Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

"Η Έρημος των Ταρτάρων",Ντίνο Μπουτζάτι

 
γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου




Εξαιρετική "Η Έρημος των Ταρτάρων" του Ντίνο Μπουτζάτι κι αυτό ως εντύπωση είναι κοινή σε όποιους το διάβασαν τιθέμενη υπεράνω επιμέρους προσωπικών προτιμήσεων(τι είδους λογοτεχνία αρέσει δηλαδή σε κάποιον,ποια θέματα του "μιλάνε" περισσότερο,ποιες γλωσσικές κι αφηγηματικές φόρμες τον συγκινούν πιο πολύ κτλ).Νομίζω ότι η "Έρημος των Ταρτάρων" ανήκει αδιαπραγμάτευτα σ΄εκείνα τα μυθιστορήματα της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας που καλώς έχουν γίνει τα καινούργια της κλασικά και αξίζουν να διαβάζονται κατ΄αρχάς σαν τέτοια.
Ο Μπουτζάτι ξέρουμε πως το έγραφε νοερά,συναρμολογούσε στο μυαλό του το θεωρούμενο κορυφαίο από τα έργα του επί έξι περίπου χρόνια, όσο καιρό δηλαδή δούλευε στην εφημερίδα "Corriere della Sera", προπλάθοντας με λιτό,άκρως πλαστικό εικαστικό τρόπο και για τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, τον  Τζιοβάνι Ντρόγκο,αλλά και για τον ίδιο ένα πολύπλευρο μα αρμονικό μυθιστορηματικό σύμπαν στο οποίο ο βιωματικός χρόνος κυλάει σαν αργό ποτάμι, παράλληλα με τον προσωπικό του εκείνης της ιστορικής συγκυρίας,λίγο πριν η φασιστική Ιταλία μπει στον Β΄παγκόσμιο πόλεμο. 
Ο ίδιος είχε πει ότι του χρειάστηκε περίπου ένας ημερολογιακός χρόνος για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα με την μορφή που εκδόθηκε το 1940 και το έκανε δουλεύοντας πάνω σ΄αυτόν τον αρχικό σκελετό μυθοπλαστικών επεισοδίων που τα δομούσε σαν κείμενο ανάμεσα στα 1933-1939 και από τον οποίο δεν ξέφυγε σχεδόν καθόλου.Γύρω του συνταρακτικά γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο,η Ευρώπη ολόκληρη έμπαινε στον χειρότερο, νομίζω, πόλεμό της και οι θεωρούμενες ως εκείνη την στιγμή επικρατούσες αξίες αμφισβητούνταν τόσο σφοδρά που πανεύκολα κατέρρεαν .
Η επιλογή από τον Μπουτζάτι ενός άψογα οργανωμένου απόμερου στρατιωτικού οχυρού κι όχι μιας μάλλον απείθαρχης κατηγορίας ανθρώπων της μεγάλης πόλης (των δημοσιογράφων μιας εφημερίδας που ήταν ο φυσικός του χώρος),σαν κυρίως σκηνικό της μυθοπλασίας του αποδείχτηκε ευφυής γιατί είναι ακριβώς ό,τι ανέδειξε διαχρονικά την πολυεπίπεδη αλληγορία της.
Τίποτα δεν μπορεί να μεταβάλει σε ο,τιδήποτε άλλο,ένα συνοριακό οχυρό στην μέση του πουθενά και να διαταράξει τους κανόνες του παρά μόνο αυτό για το οποίο χτίστηκε και μεθοδικά συντηρείται:ο πόλεμος και οι φορείς του,οι (όποιοι) εχθροί, που δεν έρχονται ποτέ ή που δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει με βεβαιότητα πότε θα έρθουν και γι αυτό οφείλει-οφείλει;ως ποιο βαθμό;-να τους περιμένει συνεχώς  προετοιμαζόμενος για την απώθησή τους,βάζοντας τον προσωπικό χρόνο,την ίδια του την ζωή σε δεύτερη μοίρα,σχεδόν να ποθεί να έρθουν,ώστε αυτός να μην την έχει σπαταλήσει σε μιαν αναμονή ατελέσφορη.  
Ο Μπουτζάτι διατυπώνει με λέξεις απλές-χωρίς στολίδια και στρωτά ενταγμένες σε ευκολοδιάβαστα σύνολα προτάσεων-την συγκλονιστική αίσθηση της αξιοποίησης ή της σπατάλης αλλά μαζί και της καταλληλότητας ή το άκαιρο του χρόνου που δίνει (το)βαθύ νόημα στην ζωή του ανθρώπου,όταν οι εξωγενείς παράγοντες,αυτοί από το περιβάλλον του που συχνά συγκρούονται με τις πιο μύχιες εντός του κλίσεις,υφαρπάζουν τον πρώτο και κύριο λόγο στην τελική διαμόρφωσή της κι αυτός γίνεται ένας ακόμα αναλώσιμος θεατής στο ίδιο έργο.








"La Vedetta",Giovanni Fattori 
(ο πίνακας που έχει προτιμηθεί σε μια ιταλική έκδοση ,αυτή που βλέπουμε πιο πάνω)






Ο τόπος δεν κατονομάζεται ακριβώς.Το συνοριακό οχυρό στο οποίο έναν γλυκό Σεπτέμβρη ο νεαρός υπολοχαγός Τζιοβάνι Ντρόγκο παρουσιάζεται για να υπηρετήσει με προοπτική που μας την ομολογεί εξ αρχής(να φύγει σε τέσσερις μήνες για να πάει πίσω στην πόλη του και στην γιορτινή της ζωή με τους έρωτες,την οικογένεια,τους φίλους κά)βρίσκεται μπροστά σε μια γκρίζα αχανή έρημο,παράξενη, αφιλόξενη, σπαρμένη με πέτρες και με ελάχιστη, μαραζωμένη βλάστηση. 
Επικρατεί απόλυτη μοναξιά και η καθημερινότητα κυλάει πανομοιότυπη ,με τα ίδια κι απαράλλαχτα τυπικά και συνθηματικά των περιπόλων και των φρουρών,με τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες να μην επιθυμούν παρά την ώρα και την στιγμή που θα μετατεθούν αλλά να έχουν και μια κοινή αγωνία όλοι τους,παλιοί και νεοφερμένοι:να μην πάει χαμένη η παραμονή τους εκεί,να χρησιμέψει σε κάτι,να τύχει και σ΄αυτούς ένα κομματάκι πολεμικής δόξας από μια εχθρική εισβολή που βέβαια θα αποκρουστεί με επιτυχία και χωρίς-γιατί όχι-να ανοίξει μύτη...
Απ ΄αυτή την έρημο όσο δύσβατη κι αν είναι κάποτε έφτασαν οι Τάρταροι στην χώρα,ίσως κι όχι,ίσως είναι μοναχά ένας θρύλος,αλλά πάντως από κει μπορεί να δοθεί το καλύτερο ποθούμενο νόημα ζωής στον στρατό.Παράλογο,πολεμοχαρές,ανόητο ή απλά ανθρώπινο και απελπισμένο το ευκταίο;
Ίσως όλα αυτά,ίσως όμως και πολύ πιο αντιπολεμικό από κάθε εκ του ασφαλούς ειπωμένη άλλη θέση κατά του πολέμου,βγαλμένη μέσα από μια ρευστή πραγματικότητα που τον ορίζει ως κάτι αποτρόπαιο που φυσικά και δεν είναι δυνατόν να το αποζητούν και να θεωρούνται στα καλά τους οι άνθρωποι αλλά και πως να τον αποφύγουν χωρίς να φανούν δειλοί; 




Οι πρώτες εκατό σελίδες του μυθιστορήματος είναι ακίνητες όσο και η έρημος,παραδομένες θαρρείς στον πιο αργόσυρτο αφηγηματικό χρόνο που έχει ξαναδεί ο αναγνώστης,είναι μια τεράστια εισαγωγή στη ζωή και στην ρουτίνα του οχυρού και φυσικά του Ντρόγκο και που δεν έχει ιδέα τι μπορεί να έρθει σαν συνέχεια. Και η συνέχεια είναι εκπληκτική και εξίσου αδιανόητη:πρώτα εμφανίζεται ένα μαύρο αλογάκι που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει από που και γιατί ήρθε.
Συμβαίνει εξαιτίας του ένα περιστατικό που επίσης κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν κι ο πρώτος νεκρός καταλήγει γεγονός, μια κακή και δυσοίωνη αλλαγή της καθημερινότητας όπως την βίωναν ως τότε.
Ύστερα πριν τελειώσουν οι επόμενες εκατό σελίδες και χωρίς το κείμενο να γίνεται καταιγιστικό ως προς την γραφή, χωρίς να διαφοροποιεί την αρχική του αισθητική φόρμα,να προδίδει δηλαδή στην ουσία ο Μπουτζάτι τους πρότερους τριτοπρόσωπους αφηγηματικούς του ρυθμούς-απόδειξη της μεγάλης συγγραφικής του δεινότητας,της πειθαρχίας και της προσήλωσης στο δια ταύτα της αλληγορίας-εμφανίζονται επιτέλους στρατιώτες της όμορης χώρας αρχικά σαν κουκκίδες στον ορίζοντα της ερήμου , μόνο που δεν είναι παρά αγήματα τελικά τα οποία εν γνώσει της κυβέρνησης του Ντρόγκο μετά από πολλά χρόνια θα κάνουν μιαν οριοθέτηση των συνόρων και σύντομα έρχεται άνωθεν εντολή να κάνουν το ίδιο και οι του οχυρού για λογαριασμό τους. Συμβαίνει τότε ένα δεύτερο περιστατικό με αποτέλεσμα έναν ακόμα νεκρό.
Αλλά αν αυτό ο αναγνώστης το εκλαμβάνει σαν το δεύτερο αλληγορικό σημάδι στον χάρτη της ζωής του Ντρόγκο ο ίδιος ο Ντρόγκο αν και θα δοκιμάσει να φύγει δεν θα μπορέσει ποτέ πια να το δει έτσι και συνειδητά θα επιστρέψει για να περιμένει και να αντιμετωπίσει τον εχθρό,είτε είναι οι στρατιώτες της γείτονος χώρας είτε ο επίσης σκληρός και ύπουλος,εσωτερικός του εχθρός.
Ο Μπουτζάτι στρέφει αριστουργηματικά την θεματική εξέλιξη στον αρχικό του στόχο,έχει πλέον συνθέσει έναν άψογο, έναν μοναδικό και  πρωτόγνωρο μυθιστορηματικό ιστό,έχει διαποτίσει με μιαν ασυνήθιστη αντίληψη χρόνου και μη χρόνου όλο το κείμενο,ανελέητη τόσο για τον αναγνώστη όσο και για τον κεντρικό του ήρωα. Θεωρώ δε ότι γρήγορα τους βάζει απέναντι τον έναν στον άλλο. Ο αναγνώστης περιμένει πια τις ανατροπές,πρέπει να τις διακρίνει και να πάρει απ΄αυτές τα μαθήματά του,ο Ντρόγκο όχι.Ο Ντρόγκο και ό,τι συμβολίζει σαν μυθιστορηματική φιγούρα στη σχέση του με τον χρόνο αφήνεται σ΄αυτόν και στις κυκλοθυμίες του.
Ο αναγνώστης όμως μπορεί να αποκωδικοποιήσει μέσα από την αλληγορία κάποιες,αρκετές,έξοχες προτροπές απόδρασης από τα δικά του δεσμά.
Ο χρόνος-και το πως ρέει, πότε, για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά,οπουδήποτε-είναι το μεγάλο, κοινό ζητούμενο που καθένας μας σε όλες τις εποχές και τις συγκυρίες ή θα λύσει- συλλογικά ακόμα καλύτερα-ή αν δεν τα καταφέρει θα εξαφανιστεί μέσα στην σκοτεινιά του.

Οι λογοτεχνικές ετικέτες για τον Μπουτζάτι εξαιτίας αυτού του έργου ήταν δεκάδες: καφκικός, ο τελευταίος ρομαντικός,εν δυνάμει σουρεαλιστής,παραδοξολόγος, με ονειρικές πλευρές κτλ κτλ. Όμως εμείς στην Ελλάδα της κρίσης ας μην σταθούμε σ΄αυτές.Ας μη μας απασχολήσει τίποτα άλλο για τον χαρισματικό Ιταλό συγγραφέα,για το έργο του,την επιτυχή φιλμοποίηση του μυθιστορήματός του κι ό,τι περιλαμβάνει ο μύθος του κι ας επιλέξουμε το γοητευτικό βιβλίο, που μετέφρασε για τις εκδόσεις Αστάρτη ο Ανταίος Χρυσοστομίδης το 1991,σαν ένα από εκείνα που οπωσδήποτε θα διαβάσουμε και ευχαριστώ κι εγώ την καλή μου επισκέπτρια κ.κ.που πριν καιρό μου το θύμισε τόσο πειστικά που να θέλω διακαώς να επισπεύσω την ανάγνωσή του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου