός  και μετριέται περίεργα, ενώ το ιστορικό γίγνεσθαι εποπτεύεται από το άγρυπνο Κακό!

Ο Γιώργης κληρονομεί ένα μικρό τετράδιο 30 φύλλων, γραμμένο  από τον παππού του, που μέσα του κρύβει  όλη  τη φιλοσοφία του παππού για το Κακό και  το ρόλο του στην ιστορία της Κρήτης, της Ελλάδας, του Βενιζέλου και βέβαια της ίδιας του της ζωής. Είναι μια καθόλα νόμιμη «μυθιστορία», εμπνευσμένη από τον κρητικο-εθνικό φρονηματισμό του παππού, χωρίς  να παραμελεί τα  πραγματικά γεγονότα.

[…οι Κρητικοί οφείλουν πάντοτε να τρέφουν γενειάδα. Όχι μόνο για λόγους αισθητικής[…] Τα  γένια, έλεγε, είναι ένδειξη πένθους στη Κρήτη. Επειδή λοιπόν η Κρήτη είναι σκλαβωμένη, όλοι οι Κρητικοί οφείλουν να έχουν γένια. «Ακόμη και τώρα  που είμαστε ελεύθεροι από τους Τούρκους, πάλι πρέπει να έχουμε γενειάδα». Γιατί; Ρώτησα. «Διότι», είπε «μπορεί να φαινόμαστε ελεύθεροι, αλλά δεν είμαστε.]

Ο Γιατρομανωλάκης χωρίζει το μυθιστόρημα σε τρία μέρη, που το κάθε ένα αποτελείται από δέκα κεφάλαια, που θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να διαβαστούν και αυτόνομα, αρκεί ο αναγνώστης να είναι, αν όχι Κρητικός, τουλάχιστον γνώστης της ιστορίας της Μεγαλονήσου. Το πρώτο, από τα τρία μέρη, το ονομάζει «Προετοιμασία» και παραπέμπει αυτόχρημα στην Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία ο μεγάλος κρητικός δίνει επίσης τον τίτλο «Η Προετοιμασία», στο πρώτο κεφάλαιο. Ο Γιώργης  προετοιμάζει τον αναγνώστη για να νιώσει τη μάχη του παππού του(και του Βενιζέλου) με όλες τις μορφές του Κακού, ενώ ο Νίκος προετοιμάζει την ψυχή του, για την ανάβαση προς τη μεγάλη αλήθεια που συμπεριλαμβάνεται στο λυρικό του «Πιστεύω» στο τέλος της Ασκητικής .Η αναφορά εδώ σκοπό έχει να τονίσει το πώς η  εντοπιότητα των δύο κρητών λογοτεχνών μπορεί να εμπνεύσει λέξεις της ίδιας δυναμικής, μια και η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης που ξεκινά από τα μέσα του 14ου αι. και καταλήγει στο 1580 περίπου, ονομάζεται περίοδος της προετοιμασίας.

Στο βιβλίο, «Ο παππούς μου και το Κακό»,(εκδ. Κέδρος), τα ιστορικά γεγονότα μοιάζουν να εξιστορούνται από μόνα τους, ενώ ο αφηγητής  παρουσιάζει τον πολύπλευρο χαρακτήρα του παππού και την αόρατη, μα παντοδύναμη σχέση του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που εξελίσσεται την ίδια χρονική στιγμή αλλά σε διαφορετικά «σύμπαντα»  και συνδέεται από την κοινή, γενναία μάχη τους απέναντι στο Κακό. Το χιούμορ υπαινικτικό, ελλοχεύει σε όλο το μυθιστόρημα.

«Ο παππούς μου είχε την αταλάντευτη πίστη όσων πήραν εντολή από τους Ουρανούς να συμπαραστέκονται συνεχώς σ’ αυτούς που «εκείνοι»  αποστέλνουν κατά καιρούς στον πλανήτη Γη να πολεμήσουν το Κακό. Για τούτο, ενόσω ζούσε και κυβερνούσε ο Βενιζέλος μας, ο παππούς μου έμεινε πιστός και αφοσιωμένος συνεργάτης του. Και όχι μόνον τότε, αλλά και όταν ο βρομερός παλαιοκομματισμός των Αθηνών τον καταψήφιζε και τον εξόριζε, ο παππούς μου έμενε σταθερός και αμετακίνητος οπαδός του. Τι λέω; Και μετά τον θάνατο του Κυβερνήτη μας (μαύρος Μάρτης 1936), ο παππούς μου εξακολουθούσε να συνεργάζεται μαζί του».

Η ιστορία του παππού του Γιώργη, ζει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο  στην «Επανάσταση του Θερίσου» το 1905,  στους αγώνες του  για την ανεξαρτησία της Κρήτης, στις  εκλογές από τις οποίες βγήκε νικητής, μέχρι την  πολυπόθητη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η οποία  πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβρη του 1913, όπου  η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο Κάστρο του Φιρκά, στα Χανιά, ενώπιον του Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου.

Η ιδεολογία του παππού είναι παντού, κατακλύζει το βιβλίο, το μυαλό του αφηγητή-εγγονού και εμπλέκει τον αναγνώστη σε ένα φαύλο κύκλο και εκεί που νιώθει πως κατακτά μια γνώση και ένα ρόλο στην ιστορία, τελικά βρίσκεται  στην αρχή μιας νέας μύθευσης. Και καθώς η ιστορία ξετυλίγεται και οι  δημοκρατίες  στην Ελλάδα σταματούν στην αρχή του πρώτου έτους της Τρίτης Ελληνικής Δικτατορίας, στις 27 Απριλίου του 1967, ο παππούς θα φύγει για τους Ουρανούς. Πριν φύγει ο παππούς, ο Γιώργης θα του τραγουδήσει τον Ύμνο της Κρήτης και θα του αναλύσει τον συμβολισμό του, γιατί αυτό είναι το μάθημα ζωής και η παρακαταθήκη του παππού στον εγγονό.

« Ο ύμνος της Κρήτης μας, του απάντησα, δεν έχει μόνο ωραία μουσική, ωραία λόγια, κλπ. Είναι και πολύ συμβολικός. Δείχνει μια κόρη που κάθεται σε ένα ωραίο τοπίο δίπλα στη θάλασσα και μάχεται να απελευθερωθεί από το Κακό και να ανέβει στα ουράνια. Μιλά για την περασμένη δόξα και τιμή μιας Πολιτείας. Γι αυτό είναι τόσο φοβερός ο Ύμνος της Κρήτης μας».

Με την πνοή και το λυρισμό ενός μεγάλου συγγραφέα, που είναι ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, κοινώνησε μαζί μας την προσωπική του σχέση με τον παππού του και του παππού του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μέσα από το λιτό ηθογραφικό αυτοβιογράφημά του, που δεν είναι παρά ο κτύπος της καρδιάς του στο σκοτεινό Φως!

Ιωάννα Μπισκιτζή- Λέκτορας κλασικής φιλολογίας

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Γιάννης Ρίτσος: Ο ποιητής μάς βλέπει απ’ τον εξώστη

Πηγή: http://www.tovima.gr



Μια ανέκδοτη ποιητική συλλογή, από τον Μάρτιο του 1985, με τίτλο «Υπερώον» τον επαναφέρει στην επικαιρότητα. Καθημερινά ψυχικά συμβάντα, μνήμες και θεάματα, ένα καβαφικό χρώμα









Γιάννης Ρίτσος
Υπερώον
Εκδόσεις Κέδρος, 2013,
σελ. 88, τιμή 11 ευρώ




Το Υπερώον αναφέρεται ως η 43η ανέκδοτη συλλογή σε έναν σχετικό κατάλογο που καταρτίζει ο Γιάννης Ρίτσος μαζί με τη Νινέτα Μακρυνικόλα το 1988 προκειμένου να μπει μια τάξη στις μελλοντικές εκδόσεις του έργου του. Αρα η συλλογή κρίνεται έτοιμη και έχει εγκριθεί για έκδοση. Σύμφωνα με τους ημερολογιακούς δείκτες των ποιημάτων, το Υπερώον γράφεται μέσα σε 21 ημέρες. Από την 1η Μαρτίου 1985, ημέρα Παρασκευή, ως τις 21 του ίδιου μήνα, ημέρα Πέμπτη. Ετσι, καθώς ο ποιητής συντάσσει καθ' εκάστην ένα ως και τέσσερα ποιήματα, έχουμε 66 ποιήματα μονοσέλιδα, από επτά (συνήθως) ως και δεκαπέντε στίχους το καθένα. Αυτή η συγγραφική τακτική θυμίζει ημερολογιακές καταγραφές και όντως περί αυτού πρόκειται: καταγράφονται καθημερινά ψυχικά συμβάντα, μνήμες και θεάματα, σε τόση έκταση που χωρούν στα φύλλα ενός επιτραπέζιου ημερολογίου.

Το 1985 ο Ρίτσος συγκροτεί άλλες τρεις συλλογές, ανέκδοτες ακόμη (Σηματοδότες, Ασπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο, Ενυδρείο), και τον ίδιο χρονο, επίσης, από τις 30 Ιανουαρίου ως τις 23 Φεβρουαρίου, γράφεται ο τελευταίος τόμος από το Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων, «Ο Αριόστος αρνείται να γίνει άγιος». Αυτά τα λίγα γραμματολογικά επιβεβαιώνουν εκείνο που ήδη γνωρίζουμε: ο Ρίτσος βρίσκεται σε συνεχή συγγραφική δραστηριότητα έτσι ώστε κάθε συλλογή έρχεται να προσθέσει κάτι καινούργιο σε ένα τεράστιο έργο/ψηφιδωτό ιστορικού, πολιτικού, ποιητικού και προσωπικού χαρακτήρος. Με τη σειρά τους οι ψηφίδες /ποιήματα βοηθούν να προβληθεί η μεγάλη Εικόνα, το όλον Ποίημα. Αυτό το καθολικό, συνεχώς εν εξελίξει Ποίημα θα εμφανισθεί ολάκερο και μαζί ολόκληρο το Πρόσωπο του ποιητή, όταν κάποτε έρθουν στο φως όλα τα ανέκδοτα κείμενά του. Η σημερινή ανεξάρτητη έκδοση του Υπερώου δείχνει μια επί μέρους ενότητα του καθολικού. Διαβάζεται αυτοτελώς επειδή έτσι εποιήθη, όμως, από την άλλη, δεν μπορούμε να τη δούμε ως μια παντελώς «ανεξάρτητη» συλλογή. Είναι μέρος ενός συνόλου, άλλος ένας σταθμός μιας μακράς πορείας.

Η λέξη «υπερώον», όπως συνάγεται από το περιεχόμενο του ποιήματος που ονοματίζει τη συλλογή («Στο υπερώον»), σημαίνει απλώς εξώστης θεάτρου.

«Μετά την παράσταση/ έμεινε κρυφά στο υπερώον/ στα σκοτεινά. Η αυλαία ορθάνοικτη».

Από εκεί ψηλά ο μοναχικός θεατής βλέπει να αδειάζει η σκηνή, να σβήνουν τα φώτα και να κλείνουν οι πόρτες. Απευθύνεται τότε στον εαυτό του (συνηθισμένη αφηγηματική πρακτική στον Ρίτσο) και λέει:

«Σειρά σου τώρα/ χωρίς φώτα/ χωρίς σκηνικά/ να παίξεις εαυτόν».

Δύο εβδομάδες πριν από τη σύνθεση αυτού του ποιήματος, δηλαδή στις 18.2.85, έχουμε μια άλλη καταγραφή στον μυθιστορηματικό Αριόστο που παραπέμπει στον Μάρκο Αυρήλιο και επιγράφεται Εις εαυτόν. Εδώ ο αφηγητής (απευθυνόμενος στο alter ego του, τον Αριόστο) ομολογεί πως βαρέθηκε «φωτογραφίες, πόζες, μεταμφιέσεις κ.ά.». Επιθυμεί «κάτι απλωτό, δημοκρατικό, ευάερο (!)». Πρέπει οι δυο τους να μαζέψουν τα συμπράκαλά τους και να του δίνουν. Για πού; Για εκείνη την Αλλη Πολιτεία όπου «κατοικούν από χρόνια οι ποιητές [...] κυνηγημένοι απ' τα σκυλιά, τους ανθρώπους [...] κυνηγημένοι κι απ' τις ίδιες τους τις ειπωμένες και ανείπωτες λέξεις».

Και ο αφηγητής συνεχίζει, αναφερόμενος στα ανείπωτα:

«Δε θα βγάλουμε, δα, και τ' άπλυτά μας στη φόρα. Αλλωστε εμένα μου χρειάζεται όλο μου το παρελθόν (κι ας το λες μπαγιάτικο) για το παρόν μου και το μέλλον μου. Ολα τα κρατώ. Και τα κρατώ καλά κρυμμένα. Και να ξέρεις: μονάχα κρύβοντας αποκαλύπτεις».

Αν ο μονόλογος του Αριόστου (εις εαυτόν) συνεχίζεται στο Υπερώον «να παίξεις εαυτόν», τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολλαπλό είδωλο του ποιητή και συνάμα ομοούσιό του. Στο Υπερώον, λοιπόν, από το υπερώο, ο ποιητής θεάται εαυτόν να παίζει (= να δείχνει) εαυτόν μέσα στο σκηνικό της καθημερινότητας όπου όλα συμφύρονται ως ζώσα ύλη: παρελθόν, παρόν, μέλλον. Βρώμικοι αστικοί δρόμοι, λαϊκά καφενεία, βιτρίνες, ένα λεωφορείο που φεύγει, οι σημαδεμένοι τοίχοι από τις παλαιές εκτελέσεις, ανάκατες εφημερίδες πάνω στο πάτωμα, τα ανασηκωμένα χέρια μιας γυναίκας, γυμνά αγόρια, στρατόπεδα, οι τέσσερις έρωτες, τα ολόγυμνα σώματα των ανθρακωρύχων, οι αρβύλες του Βαγγέλη, ο Νικίας, ο Ορέστης, ο Αντίνοος. Ολη αυτή η ρέουσα ύλη του Υπερώου, προϊόν καθημερινού θεάματος και μνήμης, σχηματίζει περιληπτικά τους τρεις μείζονες θεματικούς κύκλους που απαντούν σε όλον τον Ρίτσο: έρωτας/θάνατος, ποίηση/ποιητική, πολιτεία/πολιτική. Μόνο που τώρα, καθώς ο ποιητής ετοιμάζει τα «συμπράκαλά» του, όλα φαίνονται ως ήδη οφθέντα, άρα και ως εσαεί γενόμενα ενώπιόν του.


Τι βλέπει από τον εξώστη
Ας δούμε/πούμε με συντομία τι ακριβώς θεάται ο ποιητής πάνω από τον εξώστη, ποιο το ήδη οφθέν (déjà vu). Θεάται τον ίδιο τον εαυτό του να κοιτάζει τον κόσμο κλεφτά ως αθεράπευτος ηδονοβλεψίας:

«Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα 'δες απ' την κλειδαρότρυπα-/ λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ' ακούσουν» («Διείσδυση»).

Και

«μες στον καθρέφτη του λουτρώνα/ γυμνό το σώμα του Πατρόκλου/ ολοπόρφυρο».

Παρατηρεί τον ίδιο τον ποιητή να μνημονεύει, αλληγορικά πλην σαφώς, πολιτικά δρώμενα άλλων εποχών που προβάλλονται προφητικά στο σημερινό πολιτικό παρόν,

«Εξω/ το γήπεδο του ποδοσφαίρου, οι φίλαθλοι και των δύο παρατάξεων, κραυγάζοντας/ γροθοκοπούσαν τον Διαιτητή. Διαιτητής/ ήμουν εγώ. Κι έτσι/ με ματωμένο στόμα, γνώρισα (και το 'πα)/ πως είχα απόλυτο δίκιο».

Και πάλι δείχνει τον ίδιο να βλέπει τα ποιήματά του «άσπρα βότσαλα» να λαμποκοπούν πάνω στο τραπέζι.

«Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας/ δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ' ανέβασες· με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ' απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι' αυτό/ λαμποκοπούν με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν' αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μη σε μαρτυρήσουνε (=και τα κρατώ καλά κρυμμένα) την ώρα της Μεγάλης Δίκης».

Τέλος, βλέπουμε τον αυτοπαρατηρούμενο ποιητή του Υπερώου να παίζει εαυτόν καθώς επιμένει να γράφει, μετά θάνατον, όσα διαβάζουμε τώρα εμείς σήμερα.

«Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της/ λάμπουν ωραία. Ομως, προπάντων, /αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημά σου/ να συνεχίζεις να γράφεις μετά θάνατον». («Δημόσιο Πάρκο»).