Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Οι σύντροφοι του Γιώργου Σεφέρη



μια ημερολογιακή ανάλυση πάνω στην λέξη "σύντροφοι"

της Νότας Χρυσίνα

Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει σε πολλά ποιήματά του για τους συντρόφους του άλλοτε ενδυόμενος το προσωπείο των συντρόφων του Οδυσσέα στο ποίημα "Οι σύντροφοι στον Άδη" από την πρώτη του ποιητική συλλογή "Στροφή" στην οποία μιλούν κάνοντας έναν φιλοσοφικό απολογισμό όπως ο χορός της τραγωδίας, άλλοτε στους "Αργοναύτες" ένας αφηγητής- σύντροφος  αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ιστορία τους  και να ιστορήσει τα κατορθώματά τους που τώρα πια έγιναν τραγούδι απρόσωπο κι αυτοί ξεχάστηκαν, άλλοτε στο ποίημα "Ένας λόγος για το καλοκαίρι" γίνονται η αιτία για έναν εσωτερικό απολογισμό με αφορμή την πολιτική κατάσταση που έχει αλλάξει την ομορφιά του καλοκαιριού και της ξενοιασιάς σε φθινόπωρο, άλλοτε στο ποίημα "Αλληλεγγύη" οι σύντροφοι έγιναν μοιραίοι τον συντροφεύουν τα μάτια τους και τον καταδιώκουν σαν Ερινύες, άλλοτε στο ποίημα "Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους" ο ποιητής εκφράζει την αγανάκτησή του και την απογοήτευση που οι σύντροφοι ανίδεοι ή και απλοικοί χαλούν ό,τι φτιάχνει με κόπο όποιος αγωνίζεται να οδηγήσει το πλοίο που λέγεται Ελλάδα κι έχουν την μοίρα του Ελπήνορα του συντρόφου του Οδυσσέα, άλλοτε οι σύντροφοι στο "Τρία κρυφά ποιήματα" τον τρέλαιναν και ευχόταν να έμεναν μακριά με τις μεγαλοστομίες τους που μεγέθυναν τα μικρά και τα έκαναν μεγάλα εμποδίζοντας ίσως αυτόν που προσπαθεί ρεαλιστικά να πετύχει το εφικτό άλλοτε στο "Τετράδιο γυμνασμάτων Β" σε έναν παραληρηματικό λόγο τους αποκαλεί μασκαρεμένους που χορεύουν πάνω σε χαλάσματα και τους προφητεύει σαν την Κασσάνδρα και σαν τον Ορέστη, την Ηλέκτρα και τον Οδυσσέα. Πάντα είναι το τραγικό πρόσωπο του δράματος και πάντα ο Οδυσσέας που περιπλανάται από ποίημα σε ποίημα γυρεύοντας τους συντρόφους του. Κι αυτοί πάντα τον κοιτάζουν με μάτια απορημένα με μάτια έτοιμα να τον καταδικάσουν με μάτια που έγιναν πέτρα. Στο τέλος ο ποιητής αρκείται στον ρόλο του προφήτη και τους ορμηνεύει για το κακό που θα ξαναγυρίζει χωρίς ποτέ να σταματάει γιατί οι σύντροφοι στον Άδη καταδιώκουν τον ποιητή που όπως ο ήρωας του Ομήρου ή των τραγωδών είχε δικό του προορισμό κι αυτόν τον έχουν προδιαγράψει οι Μοίρες ακόμη κι αν οι σύντροφοι σε συντροφεύουν το ταξίδι το ολοκληρώνεις μόνος.

 

Οι σύντροφοι στον Άδη

νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Αφού μας μέναν παξιμάδιατί κακοκεφαλιάνα φάμε στην ακρογιαλιάτου Ήλιου τ’ αργά γελάδια
5που το καθένα κι ένα κάστρογια να το πολεμάςσαράντα χρόνους και να παςνα γίνεις ήρωας κι άστρο!
Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,10σα φάγαμε καλάπέσαμε εδώ στα χαμηλάανίδεοι και χορτάτοι."Στροφή"

Δ΄. 
Αργοναύτες

Καὶ ψυχὴεἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴνεἰς ψυχὴναὐτῇ βλεπτέον:5τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη. *
Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζανούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτωνπου δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή10δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιοχωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρεςίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτιαανασαίνοντας με ρυθμό15και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτιαόταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιέςκατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλωνπου γαβγίζουν.20Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν έλεγανεἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγανκαι τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγουμέσα στο ηλιόγερμα.Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα25που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούςκλαίγανε τα χαμένα τους παιδιάκι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντροκαι δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.30Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινάμε κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέριατη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς35με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρηςμε τ’ αυλάκι του τιμονιούμε το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους40δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι. *
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
"Μυθιστόρημα"

Ένας λόγος για το καλοκαίρι

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρισαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένειγεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδιαστο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε5στην εποχή των ματιών που κοιτάζουνστον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φωςσφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοιστις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριέςκαθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν10χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμεστη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρούτο διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου15που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσατην παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστουςαπαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,20σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντάσε βούρλα και σε καλάμια νησιάπου είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει25ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντάστη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μουσαν είμαι κουρασμένος — δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρικαι τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό30τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώταμάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίριλίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου35λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχήσκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνωμιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανάφέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή40με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδησφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδεςσε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένασκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο λιγοστεύουνκολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια45τα πρόσωπα της άλλης φυλής.
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνοδοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμούχτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μαςπήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε50βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουνμας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνέςάδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοισκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.55Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρικύματα της άμμου φεύγοντας ώς τον τελευταίο κύκλοένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτοςμάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιοχέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό60χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχήςχαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά·τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.
Φθινόπωρο, 1936
"Τετράδιο Γυμνασμάτων"

Αλληλεγγύη


Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξωμε δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμααπό το μέρος που φυσά ο αγέραςακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών5είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτιαμήπως άλλαξε κανείς ποτέ του.
Τί γυρεύετε; τα μηνύματά σαςέρχουνται αλλαγμένα ώς το καράβιη αγάπη σας γίνεται μίσος10η γαλήνη σας γίνεται ταραχήκαι δεν μπορώ να γυρίσω πίσωνα ιδώ τα πρόσωπά σας στ’ ακρογιάλι.
Είναι εκεί τα μεγάλα μάτιακι όταν μένω καρφωμένος στη γραμμή μου15κι όταν πέφτουν στον ορίζοντα τ’ αστέριαείναι εκεί δεμένα στον αιθέρασα μια τύχη πιο δική μου απ’ τη δική μου.
Τα λόγια σας συνήθεια της ακοήςβουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε20μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σαςμοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.
Έχασε πια το χρώμα αυτός ο κόσμοςκαθώς τα φύκια στ’ ακρογιάλι του άλλου χρόνουγκρίζα ξερά και στο έλεος του ανέμου.
25Ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτιαευκίνητα και ακίνητα σαν τον αγέρακαι τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι ο θεός μου.
"Ημερολόγιο Καταστρώματος Α"

Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους


Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους·πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών·γι’ αυτό σωπαίνουν5ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουνπαρὰ δῆμων ὀνείρων, παρὰ δῆμων ὀνείρων. *
Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξωκι α φωνάξω—Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή10σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίαςή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.
Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστεραγιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς15για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνοςοι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγγουςκαι το φλασκί των ανέμων αδειάζει.Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει·20ξυπνώσαν το χρυσόψαρο κολυμπώνταςμέσα στα χάσματα της αστραπής,κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ’ ανθρώπινα σώματα,κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας25στην αξεδίψαστη γηςσυγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,θα ’λεγες είναι φορτωμένοι σ’ ένα παμπάλαιο κάροκατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια,οι αγάπανθοι τ’ ασφοδίλια των νέγρων:30Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία;
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπηέπειτα έρχεται το αίμακι η δίψα για το αίμαπου την κεντρίζει35το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι·εκείνο το σπίτι περιμένειμ’ ένα γαλάζιο καπνόμ’ ένα σκυλί γερασμένο40περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι·είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·45ακριβέ μου Ελπήνωρ!* Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!Ή, δεν τους βλέπεις;—«Βοηθήστε μας!»—Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.
Τράνσβααλ14 Γενάρη 1942
"Ημερολόγιο Καταστρώματος Β"

Γ΄

Οι σύντροφοι μ’ είχαν τρελάνειμε θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρεςκαι τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα—καλύτερα να μέναν μακριά.5Πού θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι;Όμως η μέρα εκείνη που άρχισεμπορεί δεν έσβησε ακόμημε μια φωτιά σ’ ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλοκαι μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού.
"Τρία κρυφά ποιήματα"

«Νότες» για ένα ποίημα *

[α΄]

Ελικοβλέφαρη χαμογελούσαβαθύζωνη μέσα στην τραγική γαλήνη—

[β΄]

Κι αν τραγουδώ ανάμεσα στα σκέλεθρακαι στις ψυχές που σώσανε το λάδιμόνος στον έρημον αυλόγυροενός μοναστηριού των χρόνων της τουρκοκρατίας5κοιτάζοντας ακίνητες καμπάνες που ωριμάζουν—

[γ΄]

Με το κοντύλι μου έγραψα το μυστικό κρεβάτικι ήταν τριγύρω τ’ αναμμένα βάτα που έγλειφαν τα μέληίσκιοι φιδιών τυλίγανε τα μελαψά λαγόνιακαι στης κοιλιάς τη λίμνη κολυμπούσε κόκκινο ένα χέλι—

[δ΄]

Σύντροφοι που χορεύετε μασκαρεμένοισε μια κορφή που πάτησε τόσες φορές ο χαλασμόςπαίζοντας με χρωματιστές κορδέλεςχορεύοντας, κοιτάχτε, το γαϊτανάκι—

[ε΄]

Κι ο γήλιος τρυπώντας τις φυλλωσιέςπετάει στο χώμα χρυσά τσεκίνιααπόκριση στην προσφορά του καθενός μας—

[στ΄]

Όπως τα ζαρωμένα πρόσωπα γερόντωνπέφτουν σαν προσωπίδες σ’ ανοιγμένους λάκκους—

[ζ΄]

Η αγάπη το γαληνεμένο σπίτι του ανθρώπου.
(ΜΕΓΚ ΤΣΟΥ, 17)

[η΄]

Ο σταυραϊτός εδάγκωσε μια ρώγα κι άλλη ρώγακαι κάρφωσε τα νύχια του στην άγονη κοιλιάκι είδα μέσ’ απ’ τα σύννεφα να χύνεται μια φλόγαπου έσβησε με το ματωμένο κύμα στην ακρογιαλιά.

[θ΄]

Αντάρης: το βυσσινί σκυλόδοντο της Αφροδίτης.

[ι΄]

Άδεια πελάγη, άδεια καράβια, κεφάλια αδύναμα,ψυχές πιασμένες στο δίχτυ της μεγάλης αράχνης—

[ια΄]

Και την άκουσες την αυγή να ουρλιάζει·«Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα»,όχι μονάχα στην κυψέλη των θησαυρισμένων τάφωναλλά κι εδώ στις γειτονιές με τους ακοίμητους κινηματογράφους,5στο περιβόλι της πολιτείας που το κατάπιε η νύχτα,στο Σύνταγμα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη:Πόσα λεπτά σιωπής κοστίζει μια ζωή;«Θυμήσου τα λουτρά που σε θανάτωσαν, πατέρα»·μονάχα το αίμα θα ποτίζει τη ζωή και τ’ αηδόνι,10έτσι όπως τραγουδά τον πόθο του πίσω απ’ τις κλειδωμένες γρίλιες(αφηρημένος, σκυμμένο το κεφάλι περνάει στο δρόμο ένας καταδικασμένος σε θάνατο από όλους)για τα παιδάκια που αύριο θα ’ρθουν να παίξουν με καινούριες κουδουνίστρες—

[ιβ΄]

Ή χρώματα σε φορεσιές θεατρίνων που μόλις θυμόμαστεκάποτε λάμπουν—

[ιγ΄]

Περνώ μπροστά σε εικόνες που χαλνώ·το μεγάλο εικονοστάσι—

[ιδ΄]

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα.
Μάης – Ιούνιος 1946

"Τετράδιο Γυμνασμάτων Β"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου