Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Γιάχια Χάκι, «Το καντήλι της Ουμ Χάσιμ»


 γράφει η Ελένη Καπετανάκη*



Η γνώση της Δύσης και η πίστη της Ανατολής



                           Γιάχια Χάκι, «Το καντήλι της Ουμ Χάσιμ»

-«Έτσι, με την προστασία του Θεού και της Ουμ Χάσιμ, ανατράφηκε ο Ισμαήλ. Τα βήματα της ζωής του δεν τον πήγαν μακρύτερα από τη γειτονιά του και την πλατεία, κι η μεγαλύτερή του βόλτα ήταν ως το νησάκι Μανιάλ του Νείλου, για να περπατήσει δίπλα στο ποτάμι ή να σταθεί πάνω στη γέφυρα. Όταν βράδιαζε, κι  o ήλιος σταματούσε να καίει, οι αυστηρές γραμμές κι οι αντανακλάσεις γίνονταν καμπύλες και οφθαλμαπάτες. Η πλατεία, αδειάζοντας από επισκέπτες και ξένους, ξαναγύριζε στην ηρεμία της. Αν αφουγκραζόσουν με τη συνείδησή σου καθαρή, θ’ άκουγες έναν βαθειά κρυμμένο αναστεναγμό να ταξιδεύει πάνω από την πλατεία. Μπορεί και να ‘ταν ο Σίντι ελ Ιτρίς, ο φύλακας του τεμένους της «κυράς» μας ελ Σαγιέντα Ζέναμπ-μήπως δεν είναι το όνομά του ανάμεσα στα ονόματα αυτών που την υπηρετούν;-  που καθόταν στη θέση του και, στο τέλος της δουλειάς μιας μέρας, τίναζε τη σκόνη από τα χέρια και τα ρούχα του, ανασαίνοντας με ανακούφιση. Αν κατά τύχη ακούσεις εκείνη την ανάσα, τότε κοίταξε το θόλο: πέρλες από φως τον περικυκλώνουν, αδυνατίζουν και δυναμώνουν σαν τη φλόγα του λυχναριού που τρεμοπαίζει στον αγέρα. Είναι το καντήλι της Ουμ Χάσιμ που κρέμεται πάνω από το κενοτάφιο. Ποτέ οι τοίχοι δεν κάλυψαν το φως του!»
ΥΠΟΘΕΣΗ
Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού Αιγύπτιου που, αποτυγχάνοντας στις εξετάσεις στην πατρίδα του, φεύγει για να σπουδάσει ιατρική στην Αγγλία. Με μεγάλεις στερήσεις της οικογένειάς του ολοκληρώνει τις σπουδές του και αποκτά την ειδικότητα του οφθαλμιάτρου. Στην Ευρώπη ο Ισμαήλ γνωρίζει διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετική νοοτροπία και κοσμοθεωρία που του δείχνουν έναν άλλο δρόμο. Παρόλο που του έχουν προσφέρει θέση στην Αγγλία, επιστρέφει στην Αίγυπτο για να εφαρμόσει τις γνώσεις του στην πατρίδα του. Φτάνοντας όμως στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, αντικρύζει μια διαφορετική πραγματικότητα που είχε ξεχάσει όσο ζούσε στο εξωτερικό. Μια πραγματικότητα που τον πονάει, αφού τώρα έχει δει, στην Ευρώπη, πως θα έπρεπε να ζουν οι άνθρωποι.
Η οικογένεια δέχεται με χαρά τον γιό πίσω, στην πορεία όμως ορθώνεται μπροστά τους ένας άλλος Ισμαήλ, ο γιός που δεν γνωρίζουν πια, γιατί είναι ένας άλλος άνθρωπος, ένας «άπιστος», και η συμμετοχή του στην παιδεία και την κουλτούρα μιας άλλης χώρας εκφράζονται για αυτούς ακριβώς με αυτή τη λέξη.  Ο Ισμαήλ ωστόσο επιμένει. Και προσπαθεί να εφαρμόσει τις γνώσεις του στη Φάτιμα, την κοπέλα που έχει υποσχεθεί να παντρευτεί και η οποία υποφέρει από τράχωμα, μια ασθένεια των ματιών που οδηγεί στην τύφλωση. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του την οικογένεια και κυρίως τη μητέρα του που προσπαθεί να γιατρέψει την κοπέλα με το λάδι από το καντήλι που βρίσκεται στο κοντινό τους τζαμί, το τζαμί της ελ Σαγιέντα Ζέναμπ ή τζαμί της Ουμ Χάσιμ. Μετά από επώδυνες αντιπαραθέσεις και τη θλίψη όλων για όσα συμβαίνουν, ο Ισμαήλ γαληνεύει αποδεχόμενος ότι στη δική του πατρίδα η γνώση πρέπει να συμπλέει με την πίστη και την παράδοση. Έτσι, ήρεμος πια, κάνει οικογένεια με την Φάτιμα που έχει τελικά γιατρευτεί και γίνεται γνωστός, ασκώντας το ιατρικό του λειτούργημα και βοηθώντας τους φτωχούς ασθενείς του.

-«Η πλατεία σιγά σιγά ξαναγεμίζει. Φαντάσματα εξαντλημένα, με πρόσωπα χλωμά και μάτια θολά, που το καθένα τους φορούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του, ή αν θες … ό,τι έπεφτε στα χέρια του...
Ουρές ανθρώπων που, καθισμένοι κατάχαμα, στηρίζουν τις πλάτες τους στον τοίχο του τζαμιού… Μερικοί έχουν το πεζοδρόμιο μαξιλάρι: κοιμούνται ακουμπώντας το μάγουλό τους πάνω του. Ένα συνονθύλευμα από άνδρες, γυναίκες και παιδιά που δεν ήξερες από πού είχαν έρθει και πώς θα έφευγαν από ’κει. Καρποί που έπεσαν από το δέντρο της ζωής και κατέληξαν να σαπίζουν από κάτω. Είναι οι μαθητευόμενοι ζητιάνοι.»
Για να καταλάβουμε καλύτερα το έργο του Γ.Χ, ας δούμε μερικούς σταθμούς στη ζωή του.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

1)Γεννήθηκε το 1905 σε μια μεσοαστική οικογένεια του Καΐρου.  Ήταν το τρίτο από τα έξι αγόρια της οικογένειας και είχε άλλες δύο αδερφές. Οι γονείς του ήταν τουρκικής καταγωγής και οι πρόγονοί τους είχαν μεταναστεύσει από την Τουρκία στην Ελλάδα και μετά στην Αίγυπτο. Έτσι, ο μικρός Γιάχια με την οικογένειά του βρέθηκε να κατοικεί στη γειτονιά ελ Σαγιέντα Ζέναμπ, όπου είχε χτιστεί και το ομώνυμο τζαμί της Σαγιέντα Ζέναμπ της εγγονής του Προφήτη Μωάμεθ. Σε αυτή λοιπόν τη γειτονιά, πέρασε ο Γιάχια Χάκι τα παιδικά του χρόνια και οι δεσμοί του με τη γειτονιά του είναι φανεροί στις ιστορίες του. Η ιστορία του βιβλίου ξετυλίγεται σε εκείνη τη γειτονιά. Ο μικρός Γιάχια είχε την τύχη να μεγαλώσει μέσα σε μια ατμόσφαιρα λογοτεχνική, αφού και οι δυό του γονείς αγαπούσαν τη λογοτεχνία και το διάβασμα, μα και άλλοι συγγενείς του είχαν ασχοληθεί με τη συγγραφή και είχαν εκδόσει βιβλία τους. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο των Βακουφίων, δηλαδή των θρησκευτικών κληροδοτημάτων. Η μητέρα του αγαπούσε να διαβάζει το Κοράνι και την εποχή που οι περισσότερες γυναίκες δεν ήξεραν να διαβάζουν, η αγάπη της για τη θρησκευτική λογοτεχνία ήταν πηγή έμπνευσης για τον μικρό Γιάχια.
2)Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Καΐρου το 1925 και  εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου αρχικά σε τοπικά δικαστήρια και ύστερα στην Αλεξάνδρεια, όπου δούλεψε κοντά σε έναν εβραίο δικηγόρο ο οποίος τον εισήγαγε στη δυτική κουλτούρα, αλλά δεν πλήρωνε. Ακολούθως πέρασε δύο χρόνια στην Άνω Αίγυπτο όπου είχε τη θέση νομικού συμβούλου στην Περιφέρεια. Τα δύο αυτά χρόνια υπήρξαν τα καλύτερα της ζωής του. Αυτό βέβαια καταγράφηκε στις ιστορίες του με έναν έντονο ρεαλισμό, αναδεικνύοντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες της περιφέρειας της Άνω Αιγύπτου καθώς αναφερόταν συχνά  στον τρόπο ζωής και τις παραδόσεις της τοπικής κοινωνίας. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Το χέρι της ειρήνης και της γαλήνης χάιδεψε το μέτωπό μου κι εγώ, ένας Καϊρινός, ένιωσα πως για πρώτη φορά άνοιξαν, τα από καιρό κλειστά, παράθυρα στην ψυχή μου. Αποκόπηκα από τον υπόλοιπο κόσμο και παραδόθηκα στη γη, την καλλιέργεια, τα ζώα και τον Νείλο.» Ο Χάκι εξάλλου θεωρούσε πως η αμετάβλητη, στους αιώνες Αίγυπτος είναι αυτή ακριβώς η Άνω Αίγυπτος των φελάχων που ο τρόπος ζωής τους δεν έχει αλλάξει από την εποχή των Φαραώ.
3)Το 1929 μπήκε στο διπλωματικό σώμα και πέρασε σχεδόν είκοσι χρόνια μακριά από την πατρίδα του. Στο διάστημα αυτό, αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Υπηρέτησε στην Τζέντα, την Κωνσταντινούπολη.Το 1934 τον έστειλαν στη φασιστική τότε Ιταλία. Κι ήταν αυτή, η πρώτη του συνάντηση με τη Δύση σ’εκείνες τις ιδιαίτερες εποχές. Ίσως γι’ αυτό και δεν τον εντυπωσίασε η Δύση, μολονότι με πάθος υποστήριζε τα καλλιτεχνικά της επιτεύγματα, όπως την κλασική μουσική που υπεραγαπούσε.
4)Το 1944 βγήκε η νουβέλα του «Το Καντήλι της Ουμ Χάσιμ». Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε μια Αιγύπτια, κόρη δικηγόρου από το Φαγιούμ. Ο γάμος ωστόσο τελείωσε νωρίς καθώς η γυναίκα του, Καρίμα, πέθανε στη γέννα αφήνοντας πίσω την κόρη τους Νόχα. Στο Παρίσι, που αποτελούσε την επιτομή της Δύσης για εκείνον, γνώρισε και τη δεύτερη γυναίκα του που ήταν Αγγλίδα ζωγράφος και το 1955 ξαναπαντρεύτηκε. Έπρεπε όμως να παραιτηθεί από το διπλωματικό του πόστο, αφού κανένας Αιγύπτιος διπλωμάτης δεν επιτρεπόταν να παντρεύεται αλλοδαπή.
5)Ο Γιάχια Χάκι ήταν ένας από τους τελευταίους ουνταμπά, δηλαδή ένας άνθρωπος των γραμμάτων, καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, μορφωμένος και καλότροπος. Μια ματιά στην πορεία του, που γεφυρώνει πάνω από μισό αιώνα, αναδεικνύει το εύρος των ενδιαφερόντων του: σαν κριτικός ανέλυε τα έργα αιγυπτίων αλλά και δυτικών συγγραφέων. Ως εραστής της μουσικής, αγαπούσε τον Σάγιεντ Νταρουίς αλλά και τη δυτική κλασική μουσική, τον Μπαχ και τον Στραβίνσκι. Ως διηγηματογράφος περιέγραψε τη ζωή των φελάχων αλλά και των αξιωματούχων που ζούσαν και έρχονταν σε επαφή με τους ντόπιους- όπως και ο ίδιος- έγραψε για τους ιμάμηδες, τους ζητιάνους, τους δυστυχισμένους. Μίλησε για τον εικοστό αιώνα: τους πολέμους του, τα πολιτιστικά κινήματα, τις εφευρέσεις, τις πολιτικές αναζητήσεις. Μίλησε για τον δυτικό πολιτισμό κι αυτό που του έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν το γεγονός ότι ο δυτικός στηριζόταν στον εαυτό του και όχι σε εξωτερικά στηρίγματα. Εαν, για παράδειγμα, ο δυτικός ήθελε να μάθει κάτι, τότε δεν ρωτούσε τους άλλους αλλά, μόνος του, συνέλεγε τις αναγκαίες πληροφορίες από την πηγή. Η γνώση στη Δύση είναι συστηματοποιημένη, εύκολα μπορεί κανείς να τη συλλέξει και να τη διανείμει  οργανωμένα και αρμονικά, έτσι ώστε οι πολίτες να γίνονται ανεξάρτητοι, να εξαρτιώνται ωστόσο από το όλο σύστημα. Αυτό, για τον Χάκι, αποτελούσε ένα ζωτικό παράγοντα που μπορούσε να συμβάλλει στην ανωτερότητα της δύσης έναντι της ανατολής. Ωστόσο, επισημαίνει πως η Δύση μπορεί να υπερτερεί της Ανατολής στο υλικό κομμάτι, μα χωρίς τη φύση ο άνθρωπος είναι αποκομμένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Χάκι απαιτούσε να έχουν οι Αιγύπτιοι και όλοι οι Άραβες την εκτίμηση των δυτικών και, μέσα στην αγωνία του, να αποδείξει τη σημασία των Αράβων για τη Δύση τονίζει πως οι Άραβες παρείχαν τεράστια βοήθεια στην εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού: μετέφρασαν από τη συριακή στην αραβική γλώσσα τα ελληνικά και λατινικά κείμενα που, με τη σειρά τους, μεταφράστηκαν σε άλλες ευρωπαικές γλώσσες. «Από τη Ρώμη», είπε,  «πήραν τη νομοθεσία τους, την τάση τους για δημιουργία αποικιών και την κατασκευή δρόμων. Από την Αθήνα, πήραν τη φιλοσοφία, το θέατρο, τη γλυπτική και την αισθητική. Και το πιο περίεργο είναι πως αν δεν ήταν οι Άραβες, η κληρονομιά των Αθηναίων δεν θα είχε τελείως ενσωματωθεί στο δυτικό πολιτισμό. Δεν ισχυρίζομαι πως χωρίς τους Άραβες ο πολιτισμός τους δεν θα γινόταν πραγματικότητα, λέω απλά ότι χωρίς τους Άραβες θα αργούσε πολύ.»
6)Θεωρείται πρωτοπόρος διηγηματογράφος και πατέρας του αραβικού διηγήματος. Ανήκει σε μια μικρή ομάδα ταλαντούχων συγγραφέων που, μισό αιώνα πριν, έθεσε τα θεμέλια για τη λογοτεχνική αναγέννηση της Αιγύπτου, κι αποτελεί έναν από τους διακεκριμένους λογοτέχνες της πρώτης περιόδου που επηρεάστηκαν από την Ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
7)Το Καντήλι της Ουμ Χάσιμ είναι το πρώτο από πολλά άλλα έργα που θα ακολουθήσουν και περιγράφουν τον τρόπο που ένα πρόσωπο προσπαθεί να συγκεράσει δύο διαφορετικές κουλτούρες. Το χάσμα μεταξύ Δύσης και Ανατολής είναι έκδηλο στο βιβλίο. Το δίλημμα του ήρωα εδώ, συμβολίζεται με τον αγώνα που δίνει και με την οικογένειά του ακόμα για να συμφιλιώσει την επιστημονική γνώση της Δύσης με τις προκαταλήψεις της Ανατολής, των κατοίκων της φτωχής γειτονιάς όπου εξασκεί την επιστήμη του. Πράγματι, ο Ισμαήλ επιστρέφει και, σαν τον Οδυσσέα που γυρνάει στην Ιθάκη, συνειδητοποιεί πως τα πράγματα δεν του είναι πια οικεία. Μεγαλωμένος με τις παραδοσιακές μουσουλμανικές αρχές και αξίες, έγινε στη συνέχεια αποδέκτης της δυτικής κουλτούρας στη διάρκεια των σπουδών του. Πίστη και παράδοση από τη μία, επιστήμη και λογική από την άλλη.  Στις μέρες μας, η γνώση κι η επιστήμη της Δύσης εύκολα στέκεται χέρι-χέρι με την φιλοσοφία της Ανατολής, εκείνη την εποχή όμως που εκδόθηκε το Καντήλι της Ουμ Χάσιμ, προκάλεσε μεγάλη αναταραχή.

Για να μας δείξει το ρόλο και τη σημασία της πίστης στις καρδιές των Αιγύπτιων, ο Γιάχια Χάκι γράφει:
-«Άνδρες και γυναίκες τον πλησίαζαν ζητώντας του λίγο λάδι από το καντήλι της Ουμ Χάσιμ για να θεραπεύσουν τα μάτια τους ή τα μάτια των αγαπημένων τους. Όποιος, από την πίστη του ορμώμενος, έχει αγνή πρόθεση, θα γίνει καλά με το ευλογημένο λάδι. Εκείνος όμως που δεν έχει αγνή πρόθεση, δεν θα θεραπευτεί. Και αν κάποιος δεν δει, αυτό δεν θα οφείλεται στο λάδι αλλά στο ότι  η Ουμ Χάσιμ δεν θα τον έχει ευλογήσει με τη χάρη της. Μπορεί να είναι μια τιμωρία για τις πράξεις του, μπορεί και να μην έχει ακόμα εξαγνιστεί από τις αμαρτίες. Θα πρέπει λοιπόν να επιμένει και να υπομένει, επισκεπτόμενος σταθερά το τζαμί. Αν η υπομονή είναι το εφαλτήριο του αγώνα σε τούτον τον κόσμο, είναι επίσης και το μόνο μέσον για να κατακτήσεις το επέκεινα.»
 Αντίθετα, για τον Ισμαήλ γράφει:
-«Πράγματι, ξεφορτώθηκε τη θρησκευτική πίστη βάζοντας στη θέση της μια δυνατότερη και εντονότερη πίστη την επιστήμη. Δεν πίστευε πια στην ομορφιά και την ευδαιμονία του παραδείσου, μα στο μεγαλείο της φύσης και τα μυστικά της 
Ο Ισμαήλ βρίσκεται στο σταυροδρόμι 2 πολιτισμών. Γυρνώντας στην πατρίδα του βλέπει εικόνες που τον εξοργίζουν:
-«Η Αίγυπτος στο μυαλό του, έμοιαζε με νύμφη του δάσους που την άγγιξε μια κακιά μάγισσα με το ραβδί της κι αποκοιμήθηκε. Πάνω της φορούσε τα κοσμήματα και τα στολίδια της γαμήλιας νύχτας. Καταραμένα από το Θεό, το μάτι που δεν είδε την ομορφιά της και η μύτη που δεν μύρισε το άρωμά της! Πότε θα ξυπνούσε; Πότε; Κι όσο δυνάμωνε η αγάπη του για την Αίγυπτο, τόσο μεγάλωνε κι η απέχθεια που ένιωθε για τους Αιγύπτιους. Ωστόσο, ήταν σάρκα από τη σάρκα του και το λάθος δεν ήταν δικό τους. Επρόκειτο για θύματα της άγνοιας, της πείνας, της αρρώστιας και της –από καιρό-μακρόχρονης τυραννίας.»
................
-«Ξυπνήστε! Ξυπνήστε επιτέλους από το λήθαργο, σταθείτε στα πόδια σας κι ανοίξτε τα μάτια σας! Τι είναι τούτος ο ανώφελος πόλεμος; Κι αυτοί οι ανόητοι καυγάδες; Ζείτε μέσα στις προκαταλήψεις, πιστεύετε στα είδωλα, προσκυνάτε τους τάφους και βρίσκετε καταφύγιο στους νεκρούς!»
Το μεγάλωμα του Ισμαήλ στο Κάιρο, η ζωή του και οι σπουδές του στην Ευρώπη, η θρησκευτική αναζήτηση, οι αλλαγές στην αντιμετώπιση των πραγμάτων, οι τελικές αποφάσεις που –μετά την περιπέτεια λογικής και συναισθημάτων- παίρνει στην πατρίδα του. Και βέβαια η ζωή του από κει και πέρα, με την κάθαρση του μυαλού και της καρδιάς.
Αυτή τη σύγκρουση τη συναντάμε στην αραβική λογοτεχνία. Η γνώση της Δύσης και η πίστη της Ανατολής. Η Δύση έχει το βλέμμα στραμμένο στην επιστήμη. Η Ανατολή δίνει μεγάλη βαρύτητα στην πίστη, που της δίνει μια άλλη οπτική γωνία. Και ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, έγκριτος Ισλαμολόγος, γράφει : «Η ισλαμική θρησκεία ρυθμίζει όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ζωής στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, όλες τις περιπτώσεις της οικογενειακής, εμπορικής, πολιτικής και θρησκευτικής συμπεριφοράς.» Συμβαίνει ώστε 2 κουλτούρες να παρατάσσονται η μία απέναντι στην άλλη και να συγκρούονται μεταξύ τους: Η παράδοση της Ανατολής που, χάρη στη θρησκεία, διατηρείται ζωντανή, και ο εκσυγχρονισμός της Δύσης. Οι Μουσουλμάνοι επιλέγουν να ζουν σύμφωνα με τη θρησκεία και τις παραδόσεις τους. Ίσως είναι ξεπερασμένο για τους Ευρωπαίους και άλλους Δυτικούς, μα κάποιοι μπορεί να  προτιμούν ένα θρησκευτικό τρόπο ζωής ενώ άλλοι το κοσμικό ιδεώδες. Οι περισσότεροι Αιγύπτιοι συγγραφείς, αν και σαφώς επηρεασμένοι από τη δυτική κουλτούρα, είναι αντίθετοι με την επίδραση των δυτικών στον αιγυπτιακό τρόπο ζωής, προσπαθώντας να προβάλουν τις παραδόσεις του τόπου τους. Ένας από αυτούς και ο Γιάχια Χάκι, δίνει έμφαση στον τρόπο ζωής που πρέπει να διατηρήσει ο νεαρός σπουδαστής στα ξένα, βάζοντας τον πατέρα του να του λέει:
-« Η συμβουλή που έχω να σου δώσω είναι να ζήσεις στα ξένα, όπως ακριβώς θα ζούσες κι εδώ. Να τηρείς το θρήσκευμα και τα καθήκοντά σου. Αν κάποια φορά ολιγωρήσεις, τότε δεν ξέρεις πού μπορεί να σε οδηγήσει αυτή σου η παράλειψη. Εμείς γιέ μου, θέλουμε να επιστρέψεις κοντά μας επιτυχημένος, ώστε να δικαιώσεις το  πρόσωπο της οικογένειάς σου στα μάτια του κόσμου...»
           
Θα ήθελα να κλείσω διαβάζοντάς σας τι υποστήριξε ο Χάκι σε μια συνέντευξή του για τη θρησκεία. Είπε λοιπόν πως δεν θα έπρεπε να υπάρχουν εδώ κανόνες θεσπισμένοι οι ίδιοι για όλους. Όπως κάθε άνθρωπος διαφέρει από τον γείτονά του, έτσι μπορεί και πρέπει να διαφέρει ο τρόπος που πιστεύει και προσεγγίζει την αλήθεια.
«Για να διεισδύσεις στο βασίλειο της ευτυχίας», λέει, «πρέπει να διασχίσεις κάποια από τις τρεις αυτές πύλες: την πύλη της πίστης, την πύλη της τέχνης και την πύλη της αγάπης. Η αγάπη είναι η πιο γήινη, φτιαγμένη από πηλό. Η πίστη είναι η πιο φιλόδοξη, γιατί ο στόχος εδώ είναι ο Θεός και όχι ο άνθρωπος. Κι έτσι, μένει η τέχνη, ο πόλος που συνδέει τα δύο παραπάνω.»
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.


*Η Ελένη Καπετανάκη είναι μεταφράστρια αραβική γλώσσας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου