Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ" [ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ]



 Ό,τι ακολουθεί αποτελεί συνέχεια της δημοσίευσης στο CANTUS FIRMUS του Πρώτου Μέρους αυτού του ΜΙΚΡΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, [ Βλ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ :  http://cantfus.blogspot.gr/2016/09/blog-post_18.html?spref=fb ]. Θα ακολουθήσει ένα τρίτο και τελευταίο μέρος την επόμενη Κυριακή.

Παρατήρηση :  Άσχετα με το σφαλερό ή όχι των εδώ εκτιθέμενων θεωριών, αποδείξεων και υποθέσεων, είναι προφανές, νομίζω, πως με βάση και μόνο τα όσα εκτίθενται στα κείμενά μου  αυτά μπορεί, ευκολότατα, κανείς να διαπιστώσει πως πέραν κάθε μιμητισμού και ανακύκλωσης ή της συνήθους και απελπιστικά «αυτονόητης»… μετακένωσης δυτικοευρωπαϊκών θεωρητικών συμβολών στο πραγματευόμενο θέμα, έχουμε ενώπιόν μας μια θεωρητική ελληνική σκέψη που αντλεί από τον εαυτό της προσπαθώντας να μιλήσει τον Κόσμο και συμβάλλει πρωτοτύπως και καινοφανώς στον διεθνή προβληματισμό. Αν όχι, τότε παρακαλώ ας μου υποδείξουν οι αναγνώστες, βιβλιογραφικά, πού αλλού έχουν συναντήσει τις εδώ εκτιθέμενες θεωρίες/απόψεις. Αν, ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να συμβεί, τότε, νομίζω, έχουμε ενώπιόν μας ένα ήδη διανοιγμένο και οδευόμενο πεδίο προβληματικής, το οποίο ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ είναι εκμεταλλεύσιμο και, ως εκ τούτου, καλό θα ήταν να υπάρξουν συμβολές επ’ αυτού, ώστε η χώρα να εκθέσει διεθνώς μια φιλόδοξη και προκλητική δημιουργία της…     
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Αναθηματικά στον ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ για την παρακαταθήκη του στοχάζεσθαι εν τω ποιείν…


5.

§ Αγρευτικά Κείμενα
  
       Ο απανταχού κειμενικός Λοξίας κυριολεκτεί και ευστοχεί. Με την προϋπόθεση να είναι Λοξίας και όχι ψευδές αντίγραφό του και, φυσικά, να έχει κάτι να πει. Θυμάμαι την πολλή εύστοχη αγανάκτηση του Breton, την οποία αναφέρει στο «Εν λευκώ» ο Ελύτης. Ο ανθολόγος του σχολίασε επεξηγηματικά τα ποιήματα : «επαύριον χρυσαλλίδας με ένδυμα χορού, ίσον «πεταλούδα»΄ μαστός κρυστάλλινος, ίσον «καράφα». «Όχι, κύριε», φώναζε΄ «δεν είναι ίσον τίποτε ! Κείνο πού ’χε να μας πει ο ποιητής μας το είπε, να είσαστε βέβαιος». 

Τα λοξογενή Κείμενα  κυριολεκτούν και ευστοχούν, ακριβώς διότι η επιφάνειά τους συμπίπτει με το βάθος τους. Η αλληγορία τους είναι αυτή τούτη η φαινομενολογία τους, το κειμενικά προφανές και συγγραφέν τους. Έχει κανείς καμιά αμφιβολία πως η waste land είναι waste land ή τολμά κανείς να την τιτλοφορήσει αλλιώς για να ακριβολογήσει δήθεν περισσότερο, για να πει σαφέστερα και καταληπτότερα τα πράγματα ; Συμβαίνει με τα Κείμενα αυτά ό,τι συνέβη και με το δελφικό χρησμό, ακριβώς το ίδιο, δίχως την ελάχιστη παρέκκλιση : «θα σας σώσουν τα ξύλινα τείχη». ΞΥΛΟ και η ακρόπολη, ΞΥΛΟ και το καράβι. Το Κείμενο του χρησμού αφήνει ελεύθερο όλο το πεδίο ερμηνειών και πρόσληψης που ο Αναγνώστης κατέχει δικαιωματικά, αφήνει να υπάρξει ελεύθερο και υπεύθυνο (αναγνωστικό) ΤΑΞΙΔΙ με κάθε δυνατή διακινδύνευση και (ερμηνευτικό) παραστράτημα, διατηρεί κάθε δυνατή αμφισημία που αντιστοιχεί, άλλωστε, και στο αμφίσημο της εξωτερικής  Πραγματικότητας, αυτονομεί το Κείμενο από την πρόθεση του Λοξία συγγραφέα του που, φυσικά, είναι ρητή, σαφής και δεδομένη γι αυτόν και τελικά κυριολεκτεί ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ με τρόπο τόσο ευθύβολο και προφανή, πού κάθε άλλο λογικοκρατούμενο, σαφές, αντικειμενοποιητικό Κείμενο ωχριά μπρος του : ΞΥΛΑ, όπερ και εγένετο και εσώθησαν. Εικάζω πως ο λόγος αντίστασης και δυσφορίας των αναγνωστών στη συνάντησή τους με λοξογενή ή Αγρευτικά Κείμενα είναι προφανής : οι περισσότεροι αναγνώστες αντιπαθούν την ανάληψη του εαυτού τους, δηλαδή την ανάληψη της ευθύνης και της ελευθερίας τους, και συνακόλουθα το πιθανότατο ενδεχόμενο της (αναγνωστικής) διακινδύνευσης και της αναγνωστικής οδύσσειας και γι αυτό μέμφονται και αντιπαθούν αυτά τα Κείμενα, που συνήθως τα ονομάζουν δύσκολα, ακατανόητα, ανεδαφικά, σχιζοφρενή, αφερέγγυα. Ωστόσο, δυστυχώς ή ευτυχώς, η Γραφή και η Ανάγνωση δεν υπάρχουν για να βολεύουν. Ακριβώς το αντίθετο : λειτουργία τους θεμελιώδης είναι το ξεβόλεμα και το επί σχεδίης ζην. Η σωτηριώδης λειτουργία τους είναι το θαλασσοπνίξιμο. Βεβυθισμένως  ηλεκτροδοτούν, σώζουν, αποκαλύπτουν.

        Είναι αυτονόητο ότι δεν είναι όλοι οι αυτόκλητα εμφανιζόμενοι «Λοξίες»… Λοξίας. Υπάρχουν προϋποθέσεις πιστοποίησης για το αν είναι κάποιος Λοξίας η ψευδώνυμό του. Κυριότατα, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται δια της ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ την ύπαρξη αληθινού και γνήσιου κειμενικού Λοξία. Δεν επεκτείνομαι, προς το παρόν, επ’ αυτού. Συνεχίζω.
Όπως και παραπάνω αναφέραμε, το συμβατικά αποκαλούμενο κρυπτικό ή γριφώδες ή αμφίσημο Κείμενο συστοιχείται αμεσότερα και ευθέως, σχεδόν αντιγραφικά, μιμητικά, με την εξωτερική Πραγματικότητα, με ό,τι αποκαλούμε εξωτερικό Κόσμο. Κι αυτό αποτελεί πραγματική έκπληξη. Το αμφίσημο Κείμενο, χωρίς να χάνει ούτε κατ’ ελάχιστο την προθετικότητά του, το αυτοδύναμο νόημά του, το κλειστό του σύστημα για να εκφραστούμε στρουκτουραλιστικά, αποδεικνύεται μιμητικό και αντιγραφικό της πραγματικότητας Κείμενο, δηλαδή αξιώνει περγαμηνές ρεαλισμού ως τέτοιο, σε αντίθεση με το προφανές καταληπτό, αντικειμενοποιημένο Κείμενο, που σε έσχατη ανάλυση ακυρώνει συγγραφικές, κειμενικές και αναγνωστικές λειτουργίες και παρεκκλίνει επικίνδυνα από το Υπάρχον. Ό,τι χαρακτηρίσαμε ως ενδογενή στοιχεία, ως οντολογικά χαρακτηριστικά, της λογοτεχνικής μας θεωρίας, ή καλύτερα της θεωρίας μας περί Γραφής και Ανάγνωσης, όπως α) η πληθυντικότητα του Κόσμου εν τω γράφειν και αναγινώσκειν, β) η πολυσημία του Κόσμου, γ) η πολλαπλότητα και αλητεία του νοήματος, δ) η άμεση ενεργοποίηση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου του Κενού, ε) η σε ταυτοχρονία πολυειδής κενοποίηση του Κειμένου και η οντικότητά του, το μορφολογικό και νοηματικό του ανώλεθρο δηλαδή, αλλά και στ) ό,τι αγγέλλουν οι λογοτεχνικές θεωρίες που σχηματικά θίξαμε, βρίσκουν τον καλύτερο αντιπρόσωπό τους σε ό,τι αποκαλούμε Αγρευτικό Κείμενο ή απλά ΠΟΙΗΤΙΚΟ Κείμενο. Σε τέτοιου είδους Κείμενα τα ΠΑΝΤΑ είναι ενεργοποιημένα, δυναμικά, και κινούμενα. 


Επίσης, τα πάντα αναφαίνονται με αμεσότητα και λειτουργούν. Τι εννοώ ; Υπάρχει  (πρόχειρη και, κατά αυτό τούτο το φαίνεσθαι, προσληπτή) η δηλωμένη πρόθεση του συγγραφέα, που περιγράφεται από το κλειστό σύστημα του Κειμένου, η οποία όμως λειτουργεί προωθητικά της διαφοροποίησης του ίδιου του Κειμένου από το συγγραφέα του και της ανεξαρτητοποίησής του, ακριβώς λόγω της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας που εκλύουν τα συνταγμένα στοιχειώδη γλωσσικά σωμάτια που αποτελούν το Κείμενο. Υπάρχει, με βάση τη δυναμική στων στοιχειωδών γλωσσικών σημείων, συνακόλουθη πρόσληψη και ιδιονοηματοποίηση του Κειμένου από τον αναγνώστη. Το Κείμενο αποβαίνει σε Κείμενα, το νόημα σε νοήματα και μάλιστα, πολύ συχνά, αντιθετικού χαρακτήρα. Επίσης, ακυριολεκτεί κυριολεκτώντας και ευρυχωρώντας, βάσει της λοξοδόμησής του, όλες τις δυνατές λειτουργίες, που οντολογικώς διαθέτουν ως γνωρίσματά τους η Γραφή και η Ανάγνωση.
          Πιο πάνω παραθέσαμε κάποια παραδείγματα που αφορούσαν σ’ αυτό που αποκαλέσαμε «αντικειμενοποιημένο/αντικειμενοποιητικό (ή αντικειμενοκρατικό) Κείμενο». Το ίδιο θα κάνουμε και τώρα.
6.     
            Με το αξίωμα, αλλά και την καταφανή εμπειρική πιστοποίηση, του ασύλληπτου της Πραγματικότητας (που εδώ θα την ταυτίσω με την Α-λήθεια, το Ωραίο, το Όντως ον…, το an sich, που θεωρώ ως Έν, αλλά δεν αναπτύσσω εδώ αυτή μου τη θέση), επανερχόμαστε αυτοδικαίως στην έννοια του Κενού, αναφορικά με τα Κείμενα, ως τόπου αφανούς και κενοποιημένης εμφανείας ! Έτσι, προκύπτει λογική η θέση μας, πως εν τέλει τα  Κείμενα είναι Κενά, περιπίπτουν στο Κενό, απολήγουν σ’ αυτό, ψευδολογούν αληθεύοντας ! 

Το ακάτεχο της Πραγματικότητας έχει μιαν από τις αιτίες και ρίζες του στο πολυώνυμο αυτής, στο πολλαχώς λεγόμενο του όντος. Μα αν αυτό έχει έτσι, τότε η ίδια η Πραγματικότητα είναι αυτή που καλεί και νομιμοποιεί την οιαδήποτε αναρχικότητα συζεύξεων και συντάξεων των γλωσσικών στοιχειωδών σωματιδίων, που εμφανίζουν τα Αγρευτικά λεγόμενα Κείμενα. Το πολυώνυμο, επίσης, της Πραγματικότητας είναι και η αιτία δικαιολόγησης της υπάρξεως της λογοτεχνίας, σύνολης της λειτουργίας του Γράφειν και Αναγινώσκειν. Εισέρχεται κανείς στη σκέψη πως αν όντως η Πραγματικότης είναι πολυώνυμος, τότε αυτό υποδηλώνει ότι το αντικειμενικά ορατό και αισθητό είναι κατά φαινόμενον, αν όχι ουσιωδώς, Άχρωμο. Άχρωμο, ακριβώς για να έχει την ικανότητα να δεξιώνει τις απειροπληθείς ονοματοδοσίες. Επιπλέον, αν το πολυώνυμο της Πραγματικότητας συνιστά το όχημα εκείνο που η ίδια χρησιμοποιεί, ώστε να αναδεικνύει την οντολογική της ιδιότητα της πληθυντικότητας, αυτό μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά δια του Γράφειν και Αναγινώσκειν, τα οποία εμφανίζονται ως τα μέσα εκείνα για να πραγματωθεί η λεγομένη Πραγματικότης. Δεν μπορεί διαφορετικά η Πραγματικότητα να αποκτήσει τα ονόματα και τις συζεύξεις εκείνες που την αναδεικνύουν και την οδηγούν σε αυτοπραγμάτωση ή μη μόνον εν τω γράφεσθαι και αναγινώσκειν. Η αναγκαιότητα, συνεπώς, της Τέχνης προκύπτει από την ίδια την οντολογική δομή του Κόσμου, της  Πραγματικότητας, 

που «αποκτά» το Είναι της μόνον στην προοπτική της ανακατασκευής, αναδιάταξης, αναδόμησης της, δηλαδή δια της Γραφής του εαυτού της. Υποψιάζεται, βάσιμα, κανείς ότι η πολυωνυμία της Πραγματικότητας εμφανίζει ένα βαθύτερο οντολογικό χαρακτηριστικό της, ένα χαρακτηριστικό του ίδιου του Κόσμου, κι αυτό είναι η Πλαστικότητα της Πραγματικότητας, η πλαστικότητα του Κόσμου. Αυτό, άλλωστε, πράττουν και επιβεβαιώνουν όλα τα λογοτεχνικά είδη, σύμπας ο χώρος της Τέχνης. Η πλαστικότητα αυτή μοιάζει αυτονόητη στα έργα Τέχνης, όμως υπερβολική δήθεν στην αντικειμενική πραγματικότητα. Μα αν ο Κόσμος δεν αντιστέκεται στην πλαστικότητά του, βάσει δήθεν της αντικειμενικής του μονοσημαντότητας, τότε αυτό αποδεικνύει ότι, όχι μόνον έχει δυνατότητες να πλαστουργηθεί και να εμφανίσει πλαστικότητα, αλλά και διαθέτει αφ εαυτού αυτήν την οντολογική ιδιότητα.

            Ωστόσο, το πολυώνυμο της πραγματικότητας και η πλαστικότητά της είναι και το πεδίο εκείνο που φιλοξενείται άνετα και ευκόλως η αυθαιρεσία. Σε όλα τα επίπεδα. Εννοώ, πως η αυθαιρεσία απαντά και εντέχνως και ατέχνως. Και αν το ονοματίζειν ή το πλάθειν γεννά, πιθανότατα, αυθαιρεσία κι αν επίσης με τον όρο αυτό εννοούμε κάτι αναντίστοιχο και άσχετο με αυτό που είναι η Πραγματικότητα, τότε η αυθαιρεσία είναι μια από τις αιτίες που το Κείμενο αποβαίνει Κενό.
Μία ακόμη αιτία κενοποιήσεως των Κειμένων είναι το Απαγίδευτο της Πραγματικότητας, του Κόσμου. Κειμενικώς, και ακολούθως αναγνωστικώς, επιχειρείται η παγίδευση της κοσμικής πραγματικότητας και ο περιδραγμός των αποκεκρυμμένων της. Τα αγρευτικά Κείμενα εκεί στοχεύουν και σ’ αυτόν τον στόχο εφορμούν με αμεσότητα, λοξοδρόμηση, και δυναμικότητα. Επιχειρούν να παγιδεύσουν το Απαγίδευτο του Κόσμου, ακριβώς «διαστρέφοντας», παρακάμπτοντας,  


αναδιατάσσοντας, την (παραπλανητική) αντικειμενική κοσμική προφάνεια και αισθητή διάταξη του Κόσμου και της Πραγματικότητας. Και αυτό το επιτυγχάνουν εν μέρει με το πλησίασμα δύο κατά φαινόμενο απομακρυσμένων αισθητών οντοτήτων. Τα στοιχειώδη λεκτικά σωμάτια των αγρευτικών Κειμένων, που με τέτοιο τρόπο διάταξης εκλύουν το φορτίο τους, παγιδεύουν το Απαγίδευτο με το να προβάλλουν τις απειροπληθείς κρυμμένες συνδέσεις του με τα όντα. Με τη χειρουργική αυτή διείσδυση των στοιχειωδών λεκτικών σωματιδίων αποκαλύπτεται συνάμα και το απεριόριστο του Κόσμου. Αν, δηλαδή, τα όντα και πίσω απ’ αυτά το Απαγίδευτο, μπορούν να φιλοξενήσουν κάθε δυνατή σύνδεση, τότε έχουμε μπροστά μας μια Γλώσσα άπειρου μεγέθους, όπως π.χ. η Γλώσσα των μαθηματικών, που αναδεικνύει έκτυπα το οντολογικό απεριόριστο του Κόσμου. Το Απαγίδευτο παγιδεύεται δια του Κόσμου. Αυτό αποτελεί και το ολέθριο «σφάλμα» του, στην προσπάθεια του να κρυφτεί. Κρυβόμενο, φυσικά, έχει την ανάγκη ενός παραπετάσματος. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Κόσμο. Το Απαγίδευτο κρύβεται στις αντικειμενικές κοσμικές προφάνειες, τις οποίες «επιζητεί» να τις στηρίξει ως αμετακίνητα οντικά θέσφατα. Ωστόσο, ό,τι κινείται αφήνει ακάλυπτα πεδία, κενά, στην κίνησή του. Δεν νοείται κίνηση δίχως δημιουργία (και προϋπαρξη…) Κενού Χώρου. Και συνεπώς, κινούμενες οι κοσμικές οντότητες δια των συντάξεων, διατάξεων, αναπλάσεων, που επιχειρεί η επέλαση των στοιχειωδών γλωσσικών σωματιδίων, αφήνουν ακάλυπτο προς στιγμήν και εν μέρει το Απαγίδευτο, που παγιδεύεται από την κίνηση των οντοτήτων. Ωστόσο, αυτή τούτη η κίνηση των οντοτήτων και η νέα αναδιάταξή τους, ο νέος Κόσμος που θέτουν, συνιστά την ίδια την αποτυχία τους στη σταθεροποίηση ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ του Απαγίδευτου και συνεπώς την ίδια την κενοποίησή τους, την ανάδυση του Κενού στα σπλάγχνα τους. Ταυτόχρονα, αυτή η κοσμοποίηση του Κόσμου, η κειμενική του πληθυντικότης, είναι κι ο παράδεισος του ίδιου του Απαγίδευτου και η αέναη διάσωσή του, η απόλυτη εξασφάλιση του άρρηκτού του, καθώς δημιουργείται ΚΟΣΜΟΣ, δηλαδή το αναγκαίο παραπέτασμα προκάλυψής του ! Έτσι, κενοποιούνται τα Κείμενα. Έτσι, παγιδεύεται το Απαγίδευτο. Έτσι, αχρηστεύονται οι παγιδεύσεις

 έναντι του Απαγίδευτου. Και αυτός είναι ο ευνόητος και αντιληπτός λόγος που τα έργα Τέχνης, τα λογοτεχνικά Κείμενα, παραμένουν ουσιωδώς κρυπτικά, γριφώδη, σιβυλλικά, μετωνυμικά, αλληγορικά και αέναα νέα, αέναα προσλήψιμα και ανακαινιζόμενα : τα διασώζει και συντηρεί το Απαγίδευτο, ακριβώς μέσω της αποτυχίας τους να το παγιδεύσουν άφευκτα και οριστικά !


         Η παγίδευση του Απαγίδευτου και η ταυτόχρονη αποτυχία αυτής της παγίδευσης, αυτή με άλλα λόγια η επιτυχημένη αποτυχία ή, αν θέλετε, η αποτυχημένη επιτυχία των λογοτεχνικών κειμένων, παρουσιάζει μια φυσικότητα στη λειτουργία της, που ευθύς αμέσως εκθέτω. Είπαμε παραπάνω ότι το «Απαγίδευτο παγιδεύεται δια του Κόσμου». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αποφεύγει και την παγίδευσή του. Το Απαγίδευτο παραμένει τέτοιο δια του Κόσμου. Αν στον δεδομένο «αντικειμενικό» Κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει απτή σύζευξη του σύννεφου με τα μαλλιά μιας κοπέλας, αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβεί στο λογοτεχνικό Κείμενο, ειδικότερα στα Αγρευτικά Κείμενα. Θα είναι καλό να τονίσουμε πως το λογοτεχνικό Κείμενο, όπως τουλάχιστον εδώ εννοείται ή όπως, αν θέλετε, εγώ το εννοώ, δεν επιχειρεί μια παρομοίωση ή μιαν ανώδυνη και καλολογική αλληγορία. Κυριολεκτεί. Ενδέχεται γριφωδώς, σιβυλλικώς, ή ακόμη εντέχνως αλληγορικώς, μα ωστόσο κυριολεκτεί. Που σημαίνει, ότι ανασυνθέτει το εξωκείμενο του «αντικειμενικού» Κόσμου. Ο δομημένος και ελάχιστα κινούμενος από την καθορισμένη του διάταξη εξωτερικός, «αντικειμενικός», Κόσμος καλύπτει, με τη δεδομένη διάταξή του, το Απαγίδευτο. Ωστόσο, ως φαίνεται δεν είναι αυτή και η έσχατη πρόθεση και επιθυμία του Απαγίδευτου, το οποίο επιθυμεί να αναφανεί, να παρουσιασθεί, κρυπτόμενο. Έτσι, η αποκαλυπτική απόκρυψή του γίνεται δια του λογοτεχνικού Κειμένου, και για να είμαστε ακριβέστεροι δια μιας χ (οιασδήποτε) Συγγραφικής και συνακόλουθης Αναγνωστικής λειτουργίας. 

Στο παραπάνω  παράδειγμα, οι οντότητες «σύννεφο» και «μαλλιά» κινήθηκαν (δια της γραφίδος…), ώστε να συνυπάρξουν. Ωστόσο, κινήθηκαν αλλάζοντας τις στατικές δομές του εξωκειμένου, του εξωτερικού Κόσμου. Η κίνηση προϋποθέτει όχι μόνο την ύπαρξη ΚΕΝΟΥ χώρου για να επισυμβεί, αλλά και τη δημιουργία νέου Κενού χώρου. Αυτή ακριβώς η κίνηση της ανασύστασης του εξωκειμένου στα πλαίσια του ενδοκειμένου, του λογοτεχνικού έργου, αφήνει ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ακάλυπτο το Απαγίδευτο, αφού ανασηκώνει την κρυψώνα του, το παραπέτασμα πίσω από το οποίο ίσταται και εφορεύει, με αποτέλεσμα να το παγιδεύει. Αυτή ακριβώς η παγίδευση ενέχει και τη σημασία του πολυσυζητημένου ΝΟΉΜΑΤΟΣ. Υπό την έννοια αυτή, και διασώζοντας την πολυπληγωμένη υπόθεσή του Νοήματος στις μέρες μας, θεωρώ ότι μπορεί να σταθεί γόνιμα και ευπρεπώς ο λόγος περί Νοήματος. Όσο Νόημα παρουσιάζει αυτή η νέα (λογοτεχνική) κοσμοποίηση/κοσμικότητα, του Κόσμου, τόσο Νόημα αντιστοιχεί, αν προτιμάτε, και στην «αντικειμενική», ως θεωρείται, διάταξη του Κόσμου, του εξωκειμένου, της πραγματικότητας. Μάλιστα, αυτό «επιθυμεί» και το ίδιο το Απαγίδευτο. Ευνοεί κάθε ανάδυση νοημάτων λόγω της κινητοποίησης, λογοτεχνικώς, των οντοτήτων του Κόσμου. Με τα ίδια τα μέσα απόκρυψής του, σύμπαντα τον Κόσμο δηλονότι, αποκαλύπτεται κρυπτικώς και, συνεπώς, αρρήτως λέγεται, ρητώς κυριολεκτείται ακυριολεκτούμενο, σαφηνίζεται αρρητεύον. Έτσι, υπάρχει και λειτουργεί, ως φαίνεται, και σύνολη η υπόθεση περί του Νοήματος. Με αυτή τη διαδικασία, συνεπώς, εξέρχονται τα όντα από τη στατική αφωνία τους και εισέρχονται, όπως επιθυμούν, στο πεδίο του Ομιλείν, της Γλώσσας. Με αυτή τη διαδικασία λυτρώνεται, και δεν υπερβάλλουμε με τον όρο αυτό, απελευθερώνεται, ο Κόσμος, καθότι του παρέχεται η δυνατότητα να ενεργήσει τις οντολογικές του ιδιότητες. Οντολογικές ιδιότητες που διαθέτει μεν, αλλά που παραμένουν δε, λόγω της στατικότητας του εξωκειμένου, του «αντικειμενικού» Κόσμου, ανενεργές, στείρες, αγονιμοποίητες, απεγνωσμένα κλητικές προς ενεργοποίησή τους. Μολαταύτα προσοχή: αυτό συμβαίνει, κατά τρόπο απορητικό, απολύτως 

 θαυμαστικό και αμήχανο, διαμεσολαβητικά ! Η οντολογική ιδιότητα του Κόσμου να Ομιλεί, μονάχα διαμεσολαβούμενη, δια του ανθρώπου και της λειτουργίας του ΓΡΑΦΕΙΝ και ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΙΝ που αυτός εξασκεί, ικανοποιείται, υποστασιάζεται και αναδεικνύεται. Κοντολογίς, ο Κόσμος, το εξωκείμενο, βρίσκει την κοσμικότητά του εν τω γράφεσθαι και αναγινώσκεσθαι αυτού.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΔΩ]

©  ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

3 σχόλια:

  1. Καλημέρα Στάθη και καλή εβδομάδα. Το κείμενό σου, τόσο πολύπλοκο, σύνθετο, προκλητικό σε δυνατότητες του νου για κατανόηση. Άσκηση πραγματική. Μου ήρθαν στο μυαλό οι ασκήσεις άλγεβρας των Ιησουιτών, όπως και το εγχειρίδιο τους με ασκήσεις διαλογισμού. Το κείμενο απαιτεί πολλές αναγνώσεις/μελέτες για να αποκαλύψει πολλά και ενδιαφέροντα. Διερωτώμαι πόσοι από τους νέους μας είναι σε θέση να αισθανθούν, έστω, κάποια συνάφεια... Καλή δύναμη και να σε χαιρόμαστε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η ευθύνη του αναγνώστη νομίζω θα έπρεπε να αναδύεται αιφνιδίως και αυτοβούλως απέναντι σε κάθε κείμενο, από τα πιο απλά ως τα πλέον σύνθετα. Η «αλητεία» του νοήματος δεν νοείται διαφορετικά, για να ετυμολογήσουμε ορθά τη λέξη από τα αρχαίο ἀλάομαι-ἀλῶμαι = περιπλανιέμαι. Περιπλάνηση είναι τα διαβάσματα. Ανοικτές συναντήσεις με το απρόσμενο. Και ο αναγνώστης αλήτης-οδοιπόρος.
    (το σχόλιο αυτό στην ουσία συνεχίζει το σχόλιο που δημοσιεύθηκε κάτω από το πρώτο μέρος του κειμένου του Στάθη Κομνηνού την προηγούμενη εβδομάδα).

    ΑπάντησηΔιαγραφή