Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ | ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (Απόσπασμα)

Πηγή:http://logotexnika.blogspot.gr/


Στρατής Μυριβήλης

[…]  Ο Γρυπάρης είναι ο πρώτος πρίγκηπας του ελληνικού ύφους. Μέσα στην ξεπεσούρα μιας δημοτικής αποστειρωμένης, από κάθε πηγαίο δοχείο, μιας φιλολογικής γλώσσας που παραδέρνει ανάμεσα στους γαλλικούς λεβαντινισμούς και την καθαρευουσιάνικη νοθεία, μπρόβαλε αυτός ο νησιώτης ποιητής, να μας φέρει τις αρχοντιές μιας μακρόχρονης και αδιάσπαστης γλωσσικής παράδοσης, για να ανανεώσει το λογοτεχνικό ύφος και να μας σταθεί σταθερός δείχτης του ίσου δρόμου. Ο Γρυπάρης άνοιξε την πατρογονική κασέλλα του γλωσσικού θησαυρού της φυλής, και δούλεψε σαν άξιος κληρονόμος, με το υλικό που είχαν συνάξει εκεί μέσα όλες οι γενεές των πατεράδων μας. Η κλασσική Ελλάδα, το Βυζάντιο, ο Ακριτικός κύκλος, η Κρητική αναγέννηση και το ζωντανό δημοτικό τραγούδι με τη στοματική παράδοση του παραμυθιού.

  Στα χέρια ενός άλλου αυτό θα γινόταν μια λεξιλογική συλλεχτική δουλειά. Στα χέρια του Γρυπάρη, έγινε αυτό που έγιναν τα χρυσαφικά, το φίλντισι και τα πετράδια, που βρήκε ο Πραξιτέλης μέσα στον κοινό θησαυρό των Ελλήνων. Πέρασε πάνω στους περουζέδες και στα μαλάματα η φωτιά της μεγάλης τέχνης και τα χώνεψε όλα. Τζοβαερικά, ελεφαντόδοντο, πετράδια και μέταλλα. Και βγήκαν οι χρυσοελεφάντινοι θεοί. Εδώ βγήκαν οι Σκαραβαίοι και οι Τερρακόττες. Σαν διαβάσεις, σαν καταχτήσεις από κάθε μεριά το έργο του Γρυπάρη, ξαφνιάζεσαι από το αχτιδοβόλημα μιας γλώσσας, που μόλις τα τελευταία σαράντα χρόνια άρχισε να ξεσκεπάζεται η φρεσκάδα και η παρθενικότητά της στα χέρια λίγων ποιητών και πεζογράφων, που ξεπέρε μεν το στάδιο του γλωσσικού αγώνα, το έκαμαν όμως αυτό όχι από ανικανότητα, από αναντρία, από ψυχική τεμπελιά ή από μικροαστικό συμβιβασμό, μα γιατί κατάχτησαν πια το γλωσσικό υλικό τους, στο να μπορούν να παίξουν το όργανό τους το εκφραστικό σαν ένα σπαθί γερό, λαμπερό μέσα στον ήλιο, που να λιγάει σαν το φείδι χωρίς να τσακίζεται ή να στραβώνει. Τότε σου κάνει θλίψη να βλέπης τη φτώχια που περιορίζει το γλωσσικό υλικό σε μερικές κατοσταριές ξεθωριασμένες λέξεις, αυτές που κυκλοφορούν στην οδό Σταδίου, στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και στο κουτσομπολιό του σαλονιού.

  Και δεν είναι μόνο οι άχρωμες και άγνωστες λέξεις. Είναι η σύνταξη της φράσης, η οργάνωση του λόγου, που είναι αλλιώτικη στη δημοτική και άσχετη με αυτό το καθαρευουσιάνικο πατσάλι με τα κουρεμένα τελικά ν, που προσποιείται, χρόνια τώρα τη δημοτική γλώσσα. Το ιδανικό μας για την ελληνική λογοτεχνική φράση πρέπει νάναι το χτίσιμο του αρχαίου έντεχνου λόγου. Η κάθε φράση νάναι ένας οργανισμός αυτοτελής και ολοζώντανος, και δεμένος άλυτα σόλα τα σημεία, που να νιώθεις ολάκερη τη φράση να πονεί, μόλις πας να της πειράξεις ένα μόριο. Σαν το φείδι πρέπει νάναι η λογοτεχνική φράση ενιαία και ζωντανή, που το αγγίζεις στην ουρά και γυρίζει το κεφάλι να σε δαγκάσει.
  Διαβάζοντας το Γρυπάρη, μαθαίνουμε με τρόπον εποπτικό και τούτη την επιστημονικήν αλήθεια. Πως η γλώσσα δεν είναι μονάχα ένα όργανο για να συνεννοείται ένας λαός είναι ακόμα κάτι, πιο σπουδαίο. Είναι ένας νέος τρόπος κοιτάγματος της ζωής από ένα λαό, που αντιδρά στις εντυπώσεις με τη δική του ψυχοσύνθεση, και ξετιμά τη ζωή με στοιχεία ολότελα προσωπικά, και την δίνει την ιδιαίτερη έκφραση που ταιριάζει στη φυλή, στη γη του και στο κύτταρο του. Η Ελλάδα ολάκερη βρίσκεται μέσα στην ελληνική γλώσσα, και ο λογοτέχνης που έχει την αξίωση να μίλα υπεύθυνα για λογαριασμό της φυλής του, πρέπει την κάθε στιγμή να καταχτά την ελληνικότητα του εκφραστικού του οργάνου.

  Ο Γρυπάρης, όπως ο Κάλβος, ο Καβάφης και τόσοι άλλοι δικοί μας και ξένοι, είναι από τους ποιητές που χώρεσαν όλη την ουσία της ποιητικής του δημιουργίας μέσα σ' ένα τόμο, σαν τ' ακριβά μυρωδικά που χωρούν σε μικροσκοπικό μυρογιάλι. Ο τόμος αυτός είναι οι περίφημοι «Σκαραβαίοι και Τερρακόττες». Σκαραβαίοι, όπως ξέρετε, είναι κείνα τα έντομα, ένα είδος χρυσομπάμπουλοι, που βρίσκονται σε αφθονία μέσα σε αιγυπτιακούς τάφους και σκαλισμένα για δαχτυλιδόπετρες πάνω σε ακριβά πετράδια. Οι παλιοί αιγύπτιοι τόχαν για ιερό έντομο και το φορούσαν σα σύμβολο αντρίας και καλοτυχίας. Τερρακόττες πάλι (τέρρα κόττα θα πει ψημένη γη) είναι κείνα τα μικρά κεραμιδένια αγάλματα, μια χαριτωμένη ψιλοδουλειά, όπως οι ταναγραίες κούκλες, να πούμε. Από τον τίτλο κιόλας, καταλαβαίνουμε μεμιάς, πως έχουμε μπροστά μας το έργο ενός χρυσικού της τέχνης, ενός μάστορη, που ψιλολογεί το κάθε τι, και παθαίνεται για την τελειότητα της φόρμας. Ενός μερακλή, όπως θα λέγαμε, με την πλατειά και αμετάφραστη έννοια που βάζει ο ελληνικός λαός μέσα σαυτή τη λέξη, όταν τραγουδά και λέει:

  Όποιος δεν είναι μερακλής  του  πρέπει να πεθάνει,
  γιατί σε τούτο το ντουνιά άδικα τόπο πιάνει.

  Ας κρατήσουμε αυτό το λιανοτράγουδο του λαού σαν ένα τίτλο αξεπέραστης αισθητικής παράδοσης. Γιατί κανένας λαός δεν έχει φτάσει σένα τέτοιο υψηλό σημείο καταξίωσης καλλιτεχνικής της καθημερινής ζωής του, ώστε να βγάζει θανατική απόφαση, με μοναδικό αιτιολογικό την αισθητική αναπηρία του ανθρώπου. Είταν φυσικό γιαυτόν, που στάθηκε σαράντα αιώνες ανάμεσα στους λαούς ο μερακλής της ζωής, ο μερακλής του θανάτου.[…]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου