Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ "Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ"


Η παρούσα δημοσίευση στο CANTUS FIRMUS  αφορά στο θεατρικό έργο μου « Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ». Είναι η πρώτη δημοσίευσή μου στο περιοδικό που αφορά στο θέατρο και σκέπτομαι να πυκνώσω στο μέλλον τις σχετικές δημοσιεύσεις για διαφόρους λόγους. Δίνονται τρία αποσπάσματα του έργου, κυρίως από την αρχή και λιγότερο από τη μέση του. Χωρίζονται εμφανώς από τρίγραμμες τελείες. Επίσης, αφήνονται ως έχουν οι σκηνοθετικές οδηγίες, οι οποίες είναι σε κόκκινο χρώμα και εντός παρενθέσεων. Το πλήρες κείμενο μπορεί να το βρει ο ενδιαφερόμενος στον ακόλουθο σύνδεσμο : https://www.academia.edu/2424427 .Η δράση διαδραματίζεται, μυθοπλαστικά, στη Γερμανία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Το έργο γράφτηκε, με διακοπές, από τον Μάρτιο έως τον Μάϊο του 2005. Παρά τις έγκοπες και σύντονες προσπάθειες που κατέβαλα σε όλο, σχεδόν, το κομψεπίκομψο (… «θεατρικό») φάσμα της αθηναϊκής, κυρίως, …θεατροκρατίας, να διδαχθεί το έργο από σκηνής, αυτό παραμένει ακόμη αδίδαχτο. Ασφαλώς, διότι έκτοτε έχουν παρουσιασθεί και διδαχθεί απείρως ουσιαστικότερα, αισθητικότερα, βαθύτερα, αρτιότερα, και θεατρικότερα έργα από ελληνικής αθηναϊκής σκηνής και όχι μόνον (εννοώ πως δεν εξαιρείται η λεγόμενη περιφέρεια). Ως φαίνεται, θα υπάρχει, εικάζω, απόλυτη σύμπλευση και ταύτιση απόψεων τόσο των εκδοτών (αποπειράθηκα να το εκδώσω τουλάχιστον…) όσο και των… θεατρανθρώπων της χώρας για το ατελές, ταπεινό και φτωχό και πιθανότατα ανούσιο και αντιποιοτικό κομνήνειο έργο, πράγμα που απεριόριστα κατανοώ... Σκιρτώ, μάλιστα, από χαρά που το έργο μου κατάφερε να εμπνεύσει, επιτέλους, την πολυπόθητη ομοψυχία και ομογνωμία στους αεί διχασμένους και ατομοκράτες συμπατριώτες μου.
Έρρωσθε πάντες

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ  

     ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
           Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ
                                        (Ένας Μονόλογος)

(Ανατολική ακτή. Ρίτσμοντ, Βιρτζίνια ΗΠΑ. 1955. Σπίτι δύο δωματίων. Στο κέντρο, μια πόρτα κλειστή που οδηγεί στην κουζίνα. Βλέπουμε το καθιστικό, που ταυτόχρονα είναι και χώρος εργασίας του Γιόχαν. Χώρος μικρός, γεμάτος ετερόκλητα αντικείμενα. Το μικρό, ξύλινο γραφειάκι του, γεμάτο αντικείμενα και χαρτιά, χωμένο στην αριστερή γωνία του δωματίου. Πάνω στο γραφείο διακρίνεται καθαρά μια φωτογραφία από την εποχή του καμπαρέ με άνδρες και γυναίκες που φορούν μάσκες. Ακριβώς πίσω απ’ το γραφείο ένας καλόγερος που πάνω του βλέπουμε δύο καπέλα, δύο γραβάτες κι ένα πουκάμισο. Στα δεξιά της σκηνής υπάρχει ένα κλειστό παράθυρο με κουρτίνα. Μια μικρή βιβλιοθήκη, στα ράφια της οποίας εκτός από βιβλία διακρίνονται και ποτά (ουίσκι, βότκα, τζιν, κρασί, ρούμι) καθώς κι ένα εξαιρετικά καλαίσθητο κουτί με σβούρες. Στο χώρο υπάρχει ένας καθρέφτης, ένα βάζο δαπέδου, ένα παλιό ρολόι τοίχου, ένα πικ-απ της δεκαετίας του 50, δίσκοι γραμμοφώνου, ένα παλιό γραμμόφωνο (οικογενειακό κειμήλιο) και, κοντά στους δίσκους του γραμμοφώνου, ένα νευρόσπαστο. Φωτογραφίες και διαφημιστικές αφίσες από τις μέρες της καλλιτεχνικής του ακμής στο χορό, σκεπάζουν τους τοίχους (δηλ. τους τοίχους της πλατείας του θεάτρου). Οικογενειακά αντικείμενα αξίας, όπως το κινέζικο σερβίτσιο του τσαγιού, πλάι-πλάι με αντικείμενα ευτελούς αξίας. Τα περισσότερα στολίζουν άκομψα το χώρο ή βρίσκονται, απλώς, ριγμένα στο πάτωμα. Ο ίδιος, καλοβαλμένος και γοητευτικός, φορά ακριβά ρούχα της εποχής. Εισέρχεται στο χώρο από το άλλο δωμάτιο (κουζίνα) και κατευθύνεται στο γραφείο. Ήπια αγέρωχος και ήρεμα στητός. Στο βλέμμα κάτι απόμακρα προσιτό. Κάθεται στο γραφείο και ανάβει το φως (αν είναι δυνατόν, τότε να ανάβουν και τα φώτα στα τραπέζια της πλατείας, αν όχι να υπάρχει στο πρόγραμμα η προτροπή να ανάψουν τα κεριά τους -αν προτιμηθούν τα κεριά απ’ τη λύση των μικρών λαμπατέρ της δεκαετίας του ’20- με την είσοδο του Γιόχαν στο γραφείο ή ακόμη να του δίνουν αυτοί φως στο γραφείο, ανάβοντας πρώτοι τα κεριά τους). Διορθώνει μουσικά γραπτά των μαθητών του στο σαξόφωνο.
Βράδυ.
Περασμένα μεσάνυχτα.)

(Σιγοτραγουδά στίχους από το τραγούδι του, διορθώνοντας παράλληλα τις παρτιτούρες των μαθητών του)
Auf dem Weg Sehnsucht zu treffen
Keine Fahrkarte
nimmermehr
(Η τελευταία φράση επαναλαμβάνεται αρκετές φορές)
Στοιχηματίζω πως ο κόσμος δεν θα πάθει απολύτως τίποτα, αν αντί για φα ακουστεί φα δίεση.
Από μένα πάντως, άριστα μικρέ.
Τώρα, τι θα πει η μουσική…
Σκο-τι-στή-κα-με
(Παίρνει άλλη παρτιτούρα) John, αγόρι μου, ο προσαγωγέας τρελαίνεται να καμακιάζει την τονική. Ε, τώρα, αν γυροφέρνει και καμιά άλλη, δε χάθηκε κι ο κόσμος.
Όπως και να το κάνουμε, η περιπλάνηση έχει αξία…
(Σιγοτραγουδά με ρωμαλέο σαρκασμό) Wanderungen und Umzüge
(Το παλιό ρολόι τοίχου χτυπά μία η ώρα. Σηκώνει αργά και κάπως αδιάφορα το κεφάλι από τις παρτιτούρες) Λοιπόν, δεν πίστευα ποτέ πως ο καρκίνος είναι τόσο ακριβής στην ώρα του. Δεν μένεις μπουκάλα ποτέ. Αληθινός gentleman, Herr Krebs.
(Ετοιμάζοντας την ένεση μορφίνης που έχει πάνω στο γραφείο) Hans, ώρα για τη γυμναστική σου, αγόρι μου.
Πάνω απ’ όλα ο χορός.
Και βαθύυυ (μπήγοντας την ένεση μορφίνης) πλιέ.
Ωραιότατα !
Και τώρα, επίδοξοι Μότσαρτ και Ντιούκ ΄Ελλινγκτον, ο κύριος καθηγητής κου-ρά-στη-κε.
(Κάπως βαρύθυμα, ωστόσο ρωμαλέα) Ανάγκη να αποσυρθεί.
(Σηκώνεται από το γραφείο και βηματίζει λίγο στο χώρο)
Οι διορθώσεις… (παίρνοντας στα χέρια τις παρτιτούρες και κοιτώντας τες με την άκρη του ματιού)
Τι αμηχανία ! 
Κάποτε.  
Άσε που δεν βγάζουν πουθενά
    …τους καλλιτέχνες.
(Αφήνει τις παρτιτούρες πάνω στην πολυθρόνα)
Τον ασυμμάζευτο έχουμε ’δω μέσα.
(Παύση)
Και πότε ήταν διαφορετικά ;
(Ελάχιστη παύση)
Το σαξόφωνο ας πιάσει μια γωνιά.
Φρουρός στην άλλη, τούτη η βαλίτσα.
Απαραίτητο εφόδιο μιας διασημότητας.
Η βιβλιοθήκη έγινε, νομίζω, για τα βιβλία.
Εδώ λοιπόν εσείς.
Και τα συρτάρια για τα χαρτιά.
(Τακτοποιεί τα χαρτιά στα συρτάρια του γραφείου. Κάνει μια κίνηση να πάρει τις παρτιτούρες από την πολυθρόνα, αλλά μετανιώνει και τις αφήνει) Οι παρτιτούρες εξαιρούνται για την αυριανή ένδοξη μέρα των αποτελεσμάτων !
(Σαρκαστικά) Τρία χρόνια τώρα, η αυριανή μέρα είναι η μέρα που τα μάτια όλων είναι στραμμένα στον καθηγητή Γιόχαν Φούχς.

(Στέκεται σιωπηλός και σοβαρός, κοιτάζοντας επίμονα ένα συρτάρι του γραφείου. Απότομα και με σταθερά αλλά γρήγορα βήματα, κατευθύνεται στο διπλανό δωμάτιο. Παίρνει ένα κλειδί και ανοίγει το συρτάρι)
Δέκα χρόνια στη Βιρτζίνια, το συρτάρι αυτό δεν άνοιξε ποτέ. 
(Σαρκαστικά στα όρια του τραγικού) Για χάρη της αυριανής επίσημης μέρας του κυρίου καθηγητή είναι καιρός να δείξει πως υπάρχει ! Χα, χα. Οι όρκοι πατιούνται στις επίσημες μέρες.
Όπως οι εραστές.
(Βγάζει ένα χοντρό λεύκωμα φωτογραφιών και αποκομμάτων από εφημερίδες. Το αφήνει να πέσει βαριά στο γραφείο) Η ζωή μου στριμωγμένη σε μαυρόασπρα τετράγωνα.
(Παίρνει το λεύκωμα και κάθεται αρχοντικά στην πολυθρόνα αφήνοντας να πέσουν δίπλα του στο πάτωμα οι παρτιτούρες) Ο διάσημος χορευτής δεν αναρωτήθηκε ποτέ πώς ανοίγει κανείς ένα φωτογραφικό λεύκωμα. Ποιό χρονικό σημείο επιλέγει. Μήπως στην τύχη ; Ο σεβαστός καθηγητής τολμά. Θα τ’ αφήσει όλα ανοιχτά.
(Ανοίγει το λεύκωμα στη δεύτερη σελίδα)
Η παράσταση κυρίες και κύριοι ξεκινά !
Meine Geburt. Χα. 1903. Η γέννησή μου. Μα κοιτάξτε τους, κοιτάξτε τους δεν είναι αληθινά χαριτωμένοι ; Ο μπαμπάς Rudolf αγγίζει τρυφερά το χέρι της μαμάς Blümchen και γεμάτος ικανοποίηση καμαρώνει τον καρπό του έρωτά τους.
(Σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα και αποπειράται να κάνει ένα χορευτικό άλμα, όμως αποτυγχάνει οικτρά και ξαναπέφτει βαρύς σ’ αυτήν. Ταυτόχρονα ακούγεται η φράση «Είμαι παιδί, μαμά. Μόνο παιδί. Που παίζει. Μόνο.» Δυό-τρεις νότες, και οι φράσεις «Ο γιος του Rudolf χορευτής !», «Θα φτιάξω δικό μου σχήμα») Ο μεγάλος χορευτής Γιόχαν είναι πια γεγονός !
Η μαμά Blümchen ερωτευμένη. Μα, αλήθεια, το πίστευε ; Κοίτα δω ανεμελιά ! Όλος ο κόσμος δικός της. Ήθελε πάντα να διαφέρει κάνοντας ό,τι κάνουν κι οι άλλοι. Μαλλί στην τρίχα, φορεματάκι της εποχής… Αποφασισμένη να ευτυχίσει. Κάπως αυτόματα.
(Παύση. Ακούγεται το χαρούμενο, από καρδιάς, γέλιο της μητέρας του και ενδιάμεσα από το γέλιο, οι φράσεις «Σήκω καημένη Λίζα, σκούριασες μέσα», «Ελάτε, φύγαμε. Τα πανηγύρια μάς περιμένουν».)
Για να ’μαι δίκαιος της άξιζε. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος. Μου φαίνεται πως η ευτυχία της χτύπησε την πόρτα. Μόνο που φορούσε παρδαλά φορέματα κι εκείνη δεν την καλογνώρισε. 
(Παύση)
Πριν την «ευλογημένη» τεκνοποίηση προηγείται, θαρρώ, το καμάκι. Παγκοσμίως. Ολόκληρη ιστορία. Τις περισσότερες φορές ολόκληρη μοίρα.
Σελίδα 2. Παραπονείται η 1.
Πάντα. 
(Αφήνει δίπλα του το λεύκωμα και βάζει ένα ουίσκι. Έπειτα το ανασηκώνει και ξανακάθεται)
(Κάπως σαρκαστικά) Μα πώς γίνεται πάντοτε, να βρίσκομαι λίγο πρίν ή λίγο μετά τα πράγματα. Ο εαυτός μου δεν με υπακούει φαίνεται. Δεν τον αδικώ. Δύσκολα αλλάζει κανείς συνήθειες στα γεράματα. Εγώ συνήθισα να παρασύρομαι. Γενικώς.
(Γυρίζει μπροστά στη σελίδα 1 και περιεργάζεται τις φωτογραφίες) Ψηλός και ομορφοκαμωμένος ο μπαμπάς Rudolf. Μια ζεστή, βόρεια ομορφιά.΄Ισια πόδια. Η χωρίστρα στο πλάι. Και τι χοντρά δάκτυλα ! Τι τεράστια παλάμη ! Φαίνεται, η ευσυγκίνητη καρδούλα της Mütterchen θαμπώθηκε απ’ τα ίσια πόδια και δεν πήρε χαμπάρι την τεράστια παλάμη.
Εκείνη λεπτή. Ύψος μέτριο. Πρόσωπο σχεδόν στρογγυλό. Ευγενικές καμπύλες στα ζυγωματικά. Βλέμμα παιχνιδιάρικο. Πηγούνι θεληματικό, έκρυβε μια ηδυπάθεια, ίσως νωχέλεια, ίσως μια επιπόλαιη παιδικότητα. Αυτός φαίνεται θα κόλλησε στο βλέμμα και δεν πήρε χαμπάρι το πηγούνι.
(Παιχνιδιάρικα) Πάντως, εδώ που τα λέμε, έχει κι η ευπιστία τη χάρη της. Έστω και τυφλή.
(Παύση)
Κοίτα φωτογραφίες ! Όλο τσάρκες και περικοκλάδες τα γονίδια. Και μπόλικα σορόπια.
(Αφήνει και πάλι το λεύκωμα, πηγαίνει στο γραφείο και παίρνει απ’ το συρτάρι ένα πακέτο τσιγάρα. Το ρολόι του τοίχου χτυπά μία και μισή)
Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο. Άσε που οι καπνοί του μπορεί να ζαλίσουν τον τακτικό μου επισκέπτη, έτσι Herr Krebs ; Και να με απαλλάξει…
(Προς τους θεατές, ανάβοντας τσιγάρο) Λοιπόν, δώσε πανηγύρι και χορό στη Blümchen και πάρτης την ψυχή. Κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω. Α, όλα κι όλα. 
Αρκεί να μη χορεύει ο γιος του…
(Βάζει ένα δίσκο στο γραμμόφωνο με μουσική της εποχής. H μουσική ακούγεται χαμηλόφωνα και η έντασή της δυναμώνει μόνο όταν ο Γιόχαν αποπειράται παρακάτω να χορέψει)
Τι παράξενο ! Γνωρίστηκαν σ’ ένα …χορό ! Σ’ ένα χορό.
Βερολίνο 1901. Χορός στην Wissmannstrasse, στο σπίτι των Ackermann, φίλων του Rudolf. Η Blümchen δίδασκε γαλλικά στη μικρή Grete.

(Κατεβαίνει στην πλατεία σιγά-σιγά και σηκώνει μια κοπέλα από τους θεατές για να χορέψει μαζί της. Η ενδεχόμενη άρνησή της, χρησιμεύει για την αληθοφάνεια της σκηνής της άρνησης, που στην αρχή έδειξε η μάνα του στην πρόσκληση του πατέρα του να χορέψουν. Αν η κοπέλα δεχτεί αμέσως, ο ηθοποιός καθυστερεί επίτηδες, εμποδίζοντάς την με κάποιο τρόπο να σηκωθεί, εξυπηρετώντας έτσι την οικονομία του έργου)
-Fräulein, θα μου κάνετε την τιμή να χορέψουμε ;
-Ξέρετε, νιώθω κάπως κουρασμένη. Ίσως αργότερα. Ευχαριστώ.
-Μα οι βραδιές αυτές γι’ αυτό υπάρχουν : για να κουραζόμαστε.
-Θα ’λεγα πως υπάρχουν για να διασκεδάζουμε.
-Ε, τότε ας κουραστούμε διασκεδάζοντας.
-Ας κουραστούμε λοιπόν.
-Rudolf
-Blümchen

(Ο Γιόχαν αποπειράται να χορέψει με την κοπέλα, αλλά κουράζεται και πάλι γρήγορα, εγκαταλείπει ασθμαίνοντας και ξανακάθεται στην πολυθρόνα του) Χαριτωμένες κοινοτοπίες που συνήθιζε να θυμάται συχνά η μαμά Blümchen. Καθώς φαίνεται, η κοινοτοπία είναι το πρώτο υλικό για την τούρτα του γάμου.
Τελοσπάντων, συνεπείς κι οι δυό τους. Σ’ αυτό κράτησαν το λόγο τους. Α, όλα κι όλα, όπως λέει κι ο μπαμπάς Rudolf. Το ’παν και το ’καναν: κου-ρά-στη-καν. Και μάλιστα άγρια.
Εκεί γύρω στο 1908.
(Μικρή παύση. Στρέφεται, παιγνιωδώς, στους θεατές σαν σκανταλιάρικο παιδί που έκανε αταξία και ανοίγει πάλι το λεύκωμα) Με τρώγαν τα δάχτυλά μου να πηδήξω σελίδες.
Μ’ ένα… άλμα φτάσαμε στην 6.  
Υποκύπτω πάντα στους πειρασμούς. Ιδιαίτερα σ’ εκείνους που υπόσχονται εκπλήξεις. Για να ’μαι ακριβής, πειράζω τους πειρασμούς. 
Όσο για τις πίσω σελίδες, δεν θα τις αφήσω παραπονούμενες. Αρκεί να υποκύψουν στα γούστα μου.    
(Μικρή παύση)
(Με επώδυνο υπονοούμενο) Οι φωτογραφίες στη σελίδα 6 έχουν πάντα ένα πρόσωπο λιγότερο απ’ ότι οι προηγούμενες σελίδες.
(Σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα κάπως κουρασμένα, παίρνει το σαξόφωνο απ’ τη γωνία και παίζει για λίγα δευτερόλεπτα ένα βαρύ και στεγνό μπλουζ από το Μέμφις του Τεννεσσή, όλο καημό και θλίψη. Ξανακάθεται. Ο τόνος της φωνής του γλυκαίνει αισθητά χωρίς να χάνει τη στιβαρότητα, την τόλμη και το σαρκασμό που φανέρωνε ως τώρα. Τα λόγια βγαίνουν με ραγισμένη νοσταλγία και παράπονο. Δίνουν, ακόμη, το αίσθημα του αδικημένου, μαρτυρούν αδυναμία και φόβο.) Το 1908 ήταν η χρονιά που αποφασίστηκε να είμαι Εκτεθειμένος.
Όλες οι υπόλοιπες χρονιές της ζωής μου έπιαναν χεράκι-χεράκι το 1908. Όπως πάνε τα παιδιά εκδρομή. 
Λοιπόν, ο χωρισμός του υπαλλήλου ναυτιλιακής εταιρείας Rudolf και της καθηγήτριας γαλλικών Blümchen ήταν αντάξιος του επιτυχημένου χορευτή που γέννησαν. Ε-πει-σο-δια-κός.
Όμως, σιγά-σιγά. Για να ’χει νοστιμάδα.
(Ανάβει ένα τσιγάρο) Τα παιδιά βγάζουν γλώσσα στη λογική.
Έχουν μάτια.

-Θέλεις λίγη μαρμελάδα;
-Όχι, ευχαριστώ.
-Λίγο τσάι ακόμα;
-Άσε μην μπαίνεις στον κόπο.

Αποτυχία στις πιο καθημερινές τους κινήσεις. Στις πιο φυσικές. Δύο εχθροί στο ίδιο τραπέζι κι εγώ ανάμεσα. Πρεσβευτής. Δεν έβγαζα άχνα. Δεν άφηνα να φαίνεται τίποτα.
(Τραβώντας μια τζούρα) Η σιωπή είναι λύση, χώρα.

………………………………………………………..
………………………………………………………..
………………………………………………………..

(Σηκώνεται και κατευθύνεται πάλι στην πολυθρόνα του. Με πλάτη, πάντα, στους θεατές λέει:) Αλήθεια, από πού ξεκινά μια ιστορία; Ας πούμε η δική μου… Από το 1903, το 1901 ή το 1908 ; 
Κανείς δεν θα το μάθει ποτέ.
Ωραία.
(Κάθεται βαριά στην πολυθρόνα. Γυρίζει σελίδα στο λεύκωμα. Καθώς αυτός μιλά, ακούγονται οι εξής φράσεις : (αγορίστικη φωνή) «Δέκα. Φτου και βγαίνω», (κοριτσίστικη φωνή) «Εσύ τα φυλάς», «Βγες έξω, βγες έξω σε είδα»)
Βρε, να κι η φωτογραφία πάνω στο κρεβάτι. Στο Kreuzberg.
Η μάνα είχε δώσει μια γρήγορη κλωτσιά σε κάτι κουρέλια που «στόλιζαν» το χώρο κι αυτά τα αφιλότιμα - τι θράσος ! - τρύπωσαν κάτω απ ’το κρεβάτι, για να την κοροϊδεύουν.
Καημενούλα Blümchen, φαίνονται όλα.
Μα και συ ευλογημένη, επιμονή ! Πάνε πια φωτογραφίες στη Brachvogelstrasse ; Τί μπορεί να φωτογραφίσει κανείς μέσα σε σκιές ;
(Χτυπώντας με το χέρι του το κούτελο για το λάθος που έκανε) Ωστόσο, πρέπει να σου πω, γλυκιά μου Blümchen, πως εκτιμώ βαθιά τις μανίες στη ζωή. Ευχαριστώ.
(Ελάχιστη παύση)

………………………………………………………..
………………………………………………………..
………………………………………………………..

(Τα φώτα της πλατείας σβήνουν σιγά-σιγά. (Ο Γιόχαν σβήνει τα φώτα του δωματίου). Κάθεται στην πολυθρόνα του)
Στο Spielerisches Theater όλες μου οι πληγές ντύνονταν πανέμορφα ρούχα.
(Παύση)
(Ιερατικά) Το φως έπεφτε λοξά στη σκηνή.
Το φως ήταν η ευκαιρία μου. Το άλλοθί μου.
Ήθελα κάτι να συμβεί. Αφορμή ο χορός και τσαφ ν’ ανάψει μια φωτιά. Μπορούσα πια να οδηγώ το παιχνίδι. Το θέμα είναι να πειράξεις, πως το λένε βρε αδερφέ, να τσιγκλήσεις. Να προκαλέσεις ηλεκτροπληξία. Ήθελα καμουφλάζ για ένα ξεγυρισμένο μεθύσι. Να ζεις είκοσι τέσσερις ώρες ρε γαμώτο. Η επιτυχία έχει δύναμη κι η δύναμη ελευθερία να κινήσεις το πιόνι σου όπως γουστάρεις.
(Ελάχιστη παύση. Ιερατικά) Το φως έπεφτε λοξά στη σκηνή.
Το φως σε κρύβει εκεί που σε φανερώνει.
(Ενώ ο μονόλογος του Γιόχαν συνεχίζεται απρόσκοπτα, ακούγονται παράλληλα οι φωνές του Rudolf και της Blümchen : « και τι κατάφερε, μωρέ, τί έκανε ; για να μάθω…» «είμαι περήφανη γι΄αυτόν» «εσύ τον κατάντησες έτσι», «Πουτάνα». Ακούγεται ένα χαστούκι κι ένας λυγμός.)
Διασχίζεις τη σκηνή και οι φωνές δεν υπάρχουν. Τα χαστούκια λοξοδρομούν και δε σε πετυχαίνουν. Εκδικείσαι βλέμματα περιφρόνησης. Τα κάρα που σε μετέφεραν από συνοικία σε συνοικία. Χρήματα ξεφτιλισμένα που πληρώθηκες. Μικρά στρογγυλά ματάκια γεμάτα μικρές εξουσίες μικρών, τοσοδούλικων ανθρωπάκων που σου πατούσαν τη ζωή. Κι όλα εκείνα τα κοινά, τα πολύ συνηθισμένα. Αποκτάς δικαίωμα στην ιδιαιτερότητα. Νομιμοποιείς το παράξενο, το απαράδεκτο.
(Ελάχιστη παύση. Ιερατικά) Το φως πέφτει πάντα λοξά. Παντού.
Όπου βρίσκεται ο μεγάλος χορευτής, Λονδίνο, Παρίσι,
Βερολίνο, Πράγα, Μόσχα, Νέα Υόρκη, …Ρίτσμοντ. 
(Κάνοντας μια παιχνιδιάρικη κίνηση, φορτισμένη με μια λεπτή παράνοια πάθους) Σσςς. Το μυστικό : Ήθελα πάντα να εκραγώ. 
Το φως δεν είναι για χόρταση. Τα ψώνια εδώ την πατάνε. Στριμώχνονται στο φως, χα,χα,χα.
Αν δε σε οδηγεί στο σκοτάδι, φασκέλωσ’ τα.


© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου