Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΡΑΒΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΡΑΒΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Νομπέλ Λογοτεχνίας Γουίνστον Τσόρτσιλ

Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο «νικητής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», τιμήθηκε το 1953 με το Νομπέλ Λογοτεχνίας για τα απομνημονεύματά του

Οδηγός επιβίωσης για επίδοξους νομπελίστες
Η ιστορία του Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 1901 ως το 2011, μαζί με χρήσιμες οδηγίες για όσους συγγραφείς θα ήθελαν να το αποκτήσουν στο μέλλον

Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε σε μια μεγάλη παρέα επιχειρήστε αυτό το μικρό πείραμα: ρωτήστε με ποιο Νομπέλ τιμήθηκε ο Γουίνστον Τσόρτσιλ. Οι περισσότεροι θα σας απαντήσουν με βεβαιότητα: το Νομπέλ Ειρήνης. Αν κάποιοι διστάσουν δεν είναι επειδή σκέφτονται κάτι άλλο, αλλά επειδή απορούν με την ερώτησή σας. Και όμως, ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, ο «νικητής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου», τιμήθηκε το 1953 με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, για την καλλιέπεια και τις εκφραστικές αρετές των Απομνημονευμάτων του. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από το τέλος του πολέμου.

Εχουν άδικο όσοι ισχυρίζονται ότι πολιτικά κριτήρια υπαγορεύουν τις επιλογές της επιτροπής για το Βραβείο Νομπέλ; Η Σουηδική Ακαδημία το αρνείται. Πώς όμως να εξηγήσει, με αισθητικά κριτήρια, την απόφαση μιας επιτροπής να εγκαινιάσει το νέο βραβείο το 1901 τιμώντας τον Γάλλο Σιλί Πριντόμ και όχι τον Λέοντα Τολστόι, τον Αντον Τσέχοφ ή τον Μαρκ Τουέιν; Ο Τζόις, ο Προυστ και ο Μπόρχες δεν το πήραν ποτέ.

Ποιος θυμάται τον Πολωνό Χένρικ Σιενκιέβιτς και τον Γερμανό Πάουλ Χέιζε; Η βράβευση του Λουίτζι Πιραντέλο επιδοκιμάστηκε ομόφωνα, αλλά διαβάσαμε στον Τύπο αντιδράσεις για την «ατάλαντη» Ελφρίντε Γέλινεκ που γράφει «πορνογραφία», την «άγνωστη» Χέρτα Μίλερ με την «πολύ στενή οπτική», τον «πολύ δεξιό» Μάριο Βάργκας Λιόσα και τον «φιλοκαθεστωτικό» Μο Γιαν.

Είναι άξιο απορίας πώς το βραβείο έχει αποκτήσει τέτοιο κύρος, υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Κάρτερ στο βιβλίο του με τον αβανταδόρικο τίτλο Πώς να κερδίσετε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (How to win the Nobel Prize in Literature). Ο Κάρτερ επιχειρεί μια ανασκόπηση της ιστορίας του Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 1901 ως το 2011, προκειμένου να φωτίσει το μυστήριο του Βραβείου Νομπέλ και να δώσει χρήσιμες οδηγίες σε όσους συγγραφείς έχουν βάλει πλώρη για το περίβλεπτο βραβείο.

Οι «υπεράνω» και τα πολιτικά παιχνίδια
Ο επίδοξος νομπελίστας οφείλει κατ' αρχάς να προσφέρει έργο προς μια «ιδανική» κατεύθυνση, αν και αποτελεί γλωσσολογικό γρίφο τι εννοούσε τελικά ο μακαρίτης Αλφρεντ Νομπέλ στη διαθήκη του με τον όρο «idealisk». Επειτα θα πρέπει να έχει γνωριμίες με πρόσωπα επιρροής σε εθνικές ακαδημίες, εταιρείες λογοτεχνών και πανεπιστήμια, ώστε να τον προτείνουν για το βραβείο, όπως προβλέπει ο κανονισμός. Μην την πατήσει όπως ο Τζέιμς Τζόις, που δεν πήρε ποτέ το Νομπέλ επειδή ποτέ κανείς δεν τον πρότεινε. Στη συνέχεια ας φροντίσει ο φάκελός του να είναι έτοιμος ως τον Φεβρουάριο και ας εύχεται, όταν θα κρίνεται η υποψηφιότητά του, να μην υπάρχουν πιο ισχυροί υποψήφιοι από τη χώρα του και να συμπίπτει η θεματολογία και το ύφος του με τα ενδιαφέροντα της δεκαοκταμελούς κριτικής επιτροπής.

Αυτά για όσους επιθυμούν το βραβείο. Κάποιοι μπορεί να είναι υπεράνω. Ο Σαρτρ το αρνήθηκε το 1964, κατ' αρχήν αντίθετος σε κάθε βράβευση που ιεραρχεί τους ανθρώπους καταργώντας την έννοια της ισότητας. Επιπλέον θεωρούσε ότι οι τιμές καθιστούν το υποκείμενο μέρος ενός θεσμού και περιορίζουν την ελευθερία του. Νωρίτερα, το 1958, είχε αναγκαστεί να το αρνηθεί και ο Πάστερνακ, όχι όμως για λόγους ηθικούς ή ιδεολογικούς, αλλά διότι το σοβιετικό καθεστώς απειλούσε να στείλει την ερωμένη του στα γκουλάγκ.

Οι εντάσεις και οι διπλωματικοί χειρισμοί του Ψυχρού Πολέμου αποτυπώνονται στην ιστορία του Νομπέλ Λογοτεχνίας και συνδέονται με τις εντονότερες μομφές περί πολιτικών προκαταλήψεων και επηρεασμού των κριτών: ο Νικίτα Χρουστσόφ στα απομνημονεύματά του υποστηρίζει ότι μήνυσε στη Σουηδική Ακαδημία να δώσει το βραβείο στον Μιχαήλ Σόλοχοφ το 1965. Πολιτική, αυτή τη φορά λόγω της κριτικής του στο σοβιετικό καθεστώς, θεωρήθηκε και η επιλογή του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν το 1970. Το χρονικό της βράβευσής του και το πώς η ευχαριστήρια ομιλία του Σολζενίτσιν βγήκε λαθραία σε μικροφίλμ από την ΕΣΣΔ είναι εφάμιλλα των κατασκοπευτικών αφηγήσεων του Τζον Λε Καρέ.

Πάντως, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία του Βραβείου Νομπέλ, τα οποία ανοίγουν 50 χρόνια μετά την κάθε βράβευση, οι περισσότεροι συγγραφείς ήταν υποψήφιοι για μεγάλο χρονικό διάστημα προτού τελικά τους απονεμηθεί το βραβείο και λίγο επηρέασε η πολιτική επικαιρότητα στη βράβευσή τους.

«Αγαπητά μέλη, το παρακάνατε»
Γράψτε ποίηση και μυθιστόρημα, προτρέπει με χιούμορ ο Κάρτερ όσους συγγραφείς επιθυμούν να στολιστούν με το μετάλλιο του Νομπέλ. Καλό είναι και το θέατρο, αλλά μόνον έντεκα δραματουργοί πήραν το βραβείο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Προτιμήστε έργα σοβαρά. Η κωμωδία αντενδείκνυται.

Ενας μοναδικός κωμικός συγγραφέας πήρε Νομπέλ, ο Ντάριο Φο, ο οποίος στην επίσημη διάλεξη που παρέθεσε στη Στοκχόλμη σχολίασε προκλητικά: «Αγαπητά μέλη της Ακαδημίας, παραδεχτείτε το: αυτή τη φορά το παρακάνατε. Πρώτα δώσατε το βραβείο σε έναν μαύρο, έπειτα σε έναν εβραίο. Τώρα το δίνετε σε έναν κλόουν. Τι άλλο θα δούμε ακόμα;».

Το ασιατικό «σύνδρομο» και οι «έξοχοι» Ελληνες
Μελετητής με ευρύ πεδίο ενδιαφερόντων, από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο ως τη γλωσσολογία και την ψυχανάλυση, ο Κάρτερ επισημαίνει και μια ψυχαναλυτική πτυχή του Νομπέλ. Το βραβείο έχει καταλήξει να αποτελεί την υπέρτατη αναγνώριση για μια εθνική λογοτεχνία, γεγονός που προκαλεί, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, το «σύνδρομο Νομπέλ» σε όσες χώρες δεν το έχουν πάρει. Για παράδειγμα, η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα έχουν υποφέρει από αυτό το σύνδρομο. Η ιαπωνική κυβέρνηση έκανε μεγάλη εκστρατεία μετάφρασης και προώθησης των συγγραφέων της ώσπου να πάρει ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα το βραβείο το 1968. Η Κίνα ησύχασε όταν ο εξόριστος στη Γαλλία Γκάο Ξινγιάνγκ πήρε το βραβείο το 2000 και σίγουρα ικανοποιήθηκε περισσότερο με την περυσινή βράβευση του Μο Γιαν. Η Νότια Κορέα ακόμη προσπαθεί...

Θετικά αναφέρεται ο Κάρτερ στους δικούς μας νομπελίστες. Τον Ελύτη τον κατατάσσει μαζί με τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, τον Ελίας Κανέτι, τον Οκτάβιο Πας, τον Σέιμους Χίνι στους «έξοχους συγγραφείς» που η Σουηδική Ακαδημία τους έδωσε με το βραβείο την ευκαιρία να αποκτήσουν ένα διεθνές κοινό. Τον Σεφέρη τον εντάσσει στην ομάδα των συγγραφέων που εκφράζουν τη νοσταλγία του εξόριστου, όπως οι Σοβιετικοί Ιβάν Μπούνιν και Γιόσεφ Μπρόντσκι, οι διπλωμάτες Σεν-Τζον Περς και Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας και ο εβραίος Σμούελ Ανιον, και του αφιερώνει μια ενότητα με τον τίτλο «Η οδύσσεια ενός διπλωμάτη».

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


ΑΣ μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας.

Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ.

Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του.

Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.

Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία.

Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Όπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το «θείο».

Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση, μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση.

Οχι ν' αρκεστεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι».

Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ίσως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ίσως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους.

Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο.

Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός -η μόνη ίσως οδός- προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.

Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια.

Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο ν' αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση, που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών.

Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μες από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ' αυτή τη γη.

Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον Ιησού διακρίνουμε αυτό το «δέσιμο» που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο «πέραν» η δεύτερη πραγματικότητα η υπερτοποθετημένη επάνω σ' αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το κάλλος ταυτίσθηκε με το αγαθόν και το αγαθόν με τον Ήλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που -όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους- τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη θέση τους.

Κι αυτό, με τέτοιον τρόπο που τελικά το δημιουργημένο αποτέλεσμα να στηρίζεται και στις δύο πλευρές, θέλω να πω στο «εδώ» και στο «επέκεινα». Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μιαν «εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην»; Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία, που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή.

Πως να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ' ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν' ανακράξει: Wozu Dichter in durftiger Zeit!

Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πως αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα εάν μας γίνονται αντιληπτά είναι χάρη στον ήλιο.

Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά «ύβρις». Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόν ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Μας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στην μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε, μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.

Τότε όμως η ποίηση; Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.

Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να παινά το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.

Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον ένα τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε -προτού υπάρξει ο Mallarme στα ευρωπαϊκά γράμματα- να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος. Στον άλλο πόλο, τοποθετείται ο Κ. Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον T.S. Eliot έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στη διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.

Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Αγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο προς το έν ή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε ήταν να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του «Ευρωπαίου-Ελληνα». Δεν μιλώ για επιτυχίες μιλώ για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της λογοτεχνίας.

Πώς όμως ν' αναπτυχθούν οι κατευθύνσεις αυτές ελεύθερα όταν οι συνθήκες της ζωής είναι στις ημέρες μας εξοντωτικές για τον δημιουργό; Και πως να διαμορφωθεί η πνευματική κοινότητα όταν οι φραγμοί των γλωσσών ορθώνονται αξεπέραστοι; Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το 20 ή έστω το 30% που απομένει ύστερα από την μεταγλώτισση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και αποβλέπουμε στα θαύματα του λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δύο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι. Πάσχουμε από την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ' αυτή την έλλειψη -αν ανεβούμε την κλίμακα- σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.

Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Οταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.

Για τον ποιητη - μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές -η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια.

Ομως όταν μιλώ για αισθήσεις δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις «αναλογίες των αισθήσεων» στο πνεύμα. Ολες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Ολοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Ομηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ενα κορίτσι που κρατάει ένα κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιοί σ' έναν πίνακα του Matisse και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.

Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μία παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκώσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.

Μπορεί η ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ' τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.


ΠΗΓΗ: