Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός

Πηγή: http://www.e-kere.gr/βιβλία/Κωστής-Παλαμάς-Διονύσιος-Σολωμός
Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός


Πρόκειται για μελέτη στην οποία ο Παλαμάς κρίνεται γενικότερα ως κριτικός και ειδικότερα ως κριτικός του Σολωμού. Ο τόμος περιλαμβάνεται ανάμεσα στους πρώτους με τους οποίους εγκαινιάσθηκαν τότε οι γνωστές εκδόσεις «Ερμής». Χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο Β΄(σ.33-200) συγκεντρώνονται όλα τα πεζά και ποιητικά κείμενα του Παλαμά που αναφέρονται στον Σολωμό, αυτοτελή και αποσπασματικά, διατεταγμένα χρονολογικά. Στο Α΄(σ.5-32), ως Εισαγωγή και υπό τον τίτλο « Ο Παλαμάς κριτικός του Σολωμού», γίνεται αναλυτική προσέγγιση της κριτικής πρόσληψης του Σολωμού από τον Παλαμά για να διαπιστωθεί ότι, ενώ ο Παλαμάς επέβαλε τον Σολωμό στο εθνικό σύνολο, ο ίδιος έμεινε τελικά ξένος στο ποιητικό του δίδαγμα.

[Αναδημοσιεύονται εδώ το Πρώτο Μέρος της Εισαγωγής, χωρίς τις Σημειώσεις, με τις γενικές επισημάνσεις για τα γενικότερα γνωρίσματα του κριτικού στοχασμού του Παλαμά και το Τρίτο, το συμπερασματικό, με τις Σημειώσεις του, το οποίο ο εκδότης άφησε εκτός. Το τελευταίο έχει κατατεθεί από τότε , πολυγραφημένο, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας με τον ταξινομικό αριθμό MGL 869.291]

Μέρος Πρώτο Ο κριτικός: η τοποθέτηση και τα γνωρίσματα

Από μια πρώτη σύνθετη θεώρηση, η κριτική και η ποίηση αποτελούν δύο ομόλογες λειτουργίες του πνεύματος. Παρόλη, φυσικά, την αναντίρρητη αυτονομία τους υπόκεινται, ταυτόχρονα, σε αμοιβαίες εξαρτήσεις και στενούς συσχετισμούς. Πάντοτε σχεδόν η μεγάλη ποίηση (και γενικότερα κάθε μορφή υψηλής δημιουργίας) υποκρύπτει μιαν οξύτατη κριτική διάνοια, ενώ, από τη δική της πλευρά, η εμπνευσμένη κριτική προϋποθέτει, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, βαθύ και πλούσιο ποιητικό αίσθημα. Εντούτοις, στον πρακτικό απολογισμό, η δόκιμη κριτική πράξη τείνει να αποδειχθεί εξάρτημα του ποιητικού νου. Οι σημαντικότεροι κριτικοί, που διέγραψαν αποφασιστικά την οριακή καμπύλη της νεώτερης (τουλάχιστον) λογοτεχνίας, υπήρξαν ως επί το πλείστον ποιητές (Edgar Allan Poe, Paul Valéry, T.S.Eliot). Στον ορισμένο, μάλιστα, ελληνικό χώρο, η ταύτιση αυτή δικαιώνεται πλήρως με την εύγλωττη παράθεση δύο ακραίων ονομάτων, του Σολωμού και του Σεφέρη. Η άποψη, ωστόσο, φωτίζεται ακόμα πιο πολύ με το παράδειγμα, στη συγκλίνουσα χρονική αιχμή, του Κωστή Παλαμά.
Πράγματι, οι βασικότερες εκδηλώσεις του πνεύματός του υπήρξαν η κριτική και η ποίηση. Με τη διπλή δράση του ο Παλαμάς εύρυνε αποφασιστικά, σ΄ένα διάστημα μισού αιώνα (1880-1930), τα κλειστά όρια της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοί του, φυσικά, αιστάνθηκαν περισσότερο την επιβολή του ποιητή, με την κυρίαρχη αντήχηση του ρυθμού και του στίχου. Αλλά την εγκωμιαστικήν αποδοχή διαδέχθηκε αργά ο γόνιμος σκεπτικισμός. Η σφοδρή υπερβολή της αντιπαλαμικής στάσης του Γιάννη Αποστολάκη και η ταυτόσημη θέση του Φώτου Πολίτη (δύο ιδεολόγων δημοτικιστών) έθρεψαν γρήγορα τις πρώτες σοβαρές σπερματικές αμφιβολίες. Το χάσμα ευρύνθηκε απροσδόκητα με τις αντίρροπες αναζητήσεις και το συνακόλουθο επίτευγμα μιας άλλης ποιητικής. Έτσι, ο ποιητικός λόγος του Παλαμά (όχι, πάντως, ο ποιητής) έμεινε ξαφνικά ξένος, μετεωρισμένος στην αιχμή μιας παράδοσης. Η πλατυρημοσύνη του αναλυτικού στοχασμού, η συνάλληλη πομπική έξαρση, ο φραστικός αλαλαγμός, η εξώστρεφη κραυγή και ο στόμφος, οδήγησαν, αν όχι στην καταδίκη, τουλάχιστο στην άρνηση. Ήταν, επομένως, αναπόφευκτο το ποιητικό δίδαγμα του Παλαμά να μείνει χωρίς βιώσιμη καρποφορία. Με τον καιρό, η αλλοτρίωση μεγάλωσε, ενώ ο ίδιος παραμένει πάντα ποιητής αντιλεγόμενος.
Αντίθετα, ο κριτικός Παλαμάς επισημάνθηκε αργότερα, η δε αναγνώριση της ομολογημένης υπεροχής του ακολούθησεν αντίστροφο δρόμο. Τις πρώιμες διαπιστώσεις, αόριστες και δειλές, σφράγισε σύντομα η ανεπιφύλακτη ομολογία ότι «ο Κωστής Παλαμάς [...] είναι ως τα σήμερα [1941] ο πιο σημαντικός κριτικός της νέας ελληνικής λογοτεχνίας». Ωστόσο, τα σχετικά δοκιμιογραφήματα της ίδιας εποχής εξετάζουν, ως επί το πλείστον, τον κριτικό διαμέσου του καθιερωμένου ποιητή. Η τολμηρή αντιστροφή του Τέλλου Άγρα, στηριγμένη σε οξύτατην αίσθηση, πραγματοποιήθηκε σταδιακά και σε άλλες δόκιμες συνειδήσεις, στις οποίες η πρόκριση του κριτικού Παλαμά πέρασε άνετα από την ισοτιμία στο προβάδισμα. Η γνώμη αυτή φαίνεται η επικρατέστερη σήμερα, ενισχυμένη και δικαιωμένη από το συγκεντρωμένο (το γνωστό και άγνωστο) υλικό των Απάντων. Η έκδοση έδωσε καινούργια διάσταση στην κριτική φυσιογνωμία του Παλαμά, χωρίς αυτό να μειώσει τη σημασία του ποιητή, ο οποίος, εξάλλου, στέκεται πολύ πιο κοντά στο ευρύτερο κοινό απ΄ ό,τι ίσως, κανείς υποψιάζεται.
Η νέα αξιολόγηση στηρίζεται, προφανώς, σε αντικειμενικότερα δεδομένα. Απεναντίας, η παλαιότερη φαίνεται αρκετά επηρεασμένη από τον πληθωρικό όγκο τής ποιητικής παραγωγής και την προσωπική πίστη του ίδιου του Παλαμά. Παρόλη τη βαθιά επίγνωση για τη συλλειτουργική υπόσταση κριτικής και ποίησης, σπεύδει να διακηρύξει απερίφραστα ότι «εγώ δεν είμαι φιλόσοφος, δεν είμαι κριτικός» . Η βιωμένη αυτή θέση εξηγεί επαρκώς την υπηρετική, κατά κάποιον τρόπο, σκοπιμότητα που επιτελεί η κριτική στο συνολικό του έργο. Εδώ, ίσως, πρέπει να αναζητηθεί και η πρώτη αιτία γιατί ο Παλαμάς, ποιητής της Φλογέρας και του Δωδεκάλογου, δεν έδωσε ανάλογα κριτικά έργα, με πλατιά δηλ. σύνθεση και αυτάρκεια. Ωστόσο, το διασπαθισμένο κριτικό του έργο, το οποίο διέπει στο βάθος όντως παραδειγματική συνέπεια και ενότητα, αποκαλύπτει την αξιοσύνη της κριτικής διάνοιας και δίνει, στο μέτρο του εποπτικού συνδυασμού, αυθεντικά και πλούσια τα γνωρίσματα της παλαμικής κριτικής.
Τέσσερα είναι, προπάντων, τα πεδία στα οποία ασκείται διαρκώς η κριτική αντοχή του Παλαμά: α) Το ίδιο του το έργο. Είναι μοναδική, ίσως, περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα δημιουργού, ο οποίος γίνεται ταυτόχρονα, σε κάθε περίσταση (σε προλόγους, σε αυτοτελή δημοσιεύματα, σε επιστολές, παντού), ακαταπόνητος υπομνηματιστής και εξηγητής του ποιητικού, κυρίως, έργου του. Εδώ, φυσικά, δεν αξιολογεί, πράγμα άλλωστε ανέφικτο· απεναντίας διαφωτίζει, αναλύει, ερμηνεύει, επιχειρεί πρωτότυπους συσχετισμούς και εύστοχες ιστορικές τοποθετήσεις. β) Η ελληνική πραγματικότητα της εποχής του, στην εθνική, κοινωνική και πνευματική της δομή. Στον χώρο αυτόν αποδεικνύεται ο μαχόμενος στοχαστής και ο οξύς δημοσιογράφος. Προσπαθεί να καθοδηγήσει και αγωνίζεται να επιβάλει στη συνείδηση του Έθνους αξίες ζωντανές και αυτοδύναμες. Εδώ αξιολογεί, κατευθύνει, γίνεται ορθός κριτής και, κάποτε, ο ευαίσθητος δέκτης μιας επερχόμενης κοσμογονίας. γ) Το εθνικό παρελθόν, αποκλειστικά σχεδόν στη λογοτεχνική του πραγμάτωση. Είναι η περίπτωση όπου αναδεικνύεται απερίφραστα ο πρώτος άξιος ιστορικός της νεώτερης λογοτεχνίας, συστηματικός γραμματολόγος και κριτικός πρωτοποριακής αυθεντίας. Το επίτευγμα συνδυάζει έξοχα τη φιλολογική ενόραση με την ένστικτη σχεδόν κριτική ευστοχία. δ) Ο ευρωπαϊκός χώρος. Η πλατιά υπερελληνική αγωγή του πνεύματός του, η έντονη ευρωπαϊκή συνείδηση και η συναφής γνώση του δυτικού πολιτισμού επρόσφεραν γερά στηρίγματα στην κριτική του ενδυνάμωση και, ταυτόχρονα, άφθονο υλικό σε ανάλογη έρευνα. Στο σημείο αυτό παρουσιάζει, συγκρίνει, προβάλλει και, όχι σπάνια, επιβάλλει ιδέες, πρόσωπα, ρεύματα. Η σημασία του, ωστόσο, εξαντλείται στην επιτυχημένη προσπάθεια για μιαν αμεσότερη και πιο γόνιμη επικοινωνία του ελληνισμού με τη Δύση.
Η εποπτική διερεύνηση σε όλη αυτή την εκτενή δημιουργία (με ειδική αναγωγή κυρίως στην προτελευταία) προσφέρει τη δυνατότητα για μια χρήσιμη, κεφαλαιώδη αναγραφή των επιμέρους βασικών αρχών και των άλλων ιδιοτήτων της κριτικής του Παλαμά.
Εν πρώτοις, η προηγούμενη σχηματική διαίρεση δείχνει καθαρά το πρώτο, εξωτερικό, χαρακτηριστικό της κριτικής του: την πολυμέρεια και την άνεση. Και τα δύο είναι σύμφυτα με την πλατιά ανάπτυξη και τη διάσπαση. Η εξωτερική, ωστόσο, έκταση συνυπάρχει παντού με μιαν εσωτερική καθολικότητα, η οποία οδηγεί στην πρώτη αρχή για τη σύνθεση. Πράγματι, η συνθετική έφεση, εκδηλωμένη εμφανέστερα στο ποιητικό έργο, κυριαρχεί εξίσου σ΄όλες τις κριτικές δοκιμές του Παλαμά. Ακόμα και οι απλές απόπειρες προδίδουν την τάση για οργανωμένη μεθόδευση και ανάπτυξη του κεντρικού θέματος. Ό,τι όμως προέχει, παρόλη την απουσία μεγάλων έργων, είναι η συνθετική εποπτεία στην ενοραματική σχεδόν σύλληψη των πνευματικών εκδηλώσεων και των άλλων εκφραστικών μορφών του νεοελληνικού λόγου. Από την άποψη αυτή, ο Παλαμάς είναι η πρώτη συνθετική κριτική διάνοια του νεωτέρου ελληνισμού (αντίθετος ακριβώς από τον Πολυλά και τον Καλοσγούρο).
Η πολυμέρεια και η ευρυμένη εποπτεία συμβαδίζουν στην πράξη με την αναλυτική απόδοση του επιμέρους στοχασμού. Ο πλατυασμένος αυτός λόγος, ρητορικός και αφρόντιστος, ενισχυμένος μάλιστα από τον εκπληκτικό πλούτο και την παρεπόμενη ευκινησία της γλώσσας, δημιουργεί ύφος εντελώς ιδιότυπο και προσωπικό. Την ιδιοτυπία του ύφους αυξάνει η στενή συγγένεια προς το ποιητικό και η πλούσια σατιρική διάθεση. Γενικότερα, επισημαίνεται μια περίεργη και ερμαφρόδιτη παρουσία: στην κριτική εισβάλλει, κάποτε, ακατάσχετα το γνώριμο ποιητικό ύφος της μεγαληγορίας και της έξαρσης· αντίθετα, στην ποίηση συνοδοιπορεί, αθόρυβα ίσως αλλά εμφανώς, η κριτική διάνοια που υποτάσσει όμως περισσότερο την ιδέα και ολιγότερο τη φαντασία. Ωστόσο, η ανεξάντλητη ευαισθησία και ο πληθωρισμός των ιδεών δίνουν στον κριτικό λόγο μόνιμη δύναμη και ένταση μοναδική
Πέρα, όμως, από τα εξωτερικά γνωρίσματα, μεγαλύτερη σημασία έχουν τα εσωτερικά δεδομένα, τα κύρια τεκμήρια της κριτικής. Το σημαντικότερο εν προκειμένω είναι ο βαθύς και εμπερίστατος ιστορισμός, συνδυασμένος άριστα με τη φιλολογική γνώση και μέθοδο. Το πράγμα υπογραμμίζεται συχνά και αποτελεί, ταυτόχρονα, βασικό συστατικό του καθόλου ποιητικού του έργου. Η έντονη ιστορική συνείδηση (ισχυροποιημένη από τις συναφείς τάσεις της εποχής) και η παράλληλη κριτική οξυδέρκεια βοήθησαν αποφασιστικά στο να αξιολογήσει ορθά και σχεδόν αμετάθετα όλες τις εκδηλώσεις (πρόσωπα και κινήματα) της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Στην κριτική θεώρηση του Παλαμά τα πράγματα δεν έχουν μόνο αισθητική αλλά και ιστορική σημασία, σε μια προέκταση, ιστορικήν αναγκαιότητα. Έτσι, με επαναστατική τόλμη και σπάνια κριτική αυτοπεποίθηση, ανατρέπει το παραδομένο και καθιερώνει τις νέες λογοτεχνικές αξίες:δικαιώνει ιστορικά τη λόγια παράδοση της Τουρκοκρατίας, επιβάλλει τους Επτανησίους και τον αγνοημένο Σολωμό (χωρίς, ωστόσο, να αρνείται τα θετικά επιτεύγματα του ρομαντισμού), καταξιώνει τη σύγχρονή του δημοτική λογοτεχνία, θαυμάζει τον Ερωτόκριτο και τα άλλα Κρητικά έργα, ανακαλύπτει πρώτος σχεδόν τον Κάλβο, εξαίρει τον Παπαδιαμάντη, ενώ εγκωμιάζει απροκάλυπτα την πεζογραφική ιδιοφυΐα του Μακρυγιάννη. Μοναδικήν αντίρρηση προκαλεί σήμερα η υπερβολή στην εκτίμηση του Βαλαωρίτη και η άρνηση του Καβάφη· ακόμα, η αδυναμία στην κατανόηση της σύγχρονης ποιητικής, παρόλη την καίρια κρίση για τη Στροφή του Σεφέρη.
Όλα τα προηγούμενα συνεπάγονται πλειάδα ολόκληρη άλλων εσωτερικών γνωρισμάτων. Με βάση αυτά αιτιολογείται, κατ΄ αρχήν, η άκρα αντικειμενικότητα, η οποία δεσπόζει στα επιμέρους έργα και στις γενικότερες τοποθετήσεις. Είναι πολύ αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι σε μια εποχή, γεμάτην από γλωσσικούς αγώνες και φανατισμούς, η κριτική γνώμη του Παλαμά δεν υποτάσσεται ποτέ στο γλωσσικό του πιστεύω. Η ίδια ανεξαρτησία άλλωστε παρατηρείται και στην έμπρακτη εφαρμογή της δημοτικής, όπου αρνείται τις γλωσσικές ακρότητες του Ψυχάρη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο στην ιστορική και κριτική επισκόπηση είναι η έλλειψη εκλεκτισμού. Δεν μένει δηλ. μόνο στους μεγάλους σταθμούς, όπως π.χ. ο Σεφέρης, αλλά καταξιώνει ιστορικά και τους πιο ασήμαντους. Εκείνο, όμως, που υποφαίνεται παντού είναι ο έντονος διδακτισμός του. Η διαφώτιση και η διδαχή (απροκάλυπτη κάποτε) αποτελούν τις δυο κινητήριες δυνάμεις για την καθόλου κριτική του προσπάθεια. Πρόκειται για έναν κοινωνικό και, προπάντων, εθνικό διδακτισμό, ο οποίος είναι περισσότερο εμφανής στο ποιητικό έργο και, φυσικά, εντελώς διαφορετικός από τον υπαρξιακό του Καβάφη. Στον Παλαμά η κριτική πράξη υπηρετεί την ολότητα και έχει, επομένως, ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος που επιτελείται. Έτσι, σαν τελευταίο, πρέπει να αναφερθεί το ανώτερο ήθος του κριτικού λόγου, που συνυπάρχει έντονα με τη βαθιά πνευματικότητα και αξιοπρέπεια.
Η σύντομη αυτή ανασκόπηση έδωσεν, οπωσδήποτε, μια γενική και κατατοπιστική εικόνα του κριτικού Παλαμά. Έδειξε ακόμα, έστω ιδεογραφικά, ότι τον ποιητή και κριτικό συνακολουθούν ο ιστορικός, ο λαογράφος, ο γλωσσολόγος, ο σταχαστής. Οι ιδιότητες αυτές, συνδυασμένες με τη φιλέρευνη ανησυχία και ομολογημένη έμφυτη κλίση προς τη ζωή και το έργο των μεγάλων μορφών, τον οδήγησαν, πολλές φορές, στην ανάγκη να επισκοπήσει μικρά καθέκαστα, να ερευνήσει λεπτομέρειες και, άλλοτε, να δώσει σύντομες ή εκτενείς δοκιμές για βιογραφικά θέματα του άμεσου ενδιαφέροντός του. Τα σκόρπια αυτά κείμενα, όταν τυχόν αναφέρωνται στο ίδιο πρόσωπο, αθροιζόμενα, περέχουν έμπρακτα συστατικά μιας συμβατικής βιογραφίας, δοσμένης μάλιστα από διαφορετικές χρονικές και οπτικές γωνίες. Τέτοια κείμενα υπάρχουν μόνο για τον Βαλαωρίτη και τον Σολωμό. Για τον πρώτο έχει δοθεί από τον ίδιο τον Παλαμά η πρακτική συνέκδοση· για τον Σολωμό το κενό εξακολουθεί να παραμένει. Εντούτοις, ένα πλήθος από μελέτες και άρθρα, αυτοτελή ή παρεκβατικά, μορφοποιούμενα σε σώμα βιβλίου, έχουν πολλά να προσφέρουν και για τον κριτή και για τον κρινόμενο. Γραμμένα, ως επί το πλείστον, σε μια εποχή γεμάτην ανακατατάξεις και σύγχυση, και στην έκταση περίπου μιας πεντηκονταετίας (1885-1933), φωτίζουν πολλαπλώς τις εξωτερικές τύχες και την ίδια την ουσία του σολωμικού έργου, ενώ, από την άλλη, γίνονται σιωπηρά δοκίμια της κριτικής αλκής του Παλαμά.

Μέρος Τρίτο Γενικές διακριβώσεις και συμπεράσματα


Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός
Στη διαδοχική, λοιπόν, προσέγγιση του Σολωμού η κριτική πορεία του Παλαμά ακολουθεί, τουλάχιστον εξωτερικά, μια τεθλασμένη καμπύλη με δύο κύριες κορυφώσεις: την πρώτη στην καμπή του αιώνα και την άλλη στις αρχές του τριάντα. Η κίνηση αυτή συνδέεται στενά με την παράλληλη κριτική τοποθέτηση απένανατι στον Βαλαωρίτη. Η δημιουργική προσφορά των δύο ποιητών συναγωνίζεται διαρκώς για την πρώτη θέση στην αξιολογική εκτίμηση του κριτικού. Εντούτοις, η άνετη επική εκτέλεση, τα άφθονα ρομαντικά στοιχεία, πιθανόν η διχασμένη γλωσσική έκφραση (έστω στην αρχή) και, προπάντων, ένας αναμφισβήτητος ομοιοπαθητικός ψυχισμός, έδεσαν τον Παλαμά στενότερα με την ορμητική ποίηση του Βαλαωρίτη. Ο δεσμός αυτός ερμηνεύει καθαρότερα την αναμφιταλάντευτη ποιητική πρόκριση,(1) η οποία πάντως παρουσιάζει δυο ενδιάμεσες κάμψεις, και μάλιστα στα αντίστοιχα χρονικά σημεία της έμπρακτης υπεροχής του Σολωμού. Τη διαπίστωση βεβαιώνει, ταυτόχρονα, ανάλογος καθοριστικός λόγος του Παλαμά: «Αλήθεια ο Βαλαωρίτης. Όποιος πρωτοδιαβάσει το Σολωμό και μπει στο νόημά του, τον ξεχνά το Βαλαωρίτη. Ύστερα ωριμάζει ο νους, τον ξαναδιαβάζεις το Βαλαωρίτη και βρίσκεις ό,τι στον άλλο δέ βρίσκεις: την ποίηση της λεπτομέρειας κι ένα ζωγραφικό πραγματισμό [...]. Τον βάζεις παράπλευρα του μεγάλου, στη θέση που του αξίζει».(2) Εδώ, ωστόσο, η δυαδική σύγκριση καταλήγει τελικά σε κραυγαλέα εξισορρόπηση.

Στενά εξαρτημένη από την προηγούμενη είναι μια άλλη, αναμφισβήτητα πιο σημαντική, παρατήρηση: ότι δηλαδή ο Παλαμάς έμεινε ποιητικά ξένος στην επαναστατική κατάκτηση του Σολωμού. Ο λόγος αφορά ταυτόχρονα την ποιητική πράξη και την κριτική θεώρηση. Η έντονη αυτογνωσία της προνομιακής διαδοχής έχει μονάχα ιστορική, όχι ουσιαστική σημασία.(3) Η ενδιάθετη ή εσκεμμένη απομάκρυνση από το δίδαγμα του Σολωμού είναι ολοφάνερη σ΄ ολόκληρο το ποιητικό έργο. Η σιωπηρή αυτή άρνηση γίνεται, απεναντίας, ομολογία απερίφραστη στις κριτικές διερευνήσεις. Στο υπαινισσόμενο πεδίο, η πορεία του στοχασμού ακολουθεί προοδευτικά, όπως έγινε ήδη φανερό, μιαν εντεινόμενη παρρησία με διπλή, τελικά, κατάληξη: την ενστικτώδη αμφιβολία μπροστά στο αρμονικό επίτευγμα των τελευταίων στίχων και, κυρίως, την έλλογη αποστροφή στην ανερμήνευτη αποσπασματική πραγματικότητα. Τα δύο αυτά σημεία συνδέονται άρρηκτα με την ορμέμφυτη ποιητική ιδιοσυγκρασία, όχι, βέβαια, την ανεπάρκεια του κριτικού νου. Η δαιμονική μανία του ρυθμού(4) οδήγησε οπωσδήποτε τον Παλαμά στο να συλλάβει και να τονίσει επανειλημμένα τη βαθιά μουσική υπόσταση του σολωμικού έργου, αλλά η πολυφωνική αρμονία των ανομοιοκατάληκτων στίχων, όπως τη συνέλαβε ο Πολυλάς, έμεινε απροσδόκητα ξένη στην κατά τα άλλα έντονη ευαισθησία του.(5) Πιο εμφαντική (και περισσότερο συνεπής με την ποιητική διδαχή του) είναι η απροκάλυπτη άρνηση των αποσπασμάτων. Το ζήτημα πρέπει να σχετισθεί με ένα ανάλογο θεωρητικό δοκίμιο («Τα μεγάλα τα ποιήματα»(6)), στο οποίο αντιμάχεται με πάθος την ποιητική θεωρία του Edgar Allan Poe για την υποβλητική δύναμη της πυκνής συντομίας. Η προδικασμένη ή απολογητική θέση για την πλατιά επική εκτέλεση εμπόδισε, αναμφισβήτητα, τον Παλαμά να δει και να κηρύξει την απλή συγκινητική αλήθεια: ότι ο Σολωμός, την ίδια περίπου εποχή και σε τόσο αλλότρια περιοχή, πειθαρχεί ανεπίγνωστα και πραγματώνει, κατά κάποιο τρόπο, το επαναστατικό ιδανικό του Poe. Για τον Σολωμό παραμένει ατύχημα το ότι η ποιητική πράξη δεν δικαιώνει ενσυνείδητα μιαν αντίστοιχη θεωρητική σύλληψη. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο το γεγονός ότι ο Παλαμάς συνορά πάντοτε τις μεγάλες επικές συλλήψεις του Σολωμού με τις ασυντέλεστες προεκτάσεις τους. Η αντιμετρική ιδιοσυγκρασία (ποιητική και, ακόμα, ανθρώπινη) κράτησε, προφανώς, ασυμφιλίωτα τα δύο αυτά κορυφαία πνεύματα. Εδώ βρίσκεται, ίσως, το μέγιστο όριο διαφοράς τους. Σε γενική εκτίμηση, ο Παλαμάς (τουλάχιστο για την ελληνική πραγματικότητα) είναι το τέρμα μιας μεγάλης ευθείας, ο Σολωμός (χωρίς εθνικούς περιορισμούς) η αρχή νέας καμπύλης.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τα σημεία αυτά ο Παλαμάς αποκάλυψε, πράγματι, στο Έθνος την ιστορική σημασία του Σολωμού. Εν πρώτοις, είδε με ζηλευτή κριτική οξύτητα όλα σχεδόν τα μεγάλα φιλολογικά ζητήματα που συνθέτουν το πολύπλευρο σολωμικό πρόβλημα. Παράλληλα, η εσωτερική σπουδή των θεμάτων συμβαδίζει, στην πράξη, με τη γενική αξιολογική ένταξη στον ιστορικό εθνικό χώρο. Πρώτος ο Παλαμάς διέβλεψε ορθά την αποφασιστική (ποιητική και γλωσσική) σημασία του σολωμικού έργου για την όλη εξελικτική παράδοση της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Η προσωπική αυτή πίστη, εντεινόμενη με την ωρίμανση, έγινε αργότερα, ύστερα από επίμοχθη προσπάθεια, κοινή αποδοχή. Γι΄ αυτό η προσφορά του Παλαμά στη γνώση και τη διάδοση του έργου του Σολωμού πρέπει να θεωρηθεί μοναδική. Αλλά και η γενικότερη επιρροή που άσκησε το σολωμικό δίδαγμα στην ευρύτερη εθνική ζωή και δημιουργία δεν είναι ξένη από το κριτικό κήρυγμα του Παλαμά, ο οποίος σε διάστημα μισού αιώνα (1885-1933), κατόρθωσε να επιβάλει προοδευτικά και αμετάκλητα την εθνική μορφή του ποιητή. Μάλιστα, από κάποια στιγμή και πέρα, προκάλεσε ο ίδιος γόνιμες αντιδράσεις και ποικίλες άλλες δραστικές αναθεωρήσεις. Έτσι, στην καμπή του τριάντα ο Σολωμός δεσπόζει, από κάθε άποψη, στην κοινή εθνική συνείδηση. Η έμπρακτη, άλλωστε, επιστροφή στο ποιητικό δίδαγμα του Σολωμού είναι η αναπότρεπτη κατάληξη αυτής της μακροχρόνιας διαφωτιστικής προεργασίας. Εντούτοις, αξίζει να υπογραμμισθεί εδώ, σαν κατακλείδα, μια περίεργη ειρωνεία: ο Παλαμάς, που γνώρισε και επέβαλε στους άλλους τον Σολωμό, έγινε ουσιαστικά το πρώτο ποιητικό θύμα της επιστροφής στο δικό του δίδαγμα. Το τίμημα ήταν, πράγματι, βαρύ: οι άλλοι βρήκαν εκεί αυτό που η ποιητική του ιδιοσυγκρασία στάθηκε αδύνατο να καταλάβει.

Σημειώσεις [Τρίτου Μέρους]


Σημειώσεις [Τρίτου Μέρους]

  1. Βλ. π.χ. Άπαντα, τόμ. Η΄, σελ.178-179 (κρίσεις μιας δεδομένης στιγμής): «Η ποίηση του Βαλαωρίτη είναι η πιο γερή που δόθηκε ως την ώρα της νέας Ελληνικής ψυχής να χαρεί» - «Η γλώσσα του Βαλαωρίτη είναι η πλουσιώτερη γλώσσα που ευτύχησε ποιητής λυτρωμένος από το λογιωτατισμό να χρησιμοποιήσει για το έργο του» - «Ο Βαλαωρίτης [...] είναι ο πρώτος αγνός, και σε πολλά ασύγκριτος, επικός που δοξάζει τη νέα λογοτεχνία μας» (χρονία κειμένου: 1910)
  2. Άπαντα, τόμ. Ι΄, σελ. 70 (από τα Σημειώματα στο περιθώριο). Ο λόγος διατυπωμένος περίπου το 1908, δημοσιεύεται το 1928 (πρβλ. στο Βιβλίο, σελ. 133 σημ. 1).
  3. Μια τολμηρή φαντασία θα έβλεπε, πιθανότατα, την αυτογνωσία της διαδοχής να προβάλλεται συμβολικά στον Ένατο Λόγο («Το Βιολί») του «Δωδεκάλογου». Δεν είναι, ίσως, συμπτωματικό ότι το νέο τραγούδι με το παλιό βιολί (η κομμένη παράδοση) ανελίσσεται πάνω στο ρυθμό και στο μέτρο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Την ίδια αυτογνωσία υπαινίσσεται το σολωμικό παράθεμα του Λόγου «Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του».
  4. Βλ. για το θέμα την ειδική μελέτη του Λίνου Πολίτη «Ο στίχος του [του Παλαμά] (Μετρικά και ρυθμολογικά)», περ. Γράμματα (Τεύχος Επιμνημόσυνο του Κωστή Παλαμά), Αθ. 1943, σελ. 209-238.
  5. Πρβλ. Ζ. Λορεντζάτου Δοκίμιο Ι, Αθ. 1947, σελ.96-101. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι ο Παλαμάς εξαίρει διαρκώς τη μουσικότητα, όχι την αρμονία του σολωμικού έργου: «[...] από το μουσικώτατα μα και φανταχτερώτατα κομματιαστό του έργου του» (Άπαντα, τόμ. Ι΄, σελ. 424) – «[...] και με λιγοστά αποκόμματα στίχων ατέλειωτων και ασύνδετων, που όσο κι αν είναι εξαίσια μουσικοί, [...]» (Άπαντα, τόμ. ΙΔ΄, σελ 207), κλπ.
  6. Άπαντα, τόμ. ΣΤ΄, σελ. 205-217 (χρονία κειμένου: 1901).


Κυριακή 26 Απριλίου 2015

«Πληκτρολογώντας χειρόγραφα από τον πύργο της Βαβέλ»

της Πόλυς Χατζημανωλάκη



Όποιος διάβασε το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, την μνημειώδη περιπλάνηση του Μπαρνταμού στην φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της αποικιοκρατίας και της μοντέρνας εποχής, θυμάται την είσοδό του στη Νέα Υόρκη. Μια πόλη ορθή που ξεπροβάλλει από την καταχνιά όπως την πλησιάζει το πλοίο, με μια καθετότητα που τρομάζει. Αποκαλύπτεται εν τέλει ο λαβυρινθικός της χαρακτήρας, τα υπόγεια εντόσθια προορισμένα για μυστικές συντροφικότητες των εντέρων, η ροή του ανώνυμου πλήθους στους δρόμους που παρασύρει και τον αφηγητή, η περιπέτειά του στον κόσμο της βιομηχανίας και της δουλειάς αλυσίδας ως τις παρυφές των καταφρονεμένων, που δεν ενσωματώνονται ποτέ στη Γη της Επαγγελίας, δεν μαθαίνουν την γλώσσα και το μόνο που ξέρουν είναι να καθαρίζουν γραφεία και να αναγνωρίζουν τις επιγραφές Lavatory και Exit. 

Την ίδια καθετότητα της Νέας Υόρκης, ως αποκάλυψη, με τους ουρανοξύστες ως πύργους της Βαβέλ αντικρίζει όταν φεύγει από εκεί ο Κόριμ, ο ήρωας του βιβλίου του László Krasznahorkai «Πόλεμος και Πόλεμος». Η λαβυρινθική Βαβέλ της γλωσσικής σύγχυσης εντυπωσιάζει επίσης με την αγωνιώδη αναφορά στην πινακίδα εξόδου - exit - από το λαβύρινθο, το οδόσημο του ξένου, όχι κατά σύμπτωσιν. Η λαβυρινθική εμπειρία όμως διαφέρει. Ο Κόριμ βρίσκεται σε μια συνεχή διαπραγμάτευση με το νόημα ενώ ο Μπαρνταμπού περιπλανάται έχοντας απωλέσει κάθε προοπτική. 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Κόριμ του Krasznahorkai γνωστού ίσως στην Ελλάδα από τα σενάρια που έχει γράψει για ταινίες του Μπέλα Ταρ («Σαταντάνγκο» και «Μελαγχολία της Αντίστασης») είναι υπάλληλος σε μια επαρχιακή βιβλιοθήκη της Ουγγαρίας και ανακαλύπτει ένα σπουδαίο κατά τη γνώμη του χειρόγραφο με την ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που περιπλανώνται με παράδοξο τρόπο ανάμεσα σε τόπους και εποχές. Από την Μινωική Κρήτη, στην Βενετία, στην Κολωνία, διατρέχοντας την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορίας, τον Μεσαίωνα, ως τον 19ο αιώνα… Στόχος τους, να ξεφύγουν κάποια καταστροφή, μοίρα τους, η παγίδευση στον επόμενο κύκλο καταστροφής, από πόλεμο σε πόλεμο, χωρίς θύρα εξόδου.

 Θεωρώντας ότι η αλήθεια αυτού του κειμένου πρέπει να κοινοποιηθεί στην ανθρωπότητα από την καρδιά του κόσμου, την Νέα Υόρκη, ο Κόριμ πουλά την περιουσία του και ταξιδεύει – χωρίς να ξέρει τη γλώσσα – προς την Αμερική. Η πορεία του, ενώ βρίσκεται βυθισμένος σε μια ισχυρή ιδεοληψία, με διαύγεια σε βαθμό τρέλας, είναι μια διαρκής επινόηση, μια ανταλλαγή με τον έξω κόσμο, τη γλώσσα, το νόημα, την τροφή, τα πρακτικά, την σωματική ανάγκη. Με ένα λεξικό ανά χείρας, την κάρτα με τα στοιχεία ενός Ούγγρου διερμηνέα, πλοηγείται στο λαβύρινθο της πόλης, αναζητώντας το πολύτιμο κέντρο για την αποστολή του. Νοικιάζει ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα του διερμηνέα και αντιγράφει στον υπολογιστή το υπέρτατο χειρόγραφο, αναρτώντας το σιγά σιγά στο διαδίκτυο. Η γραφή του λαβυρίνθου ανακαλεί βεβαίως το σημειωματάριο του συγγραφέα Κουίν στην «Γυάλινη Πόλη» του Πολ Όστερ, με τη διαφορά ότι εκεί το ημερολόγιο είναι υπαρξιακή ανάγκη του συγγραφέα που βαδίζει στην πόλη. Εδώ ο Κόριμ αντιγράφει το κείμενο καθηλωμένος σε ένα διαμέρισμα. Μιλά ακατάπαυστα στην ισπανόφωνη σύντροφο του διερμηνέα, χρησιμοποιώντας αγγλικές λέξεις από το λεξικό, νοηματοδοτώντας τη ζωή του βάσει του κειμένου.

Η Παλαιά Διαθήκη και η Αποκάλυψη είναι τα αγαπημένα βιβλία του συγγραφέα που η Σούζαν Σόνταγκ ούτως ή άλλως αποκαλεί «μετρ της Αποκάλυψης». Στο Πόλεμος και πόλεμος μια ιδεοληπτική Αποκάλυψη του ήρωα τον οδηγεί στη Γη της Επαγγελίας, όπου διαλύει τον εαυτό του μέχρις εξαφανίσεως για να μεταβιβάσει το κατεξοχήν «κείμενο» στην ανθρωπότητα. Η απόδοση της παραφρονημένης εσαεί διαυγούς σκέψης του Κόριμ επιχειρείται μέσω μιας μοναδικής γραφής χωρίς όμοιό της. Σύμφωνα με τον W. E. Sebald, η πρόζα του Ούγγρου συγγραφέα «ξεπερνά κατά πολύ τις ήσσονος σημασίας ανησυχίες της σύγχρονης γραφής». Η μετάφραση αφομοιώνει σε ρέουσα γλώσσα τα αδιέξοδα και τις στροφές ενός παραληρηματικού λαβυρινθικού λόγου και αποτελεί μια προσφορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, έστω και δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου.

* Το μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι Πόλεμος και πόλεμος παρουσιάζεται τη Δευτέρα, σε εκδήλωση στον κινηματογράφο «Αλκυονίς» (Ιουλιανού 42, πλ. Βικτωρίας), όπου θα μιλήσουν η μεταφράστρια Ιωάννα Αβραμίδου, ο κριτικός κινηματογράφου Γιάγκος Αντίοχος και η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη, ενώ θα προβληθούν οι ταινίες του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, σε σενάριο Λ. Κρασναχορκάι, Αρμονίες του Βερχμάιστερ (8.30 μ.μ.) και Κολαστήριο (11.00 μ.μ.)

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ποιος όμως είν' εκείνος που σπαράζει;


του Θεοδόση Βολκώφ



Αναδημοσίευση από το blog: 






Σπαρασμός 




Γύρω η μαυρίλα, 
μέσα, η καρδιά μου. 
Στο πάτημά μου 
τρίζουν τα φύλλα.

Νερό, αργοκύλα! 
Στολίδια γάμου 
ξεσκίδια, χάμου.
Ἀνατριχίλα. 

Μέσ᾿στὸ βιβλίο 
σκυμμένα μάτια, 
και δὲ διαβάζω. 



Σιωπή, ἐρμιά, κρύο. 
Πέρα; Παλάτια… 
Σκοινιά. Σπαράζω. 

 Με πρώτη και καλύτερη την ιστοσελίδα του ΕΚΠΑ (http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/napolewn_lapa8iwths_poems.htm), όπου ανθολογείται ικανός αριθμός ποιημάτων Ελλήνων ποιητών, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω σονέτο, πλείστες όσες διαδικτυακές σελίδες (μπλογκ, φόρουμ, ποιητικές ανθολογίες, προσωπικές σελίδες στο facebook κτλ.) αναπαράγουν τον «Σπαρασμό», που φαίνεται να χαίρει κάποιας δημοφιλίας. Και γιατί όχι; Στο κάτω-κάτω έχουμε ενώπιόν μας ένα καθ’ όλα άρτιο ποίημα ως προς τη μορφή, τη ρυθμική του αγωγή και την εσωτερική του οικονομία. Ένα ποίημα που, συνεπές προς τον εαυτό του, μας δίνει ανάγλυφα αυτό που ο τίτλος του δηλώνει – τον σπαραγμό. Μέχρι εδώ όλα καλά και τίποτα το μεμπτό. 

 Ωστόσο, σε όλες τις σελίδες που φιλοξενούν το εν λόγω σονέτο ως δημιουργός του αναφέρεται ο πολύ αγαπητός ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, που κατά κοινή ομολογία έχει χαρίσει στις γλώσσα μας μερικές από τις ωραιότερες λυρικές στιγμές της. Ακόμη και η ελληνική Βικιπαίδεια το περιλαμβάνει σε κατάλογο με ποιήματά του στο σχετικό λήμμα (http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD_%CE%9B%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B8%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82). 

Μόνο που ο Λαπαθιώτης δεν έγραψε ποτέ κανένα ποίημα που να επιγράφεται «Σπαρασμός» και δεν χρησιμοποίησε ποτέ έναν τόσο ολιγοσύλλαβο στίχο σε κανένα του σονέτο. Αν δεν λαθεύω μάλιστα, χρησιμοποίησε αποκλειστικά τον πεντασύλλαβο σε ποίημά του μόνο μία φορά. 

Το μικρό ποίημα που μας απασχολεί, παρά τις τόσες διαδικτυακές αναφορές που μαρτυρούν περί του αντιθέτου, δεν είναι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, αλλά του Κωστή Παλαμά. Εντάσσεται στον κύκλο των «Πεντασύλλαβων» και δεν αποτελεί το μοναδικό σονέτο στο οποίο ο Παλαμάς θα χρησιμοποιήσει αυτόν τον ακαριαίο, σχεδόν στενάχωρο και, παρά τα φαινόμενα, δύσκολο στίχο. Θα επαναλάβει το εγχείρημα όχι μία και δύο, αλλά τουλάχιστον δεκατέσσερις φορές ακόμη. Συνιστά δε και από τις χαρακτηριστικές στιγμές του περίφημου «κασσιανισμού»του. Το βιβλίο, το νερό, τα ξεσκίδια, το άθλιο «εδώ» και το μακρινό και πάντα απρόσιτο«πέρα», η έμφυτη και για τούτο ανεξήγητη ανημπόρια που αντιδιαστέλλεται τόσο έντονα προς το ιδανικό, τα άσπαστα δεσμά, όλα αυτά είναι στοιχεία που έρχονται και επανέρχονται στο έργο του, δηλωτικά μιας διάθεσης ψυχικής που εκφράζεται με διάφορες μορφές εντός του ποιητικού του σύμπαντος και καθ’ όλη τη διάρκεια του λυρικού του βίου. 

Παλαμάς λοιπόν και όχι Λαπαθιώτης εν προκειμένω. Το να αποδίδουμε το ποίημα του ενός στον άλλο αδικεί και τους δύο ποιητές. Και, αν μη τι άλλο, αυτή τη μικρή, την ελάχιστη μορφή δικαιοσύνης τούς την οφείλουμε. Την έχουν αμφότεροι κερδίσει. 

  
  Θ. Βολκώφ

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ευτυχώς Επτωχεύσαμεν!





Περί μεταφράσεων ο λόγος με αφορμή την ημερίδα που διοργάνωσε το Κέντρο Νέου Ελληνισμού στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο (Freie Universitat) του Βερολίνου με τη συμμετοχή ελλήνων και γερμανών συγγραφέων, μεταφραστών, εκδοτών, πανεπιστημιακών, κριτικών λογοτεχνίας και δημοσιογράφων. 

της Νότας Χρυσίνα


Λέμε πως δεν μεταφράζονται έλληνες λογοτέχνες. Τί φταίει; Μια πρόχειρη διαπίστωση αφορά το υπουργείο πολιτισμού. Δεν υπάρχει βούληση, συμπεριλαμβανομένης και της έλλειψης χρηματοδότησης, ώστε να προωθηθεί το έργο των σύγχρονων ελλήνων λογοτεχνών. 

Επίσης, σημαντικός παράγων είναι η προχειρότητα με την οποία αρκετοί εκδότες αντιμετωπίζουν την έκδοση βιβλίων. 
Ποιούς λογοτέχνες εκδίδουν και με ποιό σκεπτικό;
Είναι η λογοτεχνία που παράγεται στην Ελλάδα βιώσιμη ή αντιμετωπίζεται ως μπάλωμα στις τρύπες των ελλειματικών εκδοτικών επιχειρήσεων;
Λογοτεχνία για ποιούς;
Τί μεταφράζεται διεθνώς;
Πόσοι λογοτέχνες μεταφράζουν κείμενα από αγάπη για την ίδια την λογοτεχνία;
Τα παραπάνω ερωτήματα εκφράζουν μικρό μέρος του προβληματισμού μας πάνω στο θέμα της μετάφρασης.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να θέτουμε ερωτήματα χωρίς να έχουμε απαντήσεις.
Ωστόσο, υπάρχουν λογοτέχνες που θα μεταφραστούν και που θα μεινουν, ανεξάρτητα από την βούληση την δική μας ή την αδιαφορία μας. Κάπου κάποιοι αγαπούν την λογοτεχνία περισσότερο από το κέρδος ή την φήμη και αυτοί θα συνεχίσουν δίχως να υποτάσσονται στις δικές μας φιλοδοξίες και εικασίες.
Ευτυχώς η χώρα πτωχεύει μόνο για όσους βλέπουν κοντά και γύρω από τον εαυτό τους!

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο

Συγγραφείς με ανθρώπινο πρόσωπο


Ελεγα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (25 Μαΐου) ότι η αμφισβήτηση της οργανικής μορφής ως αναγκαίου όρου του λογοτεχνικού κειμένου, προέκυψε ως φυσική συνέπεια της θεωρίας του άπειρου ερμηνευτικού ανοίγματος, ως ετέρα όψη του ίδιου - του μεταμοντέρνου - θεωρητικού νομίσματος που υποστηρίζει ότι η παραγωγή νοήματος είναι έργο αποκλειστικά των παντοδύναμων βουλήσεων της γλώσσας (θεωρία του «θανάτου του Συγγραφέα», Αποδόμηση) ή του αναγνώστη (Νεοπραγματιστικές θεωρίες) και όχι και του συγγραφέα. Για να ολοκληρώσω την κριτική μου αυτών των απόψεων, πριν επιχειρήσω να ανιχνεύσω τα πραγματικά τους αίτια, θα σχολιάσω τις ιδέες που πρεσβεύουν οι φορείς τους για το συναφές με την έννοια της οργανικότητας πρόσωπο του συγγραφέα. Διότι, αν οι σχέσεις των στοιχείων που απαρτίζουν τη γλώσσα είναι, όπως λέει η γλωσσολογία, συμβατικές, και αν η γλώσσα της λογοτεχνίας ως οργανικής μορφής ανατρέπει αυτή τη συμβατικότητα, τότε εκείνος που γράφει ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να είναι αμέτοχος στη σύνθεσή του.
Ωστόσο, παρ' ότι οι ιδέες για τον «θάνατο του Συγγραφέα» και για το ατελεύτητο παιχνίδι του αναγνώστη με το σημαίνον έχουν δεχθεί καταλυτική κριτική, εκλαμβάνεται ακόμη από πολλούς ως σοβαρή η βεβαιότητα ότι ο «αποθανών» συγγραφέας έζησε βίο βραχύ γιατί υπήρξε σχετικά πρόσφατο κατασκεύασμα. Αυτός είναι ένας άλλος μύθος, παράγωγο των ίδιων ιδεών που αμφισβητούν, ως επινόημα του Ρομαντισμού, την οργανικότητα του λογοτεχνικού κειμένου και την ουμανιστική λειτουργία της. Παραθέτω την πεμπτουσία αυτού του μύθου όπως τη βίωνε ο Ρολάν Μπαρτ στο «Ο θάνατος του Συγγραφέα»:
«Στις εθνογραφικές κοινωνίες την αφήγηση δεν την αναλαμβάνει ποτέ ένα πρόσωπο αλλά ένας διαμεσολαβητής, ένας σαμάνος ή απαγγέλλων, του οποίου μπορούμε το πολύ πολύ να θαυμάσουμε την "εκτέλεση" (δηλαδή, τον έλεγχο του αφηγηματικού κώδικα), ποτέ όμως τη "μεγαλοφυΐα". Ο συγγραφέας είναι ένα πρόσωπο νεότερο που έχει, χωρίς αμφιβολία,παραχθεί από την κοινωνία μας στον βαθμό που, βγαίνοντας από τον Μεσαίωνα, με τον αγγλικό εμπειρισμό, τον γαλλικό ορθολογισμό και την προσωπική πίστη της Μεταρρύθμισης,η κοινωνία αυτή ανακαλύπτει τη γοητεία του ατόμου ή, όπως λέγεται με μεγαλύτερη επισημότητα, του "ανθρώπινου προσώπου"».
Από τη διατύπωσή του είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ως ποιαν εποχή ο Μπαρτ πιστεύει ότι οι κοινωνίες παρέμεναν εθνογραφικές ή κατά πόσο φρονεί ότι ο Σοφοκλής, ο Οράτιος ή ο Κάτουλλος ήταν οι μάγοι της φυλής τους, ωστόσο είναι φανερό ότι τους θεωρεί «χωρίς αμφιβολία» γραφείς χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο· όπως το ίδιο θεωρεί τον Ομηρο ή τον Αρχίλοχο, κι ας ζητούσε ο Ηράκλειτος μόνο αυτοί από τους ποιητές να ραπιστούν και να εκδιωχθούν από τους ποιητικούς αγώνες. Ο Μπαρτ δεν φαίνεται να υποπτευόταν ότι, όταν ο Αριστοφάνης στους Βατράχους επέλεγε να επαναφέρει στη ζωή τον Αισχύλο και όχι τον Ευριπίδη, δεν το έκανε επειδή έκρινε ότι ο Αισχύλος έλεγχε καλύτερα τον αφηγηματικό κώδικα. Η λογοτεχνική κριτική που περιέχεται σε αυτό το έργο, η οποία σε τίποτε δεν υπολείπεται από τη λογοτεχνική κριτική του 20ού αιώνα, δεν τελείται γύρω από μια φωτιά υπό τον ήχο ταμ ταμ αλλά σε ένα θέατρο ενώπιον χιλιάδων ακροατών, ο μέσος όρος του δείκτη κριτικής ικανότητας των οποίων ήταν αναμφίβολα υψηλότερος από τον μέσο όρο του δείκτη των σημερινών φιλόμουσων. Ο Αριστοτέλης πριν από το Περί ποιητικής είχε γράψει το Περί ποιητών, στο οποίο εξέταζε συγκεκριμένα τον ποιητή, το έργο του, τις αρετές και τα ελαττώματά του. Και βέβαια ο αρχαίος κριτικός που κωδικοποίησε τις απόψεις της εποχής του για το πρόσωπο του συγγραφέα, ο Λογγίνος, ορίζει το ύψος (την υψηλότερη μορφή της λογοτεχνικότητας) ως «μεγαλοφροσύνης απήχημα»: μεγαλοφροσύνης του συγγραφέα, όχι του κειμένου. Οι όροι μεγαλοφυής και μεγαλοφυΐα - και η έννοιά τους - για το πρόσωπο (το ανθρώπινο πρόσωπο) του συγγραφέα και ο χαρακτηρισμός «μέγας συγγραφεύς», παρά την προφανή βεβαιότητα του Μπαρτ ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν, είναι βασικοί στο Περί ύψους(«το δ' εν υπεροχή, μεγαλοφυΐας εστί»: «Η [συγγραφική] υπεροχή είναι έργο της μεγαλοφυΐας»). Οταν ο Λογγίνος παρατηρεί ότι, επειδή είναι έργο δραματικό, η Ιλιάδαγράφτηκε «εν ακμή πνεύματος» του Ομήρου και ότι η Οδύσσεια είναι έργο γεροντικό επειδή είναι περισσότερο αφηγηματική και επειδή η τάση για αφήγηση είναι χαρακτηριστική της γεροντικής ηλικίας («διηγηματικόν ίδιον γήρως»), κάνει προσωποβιογραφική κριτική.
Αυτά δειγματοληπτικώς (και μόνο από την αρχαιότητα) για το ανθρώπινο πρόσωπο του συγγραφέα πριν από τη νεότερη εποχή. Τα ίδια θα έλεγα και για την εξαρτώμενη από το πρόσωπο αυτό έννοια της λογοτεχνικής πρωτοτυπίας, την εμφάνιση της οποίας οι θιασώτες των μεταμοντέρνων θεωριών, καθώς πιστεύουν (και σωστά) ότι απέρρεε από το ανθρώπινο πρόσωπο του συγγραφέα (πριν αυτός πεθάνει), τοποθετούν (λανθασμένα) στη νεότερη εποχή: ένας ακόμη μύθος συναφής με την προσπάθεια αμφισβήτησης της οργανικής μορφής, για τον οποίο θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.