Ελύτης Oδυσσέας Πηγή A´ Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα Πρωί, στα πόδια του βουνού Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει. Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της· Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια· Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο. Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού. B´ Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει· O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές Φυσάει μακριά τη σκόνη του Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους H γη κρύβει τις πέτρες της O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε: Φωτιά ή μαχαίρι! Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες! Γ´ Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει. Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν! Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας! Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες! Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά... Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος― Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια! Δ´ Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα Kι η απορία μαρμάρωσε... Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Αιώνες μαύροι γύρω του Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες Aκούν με προσοχή· Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή. Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα Xωρίς άλλα κεριά Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη· Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια― Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του- Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο! E´ Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός; Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει; Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου; Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας! Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν― Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι; Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι! Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου; Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί! Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου; Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός! Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός Πιάνουν το χέρι και παγώνει Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος! ΣT´ Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε· Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του· Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα... Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε! Ήταν γερό παιδί· Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης, Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο Nα βάφει τα λουλούδια Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν... Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα... Ήταν γενναίο παιδί. Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι (Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του) Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του ―Φωτιά στην άνομη φωτιά!― Με το αίμα πάνω από τα φρύδια Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας Δεν έκλαψαν Γιατί να κλάψουν Ήταν γενναίο παιδί! Z´ Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει. Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει... Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους Kαι σταματήσουν Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί... Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά; Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την― Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την― Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την! Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα! H´ Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του· Ή τότε πάλι με χώμα και νερό Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα! Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε! Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο! Θ´ Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων! Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων! Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης! Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!» Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων! Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα Kαι ποιος θα κοιμηθεί Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια Aίμα και λαλιά Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά― Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του! I´ Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!» Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!» Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου· Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του· Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα, Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει― Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας! IA´ Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας Γιατί τους είχε πάρει Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας! Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα Mε πικραμένα μάτια· Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου! Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος! IB´ Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος... Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη! Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης! Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων... Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού! IΓ´ Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο― Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα· Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη· Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα! Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της! IΔ´ Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο: EΛEYΘEPIA Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες Tα πιο αθώα κορίτσια Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη... Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Oλοένα εκείνος ανεβαίνει· Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά· Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται· Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!» «Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!» Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού! |
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002) |
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας [απόσπασμα] |
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΝΙΑ του '30. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΝΙΑ του '30. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Σάββατο 28 Ιουνίου 2014
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014
"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη
(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)
Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.
Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό
ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...
Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.
Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.
Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.
Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.
Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30
Κυριακή 1 Ιουνίου 2014
"Ελύτης και Novalis" Νίκος Δήμου
|
Μάριο Βίτι, Νάσος Βαγενάς, Γιώργης Γιατρομανωλάκης και Ρόντρικ Μπίτον μιλούν για τη «γενιά του ΄30»
Έργο του Χαρίτωνα Μπεκιάρη.
Γιατί εξακολουθεί η γενιά του 1930 να έχει κεντρική θέση στους κριτικούς προβληματισμούς; «Το Βήμα» ζήτησε από τέσσερις μελετητές της λογοτεχνίας αυτής της περιώνυμης γενιάς να δώσουν τις απαντήσεις τους.
«Η “γενιά του ΄30”, ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, εισήγαγε μεγάλες αλλαγές σε θεμελιώδεις προϋποθέσεις της τέχνης στη δεκαετία του 1930, όταν συντελούνταν παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη του 20ού αιώνα. Επειτα από αυτές τις μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν άλλες. Οι γενιές που ακολούθησαν αμφισβήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ό,τι είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή. Οσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τη σημασία αυτού του γεγονότος»σχολιάζει ο MΑΡΙΟ BΙΤΙ,ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Βιτέρμπο, συγγραφέας της μελέτης«Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή» (1977) - βασικής για την ιστορία της γενιάς.
«Τη δεκαετία του 1970, όταν ασχολήθηκα συστηματικά με το θέμα στο βιβλίο μου, μεαπασχολούσε ποιες ήταν οι πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες παρουσιάστηκε το φαινόμενο. Στη συνέχεια άλλοι εμβάθυναν στις πολιτικές συνθήκες, ιδιαίτερα σε σχέση με την εξουσία του Μεταξά. Ο διάλογος συντηρείται γιατί η γενιά εμπνέει προσεγγίσεις από διάφορες προοπτικές» προσθέτει ο ίδιος.
Για τον NΑΣΟ BΑΓΕΝΑ, καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών και συστηματικό μελετητή του Σεφέρη και του ελληνικού μοντερνισμού, «είναι λάθος να μιλάμε για “μύθο της γενιάς του ΄30”, με όποια σημασία και αν εννοούμε τη λέξη “μύθος”, θετική ή αρνητική. Διότι η “γενιά του ΄30” δεν είναι κάτι το παρωχημένο, όπως πιστεύει η κοινωνιολογούσα λογοτεχνική κριτική, ούτε παρελθόν που έχει υψωθεί στην περιοχή του μύθου. Είναι και σήμερα μια ζωντανή πραγματικότητα. Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνισή της η “γενιά του ΄30” αποτελεί ακόμη τον ρυθμιστή της λογοτεχνικήςκαι,γενικότερα, της καλλιτεχνικής- ζωής μας, όσο και αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε την επιβλητική παρουσία της με μεταμοντέρνα μαντζούνια και ορθοπολιτικές “ετερότητες”. Και αυτό γιατί όχι μόνο υπήρξε μια μεγάλη γενιά- η γενιά που έμπασε την ελληνική λογοτεχνία στον 20ό αιώνα- αλλά και γιατί οι μεταγενέστεροι δεν κατορθώσαμε να διδαχθούμε όσα έπρεπε από το επίτευγμά της. Αν το είχαμε κατορθώσει, δεν θα ξιφουλκούσαμε σήμερα, με ξύλινα σπαθιά, εναντίον της».
Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, ομότιμος καθηγητής Αρχαιοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών, μελετητής και επιμελητής του έργου του υπερρεαλιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, πιστεύει ότι δύο είναι οι κύριοι λόγοι που μας αναγκάζουν να δεχτούμε και την ύπαρξη της λεγόμενης “γενιάς του ΄30” και κατ΄ επέκταση την επιρροή της- θετική ή αρνητική, ας διερευνάται: «Ο πρώτος οφείλεται στη βούληση του πονηρού πνεύματος της Ιστορίας:δύο Νομπέλ λογοτεχνίας, δύο μείζονες υπερρεαλιστές ποιητές, ένας διαπρεπής ποιητής της Αριστεράς, πεζογράφοι, κριτικοί, εικαστικοί κ.ά., πώς συνέβη (;) να αναδυθούν μαζικά μέσα σε αυτή τη δεκαετία; Πώς και γιατί τόση ποσότητα και ποιότητα; Ο δεύτερος μοιράζεται ανάμεσα στη βούληση της βιολογίας και στην, κατά συνέπεια, αδιάκοπη παρουσία των εκπροσώπων της γενιάς αυτής, καθώς πολλοί υπήρξαν άκρως δημιουργικοί, πολλαπλώς ενεργοί και επιδεικτικά νεωτερικοί ως και τη δεκαετία του 1990! Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και αν δεν είχε διαπιστωθεί εμπράκτως η ύπαρξη της “γενιάς του ΄30”, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εφευρεθεί ο μύθος της.
Αρα, υπήρξε ή εφευρέθηκε; Η μία απάντηση ενισχύει κριτικά την άλλη».
Για τον ΡΟΝΤΡΙΚ ΜΠΙΤΟΝ, καθηγητή Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Κing΄s College του Λονδίνου και συγγραφέα της βιογραφίας «Γιώργος Σεφέρης.
Περιμένοντας τον Αγγελο» (2003), «η εξήγηση είναι ότι δεν πρόκειται μόνο για “γενιά”, με την κάπως τετριμμένη έννοια των εκάστοτε καλλιτεχνικών γενιών. Αν σκεφτεί κανείς ότι συγκαταλέγονται στη “γενιά του ΄30” ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εμπειρίκος (να μην πούμε και άλλους), καταλαβαίνει αμέσως ότι έχουμε να κάνουμε με τον πιο πυκνοκατοικημένο αστερισμό στο στερέωμα των ελληνικών γραμμάτων. Παρ΄ όλες τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, από κοινού αξιοποίησαν την αρχαία ελληνική μυθολογία με νεωτερικό (“μοντέρνο”) τρόπο· έγιναν οι ίδιοι “μύθος”. “Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”, “Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική”, “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις...”. Κατά πόσο όμωςοι ενοράσεις αυτές αντιπροσωπεύουν τον Ελληνα ή τον ελληνισμό του 21ουαιώνα; Οπως και αν είναι, πέρασαν πολύ βαθιά μέσα στη συλλογική συνείδηση του τόπου, και γι΄ αυτόν τον λόγο είναι σωστό να συζητηθούν ακόμη».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)