Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Η Αυτοκράτειρα Θεοφανώ, µια γυναίκα – αράχνη.

Πηγή φωτογραφίας: http://periodfashion.blogspot.gr/2011/10/byzantine-costume.html

Σύζυγος δύο αυτοκρατόρων και δολοφόνος ενός από αυτούς, ή και δύο, μητέρα του Βασίλειου Βουλγαροκτόνου και αδίστακτη πολιτικός. Αυτή ήταν η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Θεοφανώ.

Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση γυναίκας στην εξουσία. Έζησε στο δεύτερο μισό του 10ου µ.Χ. αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Οι πληροφορίες που έχουμε για την καταγωγή της είναι συγκεχυµένες. Κάποιοι την αναφέρουν ως κόρη ευγενούς, ενώ μια άλλη άποψη τη θέλει να κατάγεται από τη Λακωνία. Λένε πως ο πατέρας της ήταν ένας Κρατερός, ταβερνιάρης στην Κωνσταντινούπολη, και το πραγματικό της όνομα ήταν Αναστασώ. Ωστόσο, τεκµηριωµένα, κανείς δεν µπορεί να βεβαιώσει την καταγωγή αυτής της επικίνδυνης αυτοκράτειρας.

Πώς κατάφερε μία κοπέλα από άσημη οικογένεια να φτάσει στο υψηλότερο αξίωμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας; Μία εκδοχή είναι ότι έγινε διαγωνισμός ομορφιάς για να επιλεχθεί η νύφη του μελλοντικού αυτοκράτορα. Όπως και να είναι, ο νεαρός διάδοχος, ο Ρωμανός, μαγεύτηκε απ’ την αξεπέραστη γοητεία της Πελοποννήσιας. Ήταν γνωστός για τη ροπή του στις διασκεδάσεις και την αδυναµία του προς το ωραίο φύλο και η Θεοφανώ υπήρξε εκπάγλου καλλονής. Η καταγωγή της νύφης σχολιάστηκε αρνητικά από τους αυλικούς και τον πατέρα του γαμπρού, τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’, που ήθελε μία αριστοκράτισσα στον θρόνο.

Το 956, ο διάδοχος Ρωμανός και η Θεοφανώ παντρεύτηκαν. Η Κωνσταντινούπολη γιόρταζε επευφημώντας το νεαρό ζευγάρι, καθώς ο Ρωµανός , κατά πέντε μόλις έτη μεγαλύτερος της, ολόξανθος, αρρενωπός, ήταν το όνειρο όλων των κοριτσιών της πρωτεύουσας. Αυτή όμως ήταν μόνο η αρχή των φιλοδοξιών της νεαρής κοπέλας.

Η Θεοφανώ έμεινε έγκυος και ο Ρωμανός επέστρεψε στις ερωμένες του. Όμως, όταν πέθανε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ το 959, οι αυλικοί την κατηγόρησαν ότι τον δηλητηρίασε, γιατί ο Αυτοκράτορας την κατηγορούσε. Η ενοχή της δεν αποδείχτηκε ποτέ, ειδικά γιατί ο Κωνσταντίνος Ζ’ πέθανε μετά από μακρόχρονο πυρετό, που δεν συνάδει με δηλητηρίαση. Έτσι, η Θεοφανώ έγινε αυτοκράτειρα, στο πλάι του Ρωμανού που στέφθηκε Αυτοκράτορας των Ρωμαίων.

Η νέα αυτοκράτειρα ασκούσε τεράστια επιρροή στον άντρα της, που προτιμούσε να γλεντοκοπάει με γυναίκες από το να κυβερνά. Μετά τη στέψη του η Θεοφανώ στρέφεται εναντίον της οικογένειας του πεθαμένου αυτοκράτορα. Πείθει τον σύζυγο της, ότι η ζωή του παλατιού δεν ταιριάζει στις αδελφές του, και καλύτερα θα ήταν να βρουν τη γαλήνη σε ένα μοναστήρι. Τα παρακάλια της μητέρας του Ρωμανού, Ελένης, δεν έπιασαν τόπο. Έτσι οι πέντε κόρες του Κωνσταντίνου Ζ’ στέλνονται σε μοναστήρι.

Κατόπιν η Θεοφανώ περιόρισε την πεθερά της Ελένη στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της . Ο Ρωμανός όμως τη γέμιζε πλούτη και νοιάζονταν μόνο για απολαύσεις και ακολασίες. Έτσι οι κρατικές υποθέσεις είχαν περάσει στα χέρια ενός ευνούχου, του Ιωσήφ Μπρίκα, στον οποίο δεν ασκούσε καμιά επιρροή η φιλόδοξη αυτοκράτειρα.

Η κραιπάλη και οι καταχρήσεις, είχαν άσχημη κατάληξη για το Ρωμανό. Το 963, ο Αυτοκράτορας πέθανε σε ηλικία μόλις 26 ετών. Οι αιτίες του θανάτου από κάποιους αποδόθηκαν στον έκλυτο βίο, ωστόσο ο Λέων Διάκονος έγραψε ότι «οι περισσότεροι υποψιάζονται ότι το δηλητήριο του το έδωσαν από τον γυναικωνίτη», εννοώντας τη Θεοφανώ. Για ακόμα μία φορά η Θεοφανώ βρέθηκε στο στόχαστρο των αυλικών, οι οποίοι τη μισούσαν.

Ο πρωτότοκος γιος της και διάδοχος του θρόνου, Βασίλειος, (ο μετέπειτα Βουλγαροκτόνος) ήταν πολύ μικρός για το θρόνο. Ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Θεοφανούς ήταν ο Ιωσήφ Μπρίκας, αλλά βρήκε τρόπο να τον αντιμετωπίσει. Επανέφερε στο παλάτι τον σκληροτράχηλο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος μόλις είχε ολοκληρώσει την εκστρατεία στην Κρήτη και ήταν αγαπητός στον λαό.

Ο Νικηφόρος Φωκάς. 

Ο Φωκάς στέφθηκε αυτοκράτορας στην Καισάρεια και μπήκε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, όπου κυβερνούσε άτυπα ο Ιωσήφ Μπρίκας. Μετά από αιματηρές οδομαχίες, ο Φωκάς εδραίωσε την κυριαρχία του και νυμφεύτηκε την αυτοκράτειρα Θεοφανώ. Ο γάμος τους προκάλεσε σκάνδαλο, γιατί ο Φωκάς ήταν πνευματικός πατέρας των γιων της Θεοφανούς και η συγγένεια θεωρούνταν πολύ στενή για γάμο. Ο Πατριάρχης Πολύευκτος αφόρισε τον Φωκά και αρνούνταν να ευλογήσει τη βασιλεία του, όσο βρισκόταν στο πλευρό του η Θεοφανώ. Τότε ο Φωκάς συγκάλεσε Σύνοδο για να καταργήσει την απαγόρευση γάμου λόγω πνευματικής πατρότητας, μια που αυτή είχε γίνει την περίοδο της Εικονομαχίας, αλλά ο Πατριάρχης δεν υποχώρησε. Ο Φωκάς «ξεμπέρδεψε», όταν δύο μάρτυρες ορκίστηκαν ότι ο Φωκάς δεν ήταν νονός των παιδιών της Θεοφανούς.

Όταν η κατάσταση εξομαλύνθηκε, η Θεοφανώ είδε τα ελαττώματα του νέου συζύγου της. Ήταν πολύ μεγαλύτερός της, υπερβολικά σοβαρός και τραχύς χαρακτήρας. Ο στρατηγός ήταν συνηθισμένος στην πειθαρχία και τη λιτότητα του στρατού, κοιμόταν στο πάτωμα και φορούσε ένα χοντρό μάλλινο πουκάμισο μέσα από τα ρούχα του, που του έγδερνε το δέρμα ως τιμωρία για τις αμαρτίες του. Η θρησκοληψία του δεν ταίριαζε εύκολα με τα «ήθη» της γυναίκας του. Ως στρατηγός είχε διεξάγει “ολοκληρωτικό πόλεμο” στα όρια της γενοκτονίας, στα Άδανα και την Κρήτη. (το μεγαλύτερο κατόρθωμά του ήταν η ανακατάληψη της νήσου από τους Άραβες)

Η διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας από αυτόν προκαλούσε λαϊκή δυσφορία. Ο στρατηγός αποδείχτηκε ακατάλληλος αυτοκράτορας. Οι πόλεμοι γενικεύθηκαν, οι φόροι αυξήθηκαν, και η εκκλησιαστική περιουσία άρχισε να κινδυνεύει. Η Θεοφανώ, για να μη φθείρεται ο θρόνος των παιδιών της, αποφάσισε να τον αντικαταστήσει με τον ανιψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή, που ήταν και εραστής της. Ήταν όμορφος και παλικάρι, αλλά και ικανός στρατηγός.

Το 969, ο Τσιμισκής έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Η Θεοφανώ έφυγε νωρίς από την κρεβατοκάμαρα του και άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη. Λίγες ώρες μετά, μπήκε κρυφά στο δωμάτιο ο Τσιμισκής με τους άντρες του και σκότωσαν τον Αυτοκράτορα. Στον τάφο του έγραψαν: «τους νίκησε όλους, εκτός από μια γυναίκα».

Η Θεοφανώ συμμετείχε στη δολοφονία, υπό την προϋπόθεση ότι ο νέος αυτοκράτορας Τσιμισκής θα την παντρευόταν για να συνεχίσει τη βασιλεία της. Όμως ο Πατριάρχης Πολύευκτος αρνήθηκε να στέψει τον Τσιμισκή αυτοκράτορα, εκτός αν την έδιωχνε από την Κωνσταντινούπολη. Ο εραστής της αυτοκράτειρας επιθυμούσε την εξουσία πιο πολύ από τη Θεοφανώ και την εξόρισε.

Τον επόμενο χρόνο, ο Τσιμισκής παντρεύτηκε την κόρη του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’, Θεοδώρα, που με εντολή της Θεοφανούς είχε φυλακιστεί σε μοναστήρι. Το 975, ο γιος της Θεοφανούς, Βασίλειος, διαδέχτηκε τον Τσιμισκή και επανέφερε τη μητέρα του στην αυλή, η οποία υποσχέθηκε να μείνει μακριά από την πολιτική ζωή του παλατιού. Άλλωστε δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Πέθανε στο Παλάτι, ξεχασμένη απ' όλους.


Ο Βασίλειος σύντομα απέκτησε το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος. Στην πολυετή βασιλεία του, δεν άκουσε ποτέ κάποια γυναίκα, και υπηρέτησε με αφοσίωση και επιτυχία την αυτοκρατορία.

Όσο και “αλμυρά” να ακούγονται όλα αυτά, πίσω από τις δολοπλοκίες της Θεοφανούς κρύβεται η αντίθεση ανάμεσα στην αριστοκρατική γραφειοκρατία της Κωνσταντινούπολης και τους ψημένους στον πόλεμο Μικρασιάτες μεγαλοφεουδάρχες στρατηγούς για την διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας.

Η Θεοφανώ υπήρξε όργανο των δεύτερων και όχι υποκινητής τους. Όσο πολεμικός και ικανός να ήταν ο Βουλγαροκτόνος, εξέφραζε την γραφειοκρατική κλίκα, που τελικά διακυβέρνησε την Αυτοκρατορία μετά από αυτόν, με αποτέλεσμα μια αργή παρακμή της Αυτοκρατορίας.


"ΝΟΜΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ" στο Βυζάντιο


ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΜΠΟΣΙΑ 4
ΤΟ ΕΜΠΟΛΕΜΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
(9ος - 12ος αι.)
ΙΔΡΥΜΑ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ-ΧΟΡΝ
ΑΘΗΝΑ 1997

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Έργο Δημήτρη Σκουρτέλη

Κυρίως για να αντιμετωπίσει τα νομικά ζητήματα που μπορούσαν να προκύψουν από την επαφή των πολιτών με τους εχθρούς της, η Ρώμη εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ εχθρού-πολεμίου (hostis) και ληστού (latrunculus ή praedo). Έτσι και τα Βασιλικά υιοθετούν τον εξής ορισμό του Ουλπιανού από τους Πανδέκτες για την έννοια του εχθρού-πολεμίου:
«Πολέμιοι είσιν οι κρίνοντες προς ημάς και ημείς προς αυτούς δημόσιον πόλεμον. Οι δέ μη τοιούτοι λησταί είσι. και οι υπ' αυτών λαμβανόμενοι ουκ είσιν αιχμάλωτοι και ουδέ χρήζουσι δικαίου υποστροφής.»
Η έκφραση «δημόσιος πόλεμος» -το λατινικό κείμενο έχει το επίρρημα publice- χρησιμοποιείται στην περίπτωση αυτή προφανώς με τη σημασία του πολέμου που κηρύχθηκε επίσημα. Το αντίθετο του «δημοσίου πολέμου» είναι ο «ακήρυκτος» πόλεμος, που απαντά συχνά στις πηγές μας στην έκφραση «άσπονδος» -το αντίθετο του «ένσπονδος»- και «ακήρυκτος» πόλεμος.
Πρέπει ωστόσο να σημειώσω ότι με τον καιρό η έκφραση αυτή χάνει τη νομική-τεχνική της σημασία και φθάνει στα βυζαντινά χρόνια να σημαίνει πια τον αμείλικτο πόλεμο. Είχε βέβαια μεσολαβήσει η σταδιακή κατάργηση των τελετουργιών που κάποτε προέβλεπε το jus feriale.
Εξάλλου στα σχόλια των Βασιλικών περιελήφθη σχόλιο του αντικήνσορα Στεφάνου για την έννοια της δουλείας:
«Δουλεία δέ εστί διατύπωσις του ίουρισγενήου, ήτοι του εθνικού νόμου, καθ' ον τις υπό την έτερου δεσποτείαν παρά την φύσιν υποβάλλεται... Οί δέ δούλοι σέρβι' τη Ρωμαίων ονομάζονται γλώττη παρά το φυλάττεσθαι αυτούς. Οί γάρ αυτοκράτορες, τουτέστιν οι εν πολέμω νικώντες, ειώθασι τους αιχμαλώτους πιπράσκειν και δια την ελπίδα της πράσεως τούτους φυλάττειν και μη άνελείν.»
 Έτσι έμμεσα μόνον και χάριν της ετυμολόγησης του λατινικού «σέρβι» πληροφορούμαστε ότι συνέχιζε να ισχύει το καθεστώς της δουλείας στο οποίο καταλήγουν οι αιχμάλωτοι πολέμου. Ανάλογα, σε ένα άλλο σχόλιο διαβάζουμε:
«Κατά τον ίουρισγέντιον νόμον γίνονται δοϋλοι οί από των πολεμίων αιχμάλωτοι λαμβανόμενοι ή εκ των ημετέρων τικτόμενοι θεραπαινίδων.»
Το βυζαντινό λοιπόν «εθνικόν δίκαιον» θεωρούσε ως δεδομένο και νόμιμο τον ανδραποδισμό των αιχμαλώτων πολέμου και δεν περιελάμβανε διατάξεις για την προστασία της ζωής των.
Αντίθετα, σε πολλά κεφάλαια της Συλλογής Τακτικών περιλαμβάνονται υποδείξεις από παλαιότερα εγχειρίδια, στα οποία συνιστάται η θανάτωση των αιχμαλώτων πολέμου, εάν αυτό συμφέρει στην εξέλιξη του πολέμου. Έτσι ο ανώνυμος συγγραφέας παραγγέλλει ότι αν ο στρατηγός βρεθεί σε δυσκολία και δεν κατορθώσει να πείσει τους αντιπάλους του να συμβιβασθούν
«...τους αιχμαλώτους απαντάς αφειδώς τηνικαύτα κτεινέτω.»
Εξάλλου σε άλλο κεφάλαιο καθορίζεται ότι μετά τη νίκη πρέπει μεν να χαρισθεί η ζωή στους άξιολογωτέρους τών αιχμαλώτων, «τό δέ λοιπόν συρφετώδες και χυδαίον πλήθος λιμώ και ξίφει παραδιδόναι».
Ακόμη και τα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ ' που, όπως έδειξε ο Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, περιέχουν πολλές επιεικείς διατάξεις υπό την επήρεια της χριστιανικής ηθικής, δεν προβλέπουν την προστασία της ζωής των αιχμαλώτων, αλλά στηρίζουν την εντολή της μη θανατώσεως τους σε καθαρώς ωφελιμιστικά κριτήρια επαναλαμβάνοντας τη διάταξη της Συλλογής Τακτικών: 
«Τους δέ αιχμαλώτους προ του τελείως καταπαύσαι τον πόλεμον μη κτείνε, και μάλιστα τους ένδοξους και μεγάλους παρά τοις πολεμίοις όντας, ενθυμούμενος το άδηλον της τύχης και το παλίντροπον ώς έπί το πολύ της νίκης, ιν' έχης ει γε συμβή ή τών ύπο σε τινας κρατηθήναι ή κάστρου γενέσθαι ιδίου σου άλωσιν, δι ' αυτών αντικαταλλάττειν και ανακαλείσθαι, τά ώς εικός, συμβαίνοντα ηττήματα. και αντί τών πολεμίων αιχμαλώτων αναλάβης τους φίλους και συμμάχους, ει δέ μή βούλονται τούτο ποιείν οι πολέμιοι, τότε δικαίως, κατά τό ίσον άμυνον, διαχρώμενος ως βούλη επί λύπη των εναντίων.»
Αυτό το «δικαίως» του Λέοντος έχει το παράλληλο του στις διατάξεις που αναφέρονται στη διανομή των λαφύρων, τον λεγόμενο «διαμερισμόν σκύλων», για τον οποίο γίνεται ειδικός λόγος στα Τακτικά της εποχής.
Έτσι η Συλλογή Τακτικών χαρακτηρίζει τις ρυθμίσεις που προδιαγράφει για το θέμα αυτό ως παντί στρατώ νόμον. Εξάλλου οι σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, που εισήχθησαν το πρώτον από τον Λέοντα Γ ' στην Εκλογή, αλλά ανανεώθηκαν στον Πρόχειρο Νόμο από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, δίνουν στους κανόνες διαμερισμού των λαφύρων ισχύ νόμου, προβλέπουν μάλιστα και το ποσοστό εκ των λαφύρων που πρέπει να εισέλθει στο κρατικό ταμείο!
Οι ιστορικές πηγές σχολιάζουν συλλήψεις αιχμαλώτων πολέμου, αλώσεις πόλεων και κατακτήσεις περιοχών με την αναγωγή τους στο «δίκαιο του πολέμου»,  ως ευρισκόμενες δηλαδή σε αρμονία με τον ορισμό του ius gentium του στ ' αιώνα, που περιελάμβανε την κατάκτηση πόλεων και την αιχμαλωσία. Έτσι μιμούμενες παλαιότερες ιστοριογραφικές και άλλες πηγές χρησιμοποιούν στην κατάλληλη θέση την έκφραση «νόμω πολέμου».
Π.χ. ο Ιωάννης Σκυλίτζης περιγράφει ως εξής την εκστρατεία του Ιωάννη Τζιμισκή του έτους 963 στην Κιλικία: 
«Γενόμενος ό' ούτος προς πόλιν Αδαναν και πλήθος καταλαβών επίλεκτων Άγαρηνών σννειλεγμένων εκ πάσης της Κιλικίας, συμπλέκεται τούτω και τρέπεται κατά κράτος, οι μεν ουν άλλοι των Άγαρηνών νόμω πολέμον κατεκόπησαν", ενώ οι άλλοι κατέφυγαν σε έναν λόφο όπου "καταγωνισάμενος πάντας άπέσφαξε, νώτα μηδενός δεδωκότος, ώς ρεύσαι διά του πρανούς εις το πεδίον το αίμα ποταμηδόν, και από τούτου του συμπτώματος κληθήναι τον βουνόν βουνόν αίματος."
 Έτσι η σφαγή των Αγαρηνών δικαιολογείται ως προβλεπόμενη από τον νόμο πολέμου. Όμοια χρησιμοποιεί την έκφραση και ο Λέων ΣΤ' στα Τακτικά αναφερόμενος στη συμπεριφορά του στρατηγού μετά την άλωση μιας πόλης: «Ληφθείσης μέντοι πολέμον νόμω της πόλεως διαλαλείτω πάσι στρατιώταις διά μανδατώρων ο στρατηγός κατά την τών πολεμίων διάλεκτον ώς μη τίνα τών πολιτών άοπλον όντα κτείνειν...».
Προφανώς στην περίπτωση αυτή η έκφραση πολέμου νόμω υπονοεί ότι η πόλη προέβαλε αντίσταση και κατακτήθηκε με τα όπλα. Είναι τόσο συνήθης η έκφραση πολέμου νόμω και μάλιστα όχι μόνο για τις πολεμικές δραστηριότητες των Βυζαντινών αλλά και όλων των αντιπάλων τους, ώστε αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι το δίκαιο του νικητή ανάγεται σταθερά σε έναν γενικό και μη αμφισβητήσιμο κανόνα των διεθνών σχέσεων.
Κάποιες λίγες και σκόρπιες φωνές εκκλησιαστικών συγγραφέων που ζητούν το σεβασμό των αιχμαλώτων, κυρίως των χριστιανών αιχμαλώτων, την αυτοσυγκράτηση κατά τη συγκομιδή των λαφύρων και τη φιλάνθρωπη συμπεριφορά προς τον άμαχο πληθυσμό, δεν φθάνουν ποτέ στο σημείο να αμφισβητήσουν την ισχύ του «νόμου του πολέμου», του δικαίου του κατακτητή, ο οποίος με τη νίκη αποκτά αυτομάτως την κυριότητα των κατακτηθεισών περιοχών και του πληθυσμού τους, που προσμετράται στα κινητά λάφυρα του νικητή.
Έτσι «νόμος πολέμου» σημαίνει πια λίγο-πολύ το αποτέλεσμα από τη χρήση της δύναμης των όπλων.
Το πνεύμα αυτό απηχούν και τα ρητορικά ποιήματα της εποχής. Έτσι στο ποίημα του για την Άλωση της Κρήτης, ο Θεοδόσιος ο Διάκονος επαινεί τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β' και έμμεσα τον Νικηφόρο Φωκά για τη θανάτωση γερόντων και παιδιών, μητέρων και βρεφών.
 Εξάλλου η τύφλωση ή «πήρωση» των 15.000 αιχμαλώτων στο Κλειδί από τον Βασίλειο Β' το 1014 μνημονεύεται από τις λίγες πηγές της επόμενης πενηνταετίας, που γράφουν για τον Βασίλειο, εντελώς «ψύχραιμα». Παρόλον ότι οι ιστοριογράφοι αυτοί δεν ήταν θαυμαστές του σκληρού αυτοκράτορα, αφήνουν το μέγεθος του πολεμικού αυτού εγκλήματος ασχολίαστο περιοριζόμενοι να μνημονεύσουν την αντίδραση του Σαμουήλ, που όταν τους είδε στην κατάσταση αυτή, συγκλονίσθηκε και πέθανε.
Ο αείμνηστος Διονύσιος Ζακυθηνός προσπάθησε να εξηγήσει την πράξη του Βασιλείου ως την προσήκουσα ποινή, επειδή ο Σαμουήλ δεν ήταν εξωτερικός εχθρός της αυτοκρατορίας, αλλά ένας στασιαστής-πραξικοπηματίας που με την εξέγερση του είχε διαπράξει το έγκλημα καθοσιώσεως.
Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι μια πρώτη προσπάθεια να δικαιολογηθεί η πράξη με την αναγωγή στην καθοσίωση βρίσκει κανείς στην έμμετρη χρονογραφία του Εφραίμ στον 14ο αιώνα ο οποίος παρουσιάζει την πράξη του Βασιλείου με τους επόμενους στίχους:

Καθείλε δ ' ούχ ήκιστα και τυραννίδα
την τον Σαμουήλ Βουλγάρων άρχηγέτου,
και σφών δ ' άνείλε δυσαρίθμους εν μάχη.
συρρήξεως γαρ συμπεσούσης και μάχης
Μυσών εχειρώσατο χιλιοστύας
πεντάδας εις τρεις τάς ολας ποσουμένας,
ων ομματ' εξέκοψε πάντων ενδίκως.

Ο χαρακτηρισμός της εξέγερσης των Βουλγάρων υπό τον Σαμουήλ ως τυραννίδας επιτρέπει στον συγγραφέα να θεωρήσει την πράξη ως «ένδικη».

Είναι καλύτερο να σταματήσω εδώ, αφού συνοψίσω σε μια πρόταση το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα προηγούμενα: Οι πηγές τις μεσοβυζαντινής εποχής, ιστοριογραφικές και νομικές, δεν κάνουν συχνή μνεία των αρχών του ius gentium και οι αναφορές στον νόμο πολέμου, έχουν τον χαρακτήρα συμβατικών εκφράσεων. 
Οι βασικές διατάξεις του «ιουρισγεντίου νόμου» διατηρούνται στα νομικά κείμενα ως αποστεωμένα υπολείμματα ενός παλαιού νομικού οικοδομήματος, ενώ το πολεμικό μένος και η σκληρότητα των αγώνων της εποχής της εποποιίας δεν άφηναν περιθώριο για ένα δίκαιο πολέμου άξιο του ονόματος του.

(Σημείωση Δημήτρη Σκουρτέλη: Έχουμε παραλείψει τις παραπομπές που έχει κάνει ο συγγραφέας για να "ελαφρώσουμε" λίγο την ανάγνωση)

Δημοσιεύεται και εδώ:


Τα ακριτικά έπη- διάφορα


Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Το κάστρο στην στρατηγική του Βυζαντίου



Τα στρατιωτικά εγχειρίδια του Βυζαντίου γενικά δεν υποστηρίζουν την αντιμετώπιση κάποιου εισβολέα στα σύνορα, σε ανοιχτή μάχη. Προτιμούσαν να αφήνουν τον εχθρό να προχωρήσει βαθιά στο έδαφος της Αυτοκρατορίας και εκεί να υφίσταται πόλεμο φθοράς.
 Αυτό προϋπέθετε καλή οργάνωση, πίστη του πληθυσμού στις αμυντικές ικανότητες της Αυτοκρατορίας, και πολύ καλή στρατηγική.
Οι παλιότεροι ιστορικοί θεωρούσαν τους Βυζαντινούς δειλούς, αλλά η σημερινή ιστορική και στρατηγική επιστήμη αναγνωρίζει την σοφία και την αποτελεσματικότητα αυτής της τακτικής.
Η οικονομία πόρων, δυνάμεων, ζωών και μέσων που επιτυγχάνονταν έτσι, ήταν ανυπολόγιστη. Το Βυζάντιο διέθετε έναν εξαιρετικά ολιγάριθμο στρατό, ο μισός δε ήταν τύπου πολιτοφυλακής, χωρίς κάν να είναι συνεχώς επιστρατευμένος («Θεματικός») και όμως κατόρθωνε για αιώνες όχι μόνο να αμύνεται, αλλά και να επιτίθεται με επιτυχία.

Καισάρεια

Φυσικά, ορισμένοι  δεν τα έχουν καταλάβει αυτά, και εξακολουθούν να ισχυρίζονται πως το Βυζάντιο άφηνε τον Ελληνικό πληθυσμό ανυπεράσπιστο, παρουσιάζοντας τις διεισδύσεις των επιδρομέων στα Ελληνικά εδάφη σαν ολιγωρία της Αυτοκρατορίας. 

Χιλανδάρι, Άθως

Tο κάστρο ήταν βασικό συστατικό αυτής της στρατηγικής. Σε περίπτωση εισβολής στέγαζε τον ντόπιο πληθυσμό (Ο οποίος σε άλλες περιπτώσεις μπορούσε να αποσυρθεί σε προκαθορισμένα μέρη με φυσική οχύρωση, τις λεγόμενες αποκλείστρες) Ειδική μορφή κάστρων ήταν τα υπόγεια, στην Καππαδοκία, με μυστικές εισόδους και εξόδους . Άλλη ειδική περίπτωση είναι τα μοναστήρια, που ήταν συνήθως οχυρωμένα, λειτουργούσαν σαν κέντρα συγκέντρωσης του πληθυσμού, και αντίθετα με τα κοινώς λεγόμενα, οι μοναχοί είχαν καθήκον να τα υπερασπίζονται ένοπλα.

Μυστράς

Με σωστό σχεδιασμό, εξοπλισμό και εφοδιασμό, λίγοι άντρες μπορούσαν από ένα κάστρο να αντισταθούν σε μεγάλο αριθμό πολιορκητών και να τους προξενήσουν πολύ μεγαλύτερες απώλειες από ότι σε μια ανοιχτή μάχη. Η έφοδος στα τείχη ενός κάστρου, ήταν η τελευταία λύση για τον πολιορκητή, εκτός αν έκρινε πως η άμυνα είχε αδυνατίσει για διάφορους λόγους. Από πείνα, ή από χρήση τεχνικών έργων (λαγούμια, αναχώματα) και μηχανημάτων. (πολιορκητικές μηχανές, ελεπόλεις) Συχνά, η έφοδος στα τείχη θεωρούνταν επιχείρηση αυτοκτονίας.

Μονή Καρακάλου, Άθως

  Αν ο εισβολέας πολιορκούσε το κάστρο, θα αναγκάζονταν να σταματήσει ή να περιορίσει την εισβολή του. Έτσι είχαν καιρό να καταφθάσουν ενισχύσεις, που στην ιδανική περίπτωση θα πολιορκούσαν τον   πολιορκητή.
Αν πάλι ο επιτιθέμενος διάλεγε να προσπεράσει το κάστρο, τότε αποσπάσματα από αυτό θα παρενοχλούσαν τα μετόπισθεν του.

Ιωάνιννα. Τυπικό δείγμα βυζαντινής τοιχοδομίας

Ο Βυζαντινός στρατός συνήθως δεν κλείνονταν στα κάστρα, όπου έμενε μόνο η απαραίτητη φρουρά. Μάλιστα σε αυτήν στέλνονταν μονάδες ή άτομα με κακό εξοπλισμό, και γενικά χαμηλής μαχητικής ικανότητας, που η «Βασίλειος Τάξις» αποκαλεί «Τζέκωνες». Αν το στράτευμα κλείνονταν στα κάστρα, άλλωστε, θα δημιουργούσε ηττοπάθεια και θα έκανε τους υπερασπιστές του κάστρου να εξαντλήσουν τάχιστα τα εφόδιά τους.

Ακροκόρινθος

Ο στρατός παρακολουθούσε τον εχθρό από απόσταση και τον εμπόδιζε να λαφυραγωγήσει, κατακόπτοντας τα απομονωμένα αποσπάσματα. Σε πολλές περιπτώσεις, η επακόλουθη στέρηση έκανε τον εχθρό να αποχωρήσει χωρίς αποφασιστική μάχη. Η μέθοδος αυτή, που την έλεγαν «παραδρομή»,αναλύεται σε άλλο μέρος του ιστολογίου, εδώ.
 Έχουμε την περίπτωση των Αράβων που πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη και κυριολεκτικά έλιωσαν μπροστά στα τείχη από έλλειψη εφοδίων.

Αυλωνάρι

Ο Βυζαντινός στρατός, από τα κάστρα, δια ξηράς ή δια θαλάσσης, μπορούσε να εξαπολύσει αντεπιθέσεις ή και εκστρατείες, αγνοώντας την παρουσία του εχθρού στα εδάφη του. Από το ασφαλές λιμάνι του Κεράτιου, στην Κωνσταντινούπολη, μπορούσαν ακόμη και να αποπλεύσουν στόλοι για να χτυπήσουν τον εχθρό οπουδήποτε αλλού, ενώ αυτός ήταν προ των πυλών. Παράδειγμα η εκστρατεία του Ηράκλειου στην Περσία ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν πολιορκημένη.

Με όλα αυτά, μπορούμε να καταλάβουμε πως και γιατί η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μπορούσε να ανεχθεί μεγάλες εισβολές στα εδάφη της, αρκεί να κρατούσε ένα οργανωμένο δίκτυο κάστρων, που μαζί με αυτά των πόλεων, και την δράση του στρατού του στο ανοιχτό πεδίο, μετέτρεπαν τον εισβολέα σε πολιορκούμενο.

Γεράκι

Αν το κάστρο έμενε μόνο του, χωρίς την υποστήριξη του στρατού και του υπόλοιπου αμυντικού  δικτύου, ανεξάρτητα από τον ηρωισμό ή μη των υπερασπιστών του, ήταν χαμένο. Όταν πολιορκήθηκε το Αμόριο, ο χαλίφης Μοτασέμ  οργάνωσε τρεις διαφορετικές εκστρατείες ώστε να απασχολήσει τον Βυζαντινό στρατό, και η πόλη να μείνει χωρίς ενισχύσεις. Και το Αμόριο έπεσε…

Μεσοχώρι
Αναδημοσιεύεται από 


Τα ακριτικά έπη- διάφορα

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

ΓΙΑΝΝΗ ΨΥΧΑΡΗ ΡΟΔΑ ΚΑΙ ΜΗΛΑ



(Απόσπασμα) 
Λοιπόν οι κακές σημασίες τι είναι; Ανοησίες κι απροσε­ξίες της καθαρέβουσας. Η καθαρέβουσα μας έμαθε κι άλλα που εννοείται μας τα ξαναλέει ο κ. Σωτηριάδης, επειδής είναι στενός φίλος της δημοτικής, κι αφτά είναι που η λέξη Ρωμιός και Ρωμιοσύνη μας έκοψε την εθνική παράδοση. Εδώ πια τι να σας πω; Δε μου φτάνει το φαρμάκι, πρέ­πει να με σφάξετε μια και καλή, γιατί δε νοιώθω. Πώς ο Ρωμιός να κόφτει άραγες την παράδοση, αφού η παρά­δοση είναι ίσα ίσα ο Ρωμιός; 

Ή μήπως από τον Περικλή και τον Αλκιβιάδη θα κατέβουμε γραμμή ως τον Όθωνα; Δε συνέβηκε τίποτις στ’ αναμεταξύ; Θαρρώ πως συνέβηκαν κάμποσα και σπουδαία μάλιστα και σημαντικά, μα δεν είδα έθνος στη ζωή μου που να χαντακώνεται σαν το ρω­μαίικο, που από την πρόληψη, από το δασκαλισμό, να καταστρέφει τις δόξες του τις αληθινές, γιατί στο διάστημα που λέμε κι όσο βάσταξε το Βυζάντιο, συνέβηκαν πράματα πολλά και μεγάλα, που χρέος του Ρωμιού να τα θυμάται και να τα μελετά.

Συνέβηκε πρώτα πρώτα που το λατινικό το στοιχείο το ’χαψε μια μορφιά, ώσπου να γίνει άφαντο, και πως τους Λα­τίνους το κάτω κάτω τους άλλαξε ο Ρωμιός όνομα και πίστη, αφού το Ρωμαίο τον έκαμε Ρωμιό, πάει να πει Έλληνα. Είναι κατόρθωμα περίφημο και που ο λογισμός του ιστο­ριογράφου απορεί, να το κατάφερε τέτοιο πράμα, δηλαδή να καταχτήσει το ρωμαίικο, που σήμαινε πρώτα το λατινικό - μην το ξεχνούμε - να σημαίνει σήμερις παντού ελληνισμό, και μάλιστα ελληνισμό κι ορθοδοξία συνάμα. 

Έτσι τα βλέπουνε στην Εβρώπη, έτσι τα είπα κι ο ίδιος μιλώντας σ’ Εβρωπαίους, που τους φαίνεται και νόστιμο, με το πνέμα του, με το κουράγιο του, με τη μαργιολιά του, να νίκησε δέφτερη φορά ο νικημένος το νικητή, ο Ρωμιός το Ρω­μαίο, με τρόπο που να του πάρει ως και τη δόξα την καμα­ρωμένη του, τ’ όνομά του. [Κοίτ. De Mytilene en Bretagne, Grande Revue 1er fevrier 1902, σελ 297 και Krumbacher, Byz. Lit. g., 2 έκδ. σελ. 3]

Είπαμε άλλου πως συνέβηκε και κάτι άλλο πολύ πιο σπουδαίο, και πως η Ελλάδα, στο Βυζάντιο κι από το Βυ­ζάντιο, έμαθε τον εθνισμό της, έμαθε δηλαδή να είναι μια, έμαθε να είναι για πάντα ενωμένη, έμαθε να είναι σήμερις και βασίλειο ένα, πράμα που στην αρχαία την Ελλάδα θα ήτανε πρωτάκουστο, που δε θα το καταλάβαινε τότες κανένας πως μπορούσε άξαφνα ένα Νησί σαν την Κρήτη να γυρέβει ένωση, γιατί στα χρόνια τα παλιά θα γύρεβε να γίνει κράτος χωριστό, να πολεμήσει κιόλας τις άλλες ελληνικές πολιτείες, για να δυναμώσει αφτό.
Κάτι κερδίσαμε λοιπόν κι από το Βυζάντιο. Μα μήπως τάχα δε θαρρείτε πως κερδίσαμε κι άλλα, που δεν τα παίρ­νει το μάτι αμέσως, γιατί πρέπει να ψάξεις κατάβαθα στην ψυχή, να τα δεις μέσα της; Μήπως δε θαρρείτε πως του Κωσταντίνου ο στρατός, πως του Ιουστινιανού οι πολέμοι, πως οι νίκες του Φωκά, πως του Βουλγαροχτόνου η ακαταδάμαστη πιμονή, πως τόσοι και τόσοι λαοί χτυπημένοι, τόσες μάχες, τόσα μεγαλεία, μήπως δε θαρρείτε, με τα δυστυχήματα μαζί, ναι! ως και με το πάρσιμο της Πόλης, δε θαρρείτε πως ζουν αφτά όλα στο αίμα, το ρωμαίικο και μέρα την ημέρα το δυναμώνουνε; Ο σταβραϊτός, λέει το τραγούδι, θα δυναμώσει, σα φάει κόκαλα αντρειωμένου. Το ίδιο κι ένα έθνος θα δυναμώσει, σαν το θρέψεις με τα κό­καλα τα ιερά της ιστορίας.

Και τι βγαίνει απ’ αφτά που λέμε; Βγαίνει τάχατες πως πρέπει να κάνουμε σαν τον Ιουστινιανό, και να βάλουμε στο ράφι την Αθήνα; Ο Θεός φυλάξει! Ο αγα­πητός μου ο Ν. Γ. Πολίτης έδειξε στον Αγώνα του Λαμπρίδη, [Κοίτ. τον Αγώνα, Ιούλιο, 1901] πως τ’ όνομα «Έλλην» έχει και στο μεσαιώνα, έχει και στο Βυζάντιο, τα περγαμηνά του. Ο Παλαμάς έδειξε στο «Άστυ» [Κοίτ. το Άστυ, Ιούλιο, 1901] πως ο Ρωμιός ήτανε, και στης Επανάστασης τα χρόνια, όνομα άγιο και τιμημένο. Τόσο το καλύτερο λοιπόν αν έχουμε δυο δόξες αντίς μια. Ο σκο­πός είναι, την καθεμιά να συλλογιστούμε, να ωφεληθούμε κι από τις δυο. 

Δεν είπε κανένας να ξεβαφτίσουμε την Ελ­λάδα, να την κάμουμε βασίλειο Ρωμαίικο. Δεν είπε κα­νένας ν’ αρνηθούμε τον Αλέξαντρο που κι αφτός, αν και τα χάλασαν οι διάδοχοί του κατόπι, σφιχτοκράτησε και σφιχτοένωσε στο χέρι του την Ελλάδα. Δεν είπε κανένας πως πρέπει ν’ αποξεχάσουμε τον Όμηρο και το Σοφοκλή - και γω λιγότερο από κάθε άλλονα. Είπαμε μονάχα, γιατί ο καβγάς μας αφτός είναι, πως όρος και κυριολεξία, στο βι­βλίο του Εφταλιώτη, είναι η λέξη Ρωμιοσύνη, αφού έχουμε την τύχη με μια μόνη λέξη να λέμε συνάμα και τη βυζαν­τινή την ιστορία και την ιστορία του ελληνισμού, όπως τον εννοούσαν ίσια ίσια σε κείνη την εποχή, να λέμε μάλιστα και του Ρωμιού τα ψυχολογικά, που θέλησε και δάφτα να τα ξεδιαλίσει ο Αργύρης.

Πρέπει να πάψει το καταφρόνιο αφτό για τα δικά μας, που η καθαρέβουσα μας το ’μαθε, καταφρόνιο και για τη γλώσσα, και για τ’ όνομα το ρωμαίικο. Οι δυο μεγαλύτεροι λαοί του κόσμου στάθηκαν ως τώρα οι Έλληνες κι οι Ρωμαίοι. Κάτι θα πει, ένας λαός να φυλάξει και τα δυο αφτά τα ονόματα. Κάφκημά του να είναι. Μας άφησε η Ελλάδα τον Παρθενώνα, μας άφησε την Αγιά Σοφιά ο Ιουστινιανός, που ήτανε Ρωμαίος - και για τούτο πρέπει να ’χουμε σέβας για το Ρωμιό.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Η Βυζαντινή Ιλιάδα

Εχουμε αλλού γράψει (δες εδώ) για τις φράγκικες μεσαιωνικές διασκευές της Ιλιάδας, που οι περισσότερες ήταν φιλοτρωικές. Σε αυτές οι Ομηρικοί ήρωες περιγράφονται σαν δυτικοί ιππότες
Η Βυζαντινή απάντηση δεν άργησε... Να ένα δείγμα, έργο ανώνυμου:
(οποιαδήποτε σχέση με την πραγματική Ιλιάδα είναι απλά... συμπτωματική)




Και τότε Έκτωρ και Αχιλλεύς οι δυο συναπαντιώνται
όπου τίποτε ουκ αμελούν απαί τον θάνατό τους
τα κονδάρια έριψαν, βάνονται εις τα σπαθία
μέγαν καιρόν εκόπτοντο οι δυο καλοί στρατιώται
τον Έκτορα εδώκασιν ένα καλόν κονδάρι
μετά των δύο του χειρών κρούει τον Αχιλλέα
κακά και τον ελάβωσεν εις το μηρίν απάνω
ο Αχιλλεύς ως ένοιωσεν οτι ένι λαβωμένος
χωρίζεται τον Έκτορα, εξήλθεν του πολέμου
πολλά θλιμμένος λέγω σας πολλά ήτον λαβωμένος
ανεθυμώθη, τίποτε κανείς μηδέν ηρώτα
την πληγήν του εστύψασι και δυνατά την δένουν
πυρ απετά εκ το πρόσωπον, φαίνεται εκ τον θυμόν του
εδά ας φυλάγεται Έκτορας αν θέλει την ζωήν του
κονδάριν απήρεν φοβερό, χονδρό, ακονισμένον
και στρέφεται στον πόλεμον, τον Έκτορα γυρεύει
κάλλιον έχει τον θάνατον παρά να τον εγλύσει
πόλεμος ήτον φοβερός και μέγας υπερ μέτρου
μεγάλην βίαν έπαθον γυρεύοντα ο εις τον άλλον
ο Αχιλλεύς εδιάβανεν. όλοι άδειαν του κάμνουν
φωνή εσηκώθη φοβερά εις όλον το φουσσάτο
ότι Έκτορας εκρέμνισεν Έλληναν βασιλέα
μετά βίας ετράβησεν έξω να τον εβγάλη
το σκουτάριν απόσκεπον είχεν, και παραχρήμα
όθεν έρχεται η φωνή εκεί τρέχει και ο Αχιλλέας
ως είδεν και τον Έκτοραν εχάρηκεν μεγάλως
εις αύτον εκατέβηκεν, κονδαρέαν τον εδώκεν
λουρίκιν ουκ εμπόρεσε αϊλή να τον κρατήσει    λουρίκιν = θώρακας
το συκωτοπλεμμόνιν του έχυσεν απάνω εις την σέλλαν
ως ότου στρέψεις οφθαλμόν εξέψυξεν ο ήρως
εις την γην τον εξάπλωσεν όλον αποθαμμένον


Να και ο θρήνος της Ωραίας Ελένης, που απευθύνεται στον Πρίαμο και την “κυρά 'Κουβά”(Εκάβη) και που την θέλανε τόσοι... “Αμιράδες” (Εμίρηδες) και “Κόντοι” (Κόμητες)

Βασιλείς τόσα πλούσιοι, ευγενικοί αμιράδες
δουκάδες τόσοι ευγενικοί, κόντοι και μεγιστάνοι
οπόυ δι εμέν εχάθηκαν και πως να ζω στον κόσμον;
δι εμέ χήραις εγίνησαν οι αρχόντισσες του κόσμου
ποτέ μην είχα γεννηθεί, μ΄είχα φανεί εις τον κόσμον
δίκαιον να ποικεν Πρίαμος να βάλει να με σφάξουν
ότι δι εμέν χάνεται αυτός και η γενεά του
και τα καλά του τα παιδία, οι λαμπροί καβαλλάροι
κυρά 'Κουβά βασίλισσα, τι κάμνεις εξ εμένα;
ποτέ γυνή ουκ έκαμεν καλλιώτερα παιδία
ωσάν εσύ τα έποικες κυρά μου δέσποινά μου
δι εμένα εθανατώθησαν διατί δεν με σκοτώνεις;


Αναδημοσιεύεται από τα "Ακριτικά Έπη"

του Δημήτρη Σκουρτέλη

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Μια μαρτυρία για την προέλευση των Δημοτικών τραγουδιών

(Η σύγκρουση λαϊκού και λόγιου πολιτισμού στην Ελλάδα)


Αλλά, προφέροντας δια μιας και το αίσχος και τη γλώσσα, σκαρώνουν κάτι στίχους που μόνοι τους τους λένε “πολιτικούς” 1 [δεκαπεντασύλλαβους] και νομίζουν πως με ένα μέτρο ομοιόμορφο κάτι κάνουν.

Διατηρούν δυο τόνους, έναν κάπου στη μέση 2 και έναν στο τέλος, και είναι εντάξει ο στίχος λένε. Βάζουν τόνους σαν το "ώ γη και ήλιε" στα γράμματα, κάνοντας τα μακρά [φωνήεντα] βραχέα, και αμέσως πετυχαίνουν το μέτρο.

Καλά θα ήταν να γράφαμε με τόνους και όχι με γράμματα. Θα το νικάγαμε το κακό.

Αν κάποιος κάτσει να ψαχουλέψει το κατόρθωμά τους, θα βρει πως το έχουν αντιγράψει από τις γυναικούλες της Ιωνίας3 Με αυτόν τον ρυθμό αυτές θρηνούν τους νεκρούς που κηδεύουν.

Εγώ, επειδή πρόκειται για ομότεχνους μου που κατασκεύασαν αυτήν την βλασφημία, τόσο σιχαίνομαι, που δεν θα κατηγορήσω καν όποιον τόλμησε να παραφωνήσει με αυτόν τον τρόπο.”
----------------------------

Το γνήσιο κείμενο:
" Αλλά γαρ αισχύνη και γλώττη ταυτί προφέρειν, πολιτικούς τινάς αυτοίς καλουμένους στίχους ποιούσι. μέτρον μεν άπαν εν τούτοις λήτρον ηγούμενοι. τόνους δε δύο περί που τα μέσα και το τέλος τηρούντες, καλώς έχειν τον στίχον φασί. τόνους "ώ γη και ήλιε" προ των στοιχείων εξ ων τα μακρά βραχέα των δ' αύθις το μέτρον τιθέντες. ώσπερ ει τόνοις εγράφομεν και μη γράμμασι και ήδηγε το κακόν εξενίκησεν. εκείνων μεν ουν αν τις επιτωθάζων τω εγχειρήματι, εξ Ιωνικών γυναικαρίων είπεν αυτούς το τοιούτο γε υφελέσθαι. τώδε γαρ τω ρυθμώ κακείνα θρηνεί τους των εκφερομένων νεκρούς. εγώ δε τοσούτου δέω τουτί το βλάσφημον των της αυτής μοι μετεσχόντων τέχνης κατασκευάσαι, ώστε καν επιτημήσαιμι τω τολμήσαντι τι παραφθέγξασθαι κατά τάδε."

Ετυμολογικόν, 657
(από την γραμματική του Μάξιμου Πλανούδη,(13ος αι)

Σημειώσεις

1 Η λέξη “πολιτική”, με την έννοια “δημόσια” σήμαινε και “πόρνη”. Επί της ποίησης, σήμαινε, από τότε, λαϊκή, κοινή ποίηση.

2 Εννοεί την διαίρεση του δεκαπεντασύλλαβου σε δυο ημιστίχια, οχτώ και εφτά στίχων

3 Μια που έχουμε να κάνουμε με αρχαιολάτρη, δεν ξέρουμε αν εννοεί την Μικρασιατική Ιωνία ή την Αττική, την πιο αρχαία. Δεν ξέρουμε καν αν εννοεί τα μοιρολόγια της εποχής του ή τα αρχαία.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΫΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΔΩ

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Γατομυομαχία





Με όλο το τυπικό μιας αρχαίας τραγωδίας«χορό», «άγγελο» και πολύ δράμα, ιδού η "Κατομυομαχία" (ανοίχτε τον σύνδεσμο) μια βυζαντινή κωμωδία της οποίας μεταφέρουμε την εισαγωγή στα Νέα Ελληνικά. Το ποίημα αποδίδεται στον Πτωχοπρόδρομο



Άρχοντας των ποντικιών που ζούσαν σε μια σκοτεινή και άραχλη τρύπα ήταν ο Κρεΐλος, με τ' όνομα. 
Γύριζε η γάτα πάνω κάτω όπως συνήθως κι έψαχνε. 
Τότε ο Κρεΐλος, που δεν την άντεχε άλλο, προσευχήθηκε στον θεό του, που καυχιόταν πως ήταν Τυροκλέπτης.  
Με τις συμβουλές του για το πως θα την νικήσει, κήρυξε άσπονδο πόλεμο εναντίον της. 
Μάζεψε, λοιπόν, μαζί με τον Τυροκλέπτη, όσα ποντίκια μπορούσε, και τα κούρντισε όσο γινότανε. 
Παιδιά και μεγάλοι όρμησαν εναντίον της και πάνω στην σύγκρουση άρπαξε η γάτα του Κρεΐλου τον γιο στα νύχια της και τον κατασπάραξε. 
Το έφαγε το παλληκάρι. 
Ένας αγγελιαφόρος των ποντικιών βλέποντας το γεγονός πήγε στην γυναίκα του Κρεΐλου μηνώντας της τον τραγικό θάνατο του αγαπημένου της παιδιού. 
Στο μεταξύ, όσο βάσταγε η μάχη, έπεσε ένα σάπιο ξύλο από το ταβάνι και έσπασε τα κόκκαλα της γάτας, 
και είδαμε πια τους ποντικούς νικητές.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Το "Μυθιστόρημα της Τροίας". Τα ομηρικά έπη στην μεσαιωνική Δύση




Εικονογράφηση του "Μυθιστορήματος της Τροίας"
Κατά τον Μεσαίωνα, τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά λογοτεχνικά έργα διαδόθηκαν, κυρίως, μέσω του Βυζαντίου σε ολόκληρο το γεωγραφικό πλάτος της Ευρώπης. Τα έπη του Ομήρου αλλά και η αρχαία ελληνική ιστορία, επηρέασαν την λογοτεχνία της μεσαιωνικής Ευρώπης.

Οι αφηγήσεις των λογοτεχνικών έργων που γεννήθηκαν έτσι στη Δύση, συγκεντρώθηκαν σε θεματικούς κύκλους, τον Μέγα Αλέξανδρο, τις Θήβες, και κυρίως τον τρωικό πόλεμο. Ο τρωικός κύκλος είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί υπήρχε διαδεδομένη και η αντίληψη ότι οι Δυτικοί, και ειδικά οι βασιλικοί τους οίκοι, ήταν απόγονοι Τρώων. Τα αρχαία έπη διασκευάστηκαν τόσο πολύ στην Δύση, ώστε οι ήρωες παριστάνονται ως μεσαιωνικοί ιππότες. Το λογοτεχνικό αυτό είδος ευδοκίμησε, από τον 11ο ως τον 14ο αιώνα μ.Χ.

Περισσότερα, εδώ:

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ο Σαίξπηρ, οι Βούλγαροι και το Βυζάντιο




Ο Αγγλικός στρατός πλησιάζει το κάστρο του Μάκβεθ καλυπτόμενος από κομμένα κλαδιά
σύμφωνα με την περιγραφή του Σαίξπηρ...
Η μήπως δεν είναι έτσι;

Γνωρίζουμε την σύλληψη του Σαίξπηρ για το στρατό που πλησιάζει 
καλυπτόμενος 
από {κομένους} θάμνους που κρατούσαν μποστά τους οι στρατιώτες. 

Αναφέρεται στο έργο του, τον “Μάκβεθ”, τον οποίο οι μάγισσες 
προειδοποιούσαν πως θα είναι ασφαλής εκτός εάν “το δάσος του 
Birnam ανέβει στον λόφο του Dunsinane”. 

Οι ειδικοί λένε πως αυτό προέρχεται από παλιότερους θρύλους που 
περιέχονται στο “Holinsheds Chronicles of England, Scotland, and 
Ireland”.

 Η αλήθεια όμως είναι πως η πηγή είναι πολύ αρχαιότερη.

Πρόκειται για πραγματικό ιστορικο γεγονός, ένα τέχνασμα των 

Βουλγάρων που έγινε περ. το έτος 1000, επί βασιλείας Βουλγαροκτόνου, 
αιώνες πριν τόν μεγάλο θεατρικό συγγραφέα. 

Βυζαντινό ιππικό


Αναφέρεται σε ένα στρατηγικό εγχειρίδιο των Βυζαντινών, 
το Στρατηγικόν του Κεκαυμένου, κεφ 31:

“και προσέταξε τοις συν αυτώ πάσι βαστάζειν θάμνους μεγάλους, 
κρατείν δε αυτάς έμπροσθεν αυτών και σκιάζειν και αποκρύβειν τους ίππους και τους αναβάτας αυτών, ώστε φαίνεσθαι ουκ 
ανθρώπους, αλλά τοπικήν τινα ύλην” 
(ύλη=δάσος)

Θύμα του στρατηγήματος ήταν ο βυζαντινός στρατηγός Μαγειρίνος και ο πατρίκιος "μυστικός" Δημήτριος Πολεμάρχιος



Αφού τελικά ο Σκώτος Μάκβεθ ήταν ο Βυζαντινός στρατηγός Μαγειρίνος
και ο πατρίκιος "μυστικός" Δημήτριος Πολεμάρχιος,
τότε γιατί να μην τον παρουσιάσουμε και σαν Ιάπωνα;
Σκήνή από την ταινία του Ακίρα Κουροσάβα
"Ο θρόνος του αίματος", του 1957
εμπνευσμένη από το έργο του Σαίξπηρ "Μάκβεθ".
Πρωταγωνιστεί ο Τοσίρο Μιφούνε.