Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Το διαρκές ρευστό της γραφής

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


Ο Γιώργος Αριστηνός διερευνά εμμονικά σε σειρά δοκιμίων του την πορεία της γραφής στον σύγχρονο, και όχι μόνο, κόσμο-


 Γιώργος Αριστηνός, Αφερέγγυοι και Πλάνητες - Δοκίμια για τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό, σελ. 373, ΚΕΔΡΟΣ 2015


 Μιας και ο ίδιος ο συγγραφέας  μας προειδοποιεί στο οπισθόφυλλο ότι η λογοτεχνία είναι  επικίνδυνη υπόθεση αφού «αντί να εξανθρωπίζει εξιδανικεύει», παίρνω κι εγώ το θάρρος να πω  προκαταρκτικά ότι ακόμη πιο επικίνδυνο είναι το παρόν βιβλίο: δύσκολο, γεμάτο ρωγμές και ρήξεις, πολεμικό, οξύ, διεγερτικό, ανακυκλωτικό, κοπιώδες και εξεγερμένο είναι μια συλλογή δοκιμίων που δεν κάνει καμιά παραχώρηση στον αναγνώστη και που ο ίδιος ο Αριστηνός θα συμβούλευε την φοιτήτρια ανιψιά του (αν έχει ανιψιά) να μην τολμήσει να το διαβάσει, με τη βάσιμη ελπίδα ότι εκείνη θα το ανέσυρε τις νύχτες  από τα ράφια και θα το δάγκωνε σαν τον απαγορευμένο καρπό της γνώσης.
   Τι έχουμε ακριβώς εδώ; Εξήντα ένα ακατάταχτα δοκίμια για συγκεκριμένα βιβλία, συγγραφείς  ή για ευρύτερα περί τη λογοτεχνία ζητήματα που απασχολούν επί δεκαετίες τον Αριστηνό. Ως επί το πλείστον δημοσιευμένα σε περιοδικά ή και προγενέστερα βιβλία του, τα κείμενα αυτά είναι ολιγοσέλιδα με εξαίρεση τα πρώτα δύο ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κεφάλαια που αναφέρονται στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ανασύροντάς τον από την κατηγορία του ηθογράφου και αποδίδοντάς του προμοντερνικά στοιχεία. Επίσης, εξαίρεση το 55 σελίδων  τέταρτο  κεφάλαιο του βιβλίου –ήδη δημοσιευμένο ως εισαγωγή στο ογκώδες ανθολόγιό τουΝάρκισσος και Ιανός, η νεωτερική πεζογραφία στην Ελλάδα, Εκδ. ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ & Πανεπιστήμιο Κύπρου 2007-   όπου ο συγγραφέας διαλέγεται με την ιστορική εμφάνιση του μοντερνισμού, τις ρήξεις που επέφερε στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, τις ασυνέχειες με την αναπαραστατική τέχνη και την μετεξέλιξή του μετά τα μέσα του 20ου αιώνα σε αυτό που ονομάσθηκε μεταμοντερνισμός. Εδώ βρίσκεται και το ζουμί του διά βίου ερευνητικού προγράμματος του Αριστηνού: μια σταθερή αναδίφηση του έργου του Τζόις και του Μπέκετ, του Κλωντ Σιμόν και του Κάφκα με διαρκείς παραπομπές και άλματα σε άλλες περιόδους, γεωγραφικούς χώρους, συγγραφείς και σχολές σκέψης, σε μια εργώδη  προσπάθεια κατασκευής μιας ιστορίας της λογοτεχνίας όπου ο μοντερνισμός μοιάζει να είναι αυτό προς το οποίο όλα κατατείνουν και εξ αυτού εκπορεύονται.
    Προγραμματικός εχθρός του Αριστηνού είναι ο ρεαλισμός ή αλλιώς η πίστη σε μια δεδομένη και αναπαραστάσιμη πραγματικότητα. «Η πραγματικότητα είναι ένας υπέροχος τόπος για να επισκεφθεί κανείς, όχι όμως για να ζήσει», γράφει στην σελ. 69 παραπέμποντας στον οξύνου αμερικανό συγγραφέα και θεωρητικό του μεταμοντερνισμού Τζων Μπαρθ. Το πώς η λογοτεχνία  (αλλά και ο κόσμος μας) πέρασε από την πίστη στην επιστήμη, την πρόοδο, την ιστορική γραμμικότητα και την ικανότητα του υποκειμένου (του αφηγητή) να συγκροτεί ένα κόσμο κατανοητό σε ένα σύμπαν  (και συνεπώς μια λογοτεχνία) όπου κάθε αφήγηση έχει σώνει και καλά την αξία της, όπου οι κανόνες δεν είναι δεδομένοι, η πραγματικότητα χαοτική και όπου ο παρατηρητής καταργεί την τάξη τροποποιώντας το αντικείμενο της παρατήρησής (κατά την αρχή της απροσδιοριστίας του φυσικού Βέρνερ Χάιζεμπεργκ), είναι κατά την άποψή μου η κεντρική εμμονή του Αριστηνού. Η σχετικοποίηση  του αντικειμενικού κόσμου διαμέσου της γραφής μια άλλη και συναφής εμμονή. Μια τρίτη θα έλεγα πως είναι η ελαστικότητα και τα όρια της γλώσσας. Μια τέταρτη η διακειμενικότητα και η αντιμετώπιση της γραφής ως ενός αρχιπελάγους με τις νησίδες του άλλοτε να γεφυρώνονται και άλλοτε να χάνονται στην ομίχλη. Και μια πέμπτη, που καθιστά τον Αριστηνό καταστατικά ενδιαφέροντα στα μάτια των επαϊόντων και όχι μόνο, είναι η επικοινωνία των ειδολογικών μορφών μεταξύ τους.
    Αν σταθούμε για μια στιγμή στην τελευταία παρατήρηση θα βοηθηθούμε να καταλάβουμε καλύτερα το συγκεκριμένο έργο αλλά και την όλη πορεία του Αριστηνού ως συγγραφέα. Με καμιά εικοσαριά τίτλους βιβλίων στο ενεργητικό του, έχει υπηρετήσει τόσο την οιονεί μυθοπλασία όσο και το δοκίμιο, το χρονογράφημα, την επιφυλλίδα, κυρίως όμως την φιλολογική μελέτη. Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι ότι   τα ποικίλα αυτά είδη δεν είναι σαφώς οριοθετημένα σύμφωνα με τις κλασσικές συγγραφικές συμβάσεις αλλά θραύουν τα τοιχώματα της γραφής οικιοποιούμενα ετερογενή είδη, παραπέμποντας στον εαυτό τους, διαβαίνοντας σύνορα και κάνοντας άλματα που ο συγγραφέας μοιάζει να απολαμβάνει. Για παράδειγμα, στο τελευταίο του μυθιστόρημα Flash στη Νύχτα (ΤΟΠΟΣ 2011) η γραφή και ιδιαιτέρως το στυλ (το ύφος) -βρίσκονται στο επίκεντρο μιας διαμάχης μεταξύ λόγου και ζωής όπου η ολονύχτια ερωτική ευωχία του παραληρούντος αφηγητή εξελίσσεται σε ένα διάλογο με την γλώσσα. Αντιστοίχως στα δοκιμιακά του κείμενα η μέριμνα του συγγραφέα είναι δίπλα στο γνωσιολογικό επίπεδο (την επικοινωνία με συγγραφείς και λογοτεχνικά ρεύματα) να υπηρετηθεί η  αφήγηση, ο πολυδυσφημισμένος διάλογος, η ανάδειξη της μορφής του κειμένου ταυτόχρονα με τις ραφές και τα μυστικά της παραγωγής του. Σε ένα πρόσφατο συλλογικό τόμο αφιερωμένο στο έργο του (Ο θάνατος του Είδους, ΤΟΠΟΣ 2013) σειρά  φιλολόγων και ερευνητών, (Συμεών Σταμπολού, Αριστοτέλης Σαΐνης, Μάριος Μαρκίδης, Δημήτρης  Αγγελάτος  κ.ά,) ασχολούνται με το πώς ο Αριστηνός διαρρηγνύει τα στεγανά των ποικίλων ειδών γραφής αλλά και τις ειδολογικές κατατάξεις του ίδιου του μυθιστορήματος ανάγοντας την λογοτεχνία σε ένα συνεχές.
    Σημαίνει άραγε αυτό ότι η γραφή έχει κάνει ένα πλήρη κύκλο περί τον εαυτό της και ότι αναμασούμε τα ίδια και τα ίδια σε οιονεί νέες συσκευασίες; Σημαίνει ότι η κριτική πρέπει να αποδομεί εσαεί το κείμενο αποφλοιώνοντάς το από οποιαδήποτε συνθετική ή ολιστική λειτουργία  και καταργώντας την ιδιοπροσωπεία του συγγραφέα; Νομίζω πως ο Αριστηνός, αν και φιλό-λογος με όλη τη σημασία του όρου, δεν το πιστεύει. Ερωτευμένος με την τέχνη της αφήγησης,  μας προειδοποιεί απλώς για την επικινδυνότητα του συγκεκριμένου έρωτα (όπως και κάθε έρωτα που σέβεται τον εαυτό του). Το παιγνίδι διεξάγεται σε ολισθηρό έδαφος, μας λέει,  και αν είναι να αντλήσεις τα πιθανά οφέλη του –την αισθητική απόλαυση, την προσωπική κάθαρση, την φυγή από την πραγματικότητα, την αναγνώριση του εαυτού και του άλλου, ακόμη και την ίδια την ουσία της γνώσης- πρέπει να κολυμπήσεις σε βαθιά νερά.

  Λίγο προκλητικά, φαντάζομαι τον Αριστηνό να απαντά στην φανταστική ως άνω φοιτήτρια ανιψιά που του διαμαρτύρεται για τις δυσχέρειες των κειμένων του «ε, τότε ξαναδιάβασέ το μέχρι να το καταλάβεις».   


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 



Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.

To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου